23. Can't Take My Eyes Off You - Frankie Valli
24. Can't Take My Eyes off You – Frankie Valli
Πολλά μονοπάτια τις νύχτες περνούμε,
καινούρια αστέρια να βρούμε.
-J.R.R. Tolkien, Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού
Και ταξίδεψε. Στα μάτια του.
Όσο μπορούσε τουλάχιστον. Μέσα σε μια βάρκα που μετά βίας έπλεε πάνω στο κύμα με τη μηχανή που πότε έσβηνε πότε θυμόταν να λειτουργήσει, υπήρχαν δεκατρία άτομα. Η μία ήταν ξανθιά, το ξανθό που δεν το δεχόταν η μάνα της γιατί της θύμιζε τον άτυχο δωρητή σπέρματος που οδήγησε στη δημιουργία της ίδιας. Το όνομά της; Μίνα. Επίσης άκουγε στο όνομα Ασημίνα, αλλά αυτά δεν τα έλεγε στη μαμά της.
Ο άλλος είχε καστανά μαλλιά, σχεδόν μαύρα, μια απόχρωση που η Μίνα λάτρευε γιατί της θύμιζε όλα εκείνα τα μοντέλα που δεν θα έβλεπε ποτέ από κοντά. Το όνομά του; Δεν το έμαθε ακόμα. Και τι έκανε στη βάρκα του; Επιβίωνε προς το παρόν.
Ο τρίτος είχε γκρι και λευκό δέρμα και ήταν αδέλφια με τους υπόλοιπους δέκα που απέμειναν και τώρα ήταν νεκρά -στο περίπου, παίζει να είδε μια ουρά να τρέμει- μέσα σε κάτι δίχτυα, ούτε μισό μέτρο μακριά της. Σίγουρα τα ονόματά τους δεν ήταν απαίσια, όπως το δικό της ας πούμε, λες και η μαμά ψάρι θα τους έδινε το όνομα Ασημίνα. Φωσφορίζει και στο σκοτάδι.
Ντροπαλή ως δεν ήταν ποτέ, η ψυχή του πάρτι πάντα, η Μίνα τώρα καθόταν σιωπηλή στην άκρη της βάρκας. Πού να το έλεγε και ποιος θα το πίστευε πως δεν μιλούσε καθόλου όταν η λογοδιάρροια της έδινε δωρεάν απουσίες στο λύκειο. Άλλη μια χρονιά που πήγε να μείνει από αυτό. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά, όχι επειδή βρισκόταν μόνη με έναν άγνωστο να πλέει στη μέση του πουθενά, αλλά κυρίως επειδή δεν τη κοιτούσε αυτός ο άγνωστος, αλλά έντεκα πεθαμένα ψάρια.
Μόλις την έσωσε από βέβαιο θάνατο μιας και δεν έμαθε ποτέ να κολυμπάει φυσιολογικά όπως όλοι οι λογικοί άνθρωποι, ο άγνωστος της έδωσε μια πετσέτα να σκουπιστεί και μια λεπτή κουβέρτα για να σκεπαστεί από το κρύο της νύχτας. Τη βοήθησε να κάτσει στη βάρκα του και της είπε πως θα έμπαιναν στο στενό, θα άφηναν τη βάρκα και θα περπατούσαν μέχρι το Πεδινό, ένα χωριό δίπλα από το Πορτιανό που έμενε η Μίνα. Ο άγνωστος έμενε στο Πεδινό και επειδή η ώρα ήταν περασμένη, της πρότεινε είτε να περάσει τη νύχτα στο σπίτι του και μετά το επόμενο πρωί να φύγει, είτε να πέσει στα χέρια ενός δολοφόνου στους έρημους δρόμους ενός νησιού προσπαθώντας να πάει στο μέρος που έμενε, ένα χωριό πιο κάτω. Εντάξει, δεν το είπε έτσι ακριβώς, αλλά αυτή είναι η ελεύθερη μετάφραση. Η μαμά Δανάη δεν μεγάλωσε καμιά χαζή, οπότε η Μίνα δέχτηκε την πρώτη πρότασή του.
Τώρα ο άγνωστος καθόταν στην άλλη πλευρά, πλώρη ή πρύμνη; Η Μίνα δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Σε αντίθεση με τη Μίνα, ο φίλος δεν σκουπίστηκε με κάποια πετσέτα και δεν σκεπάστηκε με κάποια κουβέρτα. Η Μίνα υπέθεσε πως της είχε δώσει όλα αυτά λόγω ευγένειας, και τώρα προσπαθούσε να κάνει τη μηχανή να λειτουργήσει με βρεγμένο πουκάμισο. Το βλέμμα του να κοιτάει πίσω ή στο πλάι, ποτέ την συνεπιβάτισσα του. Ντρεπόταν; Η Μίνα σίγουρα.
Δάγκωσε τα χείλη της. Αν έλεγε στην Ευανθία τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα, η γιαγιά θα της έλεγε πως αυτά δεν είναι πράγματα για μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα, τι θα πουν οι γείτονες; Η μαμά από την άλλη θα της υπενθύμιζε πως η γιαγιά της όταν ήταν λίγο μικρότερη από τη Μίνα τόλμησε να κλεφτεί με τον παππού Άρη και να πραγματοποιούν τελετουργίες στα χωράφια στον Ελαιώνα. Νέος αιώνας έρχεται, νέος γκόμενος για τη Μίνα. Η Δανάη μπορεί να της έπαιρνε και δώρο από κάποιο ταξίδι για το νέο επίτευγμα της κόρης της.
Και η Μίνα...η Μίνα σκεφτόταν μόνο ένα πράγμα.
«Αν ήσουν ψυχοπαθής δολοφόνος δεν θα μου το έλεγες σωστά;»
Η Μίνα είχε δει πολλές σειρές με τον παππού Άρη για να ξέρει από αυτά. Είχε ξεκινήσει το Νόμος και Τάξη λίγους μήνες πριν, είχε τελειώσει το Twin Peaks, ήταν έτοιμη να αρχίσει το Beck μαζί με τον Άρη, αλλά ναι, αυτό όχι. Αχ ο παππούς Άρης. Άραγε αυτός τι να σκέφτεται τώρα;
Η Μίνα σήκωσε το κεφάλι της ψηλά στον ουρανό. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Το μικρό της τηλεσκόπιο ήταν σε ένα σακίδιο στο Πορτιανό. Το τετράδιο με τις σημειώσεις της επίσης. Αυτή στο Βορρά θα μπορούσε να είναι η Αφροδίτη. Η Μίνα ήλπιζε το άστρο του παππού να ήταν κάπου εκεί. Παιδί της άνοιξης και της νέας αρχής, σαν τη θεά Ήβη όπως έλεγε. Αυτή τη νέα αρχή έψαχνε και η Μίνα και παραλίγο να πνιγεί.
Ο άγνωστος χτύπησε μία ακόμη φορά τη μηχανή του όταν πήγε να τα φτύσει. Τα ψάρια ταράχτηκαν, η Μίνα κατέβασε το κεφάλι της φοβούμενη πως μπορεί και να έμεναν στη μέση του πουθενά, αλλά μια στροφή της είπε το αντίθετο. «Αν ήμουν ψυχοπαθής δολοφόνος δεν θα σε πήγαινα σπίτι μου. Θα σε σκότωνα εδώ στη βάρκα και θα σε πετούσα όπου η θάλασσα είναι πιο βαθιά.»
Η φωνή του ήταν ήρεμη και χαλαρή. Η Μίνα χαμογέλασε. Ήταν τέλειος.
«Θα με έδινες να με φάνε τα ψάρια;»
«Είναι σοβαρή ερώτηση;»
«Πάντως δεν προϋποθέτει σοβαρή απάντηση.»
Η Μίνα πρόσεξε πως πλέον δεξιά και αριστερά υπήρχε στεριά. Ώστε αυτό ήταν το στενό. Ο άγνωστος με μαεστρία που η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να κατακτήσει γιατί είναι ατσούμπαλη, έστριψε τη βάρκα προς την αριστερή πλευρά, εκεί που τους περίμεναν άλλα τρία καραβάκια. Η απόσταση με τον πολιτισμό γινόταν όλο και μικρότερη. Πέρασε γρήγορα η ώρα. Ήθελε και άλλο. Μακριά από όλα, μαζί του.
«Η σοβαρή μου απάντηση είναι πως τα ψάρια δεν θα σε έτρωγαν εκεί που είμαστε.» της απάντησε. Ο άγνωστος σήκωσε το κεφάλι του από τη μηχανή. Η Μίνα πήρε μια βαθιά ανάσα περιμένοντας να γυρίσει σε εκείνη, μόνο και μόνο για να την κυριαρχήσει η απογοήτευση όταν το κεφάλι του έστριψε προς τα πίσω. «Η άλλη μου απάντηση είναι ναι. Θα σε έδινα να σε φάνε τα ψάρια.»
«Και εγώ εσένα.» του είπε. Το διασκέδαζε. Μιλούσε επιτέλους μαζί της, έστω και για αυτό το θέμα που ξεπερνούσε τα όρια της λογικής, οπότε ένιωθε πως ήταν ένα βήμα πριν της πει πως και αυτός είναι ερωτευμένος μαζί της γιατί έχουν το ίδιο γούστο στο κακό χιούμορ. «Είναι το πιο πρακτικό, γλιτώνω όλη τη δύσκολη δουλειά.»
Η ουρά ενός ψαριού κουνήθηκε κοντά στα πόδια της. Η Μίνα το κοίταξε με αηδία αλλά προσπάθησε να μη το δείξει πολύ προς τα έξω. Ο άγνωστος χτύπησε μια τελευταία φορά τη μηχανή πάνω στην ώρα που η στεριά φαινόταν να αγγίζει τη βάρκα. Αυτό ήταν, το επίσημο τέλος των ψαριών, ίσως και της ζωής της από κάποιον ψυχοπαθή δολοφόνο, άσχετα αν τη βεβαίωσε πως δεν είναι από αυτούς τους βαρετούς.
Ο άγνωστος σηκώθηκε πρώτος ταρακουνώντας τη βάρκα. Η Μίνα παραλίγο να πέσει αλλά κρατήθηκε και έμεινε στη θέση της. Κοίταξε προς τα κάτω ψάχνοντας κάποια διέξοδο, πέρα από το να πέσει στη θάλασσα, όμως όχι, θα έπρεπε να σηκωθεί και να κρατήσει την ισορροπία της για να πατήσει στη στεριά. Ο άγνωστος έκανε ένα βήμα κοντά της και σήκωσε τα δίχτυα με τα ψάρια. Η Μίνα περίμενε να την πατήσει ή να τα ρίξει επάνω της, αντίθετα με δύναμη που έκανε τους μυς του να φανούν -έστω και στο σκοτάδι, ας ζήσει το όνειρο- τα δίχτυα πέρασαν ξυστά πάνω από το κεφάλι της και έπεσαν πάνω στο χαλίκι από πίσω της. Στη συνέχεια ο άγνωστος πάτησε πάνω στο κάθισμα που καθόταν η Μίνα, το ξύλο μούγκρισε κάτω από το πάτημα του λόγω βάρους, και ο ίδιος με ένα πήδημα αλά Νουρέγιεφ*, βρέθηκε στην πλευρά της ζωής.
Η Μίνα έσφιξε τη κουβέρτα πάνω της νιώθοντας ένα ρίγος να αγγίζει τη ραχοκοκαλιά της. Τα μαλλιά της, βρεγμένα, ακουμπούσαν βαριά τον λαιμό της. Κρυολόγημα θα ήταν το αποτέλεσμα αυτής της δράσης και η Μίνα δεν ήξερε πού και τι είδους τσάι πουλούσαν εδώ. Ίσως και να πάθει πνευμονία. Ίσως και να πεθάνει από αυτό. Μετά θα έμενε η Ευανθία μόνη με τη Δανάη και το αντίθετο, δεν ήξερε όμως τι ήταν χειρότερο. Μία μέρα έχει περάσει μακριά τους και ήταν έτοιμη να γυρίσει πίσω στη καθημερινή ζωή της- έλα, ψέματα, ήταν ό,τι καλύτερο είχε ζήσει μέχρι τώρα.
«Έρχεσαι;»
Η φωνή του ήχησε στα αυτιά της και η επεξεργασία της πληροφορίας πήρε περισσότερη ώρα από το φυσιολογικό λόγω του πόσο όμορφος ήταν ο τόνος. Απαλός, ήρεμος, σαν τη θάλασσα αυτή τη στιγμή της νύχτας. Ένα κομμάτι της Μίνας πίστευε πως θα την ξεχνούσε τελείως, σκέψη που προκλήθηκε από την πολύωρη συζήτηση και τα στοιχεία ζωής που δεν της είχε δείξει ο άγνωστος στα πενήντα λεπτά που τον ήξερε. Η Μίνα σηκώθηκε παραπατώντας με τη κουβέρτα να είναι η πλάκα σωτηρία της. Πρώτη φορά φοβήθηκε τόσο τη θάλασσα όταν ένα βήμα μετά υπήρχε η στεριά. Είτε έφταιγε η προηγούμενη εμπειρία της είτε όχι, αυτή τη στιγμή γινόταν ρεζίλι και μπορεί ο άγνωστος να αγανακτούσε και να το γυρνούσε σε ψυχοπαθής δολοφόνος αν η Μίνα συνέχιζε το ίδιο ηλίθιο βιολί.
«Δεν έχω καλή ισορροπία.» του είπε. «Είναι στην οικογένεια.»
Η Μίνα κοιτώντας κάτω παραλίγο να χάσει το χέρι του άγνωστου, ανοιχτό με την παλάμη προς τα πάνω να την περιμένει. Το δέρμα του φαινόταν βρεγμένο από τη θάλασσα, με μερικές σταγόνες νερού να απορροφούσαν όλο το φως του φεγγαριού σε ένα μέρος. Η Μίνα τοποθέτησε την παλάμη της πάνω από τη δική του, τα δάχτυλα της δεν μπορούσαν να κλείσουν γύρω από το μεγάλο χέρι του. Αν και κράτησε μόνο πέντε δευτερόλεπτα όλη η δράση, ένιωσε πως θα μπορούσε να είχε κρατήσει και μια αιωνιότητα.
Θυμάται πως είχε τοποθετήσει το πόδι της πάνω στα χαλίκια, με το λευκό φόρεμα της να έχει στεγνώσει πλέον πάνω στο δέρμα της και μετά να χάνει την ισορροπία της κλείνοντας τα μάτια της. Δεν θυμόταν τίποτα ενδιάμεσα. Ο άγνωστος την τράβηξε πάνω του με τα ενωμένα χέρια τους και το ελεύθερο χέρι του τη σταθεροποίησε μέσα στην αγκαλιά του, οι δύο τους παραπατώντας προς τα πίσω. Χίλια πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάει λάθος και όμως ένα πήγε σωστά. Η Μίνα κρατήθηκε από το πουκάμισο του άγνωστου και μόνο όταν κατάλαβε πως το κέντρο βάρους της ήταν πίσω στο σωστό σημείο, μόνο τότε άνοιξε τα μάτια της.
Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο λαιμός του. Δεν του φαινόταν, αλλά ήταν αρκετά ψηλός. Χαμογέλασε στη σκέψη πως μπορεί να ήταν τόσο ψηλός όσο ο Άρης, άραγε ποιος θα νικούσε; Γύρω από τον λαιμό του ήταν κρεμασμένη μια ασημένια λεπτή αλυσίδα. Η Μίνα δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά ο κύκλος που κρεμόταν μπορεί να έδειχνε τον ήλιο. Τι περίεργο σχέδιο, σαν να ήταν χειροποίητο. Ήταν όμως όμορφο, πολύ. Άφησε το πουκάμισο του και τόλμησε να γίνει το κόσμημα. Τον άκουσε να παίρνει μια βαθιά αναπνοή πριν σηκώσει το κεφάλι της να τον κοιτάξει.
Ω, τώρα τη κοιτούσε, πρώτη φορά μετά από ώρα. Εκείνα τα πράσινα μάτια που την έσωσαν τώρα ήταν σκούρα και πολιορκούσαν τα γαλανά δικά της. Το βλέμμα του σοβαρό, σχεδόν παγωμένο, το δικό της να καίει με ένα κρυφό χαμόγελο. Στην αγκαλιά του δύο φορές σε λιγότερο από μια ώρα, ήταν σημάδι ή όχι;
Ο άγνωστος χαλάρωσε τη λαβή του στη μέση της και άφησε το χέρι της να πέσει. «Έχουμε δρόμο μπροστά μας.»
Η Μίνα τον είδε να κάνει ένα βήμα μακριά της να σηκώνει τα δίχτυα και τα ψάρια να τη κοιτάνε καθώς απομακρύνονται. Ψηλός, με μάτια που θα μπορούσαν να σε κάψουν από το κρύο και άγγιγμα που σε άφηνε να κλαις. Η Μίνα χοροπήδησε ασυναίσθητα και έκανε έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της κοιτώντας τα άστρα. Εκεί, δίπλα από την Αφροδίτη, ένα μικρό φως τη κοιτούσε κλείνοντας το μάτι του.
Τα λεπτά της πόδια έτρεξαν γρήγορα κοντά του προσπαθώντας να μη φανεί πως δεν γυμναζόταν και πως οι πνεύμονες της δούλευαν υπερωρίες για να τη κρατήσουν σε αυτόν τον κόσμο. Ο άγνωστος περπατούσε με γρήγορα βήματα δίπλα από τα δικά της σχεδόν αθόρυβα, ήταν μόνοι τους μέσα στη νύχτα. Τα σπίτια γύρω τους είχαν κλειστά τα φώτα, τα μικρά μαγαζιά να έχουν κλείσει τις πόρτες τους προ πολλού. Είχε όντως περάσει η ώρα. Όταν η Μίνα ξεκίνησε τη βόλτα της ήταν απόγευμα, ο κόσμος ζωντανός, τώρα μπορεί να ήταν και τρεις το βράδυ. Ρυτίδες από την αϋπνία.
«Τι ώρα είναι;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
Ο άγνωστος ανασηκώσει τους ώμους του. «Γύρω στις δύο.»
Η Μίνα πήρε την ευκαιρία για συζήτηση. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως θα κρατούσε ώρα. Καλύτερο από τη σιωπή που της έδινε. «Πώς το ξέρεις;»
«Το λέει στη φωτισμένη πινακίδα του φαρμακείου.» της είπε δείχνοντας προς την πράσινη φωτισμένη πινακίδα.
Απογοητευμένη ξανά από τη σιωπή, η Μίνα έπιασε τη κουβέρτα από τις άκρες για να μη κρέμεται στο δρόμο και τυλίχτηκε όσο καλύτερα μπορούσε. «Πόση ώρα μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι σου;»
«Δέκα λεπτά.» της απάντησε κοιτώντας μπροστά. «Κάνεις πάντα τόσες ερωτήσεις;»
«Όχι, κάνω περισσότερες, αλλά δεν με βοηθάς.» του απάντησε. Γύρισε το σώμα της στο πλάι και περπατούσε με το ένα πόδι δίπλα από το άλλο. Κοιτούσε τη μια πλευρά του προσώπου του και εντυπωσιάστηκε από την έλλειψη συναισθήματος. «Μιλάς πάντα τόσο λίγο;»
Ο άγνωστος κράτησε καλά τα δίχτyα. «Δεν έχω κάτι να πω.»
Η Μίνα λύγισε το λαιμό της στο πλάι. Βλέποντας τα ψάρια της ήρθε επιφώτηση. Σίγουρα θα μιλούσε για αυτό. «Πες μου για αυτά.»
«Ποια;»
«Τα ψάρια.»
«Τι με αυτά;»
Η Μίνα ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω. Εσύ θα μου πεις. Τι θα τα κάνεις τα σημερινά;»
«Μόλις πάμε σπίτι θα τα βάλω στον πάγο.» της απάντησε. «Και αύριο θα τα φάω.»
«Δεν θα τα πουλήσεις;»
Ο άγνωστος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είναι καλή η ψαριά.»
Πάει ο ενθουσιασμός της.
Γύρισε πάλι στη σωστή τροχιά και περπατούσε με το ένα βήμα μπροστά από το άλλο. Ύστερα από μια στροφή άρχισαν οι δύο τους να βηματίζουν σε σκοτεινά σοκάκια. Η Μίνα έκανε ένα βήμα κοντά του, στο σκοτάδι ποτέ δεν βλέπεις, ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί αυτός να μην ήταν ψυχοπαθής δολοφόνος αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν. Η ανηφόρα τη σκότωνε, και μπορεί να πετάγονταν κάποιος να τη σκοτώσει και πραγματικά.
«Λοιπόν.»
Γούρλωσε τα μάτια της. Ο προηγούμενος ενθουσιασμός της επέστρεψε. Αν ξεκινούσε αυτός συζήτηση, αυτό σήμαινε πως δεν είχε ξεχάσει την ύπαρξη της. «Ουάου, μιλάς!»
«Τυχαίνει.» της απάντησε. «Ίσως πρέπει να ξέρω κάποια πράγματα για τη κοπέλα που θα βάλω στο σπίτι μου.»
Η Μίνα έβαλε μια τούφα πίσω από το αυτί της. «Η κοπέλα είναι δεκαεφτά, αν θες να μιλήσουμε από νομικής άποψης.»
«Δεκαεφτά;» ρώτησε ξαφνιασμένος. «Και τι κάνεις εδώ;»
Καλή ερώτηση.
«Με έστειλε η γιαγιά μου εδώ να βρω κάτι.» η Μίνα ρούφηξε τη μύτη της, κρυολόγημα, ήταν σίγουρη πλέον. «Εσύ μένεις εδώ μόνιμα;»
«Ναι. Αν και σπουδάζω στη Θεσσαλονίκη και ελπίζω σε λίγα χρόνια να πάω μόνιμα εκεί.» της απάντησε. «Και σε έστειλε μόνη εδώ;»
«Ναι, είμαι δεκαεφτά. Στην ηλικία μου η γιαγιά μου ήταν παράνομη, οπότε δεν πειράζει.» σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα. Κοίταξε γύρω της, παντού σκοτάδι. Ίσως έπρεπε να το πάνε πιο γρήγορα. «Θεσσαλονίκη γιατί; Είναι ωραίο το νησί.»
Ο άγνωστος την περίμενε λίγο πιο πάνω. Είχε γυρίσει να την κοιτάξει. Έτσι από ψηλά, φαινόταν πιο καλός, πιο...άνθρωπος. «Γιατί θέλω να δω πράγματα έξω από το νησί. Εσύ ήρθες εδώ από την πόλη σου. Εγώ δεν ξέρω τι κρύβεται στην άλλη πλευρά της θάλασσας.»
Η Μίνα ξεκίνησε και πάλι. Όταν έφτασε δίπλα του, ο άγνωστος συνέχισε να την οδηγεί μέχρι το σπίτι του. «Δεν ήρθα για να εξερευνήσω το νησί. Αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα.»
«Και τότε γιατί ήρθες;» τη ρώτησε.
«Σου είπα.» ψιθύρισε. «Για να βρω κάτι.»
Ο άγνωστος επιβράδυνε το βήμα του. Μάλλον ήταν κοντά στο τέλος. «Οι γονείς μου κοιμούνται οπότε τέλος οι ερωτήσεις για λίγο, εντάξει;»
Η Μίνα ένευσε θετικά και όταν άνοιξε την πόρτα, τον ακολούθησε μέσα. Περίμενε να βρει κάτι άξιο περιέργειας αλλά το πιο περίεργο ήταν πως τίποτε δεν ήταν περίεργο και αντίθετα είχε γίνει αντιγραφή επικόλληση του συνηθισμένου σπιτιού της Ελλάδας. Πού ήταν τα μαστίγια και οι μπαλτάδες και οι χειροπέδες και τα αίματα; Ο Άρης πάντα έλεγε να φοβάται τα υπερβολικά απλά σπίτια. Τα μελλοντικά πτώματα είναι πιο εύκολο να ακολουθήσουν τον δολοφόνο εκεί μέσα.
«Πότε θα με σκοτώσεις;» τον ρώτησε.
Ο άγνωστος γύρισε να τη κοιτάξει απότομα. Σήκωσε ένα δάχτυλο μπροστά από τη μύτη του, σημάδι η Μίνα να το ράψει για το δικό της καλό. Δεν ήθελε να βρεθεί στην άσχημη πλευρά του, οπότε απλά μελέτησε τις εξόδους σε περίπτωση που πρέπει να τρέχει. Τουλάχιστον για να σωθεί θα χρειαστεί να ακολουθήσει τη κατηφόρα, οπότε μπορεί απλά να κατρακυλήσει σαν καρπούζι που είναι.
Ο άγνωστος άνοιξε τη κατάψυξη στην άκρη της κουζίνας και έβαλε τη ψαριά εκεί μέσα. Ύστερα, έπλυνε τα χέρια του τρεις φορές και μόλις τα σκούπισε τα έπλυνε άλλη μια. Να, αυτό ήταν περίεργο. Στη συνέχεια της έδειξε τις σκάλες και ακουμπώντας στιγμιαία τη μέση της, την πρότρεψε να πάει προς εκεί. Η Μίνα ακολούθησε τις οδηγίες του, πέρασε τον πίνακα κάποιου πάνω σε ένα άλογο με έναν δράκο στα πόδια του ονόματι Τζώρτζ και σταμάτησε μπροστά από μια ντουλάπα. Ο φίλος άγνωστος άνοιξε τα πάνω ντουλάπια και έβγαλε ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι. Μετά την έσπρωξε πάλι για να ξεκινήσει η μηχανή μέσα της και διστακτικά μπήκε στο δωμάτιο του.
Απλό. Αυτό που φοβόταν. Πού είναι το κρυφό υπόγειο που θα διαμελιστεί;
Η πόρτα πίσω της έκλεισε και επισήμως έμειναν μόνοι. «Θα στρώσω να κοιμηθώ στο πάτωμα. Μπορείς να πάρεις το κρεβάτι.»
«Η μαμά μου θα σε έχρηζε gentleman της χρονιάς 1999. Αν δεν έχεις κοπέλα, μπορεί και να σε βγάλει ραντεβού.» ψιθύρισε προχωρώντας προς το κρεβάτι.
«Δεν έχω κοπέλα, ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά θα αρνηθώ.»
Η Μίνα έκατσε στο κρεβάτι, κάτω από το παράθυρο. Η θέα δεν την εμπόδιζε κάποιο άλλο σπίτι και ο ουρανός φαινόταν απέραντος από αυτό το σημείο. «Για αυτό έχεις τον ήλιο στον λαιμό σου; Επειδή τον βλέπεις καθαρά από εδώ;»
Ο άγνωστος της γύρισε την πλάτη. Σύντομα στη καρέκλα δίπλα του έπεσε το πουκάμισο του και μετά το παντελόνι του. Ένιωσε τα μάγουλα της να ζεσταίνονται. Σύντομα όμως το δέρμα του κρύφτηκε κάτω από μια μπλούζα με κοντό μανίκι και ένα παντελόνι φόρμας. «Όχι.»
Πίσω στις μονολεκτικές απαντήσεις.
Η ντουλάπα του άνοιξε και ο άγνωστος έβγαλε από μέσα κάποια ρούχα. Τα άφησε πάνω στο κρεβάτι δίπλα της. «Μπορείς να αλλάξεις σε αυτά.»
Η Μίνα άγγιξε απαλά τη μπλε μπλούζα και το μαύρο παντελόνι. Ήταν τεράστια για εκείνη. «Γιατί;»
«Γιατί είσαι μια ώρα με ένα βρεγμένο φόρεμα και μια κουβέρτα που χρησιμοποιείται ως τραπεζομάντιλο.»
«Ναι, αυτό βγάζει νόημα.» η Μίνα σηκώθηκε και άφησε τη κουβέρτα πάνω στο κρεβάτι. «Θα γυρίσεις;»
Ο άγνωστος φάνηκε να κοιτούσε κάτι άλλο και να ξεχάστηκε. Άλλη μια φορά της γύρισε την πλάτη. Η Μίνα ήθελε να μείνει να τη κοιτάει αλλά αυτές ήταν σκέψεις που όπως οι προηγούμενες, δεν είχαν νόημα. Πότε δεν θα γινόταν κάτι μαζί του. Λες και θα την κοιτούσε ποτέ έτσι. Τουλάχιστον δεν έχει κοπέλα, κάτι είναι και αυτό. Αλλά όχι, δεν είχε ελπίδες. Η Μίνα δεν έκανε σχέσεις. Ήθελε να σπουδάσει, να γυρίσει το κόσμο, να μην έχει κάποιον άλλον να τη κρατάει κάπου. Και μάλλον ήθελε και αυτός το ίδιο. Να είναι μόνος, μακριά, έτσι φαινόταν. Ίσως κάνεις τους δεν είχε ελπίδα.
«Έτοιμη.»
Ο άγνωστος γύρισε προς το μέρος της. Η Μίνα έκατσε πάλι στο κρεβάτι τοποθετώντας τη κουβέρτα στην άκρη. Είδε τον άγνωστο να κάθεται στο πάτωμα και μετά να ξαπλώνει. Τι; Αυτό ήταν; Ούτε καληνύχτα; Ούτε ένα «Χάρηκα που σε γνώρισα, ήσουν μια εξαίσια παρουσία στη ζωή μου, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ»; Χμ, εντάξει λοιπόν.
Η Μίνα δεν ξάπλωσε. Κάτι τέτοιες στιγμές της έλειπε το τηλεσκόπιο της και μετάνιωνε που δεν το είχε μαζί της και το είχε αφήσει στο χωριό. Έκατσε στα πόδια της και γύρισε προς το παράθυρο. Να, εκεί είναι πάλι η Αφροδίτη, ή αλλιώς ο Αποσπερίτης, το Άστρο της Αυγής και από δίπλα ο αστερισμός του Τοξότη. Άφησε το κεφάλι της να πέσει πάνω στα χέρια της και χαμογέλασε. Λίγο πιο κάτω σε σχήμα μολυβιού ο αστερισμός Τηλεσκόπιον, όμως η Μίνα θα μπορούσε να τον δει τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβρη. Λίγο πιο πέρα ο Νότιος Στέφανος, αμφιφανής για τα καλοκαίρια. Λίγο πιο εκεί ο Σκορπιός με τον Αντάρη και τον Σάουλα. Και λίγο πιο πίσω της ο άγνωστος να τη κοιτάει παραξενευμένος.
«Δεν θα κοιμηθείς;»
Η Μίνα ξαφνιάστηκε το ίδιο. «Νόμιζα είχες κοιμηθεί.»
Έκατσε κανονικά. «Όχι.»
«Χμ.» κοίταξε πάλι τον ουρανό. Κάπου εκεί, κάπου εκεί τη κοιτούσε, εκείνος. «Η μαμά με φωνάζει συνέχεια μαζί με τη γιαγιά γιατί δεν κοιμάμαι σαν τα άλλα παιδιά. Στις εξετάσεις είχε πιαστεί ο λαιμός μου και ήμουν με παυσίπονα.»
«Έχεις κάποιο θέμα υγείας ή...»
«Περισσότερο είναι σαν τελετουργικό.» του απάντησε. Τον άκουσε να σηκώνεται και να έρχεται δίπλα της. Η Μίνα κουνήθηκε για να του κάνει χώρο και του έδειξε ένα σημείο στον ουρανό. Κάτι φωτεινό και αβέβαιο. «Εκεί βρίσκεται ο σ Τοξότης ή αλλιώς Νούνκι. Ο δεύτερος φωτεινότερος Αστέρας του Τοξότη και ο μόνος που μπορεί να κρυφτεί από κάποιον πλανήτη. Συνήθως γίνεται από τη Σελήνη. Τελευταία φορά έγινε το '81 από την Αφροδίτη. Τότε δεν υπήρχα καν αλλά ο παππούς μου έδωσε τις σημειώσεις του από εκείνη τη μέρα. Είχε σκοτάδι, μόνο αυτό κατάλαβα αλλά για τον παππού ήταν σημαντικός.»
Ο άγνωστος έσκυψε μπροστά και ακολούθησε το χέρι της. «Πώς το καταλαβαίνεις;»
«Χρόνια παρατήρησης του ουρανού τα βράδια αντί να κοιμάμαι.» του απάντησε. «Όπως εσύ ξέρεις την ώρα χωρίς τη βοήθεια του φαρμακείου, που είμαι σίγουρη πως μπορείς.»
Να, το. Στην αρχή δεν το κατάλαβε. Ήταν σαν τον Νότιο Στέφανο, ένα βλεφάρισμα και τον χάνεις. Αλλά αυτό δεν το έχασε, ήταν σίγουρη πως το είδε. Ένα ίχνος χαμόγελου, η ύψωση της μιας άκρης των χειλιών του. Κάτι τόσο μικρό που για εκείνη ήταν η νέα της ευτυχία.
«Πότε θα φύγεις;»
Η ερώτηση του την έπιασε απροετοίμαστη. Ο φάκελος που της είχε δώσει η Ευανθία είχε μόνο ένα εισιτήριο και χρήματα για την αγορά του αντίστοιχου της επιστροφής. Της έδωσε πλήρη ελευθερία. Οπότε η Μίνα δεν έκανε κάποιο σχέδιο, απλώς υπέθεσε πως θα έφευγε κάποια στιγμή, σύντομα. Δεν ήθελε να αφήνει την Ευανθία μόνη με τη μαμά της. «Υποθέτω όταν βρω αυτό που ψάχνω.»
Ο άγνωστος τη κοίταξε. Το χαμόγελο του έπεσε από τα χείλη, αλλά έμεινε στα μάτια. «Άρα έχουμε χρόνο;»
«Για ποιο πράγμα;» γλυκά, η φωνή της βγήκε σχεδόν ψιθυριστά.
«Για να μου πεις για όλα αυτά και ακόμα περισσότερα.» της απάντησε. «Και να σου πω και εγώ για όλα εκείνα και ακόμη περισσότερα.»
Η Μίνα κατάπιε. «Υποθέτω πως ναι.»
«Αύριο το πρωί θα σε πάω στο Πορτιανό. Και μετά θα σου δείξω τα καλύτερα μέρη.» της είπε στον ίδιο τόνο. «Θα σε ταξιδέψω στο νησί. Εσύ θα μου δείξεις τα άστρα;»
«Αν και η απάντηση μου είναι ό,τι πιο ντροπιαστικό έχω πει ποτέ, και έχω πει πολλές ηλιθιότητες,» του χαμογέλασε, «ναι, θα σε ταξιδέψω στα αστέρια.»
Ο άγνωστος κούνησε το κεφάλι του, σε μια κρυφή συζήτηση με τον εαυτό του και γύρισε να κοιτάξει τον ουρανό. Η Μίνα όμως δεν το άφησε να τελειώσει έτσι. Αυτός της έκανε ερωτήσεις για να ξέρει τι κοπέλα βάζει στο σπίτι του. Η Μίνα ήθελε να μάθει όμως ποιος ήταν. Και από όλα τα πράγματα για τα οποία νοιάστηκε εκείνη τη μέρα, μόλις τότε κατάλαβε πως ήθελε και κάτι άλλο.
«Με λένε Μίνα.»
Ο άγνωστος, μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, έπαψε να είναι άγνωστος. «Είμαι ο Μάρκος.»
Και οι δύο τους γύρισαν προς τον ουρανό, να ταξιδέψουν εκεί που δεν μπορούν οι ψυχές τους να αγγίξουν. Μόνοι.
*Ρούντολφ Νουρέγιεφ: Ρώσος χορευτής και χορογράφος κλασικού μπαλέτου.
__________________________________
A/N Καλησπέρα και καλή χρονιά. Εύχομαι αυτό το έτος να ξεκίνησε όμορφα για όλους και μακάρι να κυλήσει γλυκά και άφοβα.
Το νέο έτος μπήκε με τη Μίνα στο βιβλίο. Και τον μεγάλο της έρωτα, Μάρκο. Θα δούμε λίγα περισσότερα από αυτούς ξανά, σύντομα.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μια ενημέρωση, μέσα στο Σαββατοκύριακο που πέρασε, στο προφίλ μου μια μικρή ιστορία με τίτλο "Όσα δεν άγγιξαν οι λέξεις (σου)". Θα χαιρόμουν να σας έβλεπα και εκεί. Επίσης ανανέωσα τα εξώφυλλα όλων των ιστοριών (με εξαίρεση τη συγκεκριμένη και άλλες δύο), ένα νέο aesthetic, ελπίζω να σας αρέσει.
Τα λέμε ξανά σύντομα.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top