21. A Change Is Gonna Come - Sam Cooke.
21. A Change Is Gonna Come - Sam Cooke.
Κάθε φίλος αντιπροσωπεύει ένα φίλο μέσα μας, ένας κόσμος που πιθανόν να μην είχε γεννηθεί μέχρι να εμφανιστούν, και είναι μόνο από αυτή τη γνωριμία που ένας νέος κόσμος έχει γεννηθεί.
- Anais Nin, The Diary of Anais Nin, Vol 1: 1931-1934
Η φιλία ήταν ένα υπέροχο πράγμα. Άτομα που απλά γνωρίζεις και συνδέεσαι σε περίεργα πεδία, σχέσεις ζωής. Σχέσεις που ξεκινούν απότομα, με μια έκρηξη συναισθημάτων, με κάποιο απρόσμενο γεγονός, με μια υπέροχη σκηνή. Σχέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν και αργά, από μακριά ο ένας να παρατηρεί τον άλλον, με τις μέρες, τους μήνες να έρχονται πιο κοντά, μέχρι την τελική επαφή. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές φιλίας. Αλλά όλες συνδέονται με έναν τρόπο. Τα συναισθήματα.
Είσαι μόνη, είναι μόνος. Κοινή παρέα. Γέλια, πειράγματα αλλά καμία ουσιαστική συζήτηση. Και τότε κάποια στιγμή βρίσκεστε μόνοι, μακριά από όλους να μετράτε τα αστέρια. Δεν χρειάζεται να είστε εραστές, δεν χρειάζεται να υπάρξει η σεξουαλική έλξη. Είναι εκεί για σένα, στις χαρές και στις λύπες. Είσαι εκεί για εκείνον, στην ευτυχία και στο χάος. Αγάπη.
Ή, ένα άλλο σενάριο. Ξεκινάει με μια άκρως ντροπιαστική και άβολη συζήτηση όπου εσύ μουτζώνεις διαρκώς τον εαυτό σου. Και μετά σου λέει «Ξέρεις τι, αυτή είναι μια ντροπιαστική και άβολη συζήτηση, μουτζώνω τον εαυτό μου». Δεν μοιάζετε εξωτερικά, στα μαλλιά, στο ύψος, στο πλάτος, στο μήκος. Δεν έχετε τις ίδιες ισορροπίες στη ζωή, τους ίδιους χαρακτήρες. Δεν απολαμβάνετε ιδιαίτερα -αν όχι όλες- τις περισσότερες ίδιες δραστηριότητες διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Αλλά θα του στείλεις στις τέσσερις το βράδυ, θα σου απαντήσει ένα λεπτό αργότερα. Θα καβγαδίσεις μαζί του γιατί μισείς ένα κομμάτι του εαυτού του, αλλά δεν μπορείς παρά να αγαπάς και να λατρεύεις το υπόλοιπο. Θα τον μισείς, θα νιώθεις πως είναι το χαμένο σου κενό. Θα κλάψεις, θα γελάσει, θα ευτυχίσεις, θα θρηνήσει, θα είστε μαζί ακόμη και χρόνια χωριστά.
Θα περάσουν χρόνια που θα έχετε να μιλήσετε. Μπορεί ύστερα από έναν καβγά άλλη μια φορά γιατί βγαίνει πολύ, πίνεις πολύ, είναι υπερβολικά χαρούμενος, είσαι υπερβολική. Και τόσα χρόνια αργότερα, θα μιλάτε ακόμα. Μια φορά στους δύο μήνες, μια φορά στον ένα χρόνο. Θα έχεις να λες «έχω έναν φίλο», γιατί ακόμη και αν δεν είναι εκεί, θα πονέσεις στον πόνο του, θα πονέσει στο δάκρυ σου, θα ευτυχίσετε στη χαρά σας. Ή όλα, ή τίποτα. Και θα διαλέξετε όλα γιατί το τίποτα είναι πολύ λίγο και τα συναισθήματα αρκετά μεγάλα.
Θα είστε ο ένας η ισορροπία του άλλου.
Σε κάθε σενάριο, υπάρχει μία πραγματικότητα μέσα στη φαντασία. Ό,τι θα σκέφτεστε ο ένας τον άλλον. Και θα χειροκροτήσετε πιο δυνατά από ποτέ όταν θα τον βλέπετε να φεύγει προς την ευτυχία του. Η υπέρτατη αγάπη. Λίγο πριν το μηδέν.
Η Ήβη κρατούσε σφιχτά το πράσινο σημειωματάριό της πάνω στο στήθος της, με το μαύρο μολύβι να πιέζει το δέρμα κάτω από το λαιμό της. Η ασπίδα της απέναντι στο κόσμο την προστάτευε από τις γνωστές άγνωστες παρεξηγήσεις με τις οποίες μπορεί να ερχόταν αντιμέτωπη. Από τη μία πλευρά, κενό, είχε αφήσει τη τσάντα της για να μη κάτσει κανείς. Θυμωμένα βλέμματα; Φυσικά. Από την άλλη η Δώρα, με το τελευταίο τεύχος των αστρολογικών προβλέψεων γνωστής αστρολόγου και το κινητό της ανοιχτό ψάχνοντας τι στο καλό ήταν ο Ανάδρομος Ερμής και γιατί η Σελήνη έμπαινε στο Τοξότη τον Ιούνιο ενώ γιορτάζεται το Δεκέμβρη. Το Google δεν έβγαζε και πολλά αποτελέσματα στη φίλη της.
Η Ήβη κοίταξε το ταβάνι περιμένοντας τη στιγμή για την οποία είχε έρθει μία ώρα πριν. Η Άννα, προς έκπληξη όλων, θα αποφοιτήσει όταν το επίθετό της ανακοινωθεί από τον γέρο άνδρα που στεκόταν στις μαύρες ρόμπες του στη μέση της σκηνής. Είχε πολύ ακόμα, αλλά η Άννα τους είχε πει να πάνε από νωρίς, να νιώσουν κάποιο Viber ή κάτι τέτοιο. Η Δανάη με την Ήβη ήρθαν, περιμένοντας κάποιο αστείο να ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια τους.
Αντίθετα, η Άννα όντως τους είπε την αλήθεια. Όντως θα αποφοιτούσε. Είχαν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια. Είχε φτάσει επιτέλους εκείνη η στιγμή.
«Και είπες πως έμοιαζε με Σκορπιό, σωστά;» της ψιθύρισε η Δώρα αλλάζοντας σελίδα. «Ή Τοξότης;»
«Έμοιαζε με γυναίκα, ξανθά μαλλιά, τριών ημερών άλουστα, μεταξύ ένα πενήντα και ένα πενήντα εννιά, που μπορεί να είχε αρχή περιοδοντίτιδας.» της απάντησε η Ήβη συνεχίζοντας να κοιτάει το ταβάνι. Άραγε είχε προσέξει κανείς άλλος την έλλειψη φωτός από τη τέταρτη λάμπα; «Αλλά δεν είμαι σίγουρη για το ύψος, θα μπορούσε να είναι και ένα πενήντα εφτά.»
«Σε ένα υποθετικό σενάριο, θα σε σκότωνε μετά τη συζήτησή σας;»
Η Ήβη έσκυψε για να τη κοιτάξει. «Ανάλογα, θα ήταν η ίδια υποτιθέμενη συζήτηση;»
«Ναι.»
«Στο ίδιο μέρος;»
«Ναι.»
«Με την ίδια μεγάλη ουρά που περίμενε από πίσω μου;»
«Μείον έναν.»
«Ω.» έκανε. Πίεσε το σημειωματάριο περισσότερο πάνω στο σώμα της. «Υποθέτω, με βάση τα πολύ λίγα στοιχεία που μου έδωσες αλλά καταλαβαίνω τη σύγχυσή σου, βγάζω το υποθετικό συμπέρασμα πως ναι, θα μπορούσε. Με το υποθετικό στυλό. Νομίζω πως ήταν Bic, αλλά ελαττωματικός γιατί έβγαζε πολύ μελάνι.»
«Άρα νευριάζει εύκολα με κάποιον σαν εσένα.» μουρμούρισε η Δώρα. «Θα μπορούσε να είναι όλα τα ζώδια.»
«Δεν ξέρω αν βοηθάει αυτό, αλλά φλέρταρε με τον νέο οδηγό μεταφορών, ο οποίος την κοιτούσε περίεργα. Εκείνη είναι παντρεμένη, έχει βέρα.»
«Α!» αναφώνησε με χαρά η φίλη της. Ο γέρος πάνω στη σκηνή της έριξε ένα γρήγορο βλέμμα. «Ατιμούτσικο πλασματάκι, θέλει και παιχνίδια στο κρεβάτι το ζουζούνι της κολάσεως. Λοιπόν, θα πω Τοξότης. Και όντας Τοξότης, συγνώμη φίλη, αλλά τα ήθελε ο κώλος σου.»
Η Ήβη ένιωθε προσβεβλημένη. «Περίμενα τόση ώρα για μια πιθανή εξήγηση του έντονου ξεσπάσματος της πάνω μου και αυτό είναι το συμπέρασμα.»
«Τι να σου πω, ρώτα την Άση, εγώ ακολουθώ το κινέζικο κύκλο.» της είπε η Δώρα. Με τη βοήθεια της μύτης της έβγαλε έναν περίεργο ήχο και χαμογέλασε. «Ξέρεις, σαν γουρούνι που είμαι.»
Η Ήβη απλώς τη κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει.
«Στο κινέζικο ζωδιακό κύκλο. Φωτιά, Γιν, Γουρού-ξέρεις τι, δεν μου αρέσει να συνομιλώ με Φωτιά, Γιανγκ και Σκύλους.» η Δώρα έκλεισε το περιοδικό και το πέταξε στο πάτωμα δίπλα από τη τσάντα της και γύρισε το σώμα της προς την Ήβη. «Ποια χρονιά πιστεύεις πως γεννήθηκε αυτή;»
Η Ήβη αναστέναξε. «Αυτό θα κάνουμε τώρα;»
«Ναι.»
«Δεν ξέρω, το 1990; Φαινόταν γύρω στα 40, πάνω, κάτω.»
Η Δώρα έκλεισε το ένα της μάτι και άρχισε να υπολογίζει. «Πάνω ή κάτω;»
«Πάνω.»
«Δώσε μου λίγο να σκεφτώ.»
Της έδωσε. Η Ήβη χαλάρωσε το σώμα της και έγειρε το κεφάλι της προς το πλάι, ξαναφέρνοντας στη μνήμη της τη πρωινή σκηνή στο Ταχυδρομείο. Ως συνήθως, τη δεύτερη εβδομάδα του μήνα, πήγαινε εκεί για να στείλει το καθιερωμένο βιβλίο στον Ερμή. Αυτή τη φορά το θέμα Ιουνίου ήταν φιλία, παιδικότητα και ένα μήνυμα στο βιβλίο που είχε παραλάβει από το φίλο της λέγοντας «Μου λείπεις Σκάουτ». Χωρίς να καταλαβαίνει απόλυτα τη χρήση του χαρακτήρα Σκάουτ, η Ήβη σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να του στείλει το όμορφο βιβλίο της Harper Lee, Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια. Στην πρώτη σελίδα του έγραψε χαρακτηριστικά «Σύντομα», με τη σκέψη πως σύντομα θα ξαναβρεθούν, σύντομα θα είναι και πάλι στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή και όλα θα είναι καλά.
Η καλή της διάθεση όμως έπεσε μόλις ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια νέα υπάλληλο στο γραφείο. Το ταμπελάκι της έλεγε «Νάντια», η έκφρασή της έμοιαζε με «Λίφτινγκ στις εφτά, παιδιά στις οχτώ, κάπου μπορώ να βάλω και το σεξ με τον γιατρό, μάλλον, γιατί και ο Χρήστος παίρνει συνέχεια τηλέφωνο, σύζυγοι τι να πεις» και στο χέρι της κρατούσε ένα μεγάλο ατσάλινο δοχείο που μύριζε καφέ, σκέτο. Η Ήβη μέσα στο μυαλό της κατέκρινε την επιλογή ροφήματος, μιας και πίστευε σε αυτό που της έλεγε η Ευανθία, πως ο καφές κάνει τη διάθεση, αλλά καταστρέφει τα νεύρα και προχώρησε μπροστά στη Νάντια όταν ήρθε η σειρά της.
«Έλα.»
Η Ήβη κοίταξε γύρω της. «Εδώ είμαι.»
«Ναι, πες.» η Νάντια έσκυψε πάνω από το τηλέφωνό της. «Όχι εσύ Στέλλα, να εδώ μία.»
Ένα, ναι μία ήταν.
Η Ήβη έβγαλε το έτοιμο πακέτο από τη τσάντα της και το ακούμπησε πάνω στο πάγκο. Ήταν περήφανη με το σημερινό τύλιγμα. Γύρω από το βιβλίο το μπλε Χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα με τις χιονονιφάδες, ύστερα από ώρες στο Youtube και με υπότιτλους στα Αγγλικά, μαθαίνοντας από μια Κινέζα πώς τα τυλίγεις περίτεχνα ένα δέμα. Έβαλε μέχρι και κορδέλα, όπως πάντα. Κόκκινη, για να ταιριάζει με την εποχή, καλοκαίρι, χειμώνας, κάτι ενδιάμεσο τέλος πάντων. Γύρω από το τυλιγμένο βιβλίο, δύο στρώματα από φούσκες. Είχε αγοράσει το υλικό μερικές μέρες πριν και δεν άντεξε, άρχισε να τις σκάει όλες. Ό,τι κατάφερε να σώσει πήγε στο βιβλίο -με εξαίρεση ένα κομμάτι για το βράδυ. Και όλο αυτό μέσα σε ένα χάρτινο κουτί, που έφτιαξε επίσης η ίδια.
Αστειάκι, ήταν από προηγούμενα γενέθλια. Σιγά μην έμπαινε στο κόπο και για αυτό.
Και όλο αυτό μέσα σε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο. Όση προστασία μπορούσε να βάλει, την έβαλε. Ο Ερμής απλώς τα έστελνε, πάντα την εκνεύριζε αυτό. Αλλά τουλάχιστον μύριζαν ωραία. Αχ.
Η Ήβη είχε γράψει με τα γνωστά δυσανάγνωστα γράμματά της τη διεύθυνση αποστολής και το όνομα πάνω πάνω. Η Νάντια το διάβασε, βάζοντας σε παύση τη Στέλλα και τη κοίταξε. Η παρακάτω συζήτηση και ανταλλαγή διαφορετικών απόψεων ήταν σύντομη, αλλά αρκετή για να νευριάσει την Ήβη. Και άλλα νεύρα.
«Σκωτία.» μουρμούρισε η Νάντια και τη κοίταξε. «Μόνο αυτό το σκατό, για τόσα χιλιόμετρα μακριά.»
Η Ήβη τρόμαξε προς στιγμή, νόμιζε πως είχε λερώσει το δέμα αλλά θυμήθηκε πως η λέξη «ακαθαρσία» ήταν σύγχρονη αργκό για «μικρό». Ηρέμησε, λίγο. «Ναι, ταχεία μεταφορά παρακαλώ.»
Η Νάντια σήκωσε ένα χέρι. «Περίμενε, περίμενε. Στέλλα σε κλείνω, αυτή είναι λίγο τρελή.»
«Συγνώμη;» ρώτησε η Ήβη, λίγο πιο δυνατά από αυτό που της είχε πει η Μίνα.
«Θες να πληρώσεις τριάντα ευρώ για το μισό κιλό πράγμα που θες να στείλεις;» τη ρώτησε. «Στη Σκωτία;»
Τριάντα ευρώ ε; Μόλις δέκα χρόνια πριν, το 2020, ήταν είκοσι τρία και πενήντα λεπτά. «Βιβλίο, όχι πράγμα. Και ναι.»
Άρχισε να ιδρώνει. Δεν ήταν η ζέστη, ήταν εκείνος ο θυμός λες και αγριευόταν από τα πάντα γύρω της με το παραμικρό. Και Νάντια δεν το έκανε πιο εύκολο. «Δε λέω, δικά σου λεφτά, αλλά τριάντα ευρώ για το τίποτα;»
Το τίποτα για την Ήβη ήταν τα πάντα τα τελευταία χρόνια. Χωρίς εκείνα τα βιβλία θα είχε χάσει το μυαλό της και μάλλον θα χρειαζόταν περισσότερες συνεδρίες με το ψυχολόγο της. Για τα νεύρα της, τη ψυχολογική της ακεραιότητα, τέτοια απλά πράγματα. «Στη ταμπέλα μιλάτε για εύκολη, γρήγορη και αξιόπιστη εξυπηρέτηση πελατών. Βιάζομαι. Θέλω να μιλήσω με τον υφιστάμενό σου.»
Η Στέλλα άρχισε να παίρνει τηλέφωνο τη Νάντια ξανά. Η Νάντια άνοιξε το στόμα της να μιλήσει αλλά δεν έβγαιναν λέξεις από μέσα της. Η Ήβη τη κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια και περίμενε να αναλάβει κάποιος άλλος την ευθύνη. Η κοπέλα δίπλα από τη Νάντια φάνηκε να τη λυπήθηκε και έσπρωξε τη γυναίκα στο πλάι. «Θα σας εξυπηρετήσω εγώ. Νάντια, σε θέλουν πίσω.»
«Μα-»
«Μάτι, μαύρο, το δικό σου. Γεια σου.»
«Τη λατρεύω τη καινούρια.» της είπε η Δώρα όταν τελείωσε τους υπολογισμούς της. «Εκείνη πώς την έκοψες;»
Η Ήβη σήκωσε ένα ξανθό φρύδι μπερδεμένη. «Δεν την έκοψα. Ήταν πολύ εξυπηρετική.»
«Ναι, αυτό λέω. Τέλος πάντων. Μία μία τις κουκουβάγιες.» η Ήβη κοίταξε γύρω της τρομαγμένη. Σαν χαζή που ήταν, της πήρε λίγη ώρα μέχρι να θυμηθεί πως ήταν σε εσωτερικό χώρο. Η Δώρα είχε βγάλει ένα σημειωματάριο και έγραφε τους υπολογισμούς της. Στο τέλος, υπήρχε κυκλωμένη μια φράση, πολλές φορές. «Το αποτέλεσμα. Λοιπόν, η Νάντια, ω όχι, κακή τσούπρα. Εύχομαι να έχει ανάδρομο Ερμή για χίλια χρόνια.»
«Γιατί, τι βγήκε;» τη ρώτησε. Άνοιξε το πράσινο τετραδιάκι της στερεώνοντάς το στα πόδια της. Με τη Δώρα είχαν συχνά τέτοιες συζητήσεις για την αστρολογία και τα ζώδια, από τότε που αποφάσισε να εκνευρίσει τους γονείς της μέχρι τελικής πτώσεως. Ξεκίνησε σε νέα σελίδα με το μολύβι της γράφοντας το τίτλο «Ζωδιακοί κύκλοι και Δώρα, μέρος 17». Το υπογράμμισε δύο φορές και ετοιμάστηκε να αντιγράψει όσα θα έλεγε η Δώρα.
«Ο υπολογισμός έγινε με βάση αυτά που ήθελα εγώ να βγει. Μέτρησα από το 1989 και μετά και όχι από το '88 για να πάρω το ίδιο συμπαντικό στοιχείο, γιατί θα μου έβγαινε Δράκος και δεν θέλω να είναι θεά η γυναίκα. Οπότε την έβαλα στο 1989, Γη, Γιν, Φίδι. Απλώς με απασχολεί το Γιν λίγο, αλλά από τη στιγμή που είναι φίδι και μεταφορικά και κυριολεκτικά δεν έχω κανένα θέμα.»
Η Ήβη έγραφε γρήγορα προσπαθώντας να μη ξεχάσει πράγματα. «Το φίδι δεν είναι της Φωτιάς;»
«Είναι και της Γης, η Γη επηρεάζει τους πάντες.» η Δώρα τη χτύπησε με το δικό της τετράδιο. «Δεν προσέχεις.»
«Αφού δεν τα ξέρεις.»
«Παρακαλώ ησυχία!»
Η Ήβη γύρισε στη θέση της και έκατσε καλύτερα, φέρνοντας για άλλη μια φορά το σημειωματάριο πάνω στο στήθος της και το τρομαγμένο βλέμμα της να κοιτάει τον παππού στη σκηνή. Η Δώρα στριφογύρισε τα μάτια της και χειροκρότησε στο άτομο που μόλις πήρε το πτυχίο του πριν γείρει το κεφάλι της προς την Ήβη. Σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η Ήβη κάποιες φορές αναρωτιόταν αν η φίλη της ήταν όντως αναίσθητη όπως της έλεγε η μητέρα της.
«Να σου πω.» της ψιθύρισε. «Βλέπω κάποιον με το μικρό μου μάτι του Γουρουνιού μου. Μαύρα μάτια, καστανά μαλλιά και ένα περίεργο πουκάμισο.»
Η Ήβη έσυρε το τρομοκρατημένο βλέμμα της από το γέρο στη Δώρα. Βρήκε τη φίλη της να της χαμογελάει πλαγίως και να κοιτάει κάποιον άλλο στα δεξιά τους, εκεί που υπήρχε ο πολύς κόσμος. Δεν καταλάβαινε τα λόγια της αλλά έψαξε με τα μάτια της να βρει αυτό που έβλεπε η Δώρα. Βέβαια η Δώρα δεν είχε μυωπία, η Ήβη από τόσο μακριά δεν μπορούσε να καταλάβει αν το καστανό ήταν καστανό ή κάποιο άλλο χρώμα. «Τι ψάχνω;»
«Τη ψυχή του πάρτι.» της απάντησε. Η Δώρα γύρισε να δει την Ήβη και με τα χέρια της, γύρισε το κεφάλι της Ήβης προς τη σωστή πλευρά. Η Ήβη ένιωσε κάτι να σπάει στο λαιμό της, ή τουλάχιστον έτσι ακούστηκε. «Αχιλλέας Δυοβουνιώτης, ντουγρού και λίγο δεξιά.»
Ω. Ω; Ω, ναι. Χμ.
«Καμία αντίδραση;»
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της ντροπιασμένη. «Δεν βλέπω μέχρι εκεί.»
«Τόσα χρόνια σε σέρνουμε στο γιατρό, για τι στο διάολο πας τέλος πάντων;» η Δώρα φάνηκε σχεδόν εκνευρισμένη. Σήκωσε διακριτικά το χέρι της, δηλαδή ψηλά, με το δάχτυλο τεντωμένο, να φαίνεται πού δείχνει από κάθε πλευρά της αίθουσας. Η Ήβη αναστέναξε, κουράστηκε με αυτή τη μέρα και χασμουρήθηκε. Ήταν μόνο έντεκα το πρωί. «Βλέπεις έναν με λευκό πουκάμισο και κάτι μαύρα από πάνω;»
Στένεψε τα μάτια της και στερέωσε τα γυαλιά της στη μύτη της. «Νομίζω ναι.»
«Τα μαύρα είναι πιγκουίνοι και ο άνδρας είναι ο Αχιλλέας.»
«Μάλιστα.» μουρμούρισε η Ήβη. Ακόμη δε τον έβλεπε, αλλά εμπιστευόταν την όραση της Δώρας, μια χαρά έζησε τόσα χρόνια πλάι της.
Η Δώρα τη κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα μπερδεμένη. «Καμία αντίδραση και πάλι.»
Η ξανθιά πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας γύρισε το σώμα της μπροστά και αγκάλιασε το σημειωματάριό της. Όλη της η ζωή ήταν γραμμένη μέσα σε μικρά τέτοια βιβλιαράκια. Στο τέλος κάθε ακαδημαϊκής χρονιάς καθόταν και τα διάβαζε, έβλεπε τι είχε μάθει για το κόσμο και τους λόγους που ακόμη συνεχίζει να γυρίζει. Διάβαζε τις διαφορές στο δικό της μυαλό και στον τρόπο που σκέφτονται οι άλλοι και ένιωθε ένα βήμα πιο κοντά με τους γύρω της.
Τώρα ήταν ένα σημειωματάριο μείον, ένα μικρό βιβλιαράκι μείον, και ένας ψηλός που φοράει πουκάμισο με πιγκουίνους φταίει για αυτό.
Συν, δεν ήξερε τι ένιωθε για αυτόν.
Οπότε... «Δεν ξέρω τι αντίδραση περιμένεις από εμένα.»
«Βρε γλυκό μου ζουζουνάκι.» μουρμούρισε η Δώρα βάζοντας ένα χέρι γύρω από τους ώμους της φίλης της. «Εσύ δεν ήσουν που γύρισες άρων άρων από μια όμορφη εκδρομή με έναν άγνωστο, αγχωμένη, στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, γιατί νόμιζες πως ήσουν ερωτευμένη μαζί του;»
Η Ήβη έπαψε να ψάχνει το ζουζούνι πάνω της και κοίταξε απότομα την Ήβη. «Είμαστε μόνο φίλοι.»
«Το αντίθετο είπες. Και οι φίλοι μιλάνε.» χειροκρότημα από τη σκηνή, η Άννα πλησίαζε το βάθρο. «Του έδωσες το δαχτυλίδι.»
Δεν ήθελε να το συζητήσει αυτό. Το σκεφτόταν μερικές μέρες αλλά μετά αρνήθηκε να το ξανακάνει. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Η Ήβη ήξερε τον εαυτό της, ήξερε τα όριά της και φοβόταν να τα ξεπεράσει ξανά. Ή μάλλον καλύτερα, αρνούνταν.
Δεν γνώριζε γιατί του είχε αφήσει το δαχτυλίδι. Δεν γνώριζε τίποτα πλέον. Τόσες πολλές αρνήσεις και κενά στο μυαλό και στη γνώση της, η οργάνωση του εσωτερικού της κόσμου είχε ξεφύγει, η ισορροπία είχε σπάσει και πλέον προσπαθούσε να συγκρατηθεί από το ένα πράγμα που ήξερε να κάνει καλά. Να παρατηρεί, να βλέπει, να μην πράττει. Από μακριά.
«Δεν έχει σημασία πλέον.» ψιθύρισε. «Δεν μιλάμε, δεν έχουμε καμία επαφή και μάλλον και ο ίδιος θέλει αυτό το πράγμα. Οπότε ξέχασέ το επιτέλους!»
Ωραία, το τελευταίο ίσως και να το φώναξε. Επίσης ίσως ζαλιζόταν. Και να ανέπνεε γρήγορα, και να αγχωνόταν για τα βλέμματα, και να ήθελε να κλάψει και να μην άντεχε αυτό το κόσμο πλέον.
Η Δώρα έπιασε το χέρι της απαλά και μπήκε μπροστά από το ντουγρού και λίγο δεξιά που βρισκόταν ο Αχιλλέας. Τη κοιτούσε λυπημένη, μα η Ήβη έβλεπε θολά μπροστά της. Η φίλη της ξαφνικά δεν ήταν μπροστά της, ήταν ένας εχθρός για τον εσωτερικό της κόσμο, κάποιος που ήθελε το κακό της. Δεν σκεφτόταν καθαρά, κάτι πήγαινε λάθος.
«Συγνώμη Ήβη.» άκουσε τον ψίθυρο της φίλης της. Ένιωσε το απαλό άγγιγμά της να αφήνει το χέρι της και να πηγαίνει στον ώμο της. Μια αίσθηση ζεστασιάς και ασφάλειας. Λες και όλα ήταν εντάξει, μα δεν ήταν, το ένιωθε, δεν ήταν. «Νόμιζα πως ήσουν έτοιμη.»
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της και αναρωτήθηκε. Έτοιμη για τι; Για να συζητήσει τι; Τις πράξεις της που δεν έβγαζαν λογική; Όχι, δεν ήταν έτοιμη, δεν ήξερε για ποιο πράγμα θα έπρεπε να ήταν έτοιμη. Φοβόταν πως έκανε τη μία λάθος μετά την άλλη, τα βλέμματα όλα πάνω της, όλοι περιμένοντας το αθώο κοριτσάκι να σπάσει και να καταστραφεί. Ίσως το ήθελε και η ίδια αυτό. Ίσως ήθελε να πατήσει παύση, πίσω, διαγραφή.
«Απλώς ρε Ηβάκι, από τότε που γύρισες... πώς να το πω; Άρχισες πάλι να κλείνεσαι στον εαυτό σου. Δεν ξέρω καν αν είσαι καλά αυτή τη στιγμή ή αν μέσα σου θες να με σκοτώσεις. Δεν ξέρω τι έγινε, δεν ξέρω τι νιώθεις, αλλά ξέρω πως μου λείπεις και θα είμαι πάντα εκεί για σένα. Αλλά θέλω να γνωρίζω, πώς είσαι με τον εαυτό σου; Είσαι ακόμη εκεί μέσα;»
Στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια της Μίνας, από τότε που ήταν ακόμη πολύ μικρή. Να αναπνέει, μέσα για τρία δευτερόλεπτα, έξω για τέσσερα. Από τη μύτη, να χαλαρώσει το πρόσωπό της, να σταματήσει να δαγκώνει τα μάγουλά της, να πιάνει κάτι με τα χέρια της για να μη τρέμουν. Να ηρεμεί μέσα και έξω. Όταν μαζεύονται όλα μαζί, να θυμάται πως είναι ακόμη εκεί, στον ίδιο κόσμο που ζουν όλοι, πως είναι ένα γλυκό και δυνατό μικρό κοριτσάκι που δεν φοβάται τους μπαμπούλες στα όνειρά της.
Νίνα, Ευανθία, Αχιλλέας. Πού είναι η Ήβη σε αυτό το πρόβλημα;
«Είμαι καλά. Πάντα είμαι καλά Δώρα.» της απάντησε, η φωνή της να βγαίνει σπαστά. «Σε ευχαριστώ.»
Ήθελε πίσω τον εαυτό της. Και χρειαζόταν τους φίλους της για αυτό. Όποιους μπορούσε να βρει.
«Δες, ανεβαίνει η Άννα.»
Η Ήβη άνοιξε ξανά τα μάτια της. Χαμογέλασε αχνά βλέποντας τη ξανθιά φίλη της να περπατάει καμαρωτά στον ηλικιωμένο άνδρα της σκηνής. Να πιάνει τον πάπυρο με ένα χαμόγελο νίκης και να το κουνάει στον αέρα γεμάτη ευτυχία. Και τότε μια ευχή της ήρθε στο μυαλό, μια ευχή που τη σκέφτηκε όλο και όλο για λίγο, μετά τη ξέχασε.
Μακάρι να φαίνομαι και εγώ έτσι ευτυχισμένη.
Και ας μην ήταν.
Η Άννα σχεδόν χοροπήδησε πάνω στη σκηνή από τη χαρά της. Μάλλον ούτε η ίδια περίμενε να αποφοιτήσει στα τέσσερα χρόνια από οποιαδήποτε σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Το όνειρο της φίλης της είχε γίνει πραγματικότητα, πλέον θα μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε, να είναι αυτό που ήθελε. Σε λίγες μέρες θα βρισκόταν στο ίδιο σημείο, με τη δική της μαύρη ρόμπα, με το δικό της ντροπαλό χαμόγελο και την ευτυχία τυλιγμένη σε έναν πάπυρο στο χέρι. Έτσι ήλπιζε. Ήλπιζε η βόμβα στο μυαλό της να μην σκάσει σύντομα.
Η Άννα πέταξε ένα αόρατο φιλί στο αγόρι της που καθόταν προς τα πίσω. Η Ήβη είχε μιλήσει στο Γιώργο μια φορά και ελπίζει να ήταν και η τελευταία. Ήταν ένας άνθρωπος περίεργος, με τον τρόπο που η Ήβη έλεγε τους ανθρώπους περίεργους, δηλαδή ήταν όπως όλοι οι άλλοι χωρίς κανένα ποσοστό του δικού της χαρακτήρα μέσα του. Υπήρχαν βέβαια υψηλοί βαθμοί χαράς, αλλά για να τα έφτιαξε με την Άννα, ήταν αναμενόμενο. Τον συμπαθούσε, όσο δεν ερχόταν σε επαφή μαζί του και ήξερε πως τρία χρόνια τώρα, σχεδόν τέσσερα, έκανε τη κολλητή της ευτυχισμένη, τον συμπαθούσε ναι.
Χειροκροτήματα και άτομα να σηκώνονται όρθια λες και ήρθαν όλοι μόνο και μόνο για την Άννα. Φυσικά με τις γνωριμίες που έχει κάνει, ίσως και να είναι όντως όλοι για την Άννα. Η Ήβη έμεινε στη καρέκλα της με το σημειωματάριο αγκαλιά, λες να έρχονταν τόσοι και για την Ήβη λίγες μέρες πιο μετά; Άραγε θα ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι για εκείνη, να ζητωκραυγάζουν τη δουλειά και τον κόπο της; Κάπου στη τσάντα της υπήρχε ακόμη το χαρτόνι που έφτιαξαν τα παιδιά της τάξης της για εκείνη. Είχε κάνει χαρούμενα τα μικρά ανθρωπάκια της ζωής της, η δουλειά και ο κόπος της δεν είχε πάει στράφι.
Ακολούθησε με τα μάτια της το αόρατο φιλί της Άννας. Μπορεί και να το είδε να κάθεται στο μάγουλο του έρωτα της φίλης της ο οποίος στεκόταν με τα χέρια ψηλά σε μια ανύπαρκτη αγκαλιά. Η Ήβη συνέχισε να βλέπει με δαγκωμένα τα χείλη την αγάπη και τη χαρά στον άνδρα αυτό, μέχρι που έκανε ένα βήμα μπροστά και αποκαλύφθηκε για άλλη μια φορά ένας άλλος δίπλα του.
Εκεί, ντουγρού και λίγο δεξιά. Ο άνδρας με τους πιγκουίνους πάνω του καθόταν στη θέση του όπως και εκείνη. Και τη κοιτούσε.
Δεν χρειαζόταν τώρα τα γυαλιά της για να δει, ήταν σίγουρη. Ο Αχιλλέας τη κοιτούσε, με εκείνα τα μαύρα μάτια που κάποτε δάκρυζαν στον ύπνο του, με τη γνωστή τσαχπινιά που τον διακατείχε σε όλο το ένα και ενενήντα του.
Κάτι της είπε. Από μακριά όταν δεν άκουγε και δεν έβλεπε κανείς.
«Γεια.»
«Γεια.» του απάντησε ψιθυριστά, ελπίζοντας το μήνυμα να έφτανε στον παραλήπτη.
Ήταν καλά, ήταν εκεί, ήταν εντάξει. Μόνος, μόνη μα μαζί σε μια θύελλα ομοιομορφίας που εκείνοι οι δύο έβγαιναν διαφορετικοί. Του χαμογέλασε απαλά, της ανταπέδωσε.
Η Άννα κατέβηκε από τη σκηνή, ο Γιώργος έκατσε στη θέση του, ο Αχιλλέας εξαφανίστηκε, η Δώρα βρέθηκε στο οπτικό της πεδίο και η Ήβη επέτρεψε το περίεργο μυαλό της να απομακρυνθεί ασυναίσθητα σε μια ανάμνηση χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, απλά και μόνο γιατί ένιωσε την ανάγκη. Σαν κάτι να την οδήγησε εκεί-
«Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»
Η ερώτησή της προκάλεσε την έκπληξη στα μάτια της αδελφής της. Η Ήβη την πλησίασε και με ένα χαρτί σκούπισε με απαλές κινήσεις λίγο από τον εμετό που είχε μείνει στο στόμα της. Η Νίνα τη κοιτούσε, προσπαθούσε άραγε να καταλάβει την ερώτηση, να διαχειριστεί την απάντηση που θα της έδινε, να αναλύσει τα δεδομένα της στιγμής, η Ήβη δεν ήξερε, δεν την ένοιαζε. Όσο το σκεφτόταν, τόσο σίγουρη ήταν για την απόφασή της. Θα ήταν εκεί, στα καλά, στα άσχημα, στα χαρούμενα και στα ακόμη χειρότερα. Γιατί ήταν η αδελφή της.
Η καλύτερή της φίλη.
«Δεν-δεν ξέρω.» ψιθύρισε η Νίνα. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη, ένα χλωμό και άγρυπνο πλάσμα να κοιτάει τον εφιάλτη της. Η Ήβη πρόσεξε το χέρι της αδελφής της να κατεβαίνει προς τα κάτω, πάνω από το στομάχι. Λίγα χιλιοστά τη χώριζαν από μια μικρή ανθρώπινη ύπαρξη. Κάποια στρώματα ζελέ και κυττάρων και ένα χαμόγελο. «Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;»
Η Ήβη έβαλε τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη. Φαινόταν ήρεμη, παρά τον ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων που σήκωνε τα πάντα από μέσα της. Οι σκέψεις της έτρεχαν τον Μαραθώνα της Αθήνας και τα μάτια της πετάριζαν λίγο πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε. Μαραθώνας της Αθήνας, ήταν αυτό ένα αστείο; Καλό.
Ποια ήταν η ερώτηση; Α ναι. Τι θα έκανε στη θέση της Νίνας. Μια παρτίδα σκάκι σχηματίστηκε μπροστά της. Ο στρατιώτης της μπροστά από τον μαύρο βασιλιά, η βασίλισσα του ίδιου χρώματος δύο θέσεις πιο πίσω. Να τρέξει μακριά; Ή να σκοτώσει τον βασιλιά και στην επόμενη κίνηση να αφήσει τη βασίλισσα να τη καταστρέψει; Όπως και να έχει, το παιχνίδι πάλι χαμένο θα είναι. Η Ήβη ξέρει να κερδίζει. Δεν ξέρει αν πρέπει όμως.
«Δεν μπορώ να σου το απαντήσω αυτό Νίνα. Δεν είναι δική μου απόφαση.» της απάντησε εν τέλη. Κάτι ουδέτερο, χωρίς πολλά πολλά. «Δεν είναι απαραίτητο να αποφασίσεις τώρα. Μπορούμε να πάμε σε έναν γιατρό.»
Η Νίνα αναστέναξε. «Γιατρό; Δεν θέλω να το μάθει η μαμά.»
«Είτε το κρατήσεις είτε όχι, θα πρέπει να πας. Η μαμά δεν θα μάθει τίποτα αν δεν θέλεις.» τη διαβεβαίωσε. «Μόνο οι δυο μας θα το ξέρουμε.»
«Και τι θα κάνεις;» η αδελφή της τη κοιτούσε με ένα δάκρυα στα μάτια, το βλέμμα της αποτελείωσης και της παραίτησης. «Δεν μπορείς να βοηθήσεις σε κάτι Ήβη.»
Αγνόησε τις φωνές μέσα της που ούρλιαζαν για να πουν έστω και μία λέξη. Γύρισε το σώμα της προς τη Νίνα και την έπιασε από τον καρπό για να την αναγκάσει να τη βλέπει. Σε λίγο θα κατέβαιναν για βραδινό με τη Μίνα, είχαν να συζητήσουν για την Ευανθία και η Ήβη δεν είχε χρόνο για κλάματα και χειραψίες. Δεν ένιωθε άνετα με αυτό. Ένιωθε μόνο μια κούραση, λες και σήκωνε ένα βάρος το οποίο δεν ήταν δικό της.
Η Νίνα τη κοίταξε βλοσυρά, το δικό της βάρος να μεταφέρεται αυτόματα στην Ήβη. Η δεύτερη τη τράβηξε κοντά της απαλά και τη κοίταξε μέσα στα μάτια. «Είσαι η αδελφή μου. Και για σένα μπορώ να κάνω τα πάντα. Μπορώ να πιάσω τον πατέρα του παιδιού και να του πω την αλήθεια αν εσύ δεν μπορείς. Μπορώ να σου κρατάω το χέρι στα ραντεβού με το γιατρό, τα μαλλιά σου στον πρωινό εμετό και να σε βοηθήσω όταν έρθει η ώρα για να γεννήσεις, αν το θέλεις. Μπορώ να είμαι ο ήρωάς σου Νίνα.»
Και άλλα δάκρυα. Κάποια αυθόρμητα, μόνα τους να κυλάνε πάνω στο μάγουλο της Ήβης.
«Μπορώ επίσης και κάτι άλλο.» της ψιθύρισε. Η Νίνα άγγιξε πάλι τη κοιλιά της. Και η Ήβη δεν άντεχε στη σκέψη, αλλά όλα για τη Νίνα. «Μπορώ...μπορώ να σου κρατάω το χέρι στον γιατρό αν θέλεις να το αποβάλλεις. Η απόφαση είναι δική σου, εγώ θα είμαι εκεί και θα σε βοηθώ στα πάντα, γιατί μπορώ.»
«Έκτρωση.» μουρμούρισε σιγανά η Νίνα. Κοίταξε προς τα κάτω ρουφώντας τη μύτη της, γέλασε απαλά σε ένα κρυφό αστείο μεταξύ του εαυτού της και της σκέψης της. Η Ήβη απλώς κοιτούσε, περίμενε μια απάντηση και αρνούνταν να σκεφτεί τον εαυτό της ή την ερώτηση της Νίνας. Τι θα έκανε στη θέση της;
Θα γύριζε το χρόνο πίσω.
Η Νίνα όμως τι θα έκανε στη θέση της Ήβης;
Δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία. Και κάπου σε μια σκοτεινή γωνία του μυαλού της, μια ομάδα μικρών ενοχών ήταν αυτή που προγραμμάτισε τη βοήθεια που θα πρόσφερε η Ήβη στη Νίνα. Γιατί ενοχές, δεν ήξερε. Ήξερε πως της το χρωστούσε και αυτό εκείνη τη στιγμή ήταν αρκετό.
«Δεν το νιώθω Ήβη.» της είπε απαλά. Η Νίνα σήκωσε το βλέμμα της και είδε τη μικρή της αδελφή. «Είναι εκεί μέσα ένα μωρό και εγώ δεν νιώθω τίποτα για αυτό.»
«Ίσως είναι πολύ νωρίς-»
«Ζω με αυτό το φόβο εδώ και μερικές εβδομάδες Ήβη.» της ψιθύρισε. Όλα γίνονταν στα κρυφά, ένα μυστικό που ούτε η ίδια θα έπρεπε να ξέρει. «Είναι φόβος. Δεν έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής, Θεέ μου εγώ φταίω-εγώ-»
Η Ήβη έπεσε στα γόνατά της ακολουθώντας την πτώση της Νίνας στο μάρμαρο. Η αδελφή της κρύφτηκε μέσα στα χέρια της κλαίγοντας για άλλη μια φορά. Η Ήβη έκατσε κάτω και την άφησε να ρίξει το κεφάλι της στα πόδια της. Ήταν σαν να έσπασε κάτι μέσα της, η Ήβη το ένιωθε. Αυτόν τον πόνο, τον ανεξήγητο πόνο, χωρίς λογική και αιτία. Τον ήξερε καλά.
«Δεν έπρεπε να το είχα κάνει.» την άκουσε να λέει μέσα από τα αναφιλητά της. «Ήταν τόσο λάθος.»
Δεν καταλάβαινε. Αλλά της χάιδεψε τα μαλλιά γιατί δεν χρειαζόταν να καταλάβει.
Η Νίνα γύρισε το σώμα της έτσι ώστε να ξαπλώνει στο πάτωμα με το κεφάλι της πάνω στα πόδια της Ήβης και να τη κοιτάει στα μάτια. «Δεν είναι του Ιάσονα.»
Δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ και δεν θα αναρωτιόταν ποτέ. Η Ήβη έμεινε σιωπηλή να τη κοιτάει αφ' υψηλού. Ένιωσε πως η Νίνα είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, να τα βγάλει από μέσα της. Δεν ήταν όπως η Ήβη που ξόδευε ώρες στον ψυχολόγο. Κανείς στην οικογένεια δεν συμφωνούσε στο έπακρο με αυτή την πρακτική. Αλλά η Ήβη ένιωσε καλά που άκουγε τη φωνή της αδελφής της. Ο δικός της προσωπικός ψυχολόγος. Έδινε μια ασφάλεια και στην ίδια, ότι έκανε κάτι σωστά.
«Δεν είναι του Ιάσονα ενώ θα έπρεπε να είναι.» η Νίνα συνέχισε ψιθυρίζοντας. «Ξέρω πως μιλάτε κάποιες φορές. Αλλά δεν θέλω να το μάθει Ήβη, φοβάμαι να το μάθει.»
Ο Ιάσονας σήκωνε το τηλέφωνο αργά το βράδυ και η Ήβη απαντούσε στις δικές του κλήσεις νωρίς το πρωί. Δεν ήταν φίλοι, όχι ακριβώς. Δεν είχαν καμία σχέση πλέον, τίποτα να τους ενώνει. Και όμως, αυτά τα πέντε λεπτά σχεδόν κάθε μέρα που περνούσαν μαζί, ο ένας να ακούει τις αθόρυβες αναπνοές του άλλου, ήταν αρκετές. Πότε πότε υπήρχαν ερωτήσεις, αλλά ήταν περισσότερο η παρέα του τίποτα που έκανε τα πάντα.
Δεν είχαν μιλήσει πολύ, ούτε για τη Νίνα ούτε για τον Αχιλλέα. Η Ήβη του έλεγε πως τα πράγματα ήταν εντάξει χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες, ο Ιάσονας της έλεγε πως τα πράγματα ήταν εντάξει χωρίς να μπαίνει επίσης σε λεπτομέρειες και αυτό το ψέμα της υποτιθέμενης αλήθειας τους κρατούσε κοντά, ο ένας να πιστεύει τον άλλον με την αμφιβολία πως πίσω από το εντάξει όλα πήγαιναν κατά διαόλου.
«Δεν θα πω τίποτα.» παραμέρισε μια ξανθιά τούφα από το μέτωπο της αδελφής της.
Η Νίνα κοιτούσε την Ήβη -ή το ταβάνι- μελαγχολικά. «Δεν είναι του άνδρα που αγαπώ.»
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα με έμφαση στο τελευταίο ρήμα. Τον αγαπούσε, ακόμα; Ναι, ναι, ναι! Ήταν και αυτό μια χαρά μέσα στη λύπη της.
«Θέλω να το ρίξω Ήβη.»
Η απόφαση πάρθηκε.
«Όσο πιο γρήγορα γίνεται.»
«Εντάξει λοιπόν.»
Η Νίνα ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα, τα δάκρυα να ξεραίνονται αργά αργά. «Δεν είναι του Ιάσονα. Αλλά δεν τον απάτησα. Ήταν μια στιγμή αδυναμίας.»
Πλέον δεν μιλούσε στην Ήβη, αλλά στον εαυτό της. Και εκείνη τη κοιτούσε χωρίς να τη βλέπει. Μια όμορφη μοναξιά ανάμεσά τους.
Η Νίνα έκλεισε τα μάτια της όσο μουρμούριζε τις γλυκές της σκέψεις. Η Ήβη σκέφτηκε πως θα έπαιρνε αύριο το πρωί κάποιον γιατρό τηλέφωνο. Θα κανόνιζε το ραντεβού και θα ήταν εκεί δίπλα από την αδελφή της, τη καλύτερή της φίλη και θα τελείωναν όλα γρήγορα. Όλα θα ήταν εντάξει.
-σαν κάποιος να της άνοιξε τα μάτια.
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της, τα άνοιξε, ξανά από την αρχή. Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να περάσει η αμφιβολία από μέσα της και μετά να την αγνοήσει, να τη ξεχάσει και να τη πετάξει στα σκουπίδια. Είδε τον Γιώργο να σκύβει μπροστά, κοίταξε τον Αχιλλέα να κάθεται δίπλα του χωρίς τη χαρά που πριν λίγο τον διακατείχε, ένιωσε την αμφιβολία να γίνεται επιβεβαίωση λίγο πριν πηδήξει από τις σκέψεις της στο κενό και η μορφή της Άννας μπει μπροστά της.
Σαν κάτι να την οδήγησε εκεί, σαν κάποιος να της άνοιξε τα μάτια.
Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια της, δεν θυμόταν τίποτα. Σηκώθηκε, αγκάλιασε απαλά την Άννα και σκεφτόταν μόνο ένα πράγμα.
Θα έτρεχε μακριά. Ο στρατιώτης της θα έτρεχε μακριά από τον βασιλιά. Και ας πέθαινε στην προσπάθεια. Το προτιμούσε από το να έρθει αντιμέτωπη με τη βασίλισσα. Στη συγκεκριμένη παρτίδα σκάκι, είχε τον ρόλο της αλήθειας.
Και η Ήβη ήθελε τόσο, μα τόσο πολύ να χάσει το παιχνίδι.
Ο Ερμής τη κοιτούσε μέσα από δύο ράφια, το κεφάλι του να κάθεται ανάμεσα στον Λέο Τολστόι και στον Αλεξέι Τολστόι στο διάδρομο της Ρωσικής λογοτεχνίας. Η Ήβη τοποθέτησε μπροστά του τον Ίλια Τολστόι δημιουργώντας ένα μικρό κύμα σκόνης να εκτοξευθεί πάνω του και να τον διώξει από το ράφι μια και καλή.
Πριν μια ώρα τον βρήκε στη κεντρική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, αυτός να ψάχνει Ρωσικά έργα που θα μπορούσαν να διασκευαστούν και να παιχτούν σε παιδιά, εκείνη να αναρωτιέται γιατί πήρε το μάθημα της θεατρολογίας εξ αρχής. Τζάμπα μονάδες όλοι έλεγαν και η Ήβη χρειαζόταν αυτές τις τζάμπα μονάδες μιας και στο δεύτερο εξάμηνο ήταν το μόνο εύκολο μάθημα που είχε επιλέξει. Δεν τις χρειαζόταν απλώς, ήταν ανάγκη να τις πάρει.
Της πρόσφερε τη βοήθειά του. Η Ήβη γνωρίζοντας πως ο Ερμής ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής της καθηγήτριάς της αρνήθηκε μία, δύο φορές. Ώσπου μισή ώρα αργότερα και ύστερα από μια κρίση πανικού γιατί δεν καταλάβαινε τίποτα από την Θεατρική Αγωγή, δέχτηκε, όσο λάθος και αν ήταν στο μυαλό της. Προχωρώντας λίγο πιο μετά και ήρθε το τώρα, η Ήβη να επιλέγει στα τυφλά Ρωσικά λογοτεχνικά έργα που θα μπορούσαν να παιχτούν σε θέατρο για παιδιά. Είχε επιλέξει το Πόλεμος και Ειρήνη αλλά ο Ερμής της είπε όχι. Κάτι για πολλή βία και μελόδραμα που η ίδια δεν καταλάβαινε.
Η συζήτησή τους όμως έπαιζε γύρω από ένα και μόνο θέμα. Και από εκείνη την μέρα, η Ήβη θυμόταν μόνο αυτό.
«Υπάρχουν πολλα είδη φίλων Ήβη. Κάποιοι μένουν με τα χρόνια, κολλητοί για μια ζωή, σε ξέρουν από κάθε γωνιά του σώματος σου. Υπάρχουν και κάποιοι πως απλούς τους γνωρίζεις γιατί διαφέρουν από τους γύρω σου και τους θες κοντά σου γιατί δεν σε ξέρουν. Είναι κάτι καινούριο. Το ζητάς χωρίς να το καταλάβεις.»
«Και θα κρατήσει ένα τέτοιο είδος φιλίας; Δεν το έχω γνωρίσει ποτέ μου.»
«Είναι οι φίλοι που φωνάζεις σιωπηλά να σε σώσουν από το κόσμο.» της απάντησε σιγανά. «Είναι αυτοί που θα σε ξεχάσουν και θα τους ξεχάσεις. Αλλά θα εμφανιστούν μια μέρα στη ζωή σου, θα εμφανιστείς μια μέρα στη ζωή τους και θα σε πάρουν μακριά από όλα. Είναι αυτοί που θα σε φέρουν πίσω στον εαυτό σου.»
Ήταν η μέρα που απέκτησε έναν νέο φίλο. Από αυτούς τους ξαφνικούς. Τους χωρίς λόγο και αιτία.
Έναν φίλο που θα τη φέρει πίσω στη ζωή.
«Θα είσαι εσύ αυτός;» τον ρώτησε.
Βρέθηκαν αντικρυστά στο τέλος του διαδρόμου. Ο Ερμής ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν το θες και εσύ, θα το δούμε στη συνέχεια.»
Η Ήβη δεν το σκέφτηκε πολύ. «Να με αντέξεις.»
«Μόνο αν αντέξεις και εσύ εμένα.»
Και οι μοίρες τους σφραγίστηκαν. Ο βασιλιάς έπεσε και ο στρατιώτης σύντομα θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη βασίλισσα.
Και σε είδα και σε αγάπησα.
Μέσα στις χαρές και στις λύπες ήσουν πάντα εκεί. Στους καβγάδες και στις φωνές, στα ηλιοβασιλέματα και και στις μουσικές.
Και σκούπισα τα δάκρυα σου. Και με ηρέμησες με τη φωνή σου. Και μου είπες πως θα είσαι πάντα εκεί, πως δεν θα με αφήσεις να φύγω. Και σου απάντησα πως νιώθω πνιγμένη, αλλά ήταν το είδος του πνιγμού που με έκανε να νιώθω ασφαλής.
Και συγκράτησα τα ουρλιαχτά σου όταν δεν μπορούσες άλλο τη ζωή. Και με έσωσες από τους φόβους που δεν με άφηναν να απολαύσω τη ζωή. Και ήσουν, είσαι, θα είσαι εκεί.
Και σε είδα και σε αγάπησα.
Καθισμένες σε ένα παγκάκι στην παραλία με θέα τον Θερμαϊκό, από ένα παγωτό στο χέρι, σκόρπιες σκέψεις στο μυαλό. Εσύ να κοιτάς τον ήλιο να πέφτει. Εγώ να βλέπω τη βαριά νύχτα να έρχεται. Ο κόσμος να τρέχει γύρω μας, εμείς στάσιμες στο χρόνο, να κρατάμε κρυφά τα ελεύθερα χέρια μας σχηματίζοντας μια γέφυρα από την οποία ο πόνος έπεφτε και εμείς επιζούσαμε. Η μία δίπλα από την άλλη. Δεν χρειάζονταν λόγια. Ένα απλό άγγιγμα για να ξέρω πως θα είσαι εκεί και να ξέρεις πως θα είμαι εκεί. Όσο σε αντέξω, όσο με αντέξεις.
Για τους φίλους που αγάπησα και τους φίλους για τους οποίους έκλαψα, από εδώ και πέρα αυτό είναι για εσάς.
__________________________
Α/Ν Καλησπέρα και καλό μήνα! Καλό ντισεμπερ σε όλα τα ξωτικά μας.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο για εμένα, γράφτηκε σε μια σχετικά δύσκολη περίοδο.
Είναι επίσης το τελευταίο κεφάλαιο που έχω γράψει εδώ και καιρό. Όπως έχω πει και σε άλλο σημείο (Βλέπε: Σημαντική Ανακοίνωση) δεν έχω χρόνο αυτή την περίοδο ούτε για ανάγνωση βιβλίων, ούτε για να γράψω. Μου είναι δύσκολο να αφιερώσω τη αγάπη που θέλω και στεναχωριέμαι πολύ για αυτό. Ελπίζω σύντομα τα πράγματα να αλλάξουν (ναι, είμαι καλά).
Χαίρομαι που σας ξαναβλεπω εδώ πέρα και μακάρι να συνεχίσουμε να τα λέμε μέσα στις "διακοπές". Καλή συνέχεια!
Αφιερωμένο σε εκείνους που ξέρουν και σε εκείνους που υποθέτουν. Σημαντικοί άνθρωποι που με σηκώνουν όταν πέφτω. Σας ευχαριστώ για όλα.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top