25. Dream A Little Dream Of Me - The Mamas & The Papas.

25. Dream A Little Dream Of Me – The Mamas & The Papas.

Χθες το βράδυ έχασα τον κόσμο, και κέρδισα το σύμπαν.

- C. JoyBell C.

Την πρώτη φορά που η Eυανθία έβαψε τα μαλλιά της, ήταν με ένα πράγμα, σαν λαδοπαστέλ, από τα Jumbo. Η Ήβη το θυμάται καθαρά. Ήταν ένα βράδυ μετά τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, έμεναν ακόμη στις Σέρρες. Η Ευανθία είχε ξεχάσει να κάνει φαγητό και με τη Δανάη έτρωγαν μια κόκκινη τούρτα που έγραφε «Χρόνια Πολλά στους Singles». Και η Μίνα έφαγε από εκείνη τη τούρτα, είχε σιρόπι φράουλας και κρέμα σοκολάτας. Στην Ήβη δεν άρεσε.

Εκείνο το βράδυ, βρήκε στα πράγματά της ένα μαύρο πεντάγωνο πλαστικό πράγμα, όταν το άνοιξε είδε με έκπληξη φουξ λαδομπογιά. Το ροζ ήταν η ζωή της, ήταν θρησκεία, ήταν τρόπος σκέψης. Με τη βοήθεια της Δανάης και της Μίνας, η Ευανθία έβρεξε μια τούφα από τα μαλλιά της, μια μπροστινή τούφα γιατί αν ήταν να γίνει κάτι κακό, τουλάχιστον να φαινόταν. Η Ήβη τις κοιτούσε ρουφώντας με το καλαμάκι το τσάι με λεμόνι που της είχε κάνει ο Ανδρέας, η ώρα του ύπνου ήταν κοντά, αλλά αυτό ήταν καλύτερο από κάθε όνειρο. Πάνω στα βρεγμένα μαλλιά και με τη γλώσσα έξω, η Ευανθία κάλυψε με φουξ χρώμα ρίζα μέχρι τέλους.

Η αποτυχία ήταν τόσο μεγάλη που αποδείχθηκε επιτυχία. Με τη δύναμη της θερμότητας και τις φωνές της Μίνας «ανίδεες, αυτός δεν θα πετύχει» τόλμησαν οι γυναίκες της οικογένειας να στεγνώσουν τη τούφα. Εκεί που το λάδι άγγιξε τη φωτιά και τα αποτελέσματα ήταν...απερίγραπτα, τουλάχιστον. Οι τρίχες της Ευανθίας έγιναν μία, παντρεύτηκαν σε ύλη, μάζα, σώμα και ψυχή και κόλλησαν μεταξύ τους. Τα ξανα-έβρεξαν όταν η χτένα έσπασε, τα ξανα-στέγνωσαν, η Ήβη δάγκωνε το καλαμάκι με μανία, μέχρι που μπουμ! Ξεμπλέχτηκαν, κάπως. Τρεις μέρες αργότερα, ξεμπλέχτηκαν τελείως. Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο θέμα.

Το φουξ ήταν ανύπαρκτο. Μια αποτυχία του Jumbo. Αλλά μια μεγάλη επιτυχία για την Ευανθία γιατί εμφανίστηκε στη ζωή της ένα καλύτερο χρώμα, μωβ.

Η δραστηριότητα ήταν επιτυχής, μόνο τη μια φορά. Το χρώμα κράτησε τρεις μήνες, και αυτό, γιατί η Ευανθία το βαρέθηκε και το έβαψε. Όταν ξανα-προσπάθησε, η μπογιά βγήκε αμέσως. Στα μάτια της, η μαγεία χάθηκε, η λαδομπογιά μπήκε στο συρτάρι και νέα χρώματα, νέες τεχνικές αποτυχίας μπήκαν στη καθημερινότητά της.

«Μη το πατάς πολύ, θα της φύγει το μαλλί.»

Η Ήβη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της στα λόγια της Νίνας. Αγανάκτηση μέσα της, το χρώμα δεν εφαρμοζόταν το ίδιο εύκολα με αυτό που φανταζόταν. Η λευκή τούφα είχε κατά σημεία μωβ αποχρώσεις και έμοιαζε με το τρίχωμα μιας τίγρης, τίποτα αξιόλογο για τη μέρα της κηδείας της. Η Ήβη ξανα-προσπάθησε, μια τελευταία φορά. Πίεσε το μαύρο πλαστικό στις τρίχες της προγιαγιάς της και τράβηξε προς τα κάτω, μερικά κομμάτια DNA κόλλησαν πάνω στη λαδομπογιά, αλλά το εγχείρημα πέτυχε, τουλάχιστον το πενήντα τις εκατό της τούφας ήταν μωβ.

«Μήπως σου φαίνεται λίγο φουξ;» ρώτησε την αδελφή της.

Η Νίνα άναψε τον φακό του κινητού της και οι δυο τους έσκυψαν πάνω από το νεκρό πρόσωπο της Ευανθίας. «Φταίει το φως νομίζω.»

«Ίσως έπρεπε να το βρέξουμε.»

«Μου τελείωσε η βότκα.»

Η Ήβη κοίταξε γύρω της. «Υπήρχε ο αγιασμός.»

«Μπορούμε να κάνουμε και άλλη τούφα.»

«Νομίζω η Μίνα θέλει να κάτσουμε στις θέσεις μας. Μας κοιτάει ο κόσμος.»

Η Νίνα ταίριαξε μια τελευταία φορά τη τούφα της προγιαγιάς τους και τη φίλησε στο μέτωπο. Η Ήβη δεν ήξερε τι να κάνει, οπότε απλώς σήκωσε τα δάχτυλά της σε χαιρετισμό και ακολούθησε την αδελφή της στις θέσεις τους. Ο ιερέας έκανε σήμα στους ανθρώπους του γραφείου τελετών και το φέρετρο σηκώθηκε. Η Ήβη ένιωσε ικανοποιημένη από την επιλογή της Μίνας, ξύλο βελανιδιάς. Ταίριαζε με τη λευκή επιδερμίδα της γυναίκας. Την είχαν ντύσει στα λευκά και στα μπλε και στο τσεπάκι του ταγιέρ της, κάθε μέλος της οικογένειας έβαλε ένα χαρτί με την αγαπημένη του συνταγή. Η Ήβη δεν κατάλαβε το λόγο πέρα από το ότι δεν είναι καλό για το περιβάλλον, αλλά η Νίνα της είπε πως το έκαναν για να πάει γλυκά στον άλλον κόσμο. Να έχει κάτι να κάνει.

Η Ήβη σήκωσε τα γυαλιά ηλίου της και πήδηξε τα τρία σκαλοπάτια της εκκλησίας. Τα κίτρινα παπούτσια της έφτασαν στο έδαφος και έτρεξε προς την οικογένειά της, με τη κόκκινη τούλινη φούστα της να ανεμίζει με χάρη στον αέρα. Μέσα σε όλους όσους φορούσαν μαύρα, εκείνη ξεχώριζε γιατί τουλάχιστον είχε βάλει αντηλιακό. Κάποιοι δεν πρόσεχαν το δέρμα τους, και αυτό φαινόταν πολύ Αμαλία.

Τη τελευταία φορά που περπάτησε έτσι ήταν η Μεγάλη Πέμπτη, στο χωριό του Ιάσονα. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, οι άνθρωποι ήταν πολλοί, υπήρχε ζέστη και η Ήβη ένιωθε άβολα. Δεν της άρεσε να προχωράει μπροστά, πίστευε πως όλοι τη κοιτούσαν και ας μη το έκαναν. Αλλά η Μίνα την πίεσε και η Ήβη δεν μπορούσε να αρνηθεί.

Γύρω της υπήρχαν κάθε λογής άτομα. Από τον πεντάχρονο ανιψιό της εξαδέλφης της κόρης της κυρίας Καλλιόπης, της οποίας το σπίτι βλέπει στο δωμάτιο της Ήβης, μέχρι τη ταμεία στο σούπερ μάρκετ που πήγαιναν μια φορά το μήνα στη Δελφών. Η Ευανθία ήξερε κόσμο και κόσμο, αλλά η Ήβη δεν περίμενε να παραβρεθεί ακόμη και ο τενίστας με τον οποίο η προγιαγιά της έκανε μόνο ένα μάθημα -ήταν δωρεάν και ήταν το δώρο από τη κοπή της βασιλόπιτας του Συλλόγου Ιδιοκτητών Γατών.

Και τώρα, προχωρούσε μπροστά σκεπτόμενη πως κανείς από αυτούς δεν ήξερε το όνομά της.

Η Δανάη ήταν η ψηλότερη της οικογένειας. Τα μαλλιά της είχαν το μάκρος που θα ζήλευε κάθε γυναίκα που έχει μπει στα εβδομήντα και στο χέρι της κρατούσε το μπράτσο ενός Ιταλού που γνώρισε στα ταξίδια της. Δεν θυμόταν το όνομά του ή την ηλικία του, αλλά τους χαιρέτησε και τους αγκάλιασε θερμά το πρωί. Και δεν τη Δανάη δεν την ένοιαζε το όνομά του ή ποιος είναι. Δεν την ένοιαζε πόσο θα έμενε και ποιος τους κοιτούσε. Η Ήβη έβλεπε τη γιαγιά της ως έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο. Ανεξάρτητο από όλα και όλους. Ένα παιδί δεν την εμπόδισε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Ίσως για αυτό η Ήβη αισθανόταν άνετα να ζητήσει βοήθεια για τα προβλήματά της.

Όμως τώρα, ήταν μια άλλη. Η γιαγιά που δεν έδειχνε ποτέ αρνητικά συναισθήματα, η γυναίκα που κοιτούσε μόνο μπροστά, που στον πόνο και στα δύσκολα δεν έπεφτε, τώρα κρατιόταν από τον αγκώνα της Ήβης, κοιτούσε κάτω και έσερνε τα πόδια της. Υπέθεσε πως ήταν μια λογική αντίδραση, βλέποντας παρόμοια έκφραση στο πρόσωπο της μαμάς της, όμως η Μίνα πού και πού της χάριζε ενθαρρυντικά χαμόγελα. Ο θρήνος του ενός εμφανιζόταν διαφορετικά στον δεύτερο και μεταφραζόταν αλλιώς στον τρίτο. Ο πόνος ήταν ίδιος. Η αντιμετώπιση διαφορετική.

Η Νίνα περπατούσε δίπλα της από την άλλη πλευρά, το φουξ που γυάλιζε μωβ στα χέρια της, σκουπίστηκε πάνω στο μαύρο φόρεμά της και το λέρωσε με σκιές που δεν θα έβλεπε ποτέ κανείς. Η χθεσινή τους συζήτηση ήταν στις σκέψεις και των δύο, μα καμία δεν την ανέφερε ξανά. Η Ήβη έμαθε κάτι το οποίο ήλπιζε να μην ήξερε, η Νίνα ανακάλυψε κάτι το οποίο ήλπιζε να αντιμετωπίσει κάποια στιγμή. Μιλώντας για πόνο, οι δύο αδελφές δέθηκαν, η μετάφραση και η αντιμετώπιση ήταν διαφορετική, αλλά ο πόνος στη καρδιά της μίας αντικατοπτριζόταν στα μάτια της άλλης. Η Ήβη αναρωτιόταν αν η Νίνα θα μπορούσε να ζήσει με το μυστικό της για πάντα. Εκείνη, θα το έκανε.

Η Μίνα είχε βάλει μετά από καιρό μαύρα και στα μάτια της κόρης της, ήταν άλλος άνθρωπος. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά, επιβεβαιώνοντας πως την ακολουθούσαν οι δύο κόρες της και δεν τις είχε χάσει πάλι, όπως τότε στο σούπερ μάρκετ. Ο Ανδρέας τη στήριζε προσφέροντας τον ώμο του για το κεφάλι της, ο ίδιος όμως δεν είχε κάτι αντίστοιχο. Η Αμαλία κοιτούσε την ώρα να φύγει, και το είχε βάλει στόχο να τους το υπενθυμίζει. Το σκορ της ήταν δέκα λεπτά αμίλητη. Όλοι, ακόμη και η Ήβη, ήλπιζαν να το αυξήσει.

Η ίδια δεν είχε πάει ποτέ σε κάποια κηδεία. Θυμόταν αμυδρά μια φορά όταν ήταν αρκετά μικρή, που οι γονείς της την άφησαν στη Δανάη και στην Ευανθία για ένα βράδυ όταν εκείνοι ταξίδεψαν μέχρι ένα χωριό κάπου -καμία πληροφορία για το όνομα- λόγω μιας κηδείας. Η εφτάχρονη, ή οχτάχρονη, δεν ήταν σίγουρη, Ήβη είχε ακούσει τους γονείς της να το συζητούν, ένα κοριτσάκι και η μητέρα του πέθαναν σε τροχαίο. Ήταν οικογένεια ενός φίλου του μπαμπά, η Ήβη ήθελε τόσο πολύ να πάει να δει. Περίεργες οι σκέψεις για ένα μικρό παιδί, η ενήλικη Ήβη το σκέφτεται και ανακαλεί όλες τις λάθος αποφάσεις που πήρε ποτέ. Ευτυχώς δεν πήγε σε εκείνη τη κηδεία. Το τραύμα και μόνο θα ήταν αρκετό για να τη καταστρέψει ολοκληρωτικά.

Οπότε δεν είχε καμία ιδέα του πώς και τι και γιατί έπρεπε να γίνουν όλα όσα γίνονται. Είχε διαβάσει ένα βιβλίο, Έθιμα ταφής, όμως οι πληροφορίες που έδινε ήταν ασαφείς και δεν είχε χρόνο για εκτενή αναζήτηση και έρευνα, όπως είχε κάνει με τα έθιμα του αρραβώνα την άνοιξη. Αν και ένιωθε πως το πρόγραμμά της διαταράχθηκε και ότι δεν ήταν πλήρως προετοιμασμένη για τη σημερινή μέρα, δεν ενοχλήθηκε τόσο. Όσο το σκέφτονταν, τόσο την ενοχλούσε που όλα ήταν...σχεδόν φυσιολογικά. Σαν να υπήρχε κάπου μια δυσλειτουργία στην ύπαρξη των πραγμάτων και δεν μπορούσε να τη βρει.

Η φούστα της τραβούσε σκόνη και χώματα με το καλοκαιρινό αεράκι να πετάει τη βρωμιά εδώ και εκεί. Τώρα, στεκόταν μπροστά από μια λακκούβα που είχε σημαδευτεί πιο πριν από ένα ξύλο και περίμενε να δει τι θα γίνει. Η Μίνα ήρθε δίπλα της, εμποδίζοντας την όρασή της.

«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε.

Η Ήβη έγλειψε τα χείλη της και κοίταξε γύρω της. Η γιαγιά τώρα κοιτούσε μακριά, στην αγκαλιά του Ανδρέα, η Αμαλία να περπατάει μακριά, και η Νίνα να απομακρύνεται προς έναν άνδρα που αγαπούσε πολύ. Ο Ιάσονας τη δέχτηκε στα χέρια του χωρίς λέξη, χωρίς τίποτα.

«Ναι, γιατί;»

Η Μίνα της έπιασε το χέρι. «Μήπως θες να φύγεις;»

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ήθελε να δει. Ήθελε να μάθει, ήθελε να καταλάβει. «Όχι.»

Η μητέρα της έμεινε δίπλα της όσο εκτυλίσσονταν η σκηνή μπροστά της. Οι άνδρες που κουβαλούσαν το όμορφο φέρετρο, τώρα το άφησαν σε μια πράσινη, σκληρή μάζα που λειτουργούσε με τέσσερις μοχλούς, έναν σε κάθε γωνία. Η Ευανθία κοιτούσε τον ήλιο και το λευκό της δέρμα έμοιαζε εξωγήινο για την Ήβη.

«Εκατό και τέσσερα έτη πάνω στη Γη.» μουρμούρισε η Δανάη. «Και χαμογελούσε από την αρχή μέχρι το τέλος.»

Ένας ένας, άρχισαν να πετάνε χώμα στο σώμα της Ευανθίας. Η Ήβη ήθελε να κοιτάξει μακριά, μα δεν μπορούσε.

Έμεινε στάσιμη.

Στον αέρα που σήκωνε τη μπλε της φούστα, στη Μίνα που κρατούσε σφιχτά το χέρι της και μετά την άφησε, στην Αμαλία που τη κοιτούσε με απέχθεια όπως πάντα, στον Ανδρέα που βρέθηκε μπροστά της χωρίς λόγια, σε όλους όσους απομακρύνθηκαν, η Ήβη δεν ανταπέδωσε καμία κίνηση. Η Νίνα ήταν η τελευταία που την πλησίασε, τη ρώτησε αν θα ακολουθούσε και η Ήβη δεν κουνήθηκε. Ο Ιάσονας τη χαιρέτησε από μακριά, μα άδεια ήταν η απάντησή της. Κάνοντας αυτό που ήξερε καλύτερα, σταμάτησε να δέχεται τα εξωτερικά ερεθίσματα και παρατήρησε. Αυτό, το άγνωστο που δεν ήξερε.

Χαζές και μακάβριες σκέψεις θα έλεγε κανείς πως ήταν. Η Ήβη κοιτούσε την Ευανθία με ενδιαφέρον. Η μωβ τούφα, τα κόκκινα νύχια, ένα χαμόγελο που ίσως να υπήρχε και ίσως να μην εμφανίστηκε ποτέ. Άραγε οι σκέψεις της τώρα πού ήταν; Η Ήβη αναρωτήθηκε αν όταν πεθαίνεις, μένεις άδειος, κενός, όλο αυτό το ψυχολογικό και πνευματικό μέρος που είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να καταλάβει, στο δοχείο που ήταν η Ευανθία, τώρα απλώς είχε εξαφανιστεί. Αυτός ήταν ο σκοπός; Να ζήσεις, να αποκτήσεις, να χάσεις; Και μετά τι; Η Ήβη δεν μπορούσε να το φανταστεί. Εκείνο το εσωτερικό πλασματάκι που ζει μέσα μας, όπως έλεγε μια καθηγήτρια, εκείνη η ύλη σκέψης και όχι μάζας, εκείνο το πράγμα που σε κάνει να νιώθεις, σε κάνει να πονάς και να γελάς, τώρα πού πήγε;

Ο θάνατος, ήταν άλλο ένα μέρος της ζωής, και η Ήβη δεν ήξερε πώς να το περιγράψει ή πώς να το καταλάβει. Δεν ήθελε να γίνει άλλο ένα κενό δοχείο. Ήθελε να μείνει αυτό το κάτι περισσότερο που είναι και τώρα.

«Πρέπει να τελειώνουμε, δεσποινίς. Έχουμε άλλους δύο σήμερα. Πέφτει το φως.»

Οι σφυγμοί της ανέβηκαν λες και κάποιος τη χτύπησε απότομα στο μάγουλο. Η Ήβη σήκωσε το βλέμμα της παρακολουθώντας τους εργάτες του νεκροταφείου να γυρνούν τους μοχλούς. Τότε κατάλαβε πως το φέρετρο μετακινούνταν, προς τα κάτω. Η Ευανθία κατέβαινε και η Ήβη δεν ήταν έτοιμη για αυτό. Δεν ήταν έτοιμη για τίποτα! Όλα ήταν λάθος.

«Περιμένετε!» τους φώναξε.

Το μπλε της φούστας της ήρθε και ενώθηκε με το καφέ του χώματος, σίγουρα θα έμενε λερωμένο εκείνο το μέρος. Τα πόδια της λύγισαν και το σώμα της βρέθηκε να είναι σχεδόν πάνω από το άψυχο σώμα της προγιαγιάς της. Δεν της άρεσε που θα υπήρχε λεκές από χώμα στα λευκά ρούχα της. Πριν το καταλάβει, τα δάχτυλά της έπαιρναν και πετούσαν όσο χώμα μπορούσαν, με την μάζα να μπαίνει μέσα στα νύχια της και την ανάγκη της για καθαρισμό να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Οι άνδρες τη κοιτούσαν αμήχανα, μα πώς να τους εξηγήσει πως δεν ήταν όπως έπρεπε; Το φέρετρο θα έκλεινε και η Ευανθία ήθελε να είναι καθαρή, καθαρή, καθαρή.

Η Ήβη έσκυψε πιο κοντά όταν οι άνδρες πήγαν να σηκώσουν το καπάκι από το φέρετρο. «Όχι, όχι, μα δεν βλέπετε, δεν είναι σωστό!»

Οι λεκέδες δεν έβγαιναν, το χώμα κατέληγε πάνω της και κάτι έβρεχε το λευκό ταγιέρ της Ευανθίας με τις μπλε λεπτομέρειες. Δάκρυα, δικά της.

«Δεσποινίς, εμείς-»

«Δεν ακούω τίποτα!»

Έτριψε με τα χέρια της όσο καλύτερα μπορούσε μα ο λεκές δεν έβγαινε. Η Ήβη αναστατώθηκε περισσότερο όταν ένιωσε κάποιος να την τραβάει μακριά, έσπρωξε τον εαυτό της μπροστά και δεν άφησε τον άγνωστο να κυριαρχήσει. Οι σκέψεις της δεν απεικόνιζαν τις πράξεις της, υπήρχε ένα χάος μεγαλύτερο εκεί μέσα. Κάποτε υπήρχε και στο μυαλό της Ευανθίας, τώρα τίποτα, κενό, όλα κενό. Πού πήγαν, πού είναι, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Και η Ήβη έτριψε και έτριψε, προσπαθώντας να καταλάβει και να μην την αφήσει. Γιατί η Ευανθία τη μισούσε, εκείνη το γνώριζε και δεν μπορούσε να κλείσει το φέρετρο πριν επανορθώσει. Καθαρή, έπρεπε να ήταν καθαρή. Μα ποιος την τραβούσε;

«Ηλιόφωτη, φτάνει.» της ψιθύρισε.

Τα δάχτυλα της Ήβης σταμάτησαν, αιωρούμενα πάνω από το λευκό ύφασμα. Οι σφυγμοί της μειώθηκαν, το άγγιγμα του αγνώστου να τη σηκώνει και να την παίρνει μακριά. Δεν σκουπίστηκε, δεν τίναξε τα χέρια της, η βρωμιά να λιώνει μέσα στο δέρμα της και να ζει εκεί. Ένα, δύο, τρία τα βήματα, τέσσερα, πέντε, έξι, πριν σταματήσει. Τώρα ο άνδρας τη κρατούσε από τους ώμους, ούτε κοντά, ούτε μακριά, την ήξερε καλά. Η φωνή του δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ανάμνησή του. Ίσως ήταν και τα πάντα.

Μαζί με τον Αχιλλέα, είδαν τους εργάτες του νεκροταφείου να τοποθετούν το κομμάτι του φέρετρου πάνω από το άψυχο σώμα. Η μωβ τούφα της Ευανθίας ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε, πριν η εικόνα της εξαφανιστεί από μπροστά της. Οι μοχλοί γύρισαν, το ξύλο κατέβηκε και άλλο και άλλο και άλλο και η Ήβη δεν μπορούσε να καταπιεί την ανάγκη της να τρέξει εκεί. Ήταν πολύ για εκείνη. Υπερβολικά πολύ. Τη στιγμή που η τελευταία ακτίνα φωτός εξαφανίστηκε, οι εργάτες σταμάτησαν. Αυτό ήταν. Μια πράξη πέντε λεπτών που κρατούσε μια αιωνιότητα.

Η αναστάτωση που ένιωθε προηγουμένως είχε αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Ασφάλεια, κατά κάποιο τρόπο. Δεν ήταν σίγουρη πώς ακριβώς μπορούσε να το περιγράψει μέσα της. Η Ευανθία χανόταν μπροστά στα μάτια της, ο κόσμος της όπως τον γνώριζε άλλαζε για άλλη μια φορά. Δεν τα πήγαινε καλά με τις απώλειες. Αλλά τώρα είχε κάποιον να τη κρατάει, να το ζει αυτή τη στιγμή, την ίδια στιγμή, μαζί της. Ήταν ασφαλής, γιατί όλα όσα φοβόταν περισσότερο τα ήξερε και κάποιος άλλος από δίπλα της. Τα αντιμετώπιζαν μαζί.

Η Ήβη κοίταξε κάτω και ξαφνιάστηκε. Τα σκούρα παπούτσια του ήταν από δέρμα και αντίθετα με όλα όσα τον είχε συνηθίσει να φοράει. Δίπλα από τα κίτρινα δικά της η διαφορά ήταν εμφανής. Πρώτη φορά εμφανιζόταν. Το βλέμμα της ανέβηκε προς τα πάνω. Η δυσλειτουργία που νόμιζε πως είχε παρατηρήσει πριν εμφανιζόταν ξανά.

«Φοράς μαύρα.»

Ο Αχιλλέας κοίταξε τον εαυτό του. Το μαύρο πουκάμισο, το μαύρο παντελόνι, τα παπούτσια. Αυτός δεν ήταν ο Αχιλλέας της. «Έτσι κάνουν στις κηδείες.»

«Οι άλλοι, όχι εμείς.»

Ο Αχιλλέας κατέβασε τα χέρια του από τους ώμους της. Η Ήβη δεν είχε παρατηρήσει το πόσο κοντά της ήταν. Αυτή η επαφή δεν της δημιουργούσε τίποτε άλλο, παρά χαρά. Να τον έχει ξανά δίπλα της. Τέρμα οι χαιρετισμοί από μακριά, τέρμα τα αντίο χωρίς φωνή. Τώρα στεκόταν μέσα στα μαύρα πλάι στο κουρασμένο σώμα της και η φωνή του έφτανε όντως στα αυτιά της. Παρά τα φυσιολογικά-περίεργα που έβλεπε, ήταν χαρούμενη που μέσα σε όλη τη μέρα, τα καστανά μάτια που κάποτε την οδήγησαν σε ένα άγνωστο μέρος και πέταξαν τον κόσμο της σε έναν άγνωστο δρόμο, τώρα τη κοιτούσαν όπως τότε.

«Σε ευχαριστώ που ήρθες.» του είπε σιγανά.

«Με πήρες τηλέφωνο χθες. Συγνώμη που δεν πρόλαβα να απαντήσω.» μετανιωμένος, κοίταξε κάτω. «Οπότε ήρθα. Η Ευανθία λοιπόν.»

Μαζί παρακολούθησαν τους εργάτες που μάζευαν τα πράγματά τους και ετοιμάζονταν για το τέλος της ημέρας. Κάλυψαν την λακκούβα με ένα επιπλέον πλαστικό υλικό, είχαν πει για βροχές το βράδυ αν και μέχρι στιγμής είχε καθαρό ουρανό. Μακάρι το πρώτο βράδυ της να είναι κάτω από τα αστέρια.

«Η Ευανθία, ναι.»

«Νόμιζα πως ήταν αθάνατη.»

Η Ήβη δέχτηκε το χέρι που της έδωσε. «Κανείς δεν ζει για πάντα.»

Ακολούθησαν με αργά βήματα το δρομάκι προς την έξοδο από το νεκροταφείο. Η Ήβη ένιωθε μικρή, με το λερωμένο χέρι της μέσα στο μεγάλο δικό του, ο Αχιλλέας όμως δεν έδειξε τέτοια ανάγκη για αλλαγή. Αλλά πόσο είχε αλλάξει εκείνος; Τα μαλλιά του ήταν πιο κοντά από την τελευταία φορά που τον είδε, πλέον η κάθε απόδειξη ενός άτσαλου κουρέματος από έναν άγνωστο είχε εξαφανιστεί. Φαινόταν χλωμός, σχεδόν όπως η Ήβη, μάλλον δεν περνούσε τις ώρες του στον ήλιο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό, ο Αχιλλέας λάτρευε τον ήλιο. Ήταν ένας σοβαρός άνδρας, η σκανταλιά είχε κρυφτεί πίσω από το καφέ των ματιών του. Φαινόταν άλλος ένας μουντός, βαρετός, μίζερος και καταθλιπτικός άνθρωπος. Δεν της άρεσε αυτό.

«Η μνήμη του όμως ζει για πάντα.» της απάντησε. Πριν προλάβει να πει τη θεωρία της για το πως το μυαλό πεθαίνει και οι σκέψεις χάνονται, ο Αχιλλέας τη σταμάτησε. «Θα θυμάσαι για πάντα την Ευανθία. Σιγά σιγά, το πρόσωπό της θα χάνεται, αλλά αυτό που σου προκαλούσε το χαμόγελό της θα είναι χαραγμένο στον τρόπο που εκφράζει όλες αυτές τις ουσίες το περίεργο και όμορφο μυαλουδάκι σου.»

«Δέχομαι το κομπλιμέντο για το μυαλό μου. Εύστοχη παρατήρηση, μιας και είναι εξαίσιο. Το οφείλω στο Asperger, αν και πιστεύω πως εν τέλη είναι τα γονίδια του προπάππου Άρη. Δεν ήρθε κάτι πέρα από ομορφιά από την πλευρά της Ευανθίας.»

Η προσπάθειά της να ελαφρύνει το κλίμα έπιασε τόπο και η πρώτη ένδειξη χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη του. «Πώς είσαι Ήβη;»

Κοίταξε κάτω. Τα κίτρινα παπούτσια της είχαν λερωθεί περισσότερο από όσο έπρεπε και μόλις τότε κατάλαβε μια γρατζουνιά στο καλάμι του ποδιού. Η πληγή δεν πονούσε, δεν την ένιωθε καν, αλλά έμοιαζε με ένα σχίσιμο στην ευαίσθητη επιδερμίδα της που θα άφηνε σημάδι. Έτσι ένιωθε. Αλλά πώς να το μεταφράσει μέσα της; Η σύνδεση δεν πέρασε, το σήμα έφτασε, το μήνυμα καταστράφηκε. Οι τελευταίες μέρες ήταν βουνό και η Ήβη έπρεπε να πολεμήσει τέρατα για να προστατέψει το γυάλινο παλάτι της. Μόνη. Τα πράγματα δεν ήταν καλά και αυτό έγινε εμφανές αργά.

«Δεν ξέρω.» χρησιμοποίησε μια παλιά του έκφραση. Αυτή η άρνηση που παρουσίαζε τελευταία στην αρχή των προτάσεων που ξεστόμιζε την έκανε να αναρωτιέται όχι το πώς είναι τώρα, αλλά το πόσο καλύτερα θα μπορούσε να είναι όλα αυτά τα χρόνια αν είχε κάνει τα πράγματα διαφορετικά. Αν δεν είχε χάσει χρόνο, αν είχε τολμήσει. «Εσύ;»

Η απάντηση του Αχιλλέα ήρθε μετά από σιωπή. Φάνηκε να το σκέφτεται όπως το σκεφτόταν και εκείνη, πλέον δεν πετούσε φράσεις απλά για να τις πει. Η τρέλα του που κάποτε τον οδηγούσε στο να λέει τα λάθος πράγματα έλειπε, η επαφή του με μια πραγματικότητα που κανείς τους δεν καταλάβαινε ήταν πιο ισχυρή από ποτέ. Δεν ήθελε να ψάξει την αιτία. Ήθελε να της το πει ο ίδιος. Ήθελε όμως πάνω από όλα να είναι όπως τον γνώρισε. Αυτή η μελαγχολία δεν του πήγαινε. Ήταν σχεδόν φυσική. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Αχιλλέας φοράει μόνο μαύρα και είναι ένας καταθλιπτικός τύπος. Ο Αχιλλέας της ήταν σαν τα κίτρινα παπούτσια της, γεμάτα ζωή μέσα στα χώματα. Ήταν σαν εκείνη.

«Μου λείπουν πράγματα και αυτό με κρατάει πίσω. Νιώθω αδύναμος, χωρίς λόγο. Είναι σαν...» γύρισε να τη κοιτάξει. Το βλέμμα του έψαχνε το δικό της να βρει την επόμενη πρόταση. «Είναι σαν να είχα φάει όλη τη τούρτα, να ήμουν σε υπερένταση για τόσο καιρό και κάτι να με επιστρέφει πίσω. Και εγώ θέλω να συνεχίσω στο όνειρο. Καταλαβαίνεις;»

«Όχι.» του απάντησε ειλικρινά. «Αλλά μου αρέσει που τα λες.»

Σταμάτησαν να περπατάνε, λίγο πριν την έξοδο. Ανάμεσα στα μνήματα και σε όλες τις άλλες Ευανθίες, η Ήβη ένιωσε πως την κοιτούσαν όλοι και περίμεναν κάτι. Ο Αχιλλέας την έφερε κοντά του. Στον λαιμό του, μια ασημένια αλυσίδα γυάλιζε. Αυτό ήταν καινούριο. Όπως και το κόσμημα που κρυβόταν κάτω από το μαύρο ύφασμα. Ήθελε να το αγγίξει και να το δει, να μάθει αν ήταν αυτό που νόμιζε. Αλλά δεν τολμούσε. Ήταν κουρασμένη.

«Δεν θα πω πως δεν ξέρω, γιατί ξέρω ακριβώς πως είμαι, ηλιόφωτη.» να'το πάλι, εκείνο το ψευδώνυμο που όταν το έλεγε της αρκούσε για να της φτιάξει τη μέρα, αλλά όταν το σκεφτόταν μετά, άλλαζε μορφή, ήταν νοσταλγία για κάτι που χάθηκε. «Μου λείπει που δεν μπορώ να βγαίνω έξω γιατί έχω ακόμη εξεταστική. Έχω βάλει σκοπό να τελειώνω, ήρθε η ώρα να κλείσω αυτό το κεφάλαιο. Μου λείπει η εποχή που οι φίλοι μου ήξεραν πότε ήμουν σκατά και ήθελα να τα κάψω όλα, και τώρα απλώς με κοιτούν σαν να είμαι κάποιος άλλος. Πλέον, μου λείπει η ικανότητα να πηγαίνω δύο μήνες πίσω με το μυαλό μου, και να ψάχνω τα σημάδια που μου έδειχναν πως κάτι θα άλλαζε το βράδυ, ένα κόκκινο παλιό αυτοκίνητο εμφανίστηκε στην πόρτα του σπιτιού μου στο χωριό. Μου λείπει το να σε βλέπω να αναρωτιέσαι αν όντως κάποιος σκοτώθηκε στη μέση της βραδιάς ή ήταν η φαντασία σου.»

Δεν ήταν της φαντασίας της.

«Και επειδή δεν απάντησα στο καταραμένο τηλέφωνο χθες, δεν θα χάσω την ευκαιρία ξανά.» ο Αχιλλέας έσκυψε κοντά της. Ψιθύρισε. «Μου λείπει η φιλία μας Ήβη. Ή ό,τι άλλο είχαμε. Όχι επειδή σε γνώρισα μόνο για λίγο χρόνο. Αλλά επειδή ξέχασα το πρόσωπό σου, μα το τι μου προκαλούσε το χαμόγελό σου έμεινε. Και δεν μπορώ να σπάω πλέον το κεφάλι μου για να σε θυμάμαι. Γιατί δεν ξέρω πλέον αν εσύ με θυμάσαι.»

Η Ήβη κατάπιε, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Ήταν ξαφνικό και εκτός των όλων όσων περίμενε. Νόμιζε πως θα ήταν μια ήρεμη συζήτηση, θα της αγόρασε τσάι με λεμόνι και μετά θα έφευγε όπως ήρθε. Νόμιζε πως δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ, αλλά ορίστε, με μαύρα ρούχα που πρόδιδαν αυτό που η Ήβη δεν μπορούσε ποτέ να εξηγήσει και πάντα ένιωθε. Ήθελε μια μέρα να την περάσουν μαζί, ή και τρεις, μακριά από όλους και από όλα, σιγά σιγά να επαναλάβουν τις δύο χαμένες εβδομάδες και ίσως, ίσως η Ήβη να έβρισκε κάποιο τρόπο να του εξηγήσει πως δεν τον ξέχασε, απλώς δεν ήθελε να τον θυμάται. Και γιατί;

Γιατί τώρα, με αυτά τα μαύρα ρούχα που φορούσε, η ανόητη αμφίεση που είχε, ήταν ένας άνδρας που δεν γνώριζε. Αλλά τον παλιό Αχιλλέα τον ήξερε καλά, θα τον ξεχώριζε παντού. Και ίσως αυτό σήμαινε πως ο ίδιος γνώριζε εκείνη. Αυτό ήταν το πράγμα που φοβόταν η Ήβη. Πως αν την ήξερε, μια μέρα θα την έδιωχνε. Προσπάθησε να το αποφύγει όταν είδε πρώτη φορά τα σημάδια και μπορούσε να τα ονομάσει. Έρωτας, φιλία- και τίποτε άλλο. Αυτά είχε ο Αχιλλέας και της τα έδινε σιγά σιγά.

Εκείνη είχε μόνο τη φιλία να του προσφέρει. Έτσι πίστευε, αυτό ήταν το πρόβλημα. Δεν έβγαζε νόημα στο μυαλό της, μα τι βγάζει πλέον;

Δεν ήθελε αυτόν τον Αχιλλέα.

Της βγήκαν αβίαστα οι λέξεις. Όταν τις άκουσε μετά, ίσως να μπορούσε να τις δει γραμμένες σε ένα κακογραμμένο βιβλίο για χαζούς έρωτες. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ήταν τα πάντα στο μυαλό της.

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω Αχιλλέα. Νιώθω να πνίγομαι. Και φοβάμαι. Θέλω πίσω τον φίλο μου, αυτό τον άγνωστο που δεν με ξέρει, δεν ξέρει τι έχω κάνει, δεν ξέρει τον πόνο μου. Αυτό τον φίλο που απλά ήταν εκεί χωρίς να γνωρίζει.»

Και μπορεί ο Αχιλλέας να μη καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσε, μπορεί ο Αχιλλέας να μην έβλεπε τις σκέψεις της που πρώτη φορά βγαίνουν σε λέξεις, αλλά δεν φάνηκε να τον νοιάζει. «Είμαι εδώ.»

Όσο γρήγορα εμφανίστηκαν οι λέξεις από κάποιο σχεδόν ντροπιαστικό βιβλίο, τόσο γρήγορα εξαφανίστηκαν. Οι διαφορετικές πραγματικότητες που ζούσαν ενώθηκαν με ένα άγγιγμα. Ο Αχιλλέας να την πιάνει από τη μέση, εκείνη να το δέχεται. Να του επιτρέπει νοερά να την αγκαλιάσει, με τα χέρια της γύρω του. Να μυρίζει τα μαλλιά της. Να μυρίζει τον λαιμό του. Και το κόσμημα που τόσο επιθυμούσε να ξαναδεί, να κρέμεται ανάμεσά τους, κρατώντας τις μνήμες της στα χέρια του.

«Ήταν σκέτη καταστροφή! Νόμιζα πως με ήξερες καλύτερα.»

Ο Ερμής εμφανίστηκε στην πόρτα του μπάνιου. Τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς ατημέλητα και οι πιτζάμες του τσαλακωμένες όπως πάντα. Σήμερα είχαν μαζέψει άλλες δύο κούτες βιβλία, μια δραστηριότητα που μπορεί και να τους πήρε όλο το απόγευμα, κρίνοντας από το γεγονός ότι η Ήβη ετοιμαζόταν να κοιμηθεί στο σπίτι του. Ήταν η πρώτη φορά. Το συχαίνοταν. Δεν της άρεσε να κοιμάται χωρίς τα πράγματα της, το μαξιλάρι της, τη κουβέρτα της, θεέ μου η οδοντόβουρτσα! Ο Ερμής όμως, προετοιμασμένος για τα πάντα, της έδωσε όλα όσα του ζήτησε, ανέγγιχτα και καθαρά. Εκτιμήθηκε πολύ.

Τώρα, ο καθένας ετοιμαζόταν για ύπνο. Ο Ερμής έπλενε τα δόντια του, περιμένοντας την Ήβη να αλλάξει και εκείνη τελείωνε τις σημειώσεις της ημέρας. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις έντεκα, στις δώδεκα έπρεπε να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Ήταν μέσα στο πρόγραμμα και αφού έφτιαξε το αντίστοιχο της αυριανής μέρας σε ένα κόκκινο σημειωματάριο, το τοποθέτησε στο πάτωμα -που σφουγγάρισε ο Ερμής τρεις φορές- μαζί με το στυλό του και ξεκίνησε να αλλάζει. Όσο τοποθετούσαν τα βιβλία με αλφαβητική σειρά στις κούτες, νικούσαν περί ανέμων και υδάτων και τώρα, της δόθηκε η ευκαιρία να του πει όλα όσα έγιναν το πρωί.

Η μέρα ήταν γεμάτη εκπλήξεις. Ξεκίνησε με ένα γερό πρωινό, ύστερα από τη Νίνα που στις εφτά γύρισε στο σπίτι. Ο φίλος της, Ιάσονας τη χαιρέτησε και της άφησε ένα κουλούρι πριν τα δύο τους πάνε για ύπνο. Στη συνέχεια η Μίνα της υπενθύμισε πως θα ήταν καλή ιδέα να αλλάξει ρούχα, μιας και οι φόρμες δεν προκαλούσαν σωστή εντύπωση για πρώτο ραντεβού. Η Ευανθία της πρότεινε ένα φορεματάκι, κάτι εύκολο να βγει. Τελικά έβαλε τζιν και μια μπλούζα τόσο χαλαρή, που έπεφτε στα οπίσθια της. Μία ώρα αργότερα, έγινε το κακό.

Το ραντεβού, ή ό,τι ήταν αυτό το πράγμα τέλος πάντων, κράτησε δύο ώρες και ένα τέταρτο. Και αυτό, επειδή η Ήβη έχασε δύο λεωφορεία λόγω κόσμου, αλλιώς θα είχε εξαφανιστεί νωρίτερα. Ο φίλος μεταπτυχιακός από τη σχολή του Ερμή λεγόταν Σωτήρης. Ο Σωτήρης ήταν ένας ψηλός -τουλάχιστον δίπλα στην Ήβη- με καστανόξανθα μαλλιά και μέλι μάτια. Η Ήβη έπρεπε να το παραδεχτεί, ήταν όμορφος. Θα μπορούσε να τον περιγράφει για ώρες, αλλά ήταν τα μόνα θετικά του. Δεν χρειαζόταν όμως να το κάνει, μιλούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, και μόνο αυτό.

Η Ήβη έδειξε στον Ερμή πως έχει οδοντόπαστα στα χείλη του και όταν το σκούπισε, ο φίλος της έδωσε το ελεύθερο να ξεκινήσει επιτέλους να μιλάει για αυτό. «Σε βλέπω να το θες πολύ, ξεκίνα.»

Ο Ερμής εξαφανίστηκε πάλι στο μπάνιο και η Ήβη έβγαλε αμέσως τη μπλούζα της με γυρισμένη την πλάτη. «Εγωιστής, το λιγότερο. Ήξερες πως έχει τόσα πτυχία; Τόσες γλώσσες. Ναι, καλή η γνώση, με ελκύει, αλλά όχι όταν μου δίνει προφορικά το βιογραφικό του. Ψάχνει για δουλειά;»

«Ναι.»

«Δεν με νοιάζει, δεν θα τον προσλάμβανα. Και όχι έχει πάει Εράσμους, και έχει κάνει εθελοντική εργασία στη Ρωσία -στη Ρωσία!- και "να, ακούμε να δεις, εγώ ξέρω πολλά. Εγώ πήγα καλοκαιρινό πανεπιστήμιο στο Όξφορντ. Θες να σου δείξω;"» η Ήβη μιμήθηκε τόσο καλά τη φωνή του, που από τις τέλειες υποκριτικές της ικανότητες ξέχασε να βγάλει το σουτιέν της. Έτσι, σχεδόν γυμνή, συνέχισε. «Βαρέθηκα να ακούω τη φωνή του. Εσύ δεν μιλάς τόσο. Πώς τον μπορείς;»

Ο φίλος της μουρμούρισε κάτι πριν ανοίξει την βρύση και ξεπλυθεί. «Και μετά;»

Η Ήβη έτριψε τον αριστερό της ώμο προσπαθώντας να βάλει σε σειρά της σκέψεις της. Ακόμη με το σουτιέν, έκλεισε τα μάτια της και όταν θυμήθηκε τα λόγια της, χοροπήδησε. «Α! Μόλις του είπα το επίθετο, εκεί ήταν που δεν σταμάτησε να μιλάει. Μισώ την πόλη των Σερρών και ένας λόγος είναι οι άνθρωποί της. Είναι λίγοι. Ο Σωτήρης ήταν συμμαθητής με τη Νίνα στο δημοτικό και μάλλον κρατούν σχέσεις. Λέει πως με θυμάται, εγώ δεν ήξερα καν πως υπήρχε, απογοητεύτηκε όταν του το είπα. Ήμουν αγενής;»

Τοποθέτησε τα χέρια της στη μέση της και το σκέφτηκε λίγο όσο περίμενε την απάντηση του Ερμή. Η Δανάη έλεγε να είμαστε πάντα ειλικρινείς, ειδικά με τα ραντεβού μας, γιατί μετά ο άλλος μπορεί να σχηματίσει διαφορετική άποψη για την πραγματική μας εικόνα. Άρα «αν είναι μαλάκας, το λες». Η Ήβη το είπε, πιο ευγενικά. Πίστευε μάλιστα πως έτσι γλίτωνε πολλές μελλοντικές παρεξηγήσεις. Ίσως ήταν αγενής, ίσως όχι. Δεν την πείραζε ιδιαίτερα.

«Ερμή;» ρώτησε όταν δεν άκουσε απάντηση.

«Ντύσου, Σκάουτ.»

Η Ήβη πετάχτηκε με ένα πήδημα όταν κατάλαβε πως ήταν με τα εσώρουχα ακόμη. Ο Ερμής τη κοιτούσε, αλλά μόλις η ξανθιά κοπέλα το αντιλήφθηκε, ο φίλος της γύρισε το βλέμμα του μακριά. Τα μάγουλα της ρόδισαν, ντροπή από τη κορυφή ως τα νύχια. Βιαστικά, ξεδίπλωσε τη καθαρή μπλούζα του Ερμή και την πέρασε από πάνω της, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία με το παντελόνι της. Έβαλε μέσα από τη μπλούζα τα χέρια της σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει το εσώρουχο που κάλυπτε τα στήθη της, επιτυχία μεν, μεγαλύτερη ντροπή δε. Θα μπορούσε να το είχε κάνει με μεγαλύτερη χάρη και όχι να παραπατήσει τρία βήματα δεξιά, ένα αριστερά. Ο Ερμής είπε πως της έδωσε παλιές πιτζάμες για να νιώθει πιο άνετα, γνωρίζοντας πως δεν είχαν χρησιμοποιηθεί πρόσφατα. Ικανοποιημένη με τη κίνηση, ευχαριστήθηκε και το άρωμά τους. Τίποτε το ιδιαίτερο, η Ήβη δεν μπορούσε να το τοποθετήσει στη μνήμη της. Μύριζε φρεσκάδα και κάτι γλυκό, νέα μυρωδιά για την ευαίσθητη μύτη της που όμως κόντευε να γίνει η αγαπημένη της.

«Τελείωσα.» τον ενημέρωσε.

Η Ήβη γύρισε και τον κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια. Παρακολούθησε κάθε του κίνηση από την αρχή μέχρι το τέλος και εκείνος ανταπέδιδε. Σήκωσε τα λεπτά μαξιλάρια για να αγγίζουν τα σίδερα του κρεβατιού και να προστατεύουν το κεφάλι και έβαλε από πάνω τα πιο βαριά. Ύστερα η λεπτή κουβέρτα άνοιξε από μεριά του και ο Ερμής της έκανε σήμα για να ξαπλώσει. Η Ήβη τον ακολούθησε, με αργά βήματα. Δεν ήταν συνηθισμένη στο ίδιο κρεβάτι με άλλο άτομο, και αν άγγιζε τα κρύα του πόδια; Με τη Μίνα κοιμόντουσαν μαζί μέχρι την ηλικία των τέσσερα, μετά επιλεκτικές βραδιές ή ύστερα από μεγάλη κούραση. Την ενοχλούσε η σκέψη πως μπορεί ο άλλος να μη την άφηνε με κάποιο τρόπο να κοιμηθεί. Και στο τέλος, αρνούνταν να κλείσει τα μάτια της μέχρι να εξαντληθεί στο έπακρο.

Ξάπλωσε στο στρώμα με ευτυχία. Ήταν μαλακό, αλλά και σκληρό, όπως το ήθελε. Ο Ερμής σε απόσταση μίας και μιας δεύτερης παλάμης, είχε γυρίσει στο πλάι για να κλείσει τη λάμπα. Η Ήβη όμως δεν ήταν έτοιμη να κοιμηθεί, όχι ακόμα. Ήξερε πως αυτή η σκέψη θα ήταν η αιτία που μπορεί να έβγαινε εκτός προγράμματος, οπότε έπρεπε να την αντιμετωπίσει τώρα, όσο ήταν νωρίς.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω πως νόμιζες ότι θα ταίριαζα με αυτόν.» του εξομολογήθηκε. «Είναι σαν να μη με ξέρεις καθόλου.»

«Ήταν μεγάλη μέρα, Σκάουτ.»

Σταύρωσε τα χέρια της, αν δεν τελείωναν με αυτό το θέμα, δεν θα τον άφηνε να κοιμηθεί. «Με ξέρεις καθόλου; Μετά από όλο αυτό τον καιρό, με γνωρίζεις έστω και λίγο. Γιατί η απόφασή σου να με βάλεις να βγω υποτιθέμενο ραντεβού με αυτόν τον βλάκα δείχνει το αντίθετο. Προσπαθώ να καταλάβω.»

Ο Ερμής έκλεισε τα μάτια του. «Όχι δεν σε ξέρω. Κοιμήσου.»

Δεν κοιμήθηκε.

Έπαιξε με τα χέρια της, μέτρησε πρόβατα, αλλά δεν κοιμήθηκε. Έκανε το κόλπο με τις αναπνοές, αυτό που παίρνεις μία, τη κρατάς και την αφήνεις μετά από ώρα, αλλά πάντα φοβόταν πως δεν θα έχει αρκετό οξυγόνο στον εγκέφαλο και θα πεθάνει. Και το χειρότερο; Έτσι βαριά που κοιμόταν ο Ερμής, δεν θα το καταλάβαινε καν. Οπότε έκανε το επόμενο πράγμα που πίστευε ότι θα βοηθούσε. Έκανε μια λίστα.

Φωναχτά.

«Ξέρω πως σου αρέσει το παγωτό φιστίκι, ε να σε πιάνει μια αηδία. Επίσης, δεν ξέρεις τίποτα από περιποίηση προσώπου, και όμως η ακμή σου είναι άφαντη ενώ εγώ κάθε μήνα πονάω με το μεγάλο σπυρί εκεί προς τα αριστερά. Ξέρω ότι τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία είναι μεταχειρισμένα και πως δεν έχεις νιώσει ποτέ το τρέμουλο όταν τρέχεις να προλάβεις νέα έκδοση από κάποιο νέο βιβλίο. Προφανώς σου αρέσει το θέατρο, και αυτό το ξέρω. Δεν το καταλαβαίνω, αλλά γούστα είναι αυτά. Δεν είσαστε όλοι τέλειοι.»

Παύση για αναπνοή και σκέψη. Ο Ερμής τη κοιτούσε με το ένα μάτι ανοιχτό. Τρομακτικό, τουλάχιστον.

«Ξέρω ότι δεν έχεις ιδέα από σκάκι αλλά έμαθες μέσα από το ίντερνετ. Γνωρίζω καλά ότι δεν βάζεις αλάτι πουθενά και μάλλον είσαι πιο υγιής από όσο πρέπει. Είμαι σίγουρη και άρα ξέρω ότι όταν δεν πετυχαίνεις κάτι σφίγγεις το χέρι σου σε γροθιά, αλλά δεν λες τίποτα. Μετά πετάς τα βιβλία. Όταν όμως σε ευχαριστεί κάτι -όπως το τέλος του Interstellar θυμάσαι;- χαμογελάς και κοιτάς αλλού για να μη σε δω. Δεν καταλαβαίνω γιατί μου κρύβεσαι.»

Η Ήβη γύρισε ντροπαλά το κεφάλι της στο πλάι. Ο Ερμής τώρα είχε και τα δύο μάτια ανοιχτά και την άκουγε προσηλωμένος. Όσο είχε την προσοχή του, θα έλεγε ένα τελευταίο πράγμα.

«Ξέρω πως κάνεις αυτό που κάνω και εγώ. Κρύβεις τον αληθινό σου εαυτό γιατί φοβάσαι πως ίσως δεν είναι το σωστό ή αποδεκτό. Πως οι γύρω σου περιμένουν άλλη συμπεριφορά από εσένα. Ίσως και κάνω λάθος, θα το δούμε στην πορεία. Ξέρω πως μου έκλεψες ένα πιόνι στρατιωτάκι όταν δεν κοιτούσα και όταν έχασες δεν ένιωσες ενοχές. Αλλά...» η Ήβη πάτησε μια παύση στο μυαλό της. Ο Ερμής ήταν ακόμη εκεί, το βλέμμα του σταθερό πάνω της. «Αλλά σε έχω δει να κοιμάσαι. Είχε τύχει, ένα μεσημέρι μιας Τετάρτης. Ξέρω πως κοιμάσαι λυπημένος λες και έχεις ενοχές για κάτι που έχεις κάνει. Κάνω λάθος;»

Έγλειψε τα χείλη του πριν μιλήσει. Ήξεραν και οι δυο για τι πράγμα μιλούσε η Ήβη. Ίσως εκείνη έπρεπε να νιώσει ενοχές που το ανέφερε. Δεν δικαιολογούσε τον εαυτό της. Όμως μήπως ήρθε η ώρα να της πει κάτι; Κάτι για εκείνον που η Ήβη δεν γνώριζε, το μυστικό που τον κάνει να έχει όνειρα χωρίς νόημα στον ύπνο του. Αναρωτιόταν αν ήταν καλά ορισμένες φορές, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως ούτε ο ίδιος ήξερε.

«Είμαι κακός άνθρωπος Σκάουτ.» της είπε στο τέλος. «Ραγίζω την καρδιά του και δεν το ξέρει καν.»

«Ποιος;»

Ο Ερμής έκλεισε τα μάτια του και όταν τα άνοιξε, εκείνη η λύπη που νόμιζε πως έβλεπε πάνω του στον ύπνο, εμφανίστηκε. «Το αγόρι της.»

Η πρώην. Πάντα εκείνη.

«Αξίζει;»

Πέντε χτυπήματα πάνω από τη κουβέρτα. Τόσο του πήρε για να της απαντήσει. Και την έτρωγε όλο αυτό. Την έτρωγε γιατί δεν τον ήθελε έτσι. Ήταν λάθος.

«Όχι.» η φωνή του ήταν σιγανή. «Βλέπεις, όταν γνωρίζεις κάποιον καλά, κάνεις τα πάντα για να μείνεις κοντά του για να τον προστατέψεις από τον ίδιο. Ή απομακρύνεσαι για τον ίδιο λόγο. Ό,τι κάνω, το κάνω για εκείνη, γιατί τη ξέρω. Δεν θέλω να τη δω στα πατώματα για έναν άνδρα. Όπως επίσης δεν θέλω να δω εκείνον να χαλιέται. Είναι δύσκολος άνθρωπος, και αυτός και εκείνη. Για να πετύχει, ο ένας από τους δύο πρέπει να είναι χαρούμενος, ο άλλος να φαίνεται.»

Η Ήβη σκεπάστηκε καλύτερα. «Άρα το κάνεις για να νιώθει εκείνη καλύτερα;»

«Το κάνω χωρίς λόγο.» απάντησε. «Ίσως για να νιώσω εγώ καλύτερα ξέροντας πως η φίλη που είχα όλη μου τη ζωή, τουλάχιστον για λίγο, νιώθει ευτυχισμένη.»

«Αυτό-»

«Αυτό είναι μια συζήτηση για άλλη μέρα, Σκάουτ.»

Τελείωσαν λοιπόν. Η Ήβη ήθελε να μάθει και άλλα, την έτρωγε. Ίσως ήταν τσίμπημα από κουνούπι τελικά. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει το μυαλό της ήσυχο. Δεν καταλάβαινε τη σχέση του μαζί της και τη σχέση του με την πρώην του. Τα παραδείγματα χωρισμού που είχε προήλθαν από την οικογένειά της. Η Ευανθία χήρεψε, η Μίνα χώρισε και δεν την ένοιαξε, η Μίνα έφυγε. Η Νίνα τους έπαιρνε αλφαβητικά, ο Ανδρέας είχε δύο, τη Μαρία και την νεόνυμφη Αμαλία. Καμία συμπαθητική, η Αμαλία μύριζε καφεδάκια. Όλοι κακοί χωρισμοί, με άσχημο τέλος. Οπότε πίστευε για πολύ καιρό πως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα.

Από την άλλη, είχε δύο πολύ όμορφες φίλες με πετυχημένες αποτυχημένες σχέσεις. Η Άννα βρήκε τον πλέον πρώην της στη Δευτέρα λυκείου και από τη στιγμή που την απάτησε με την Άνια  -διαφορετικό όνομα, ίδιο χρώμα μαλλί- περίμενε τη χειρότερη αντιμετώπιση. Αλλά έμειναν φίλοι. Κάτι μεταξύ του φιλικού και μη φιλικού πηδήματος, μέχρι να έρθει ο Γιώργος τουλάχιστον. Η Δώρα...η Δώρα δεν είχε κάποιον. Ήταν σαν τη Νίνα, ένα ραντεβού και κατευθείαν στο καλό. Ίσως τελικά δεν ήταν τρανό παράδειγμα όταν δεν υπήρχε παράδειγμα σχέσης.

Έπρεπε να βρει νέους φίλους. Ή νέα οικογένεια.

«Ξέρω μόνο όσα με αφήνεις να μάθω Σκάουτ. Περιμένω μια μέρα, να μου τα απορυθμίσεις και αυτά.» της ψιθύρισε. Με το χέρι του, την έσπρωξε να γυρίσει στο πλάι. Η Ήβη έσυρε τη κουβέρτα πάνω από τους ώμους της και ένιωσε το χέρι του στη μέση της. Ο Ερμής ήρθε κοντά, μα ταυτόχρονα μακριά. «Ξέρω πως αν κρατήσω εδώ το χέρι μου, οι εφιάλτες σου δεν θα τολμήσουν να εμφανιστούν. Ξέρω πως θα χαμογελάσεις. Σε ξέρω, Σκάουτ. Μπορεί να μη γνωρίζω τα πάντα για τον κόσμο σου, αλλά κάπου στο σύμπαν σου, είμαι σίγουρος πως ξέρω αρκετά. Τα μικρά πράγματα που σε κάνουν χαρούμενη. Και αυτά, που σε κάνουν να ηρεμείς. Και να χαλαρώνεις. Και να κοιμάσαι γαλήνια. Και να είσαι ευτυχισμένη, Σκάουτ. Όλα αυτά τα ξέρω.»

Έκλεισε τα μάτια της. Τοποθέτησε το σώμα της μια παλάμη πιο κοντά του. Η γλυκιά μυρωδιά να έρχεται από τη μπλούζα της πιτζάμας του, καθώς το μπράτσο του άγγιζε την πλάτη της. Οι ερωτήσεις της απαντημένες, η Ήβη ήταν έτοιμη.

«Καληνύχτα, Ερμή.»

Η Ήβη γνώριζε ένα τελευταίο πράγμα. Πως το χαμόγελο που είχε τώρα ο φίλος της, θα έμενε για όλο το βράδυ. Γιατί δεν ήταν η πρώην στα όνειρά του. Είχε μια άλλη στην αγκαλιά του.

«Καληνύχτα, Σκάουτ.»

«Στον Δήμο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, στην κατοικία μου επί της οδού Αιγαίου, αριθμός 85, σήμερα στις 12, του μηνός Οκτωβρίου, του έτους δύο χιλιάδες είκοσι εννιά, εγώ, η Ευανθία Κορνήλια Βιλαέτη, του Σταύρου και της Ελένης, κάτοικος ως άνω του Δήμου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, γνωρίζων γραφή και ανάγνωση, έχοντας πλήρη συνείδηση των πραττομένων, όντας διανοητικά υγιής και τελώντας σε πλήρη νηφαλιότητα και ψυχική ηρεμία, χωρίς να δεχθώ πίεση ή απειλή από κανέναν, επειδή επιθυμώ να ορίσω εγώ ο ίδιος σε ποια πρόσωπα θα παρέλθει η κινητή και ακίνητη περιουσία μου μετά το θάνατό μου, με τη διαθήκη αυτή εγκαθιστώ και ονομάζω κληρονόμους μου,»

Ο δικηγόρος πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. Η Ήβη στεκόταν όρθια και κοιτούσε έξω από το παράθυρο σε ένα δικηγορικό γραφείο στη Δελφών. Η ώρα ήταν λίγο πριν τις εννιά, βιαστικά ως ήρθαν, ο δικηγόρος της Ευανθίας τους δέχτηκε, αν και τους επισήμανε πως τους ήθελε πριν τη κηδεία, για τα τυπικά. Η Μίνα και η Δανάη είχε ξεκουράσει τα σώματά τους στις δύο καρέκλες μπροστά από το γραφείο, όσο Η Νίνα και ο Ανδρέας κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον σε έναν δερμάτινο καναπέ πιο πέρα.

Τώρα όλοι είχαν γυρισμένα τα κεφάλια τους προς τον αξύριστο άνδρα που προσπαθούσε να στηρίξει τα γυαλιά του.

«Την κόρη μου, Δανάη Βιλαέτη, του Αριστείδη και της Ευανθίας Κορνηλίας, κάτοικο του Δήμου Καλαμαριάς-»

«Προσπεράστε τα, πεινάμε.» τον διέκοψε η Δανάη.

Ο δικηγόρος τη κοίταξε ιδρωμένος μέσα από τα γυαλιά. «Μα αυτή είναι η διαδικασία.»

«Αν το πηγαίναμε με τους κανόνες τώρα δεν θα ήμασταν εδώ.» συμπλήρωσε η Μίνα. Η μητέρα της άρπαξε το χαρτί από τα χέρια του και φόρεσε τα δικά της γυαλιά. «Λοιπόν, η Δανάη έχει τα χωράφια στον Ελαιώνα.»

Ξεκίνησαν ήδη οι εργασίες για αυτό. Ο δικηγόρος κοιτούσε τον Ανδρέα που κρατούσε σημειώσεις από το τηλέφωνο του ειδικού κτηματολόγου που θα τους βοηθούσε μετ΄ έπειτα στην αναζήτηση. Η Νίνα έγραφε ποιος έπαιρνε τι, η Δανάη κάπνιζε. Ο δικηγόρος ήταν σαν να μην υπήρχε και η Ήβη περίμενε να πάνε σπίτι.

«Μετά εγώ παίρνω το σπίτι στις Σέρρες.» ξαφνιασμένη, επανέλαβε την πρόταση. «Μάλιστα. Θα το δούμε αυτό μετά.»

«Μπορούμε να το πουλήσουμε.» πρότεινε ο Ανδρέας.

Η Νίνα άνοιξε το Google. «Πόσο πιστεύεις πως πιάνει;»

«Δεν θα τοι πουλήσεις,» πετάχτηκε η Δανάη κοιτώντας τη κόρη της, «έτσι;»

«Είπα πως θα το δούμε μετά. Μάλλον τελειώσαμε εδώ, δεν έχει και κάτι άλλο. Συγνώμη στην Αμαλία, θα τρώει στο χωριό της μάλλον.» η Μίνα δίπλωσε το χαρτί και διάβασε μέχρι το τέλος. Η έκπληξη στη φωνή της τάραξε ακόμη και την Ήβη. «Έχει και κάτι ακόμα.»

«Τι;» ρώτησε η Δανάη. Ή η Νίνα. Μπορεί και ο Ανδρέας.

«Η Ήβη,» μουρμούρισε η Μίνα και κοίταξε τον δικηγόρο, «παίρνει έναν φάκελο;»

«Αν με αφήνατε να κάνω τη δουλειά μου, τώρα δεν θα ξαφνιαζόσασταν όλοι.» ο δικηγόρος σήκωσε άλλη μια φορά τα γυαλιά του και άνοιξε ένα κλειδωμένο συρτάρι. Από μέσα, τα δάχτυλά του έπιασαν έναν λευκό φάκελο και τον έτεινε προς το νεότερο μέλος της οικογένειας. «Ορίστε, δεσποινίς.»

Περίεργη να μάθει, πλησίασε. Όταν τον έπιασε της φάνηκε ελαφρύς. Κάποιο γράμμα; Όχι, είχε κάτι ακόμη μέσα. Η Δανάη έβρισε στα ιταλικά και η Μίνα αναστέναξε σαν να ήξεραν τι ήταν. Η Νίνα χαμογέλασε και ο Ανδρέας ρωτούσε διάφορα τον κουρασμένο άνδρα, πράγματα που το μυαλό της Ήβης δεν δεχόταν. Ο κόσμος γύρω της είχε μηδενιστεί άλλη μια φορά. Πλέον ήταν εκείνη, ο φάκελος και μια σειρά γραμμάτων με μαύρο μελάνι. Η γραμματοσειρά της Ευανθίας.

«Άνοιξέ το όταν χάσεις τον εαυτό σου.»

Μετά την έφερνε κοντά του, στην αγκαλιά του όλα ήταν γαλήνια. Ήταν εκεί, δική του, το όνειρό του. Μπορούσε να μυρίσει τα μαλλιά της καθώς τον χαϊδεύουν στο πιγούνι, να χαλαρώσει με τα χείλη της στον λαιμό του, να ηρεμήσει με τα χέρια της στο στέρνο του. Τώρα πήγαιναν αργά, σχεδόν βασανιστικά, προσπαθώντας να απολαύσουν και τη τελευταία δόση ευτυχίας τους ως ένα. Και πόσο όμορφη ήταν.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε.

Την κοιτούσε με λατρεία. Ήλπιζε να το καταλάβαινε και εκείνη. «Πως μπορεί να σε χάσω σήμερα. Αλλά θα είσαι εκεί για πάντα.»

«Χθες το βράδυ έχασα το κόσμο και κέρδισα το σύμπαν.» ψιθύρισε. «Δεν θα χαθούμε. Εσύ θα είσαι εδώ. Εγώ θα είμαι εκεί. Μακριά, αλλά κοντά, στο υπόσχομαι.»

Λύγισε τον λαιμό του και τη φίλησε στο μέτωπο. «Και εγώ.»

Σε ένα άλλο όνειρο, δεν την είχε στην αγκαλιά του. Ο Αχιλλέας έριξε τη γυναίκα στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω της με αδρεναλίνη. Οι αναπνοές τους μοιράστηκαν ένα φιλί, δύο, μέχρι που τα χείλη του δάγκωσαν τον λαιμό της και εκείνη αναστέναξε στα χέρια του. Σε ένα άλλο όνειρο, η γυναίκα που ήθελε βρισκόταν σε ένα αυτοκίνητο μακριά του γιατί...γιατί μάλλον κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πως θα μπορούσαν να ερωτευτούν κάποιον μετά τον πόνο.

Αλλά δεν τον ένοιαζε. Αυτή που τώρα φιλούσε ονειρευόταν επίσης έναν άλλον. Δεν είχαν χρόνο για να ζήσουν την πραγματικότητα, ήθελαν το όνειρο που δεν μπορούσαν να πιάσουν. Ήπιαν και έδωσαν το έναυσμα για το λάθος που κανείς τους δεν είχε σκεφτεί. Η επιθυμία και η ανάγκη τους κυρίευσε, δύο σώματα να κλαίνε όταν ενώνονται για λόγους σκοτεινούς και άδικους.

Άφησαν τους εαυτούς τους ελεύθερους και όταν έφτασαν στη κορύφωση, ψιθύρισαν τα ονόματα που τους οδήγησαν εδώ.

Σε ένα άλλο όνειρο, ήταν ο Αχιλλέας και εκείνη ήταν η Ήβη. Τουλάχιστον, έτσι της έμοιαζε και αυτό μουρμούρισε στα μαλλιά της. Ήταν ευτυχισμένος.

Σε ένα άλλο όνειρο, για λίγο κέρδισε τα πάντα. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top