17. Never Dreamed You'd Leave In Summer - Stevie Wonder.

17. Never Dreamed You'd Leave In Summer – Stevie Wonder.

«Και η μοναδική φορά που είναι γνωστό το βάθος της αγάπης είναι παρά μόνο η ώρα του αποχωρισμού.»

-Khalil Gibran.

Και έφτασε το τέλος. Έτσι ακριβώς όπως είχε ξεκινήσει.

Οι δυο τους άγνωστοι σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτή τη φορά, και ύστερα από δύο χρόνια μάχης, ο πατέρας της αποφάσισε να τα παρατήσει και ο καρκίνος στους πνεύμονες τον πήρε μακριά. Εκείνη έκλαιγε δίπλα από το κρεβάτι και ήταν εκεί για τον πατέρα που έχασε.

Εκείνος ήταν μεθυσμένος και σκεφτόταν το πόσο ήθελε να κοιμηθεί. Και δεν ένιωθε καμία ενοχή για την έλλειψη συναισθήματος. Βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο. Και ίσως αυτό έδωσε και το τέλος τους.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή, τι λέτε;

Ο φίλος της, όνομα δεν συγκράτησε, είναι απλώς ο ψηλός μαλάκας, δεν έμεινε παραπάνω από μια εβδομάδα στο σπίτι της. Βρήκε αμέσως το διαμέρισμα που έψαχνε και ξεκουμπίστηκε όσο γρήγορα ήθελε ο Αχιλλέας. Όλη εκείνη την εβδομάδα ο Αχιλλέας κοιμόταν εκεί, στο ίδιο σπίτι με τη κοπέλα και τον φίλο της. Κοιμόταν μαζί της, την ικανοποιούσε δυνατά στο ενδιάμεσο, ξυπνούσε μαζί της, έφευγε μαζί της. Δεν την άφηνε λεπτό από τα μάτια του, ειδικά μόνη της με τον φίλο.

Και όσον αφορά τον φίλο, του έκανε και χάρη του πρωταγωνιστή μας. Στο σπίτι πήγαινε μόνο για ύπνο, εκεί γύρω στις δώδεκα σαν τους παππούδες, ήσυχος και χωρίς πολλές επαφές. Όλη την υπόλοιπη μέρα την περνούσε στη σχολή, διορθώνοντας τα γραπτά της εξεταστικής για την καθηγήτρια που επέβλεπε το μεταπτυχιακό του. Ο Αχιλλέας έμαθε από τον Γιώργο, που το έμαθε από την Άννα, που το έμαθε από τη Νίνα, που το ήξερε ήδη από τη Σειρήνα, πως ο ψηλός μαλάκας είχε πτυχίο στο θέατρο και το μεταπτυχιακό του στη σχολή Νηπιαγωγών αφορούσε την εκπαίδευση των παιδιών μέσω της τέχνης. Και από πάνω διόρθωνε γραπτά δωρεάν σαν καλός, ψηλός, μαλάκας.

Νήπιο.

Οπότε ο Αχιλλέας και αυτός με τη σειρά του, ήταν ήρεμος. Στο περίπου.

«Βρε χαϊβάνι, μη το σκέφτεσαι.» του έλεγε ο Γιώργος κάθε φορά. «Σου είπε πως δεν γίνεται τίποτα μεταξύ τους. Ηρέμησε.»

«Ήρεμος είμαι.» του απαντούσε ο Αχιλλέας. «Και θα ήμουν και Βούδας Ζεν αν δεν κοιμόταν με το εσώρουχο ή αν δεν είχε το όνομά της για τατουάζ στο στήθος του, αλλά δεν είμαι. Με τρελαίνει Γιώργο!»

«Είναι λίγο πιο κάτω το τατουάζ και το έχει βγάλει. Τώρα είναι σαν ένα απλό σημάδι.» του υπενθύμισε ο φίλος του. «Έτσι λέει η Άννα.»

Ο Αχιλλέας όμως έπινε περισσότερο με κάθε τέτοια συζήτηση. «Και η Άννα πού το ξέρει; Ω κάτσε, το έμαθε από τη Σειρήνα. Σου λέω, θα με στείλει αυτός. Τον μισώ, με ακούς τον μισώ.»

Και ο Γιώργος μετά θα έβαζε το χέρι του γύρω από τους ώμους του Αχιλλέα και εκείνος θα ήταν σαν λυπημένο λεμόνι. «Δεν μπορείς να τον μισείς χωρίς να τον ξέρεις. Μπορεί να είναι καλό παιδί εν τέλη.»

«Αυτό είναι το θέμα Γιώργο, δεν τον ξέρω. Δεν ξέρω τι έγινε, δεν μου λέει. Και αυτό με κάνει να πιστεύω πως θέλει να το κρατήσει για εκείνη, για να συνεχίσει να σημαίνει κάτι.»

«Πολλές καταθλιπτικές ταινίες βλέπεις.. Τι κακό έχει ο Μπομπ Σφουγγαράκης δηλαδή;»

«Γιώργο, τον μισώ.» του έλεγε συνέχεια ο Αχιλλέας, λίγο πριν ρίξει τη τελική βόμβα. «Και εύχομαι ολόκαρδα αυτός και η τύπισσα με την οποία υποτίθεται πως είναι ερωτευμένος να μην τα βρουν ποτέ. Εύχομαι να ερωτευτούν, να αγαπηθούν και στο τέλος να πονέσουν, όπως πονάω εγώ.»

«Είσαι μεθυσμένος Αχιλλέα και Σαββατογεννημένος γρουσούζης.» του έλεγε ο Γιώργος. «Έλα, δες λίγο Μπομπ.»

Ο Γιώργος έκανε ό,τι μπορούσε για να του ανεβάσει τη διάθεση, κακά τα ψέματα. Αλλά δεν γινόταν τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Ένα βράδυ, κάπου στα τέλη του Οκτώβρη, οι δυο τους ήταν μεθυσμένοι. Αν η στάση του λεωφορείου δεν ήταν κοντά στο σπίτι, δεν ήξερε αν θα κατέρρεε στο πεζοδρόμιο έξω από το Πολυτεχνείο ή αν θα κοιμόταν στα δέντρα κοντά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Η Σειρήνα μέσα στην αγκαλιά του, εκείνος μεθυσμένος παραπατούσε αγκαλιά ένα μπουκάλι, κουτσά και πολύ στραβά έφτασαν στο σπίτι του.

«Νομίζω πως ήπια πολύ.» του είπε μόλις έκλεισε η πόρτα και ύστερα γέλασε. «Αλλά εσύ ήπιες παραπάνω.»

Ο Αχιλλέας άναψε τη λάμπα σε κάποια γωνία του σαλονιού και έκατσε εκεί κάτω. «Εγώ θυμάμαι να κατεβάζεις δύο μπουκάλια στη καθισιά σου. Εγώ όμως ένα. Τώρα το ποιον τον χτύπησαν περισσότερο, δεν το γνωρίζω.»

Η Σειρήνα έβγαλε το μπουφάν και ήρθε κοντά του. Φορούσε ένα μαύρο στενό φόρεμα με ανοιχτό μπούστο και μακριά μανίκια. Ήταν πανέμορφη, μαύρο μέσα στο μαύρο και το χαμόγελό της έλαμπε περισσότερο από το χλωμό δέρμα της. Ο Αχιλλέας άπλωσε τα πόδια του και εκείνη βολεύτηκε στην αγκαλιά του στο πάτωμα. Το άρωμα της λεβάντας έφτασε από τα μαλλιά της στη μύτη του και τότε ήταν σίγουρος, ήταν απόλυτα μεθυσμένος και τρελά ερωτευμένος μαζί της.

«Μμ, είχαμε καιρό όμως να βγούμε έτσι να το γιορτάσουμε.» του ψιθύρισε και ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί του μπλε πουκαμίσου του. «Ωραία ήταν.»

Ο Αχιλλέας είδε τα δάχτυλά της να κατεβαίνουν πιο κάτω. «Και τι γιορτάσαμε;»

«Για να σκεφτώ. Την πρώτη σου ανασκαφή.» άλλο ένα κουμπί ελευθερώθηκε. «Τι άλλο; Α ναι, το γεγονός ότι είμαστε ακόμη ξύπνιοι και δεν έχουμε κάνει εμετό από το ποτό.» ένα τρίτο αποφάσισε πως είναι καλή ιδέα να αφήσει το σπίτι του. «Το ότι είμαστε μαζί.»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Και θα είμαστε. Είμαστε οι πιο ερωτευμένοι άνθρωποι στο κόσμο.»

Η Σειρήνα γέλασε και έβαλε το χέρι της στο πλέον γυμνό του στέρνο. «Ναι, είμαστε.»

Με το ελεύθερο χέρι του σήκωσε το πιγούνι της. Τα μάτια της γυάλιζαν. «Είσαι;»

«Είμαι.» του απάντησε αμέσως. «Είμαι, μαζί σου.»

Ο Αχιλλέας άρχισε να νιώθει πάλι τον γνωστό φόβο. «Αλλά όχι όπως με εκείνον.»

«Ας μη το ξεκινήσουμε πάλι Αχιλλέα, δεν έχω όρεξη.» του είπε και πήγε να σηκωθεί.

Αλλά εκείνος τη σταμάτησε. «Θέλω να μου πεις. Σειρήνα, δεν ξέρω πλέον πού βαδίζω. Ζηλεύω και δεν ξέρω αν πρέπει ή όχι.»

Εκείνη χαμογέλασε με λύπη. Ήταν ήρεμοι και οι δυο τους. Σαν φίλοι, όχι εραστές. Εκείνος ήθελε να μάθει, εκείνη ήθελε να πει, ήθελε να το βγάλει από μέσα της. Και το έκανε.

«Ζηλεύεις εσύ, ζηλεύω και εγώ.» του είπε σιγανά. «Ξέρεις, φιλήθηκαν σε εκείνο το πάρτι που γνωριστήκαμε. Εκείνη του έριξε χυλόπιτα, έτσι ξέρω. Και εκείνος τι έκανε; Άρχισε να στέλνει γράμματα.»

Του πήρε λίγη ώρα για να καταλάβει για ποιον μιλούσε. Αλλά ήταν για τον ψηλό μαλάκα. Και τη κοπέλα που ερωτεύτηκε. «Ψυχασθενής που παρακολουθεί τα θύματά του;»

«Όχι όχι!» γέλασε. «Πριν κάνει τη κίνηση, μιλούσαν για ένα βιβλίο. Και μετά κάτι έγινε την επόμενη μέρα και δεν ξέρω, άρχισαν να στέλνουν ο ένας τον άλλον τα αγαπημένα τους βιβλία με μικρά γράμματα μέσα.»

«Ψυχασθενείς και οι δύο λοιπόν.»

«Όχι, είναι ρομαντικό.» τον χτύπησε απαλά στο στήθος. «Εκείνος είναι άγριος. Και εκείνη κάτι του έβγαλε και μισό χρόνο τώρα είναι σαν να πρωταγωνιστούν σε κάποιο βιβλίο της Emily Bronte.»

Ο Αχιλλέας χάιδεψε τα μαλλιά της. «Ζηλεύεις;»

«Θέλω αυτό που έχουν. Θέλω τα σύννεφα, αλλά θέλω και τα ουράνια τόξα και τους μονόκερους.» του ομολόγησε και μέσα στη ζάλη της άφησε το κεφάλι της να πέσει στο στήθος του. «Θέλω όμως και εσένα, και αυτό που έχουμε. Θέλω αυτή την ένταση. Αλλά Αχιλλέα, φοβάμαι.»

Έκλεισε τα μάτια του. «Τι φοβάσαι;»

«Πως αυτοί οι δύο αγαπούν τον έρωτά τους. Και εμείς αγαπάμε τους εαυτούς μας.»

Για λίγο κανείς δεν μίλησε. Ίσως είχε δίκιο. Ίσως ήταν εγωιστές σε έναν έρωτα που και οι δύο έπεσαν για τις προσωπικές τους ανάγκες. Ίσως να μην ήθελε εκείνη. Ίσως να ήθελε απλώς να την έχει για να την έχει. Έτσι για το γαμώτο. Ίσως να μην μπορούσε να καταλάβει το γιατί των πράξεών του.

Και ίσως πολύ απλά, να αγαπάει μόνο τον εαυτό του.

«Νομίζω πως είμαστε εκείνα τα τέρατα που δεν θα βρουν ποτέ ευτυχία γιατί την κλέβουμε από άλλους.» του είπε. «Νομίζω πως σε αγαπάω Αχιλλέα αλλά όχι όσο θες εσύ, αλλά όσο θέλω εγώ. Όχι όσο μπορώ.»

Τη φίλησε στο κεφάλι και το μόνο που σκεφτόταν ήταν ένα πράγμα: τίποτα, απόλυτο κενό.

Κάποιες φορές δεν χρειάζεται να σκεφτείς και να αναλύσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου.

Κάποιες φορές είναι απλά.

Κάποιες φορές, είναι ένα τίποτα.

Και έτσι τα ξεχνάς την επόμενη μέρα. Γιατί θες να ζήσεις για λίγο ακόμα στο όνειρο. Δεν το χόρτασες, δεν τελείωσες.

Ο Αχιλλέας και η Σειρήνα έμειναν εγωιστές. Και την επόμενη μέρα, ξεκίνησαν τα πράγματα από την αρχή. Με τον έρωτά τους. Και κανένας δεν ένιωσε τύψεις. Κανένας δεν νοιάστηκε.

Εκείνη η συζήτηση χάθηκε και όταν το ξυπνητήρι χτύπησε, η ώρα για την αρχή του τέλους τους είχε ήδη ξεκινήσει.

Και έφτασε το τέλος. Έτσι ακριβώς όπως είχε ξεκινήσει.

Ένα πρωινό πριν βγει ο ήλιος, δύο άγνωστοι μπήκαν σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο και πήραν τους δρόμους προς το άγνωστο. Η ιστορία αυτή όμως δεν τελειώνει εδώ. Είναι μία από τις αρχές του τέλους. Για τον Αχιλλέα, η πόλη που άφησαν πίσω πριν λίγο ήταν μια απλή παράκαμψη προς το μέλλον που νόμιζε πως ήθελε και ήταν το ιδανικό για εκείνον. Παρέα με μια φίλη που δεν περίμενε ποτέ να αποκτήσει, έναν άνθρωπο τον οποίο θα θυμάται για πάντα, όχι για την υποτιθέμενη βαρετή περιπέτειά τους, αλλά για το περίεργο μυαλό της, ετοιμάστηκε για να κατακτήσει ξανά την καρδιά του. Να πάρει πίσω τα κομμάτια που του χρωστούσε και να ολοκληρώσει το παζλ που ήταν μισό τόσο καιρό.

Η Ήβη δίπλα του κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Πότε πότε σήκωνε το κεφάλι μετρώντας τις πινακίδες και λέγοντας το χρώμα τους. Άλλες φορές άλλαζε σταθμό στο ραδιόφωνο γιατί δεν άντεχε τη ροκ μουσική που τον ηρεμούσε και έπιανε κάτι τελείως άσχετους, Μότσαρτ και όλους αυτούς τους νεκρούς. Κάτι που δεν περίμενε από το κορίτσι που φορούσε στην Ανάσταση μπλούζα με τους Iron Maiden, αλλά την άφηνε να κάνει το δικό της.

«Δεν πιστεύουν στον Σατανά ξέρεις.» του εξήγησε μια φορά για το συγκρότημα. «Αυτή η πεποίθηση ξεκίνησε όπως όλες οι άλλες, από μία φήμη που πήγε λάθος. Δεν είναι σωστό να κρίνεις χωρίς να ξέρεις. Όχι ότι το να πιστεύεις στον Σατανά είναι λάθος. Αλλά και πάλι, στιγματίζει τη κοινωνία μας. Πόσο έχουμε να δεις; 2030; Και κάποιοι ζουν ακόμη σχεδόν εκατό χρόνια πριν. Οπότε γιατί να προσαρμοστώ εγώ στις προτιμήσεις τους και όχι αυτοί στις νέες αλλαγές του περιβάλλοντος;»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το φρύδι του. «Από πότε ο Σατανισμός είναι καλός; Τόση βία για το όνομα ενός πεσμένου αγγέλου.»

«Όπως το είπες και εσύ, ένας πεσμένος άγγελος. Κάποιος που -σύμφωνα με κάποιους- θέλησε να ζήσει ελεύθερος από τα δεσμά που τον έδεναν. Θεωρείται μάλιστα ο πρώτος φεμινιστής. Αυτός είπε στην Εύα να φάει το μήλο, για να ξεφύγει από τη "δουλεία" του Θεού. Μάλιστα ο Σατανισμός -που έχει δύο είδη- υποστηρίζει τη μάχη κατά της πατριαρχίας και των παραδοσιακών μοντέλων των φύλων.» του απάντησε η Ήβη και γύρισε να τον κοιτάξει. «Και όσον αφορά τη βία, ισχύει το αντίθετο. Θεωρούν πως ο καθένας πρέπει να είναι όπως θέλουν και να είσαι εσύ όπως θέλεις. Σύμφωνα με τη Σατανική Βίβλο "Όταν μπαίνεις σε ελεύθερο πεδίο, δεν πειράζεις κανέναν. Αν σε ενοχλήσει κάποιος, τότε του ζητάς να σταματήσει. Αν συνεχίσει, τότε τον καταστρέφεις".»

Ο Αχιλλέας τη κοίταξε στα γρήγορα. Φαινόταν ήρεμη και ο τόνος της φωνής της ήταν απαλός. Δεν ήταν από εκείνους που παθιάζονταν με τα πιστεύω τους και ανέβαζαν τον ήχο στο μάξιμουμ. Και τότε του ήρθε μια ερώτηση. «Και εσύ τι πιστεύεις;»

«Όλα αυτά είναι θεωρίες φτιαγμένες πάνω σε θεωρίες. Η έννοια του Διαβόλου και του Σατανά για παράδειγμα είναι διαφορετικές σύμφωνα με κάποιες θεωρίες.» κοίταξε πάλι έξω. «Προσωπικά πιστεύω σε αυτά που έχουν αποδειχθεί. Αλλά κάτι μου λέει πως και όλα αυτά δεν είναι αλήθεια παρά μόνο η ανάγκη μιας αλήθειας.»

Ο Αχιλλέας μπήκε μέσα σε ένα τούνελ. Πήγαιναν τόσο αργά, ύστερα από θερμή παράκληση της Ήβης. Ψυχολογικό τραύμα από χθες ή κάτι τέτοιο. «Βρίσκεσαι σε κάποια υπαρξιακή κρίση ή συνεχίζουμε να μιλάμε για το γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ είναι μια αηδία τα τελευταία πέντε χρόνια;»

«Νομίζω πως βρίσκομαι σε υπαρξιακή κρίση. Θα το βρω όμως, όταν πάω σπίτι θα διαβάσω ξανά τα παλιά σημειωματάρια για να βγάλω συμπεράσματα.»

Ο Αχιλλέας δυνάμωσε το βαλς του Τσαϊκόφσκι και η Ήβη έκοψε την επαφή μαζί του για άλλη μια φορά. Δεν του άρεσαν τέτοιες συζητήσεις περί θρησκείας και πίστης. Τον έκαναν να νιώθει άβολα. Όπως όταν μάλωναν για το ποιος ήταν ο καλύτερος καλλιτέχνης της Αναγέννησης, ο Μάικ Έιντζελ ή ο το λιοντάρι ντα Βίντσι; Ο Αχιλλέας υποστήριζε Ραφαήλ αλλά χρειαζόταν πολλές μπύρες για να πάρει το θάρρος να το ξεστομίσει.

«Πράσινο.» μουρμούρισε η Ήβη. «Ε94, το σημείωσες;»

«Ναι.» στο μυαλό του αλλά εκείνη δεν χρειαζόταν να το ξέρει. «Και για πες, πεινάς;»

Η Ήβη κοίταξε την ώρα στο ρολόι του κινητού της. «Έχουν περάσει δύο ώρες από την ώρα που έφαγα. Δεν θα έλεγα όχι σε μία μπουγάτσα με κρέμα. Κάτι light, καταλαβαίνεις.»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε και το σανίδωσε. Ορίστε, εκεί μπροστά του ήταν επιτέλους η ευκαιρία για να πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Αγία Γλυκερία στο Γαλάτσι ήταν άλλη μισή ώρα σύμφωνα με τους χάρτες της Google. Και αν μέσα στην πόλη πήγαινε πάλι με τη ταχύτητα που ήθελε η Ήβη, μπορεί να ήθελε και μία ώρα. Το πράσινο φωτάκι έλεγε πως ήταν εννέα και μισή. Έπρεπε να είναι στην εκκλησία το αργότερο έντεκα. Εντάξει, μπορούσαν να κάνουν ένα διάλειμμα.

«Αχιλλέα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.

Ο Αχιλλέας πέρασε το φανάρι με πορτοκαλί. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως αυτό ήταν νόμιμο. «Ναι;»

«Με παίρνει τηλέφωνο η Ευανθία.» απάντησε δείχνοντας τη κλήση. «Θα μπορούσες να της πεις πως δεν μπορώ να μιλήσω; Δεν νιώθω έτοιμη για τη χαρούμενη διάθεσή της.»

Ο Αχιλλέας σταμάτησε στο επόμενο φανάρι πίσω από ένα φορτηγό του ΙΚΕΑ. Κάποιος είχε περάσει πέντε ώρες στο γνωστό κατάστημα και μάλλον κοιμήθηκε σε κάποιο ωραίο κρεβάτι. Η Μέδουσα ούτε να το διανοηθεί πως θα βοηθούσαν μια ξένη εταιρία. Όλα Ελληνικά, δεν ήταν ό,τι και ό,τι. Τώρα που το σκεφτόταν, η Μέδουσα Ελένη δεν τον πήρε ούτε ένα τηλέφωνο ενώ την Ήβη την πρήζουν κάθε μέρα όλοι οι συγγενείς.

Χάρηκε πάντως πάρα πολύ για την έλλειψη της Ελένης. Ξαφνικά αυτή η εβδομάδα δεν θα μπορούσε να πάει καλύτερα.

Εντάξει εντάξει, θα μπορούσε, αλλά δεν φτάσαμε σε εκείνο το κομμάτι ακόμα! Ας μην προτρέχουμε, υπάρχουν και άλλα κεφάλαια!

«Φυσικά.» της είπε και η Ήβη έβαλε τη προγιαγιά της σε ανοιχτή ακρόαση. «Καλημέρα δεσποινίς Ευανθία, τι μου κάνετε; Η Ήβη περνάει υπαρξιακή κρίση και κοιτάζει έξω από το παράθυρο ακούγοντας κλασική μουσική. Δεν βρέχει, αλλά μάλλον ο ήλιος την κάνει έξτρα καταθλιπτική. Εσείς τι κάνετε;»

Η Ήβη κοίταξε τον Αχιλλέα ξεφυσώντας. «Ευχαριστώ πολύ.»

«Βρε μας κάνει και ειρωνείες η ηλιόφωτη.» της χαμογέλασε. «Είναι επειδή κοιμήθηκες στα ξύλινα πατώματα ε; Μια δόση του τι περνάω κάθε βράδυ για να απλώνεσαι εσύ σαν το χταπόδι στο κρεβάτι.»

Η Ήβη σήκωσε το σώμα της και ύψωσε ένα ξανθό φρύδι. «Εγώ μια χαρά κοιμήθηκα. Άλλος έκλαιγε μέσα στον ύπνο του.»

«Αχ κάθε φορά που μου μιλάς χρυσό μου, νιώθω ερωτευμένη! Η φωνή σου, το κορμί σου, βρε παιδάκι μου πού ήταν τέτοιοι άνδρες όταν ήμουν εγώ νέα. Ο Άρης μου συνέχεια με πήγαινε μόνο στα χωράφια και κάτω από τις ελιές. Το φουστάνι μου γινόταν πράσινο κάθε φορά και ο μπαμπάς σκανδαλιζόταν σε όλη τη γειτονιά! Ωραίες εποχές, ο γλυκός μου δεν είχε γίνει σαν τουλουμπάκι ακόμα.» ακούστηκε η κυρία Ευανθία από την άλλη γραμμή.

Ο Αχιλλέας κοιτούσε την Ήβη με ανοιχτό το στόμα. Ποιος έκλαιγε; Εκείνος; Και θα μιλήσει η Ήβη για κλάμα που κάθε μέρα έχει τα ψυχολογικά της και δεν ξέρει πού να εξαφανιστεί για να μη τον σκοτώσει; Το ένα της ξινίζει, το άλλο της βρωμάει. Σε λίγο θα αρχίσει και εκείνος να παίρνει εκείνα τα χαπάκια για την κατάθλιψη.

«Νομίζεις;» ρώτησε την Ήβη.

Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της και φαινόταν μετανιωμένη. «Είπες για ειρωνεία και είπα να το δοκιμάσω. Τα μπερδεύω με τον σαρκασμό και το πόσο σοβαρή πρέπει ή δεν πρέπει να είναι η έκφρασή μου.»

Ο από πίσω με το μαύρο το τζιπ τους κόρναρε. Το φανάρι έγινε πράσινο και το φορτηγό από μπροστά πλέον είχε εξαφανιστεί. Τουλάχιστον κάποιος θα κοιμόταν καλύτερα σήμερα.

«Μωρέ γιαγιά τι τα λες τα παιδιά; Ποιος θέλει να ακούει για το πού το κάνατε με τον παππού; Είναι και πρωί ακόμα!» φώναξε η Μίνα στο κινητό. «Καλημέρα παιδιά μου, έχει υπέροχη μέρα σήμερα και είχε κάτι εκπτώσεις στα μαγαζιά, υπέροχες. Επίσης, Ήβη, μου πέτυχε επιτέλους η λεμονόπιτα. Της έβαλα και σαντιγί μωρό μου, θα σε περιμένω να έρθεις. Λείπεις στη μανούλα, μόνη μου έμεινα, όλοι έφυγαν.»

«Δεν είναι καλά τα νεύρα μου Ήβη σήμερα, πρόσεχε.» της είπε οδηγώντας για άλλη μια φορά. Έστριψε σε έναν δρόμο που κάποιο μαγαζί με μπουγάτσες υποτίθεται πως βρισκόταν. «Να με πιάσεις από τη μύτη είμαι και θα σκάσω.»

Η Ήβη άπλωσε το χέρι της για να αγγίξει το πρόσωπό του. Τα δάχτυλά της ήταν αρκετά ζεστά για κάποιο περίεργο λόγο. Για λίγο δεν ήξερε πού οδηγούσε. «Σαν τα καρτούν;»

«Μπράβο, το βρήκες. Κάπου σε λίγο θα πεταχτεί και ο Duffy Duck. Δεν έχει και μύτη, αυτός δεν σκάει, τυχερός.»

«Μίνα χρυσό μου, δεν μου είπες, το βλαχαδερό η Αμαλία δεν έπαθε τίποτα από τα φιστίκια; Νόμιζα ήταν αλλεργική.» η κυρία Ευανθία συνέχισε. «Τζάμπα τα έβαλα μέσα στο γλυκό;»

«Τζάμπα Ευανθία μου. Και εγώ έτσι πίστευα. Αλλά μάλλον ήταν άλλο ένα ψέμα όπως ο αριθμός των πλαστικών που έχει κάνει στο στήθος. Σαν τραμπολίνο είναι, τα είδες;»

Η Ήβη απομάκρυνε το χέρι της και τα σταύρωσε πάνω στο στήθος της. «Να υποθέσω αυτό είναι αστείο;»

«Εγώ πάντως γέλασα.» της απάντησε ο Αχιλλέας.

«Σαν της μάνας της.» σχολίασε η κυρία Ευανθία. Ο Αχιλλέας κάπου έχανε τις δύο συζητήσεις. Πού ήταν και αυτό το μαγαζί; Περνούσε η ώρα. «Να μου το θυμηθείς. Αυτή θα εμφανιστεί με κανένα κουτσούβελο σε λίγο και θα μας πει πως είναι του παιδιού μας.»

«Θες να πεις ότι απατά το παιδί μου; Τον Ανδρέα μου;» η Μίνα ήταν έτοιμη να αρχίσει να κλαίει. Και μετά θυμός. «Ε θα τη σκοτώσω τη μπάμια! Που μου θέλει και μερίδιο από τα χωράφια! Ναι αν ξέραμε πού ήταν σε εσένα θα τα δίναμε, γιαγιά κράτα με, ζαλίζομαι.»

«Σώπα μαρή, δεν είναι και κανένας άλλος εδώ. Τι θα σε κάνω; Έχω να πάω στον Νότη το βράδυ! Μια φορά έρχεται στη Θεσσαλονίκη με το ένα πόδι στον τάφο και οι δυο μας. Και θα μου το χαλάσεις εσύ;»

Η Ήβη σούφρωσε το βλέμμα της. «Τι θέλετε να πείτε πως δεν είναι κανείς εκεί; Η Νίνα πού είναι;»

Για λίγο έπεσε σιωπή, μια σιωπή που ένιωσε και ο Αχιλλέας. Χθες το βράδυ πριν πέσουν για ύπνο μίλησε με το Γιώργο ύστερα από μέρες σιωπής και αφήνοντάς τον στο διαβάστηκε. Αποφάσισε να του δώσει μερικά σημάδια ζωής για να τον ηρεμήσει. Όσο πλησίαζε η μέρα, τόσο τον έπρηζε στα μηνύματα. Ε και τι έκανε ο Αχιλλέας; Του είπε τι θα έκανε.

Καλά θα πάει και αυτό.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, έκλεισε το κινητό. Και τώρα, που η Νίνα υποτίθεται πως έφυγε από το σπίτι, άγχος άρχισε να τον πιάνει. Και αν ερχόταν Αθήνα να τον σταματήσει; Η απόλυτη καταστροφή. Η Νίνα θα μπορούσε άνετα να βάλει φωτιά στο σχέδιο και να κάψει την ελπίδα ευτυχίας του.

«Στο σούπερ μάρκετ πήγε να πάρει πατατάκια για σήμερα το βράδυ.» της είπε η Μίνα. «Βέβαια έφυγε αρκετά νωρίς. Εγώ ξύπνησα οχτώ και υπήρχε ένα χαρτάκι που έλεγε πως πήγε για τα πατατάκια και μετά καμιά βόλτα αγορά. Ξέρεις σήμερα έχει ταινία, το Casablanca. Αχ Ήβη θυμάσαι τι ωραία που ήταν; Έκανα και παγωτό, εντάξει αυτό δεν πέτυχε τόσο, αλλά μαζί με τη ταινία ταιριάζει, ε;»

Ο Αχιλλέας το σκέφτηκε για λίγο. Όλα καλά. Πεδίο ελεύθερο. Έτσι; Ναι, έτσι. Μάλλον. «Και πότε γυρνάει συνήθως η Νίνα από την αγορά;»

Για σιγουριά ρωτάει. Η βεβαιότητα της ζωής είναι δώρο, θα έλεγε η Ήβη.

Η οποία τώρα τον κοιτούσε σαν να έβγαιναν οι μύξες από τη μύτη του. Η κυρία Ευανθία πήρε τον λόγο. «Ε ότι ώρα γυρνάει συνήθως. Όταν κλείσουν. Και Σάββατο είναι, μπορεί να έρθει μετά στον Νότη μαζί μου.»

Ζαλιζόταν. Μήπως ήταν όντως άρρωστος;

«Γιαγιά, Θεοδωρίδου ακούει, όχι Σφακιανάκη.» της είπε η Μίνα.

«Όλα καλά;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα η Ήβη.

Ο Αχιλλέας πάρκαρε το αμάξι έξω από αυτό που φαινόταν σαν τη σωστή τοποθεσία με τις μπουγάτσες. «Ναι. Σχετικά με σήμερα-»

«Ναι και είδαμε τι της έκανε η Νατάσα. Βρήκε γαμπρό και τον άφησε! Ενώ στον Σφακιανάκη, ο αετός πεθαίνει στον αέρα!» φώναξε η κυρία Ευανθία διακόπτοντάς τον. «Ή και όχι, ανάλογα, πότε είναι η κυνηγετική περίοδος;»

«Όχι αετοί για Ελλάδα.» είπαν ταυτόχρονα η Ήβη και ο Αχιλλέας. Ήταν κάτι που τους έλεγε ο κύριος Ανδρέας όταν τύχαινε η συζήτηση να πέσει πάνω στα κυνηγετικά όπλα. Δεν επιτρέπονταν το κυνήγι αετών στην Ελλάδα, καμία εποχή του χρόνου. Το γιατί δεν το έμαθαν ποτέ.

Κοιτάχτηκαν για λίγο. Το άγχος του άρχισε να φεύγει. Ένιωθε να ηρεμεί. Καμία Νίνα δεν θα του κατέστρεφε το μέλλον του. Το έβλεπε μπροστά του. Καθόταν δίπλα του.

«Ναι;» τον ρώτησε σιγανά.

«Όπως και να έχει.» είπε η Μίνα. «Η Αμαλία δεν έπαθε τίποτα. Ήρθε, μου έσπασε τα νεύρα και τώρα πήγε στο χωριό στη μάνα της. Πού τη βρήκε τέτοια σκατούλα ο γιος μου; Εγώ το παιδί μου το μεγάλωσα για να είναι χαρούμενο και ευτυχισμένο. Αν ήταν εδώ η μάνα μου θα του άστραφτε δύο σφαλιάρες να συνέλθει. Αλλά παντρεμένος στο φίδι είναι, δεν μπορεί να κάνει και πολλά.»

«Και βρε Μίνα μου, αυτή δεν έχει καμιά περιουσία;» τη ρώτησε η κυρία Ευανθία. «Ας πούμε πως πεθαίνει, τι κρίμα. Εμείς τι θα πάρουμε;»

Ο Αχιλλέας ξεφύσησε. Ήρθε η ώρα. «Να, σκεφτόμουν κάτι πολύ τρελό.»

Η Ήβη τον κοίταξε προσεκτικά. «Οι προηγούμενες τρελές ιδέες σου μας οδήγησαν εδώ.»

Ναι, δεν ήταν τυχαίο. «Σε καμιά ώρα παντρεύεται μια φίλη μου εδώ κοντά.»

«Και του χρόνου. Αυτό δεν λέμε;» τον ρώτησε.

«Κάτι βαμβάκια έχουν μωρέ, τίποτα το σπουδαίο.» ακούστηκε η Μίνα από δίπλα στο κινητό να απαντάει στη κυρία Ευανθία. «Και να πεθάνει, πάλι θα μας βασανίζει, γιατί υποτίθεται πως ο Ανδρέας μου, το μωρό μου, το τσουτσούνι μου, α πάρει ένα σπίτι έξω από τη Καβάλα. Μακριά είναι η Καβάλα γιαγιά, πώς θα του στέλνω εγώ του παιδιού τα ταπεράκια;»

«Αχ τι τραβάς και εσύ χρυσό μου.» της απάντησε η κυρία Ευανθία. «Πάρε ένα Ζάναξ να συνέλθεις. Σαν πολλή στεναχώρια είσαι σήμερα. Να σου πω, η Γωγώ από κάτω βγήκε ραντεβού με έναν μέσω μιας εφαρμογής. Θες να σε βάλουμε και εσένα;»

«Δεν λέμε αυτό, αλλά δεν πειράζει.» απάντησε ο Αχιλλέας στην Ήβη.

«Οκ. Λοιπόν, ποια είναι η ιδέα;»

«Εγώ δεν βγαίνω ποτέ ξανά με κανέναν! Έχω κόρες που σπουδάζουν, έναν γιο παντρεμένο! Δεν είμαι για τέτοια, γέρασα! Ακούς εκεί, ραντεβού!» φώναξε η Μίνα.

«Σαράντα πέντε χρονών γομάρα είσαι μωρή, εγώ τι να πω στα εκατών τέσσερα ας πούμε; Νέα έγινες μάνα εσύ, πόσο ήσουν δεκαεννιά; Δεν το έζησες βρε παιδί μου. Θέλει ανανέωση το κρεβάτι. Η Νίνα το είχε σπάσει μια φορά, θυμάσαι;»

Τα μάγουλα της Ήβης κοκκίνισαν. Ο Αχιλλέας σήκωσε ένα φρύδι. «Δεν είπα καν την ιδέα ακόμα.»

«Είναι κάτι που είπαν οι άλλες.» του εξήγησε η Ήβη. «Μαμά σας κλείνω. Με έπιασε πονοκέφαλος. Εσύ τι έλεγες;»

Η Ήβη εξαφάνισε τα παράπονα των γυναικών με ένα άγγιγμα στην οθόνη. Οι φωνές εξαφανίστηκαν και ο Αχιλλέας χάρηκε που ήταν ξανά οι δυο τους.

«Τι λες να χαλάσουμε έναν γάμο; Θα έχει και κουφέτα.»

Εκείνα ήταν τα πρώτα και ίσως τα τελευταία Χριστούγεννα που θα περνούσαν μαζί. Η Θεσσαλονίκη είχε γίνει άσπρη με το ένα μέτρο χιόνι να χαλάει τα σχέδια κάποιον για ταξίδι εκτός της πόλης. Είχε να χιονίσει πολύ καιρό και όπως κάθε χρόνο, αυτός ο χειμώνας φάνταζε πιο κρύος και σκληρός από τους άλλους. Αλλά ήταν μαζί και αυτό είχε σημασία.

Την παραμονή των Χριστουγέννων συναντήθηκε η παρέα στο σπίτι του Γιώργου. Ήταν μεσημέρι και είχαν σκοπό να αρχίσουν να τα πίνουν από τώρα, γιατί έτσι ήταν οι γιορτές για αυτούς. Αν και μικρό, όλοι χώρεσαν στο γωνιακό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου λίγο πιο πάνω από τη Καμάρα. Ο Γιώργος είχε μπει στον κόπο να αγοράσει μέχρι και Χριστουγεννιάτικο δέντρο για την Αννούλα του, και μάλιστα, το διακόσμησε ο ίδιος ως έκπληξη προς τον έρωτα της ζωής του.

Ένα βράδυ η Άννα κατέβασε όλα τα διακοσμητικά από το δέντρο και το ξαναστόλισε για να δείχνει λίγο πιο ανθρώπινο.

«Και ποιος μαγείρεψε;» ρώτησε ο Αχιλλέας. «Γιατί ας το παραδεχτούμε. Κανείς δεν ήρθε για την παρέα. Για το δωρεάν φαγητό όμως κάναμε τόσο δρόμο.»

Ο Γιώργος κατάφερε να ανοίξει ένα κόκκινο κρασί που η Άννα βρήκε σε προσφορά στο σούπερ μάρκετ. Κάβα; Τι είναι αυτό, τρώγεται; «Η μαμά της Άννας έκανε κάτι ρολά και τέτοια μπελαλίδικα κρεατικά. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, η πεθερούλα ξέρει να μαγειρεύει καλά. Οπότε θα φάμε.»

«Πεθερούλα ε;» τον πείραξε γελώντας. «Δεν είστε ούτε ένα χρόνο μαζί!»

Ο Γιώργος κατσούφιασε όταν ανακάλυψε πως το κρασί είχε δεκατρία τις εκατό αλκοόλ. Θα το κάψουν από τώρα το συκώτι; «Πριν μερικές μέρες με πήγε σε οικογενειακό τραπέζι. Λέει για να πάει καλά η χρονιά. Ήταν τόσο χαρούμενη που δεν μπορούσα να της χαλάσω χατίρι. Οπότε ναι, πεθερούλα και πεθερούλης. Με καραμπίνα, έκανε τον κόπο και μου έδειξε πώς σουτάρει το ελάφι από μακριά.»

Ο Αχιλλέας κοίταξε την ετικέτα από το κρασί. Όντως ήταν δυνατό. «Να φανταστώ, εσένα στόχευε.»

«Και παραλίγο να με πετύχει.» ο Γιώργος απέκτησε ξανά το χρώμα που είχε χάσει όταν θυμήθηκε την παραλίγο δολοφονία του. «Εσείς πώς πάτε;»

«Προς το παρόν, ακόμη πάμε.» απάντησε ο Αχιλλέας και γύρισε να κοιτάξει το κορίτσι του. Η Σειρήνα γελούσε παρέα με την Άννα δίπλα από το δέντρο και περίμεναν πώς και πώς να πουν τα κουτσομπολιά τους στη Νίνα που θα έρχονταν σε δέκα λεπτά. Ο αδελφός του, ο Ιάσονας είχε πάει να βρει κάπου κάποιο γλυκό. Τσουρέκι; Τσουρέκι. Η απαίτηση ήταν γλυκό. Ο Ιάσονας ήταν άσσος σε αυτά, αρκεί να μην κοιτούσε τα παγωτίνια. Εκεί χαλούσε το πράγμα. Πέρσι το παγωτό λεμόνι που είχε φέρει με τα κομματάκια μπισκότου μέσα είχε πέσει στα σκουπίδια κατά λάθος. Ο Ιάσονας έκλαψε εκείνη τη μέρα.

«Έγινε κάτι;» τον ρώτησε ο φίλος του.

Ο Αχιλλέας αναστέναξε. «Πραγματικά, δεν έχω ιδέα. Θυμάσαι εκείνον τον φίλο της; Με το μεταπτυχιακό; Ε το τελείωσε και ενώ ήταν να κάτσει Ελλάδα έφυγε άρων άρων για Σκωτία για κάποιο διδακτορικό; Κάτι τέτοιο. Έχει μια εβδομάδα τώρα που εξαφανίστηκε. Η Σειρήνα είναι σαν να πέθανε.»

«Ήταν κολλητοί πριν τα φτιάξουν φίλε. Λογικό να στεναχωρηθεί.» του απάντησε ο Γιώργος.

Ο Αχιλλέας όμως δεν ένιωσε καλύτερα με αυτό. Με τη Σειρήνα δεν είχαν ξανασυζητήσει αυτό το θέμα. Η σχέση τους πήγαινε. Ο Αχιλλέας την έκανε να νιώθει όμορφα κάθε μέρα. Και νόμιζε πως τα είχε καταφέρει να την κάνει να τον αγαπήσει όπως την αγαπούσε και εκείνος. Αλλά ο ψηλός μαλάκας αποφάσισε να φύγει χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς αντίο και η Σειρήνα έβαλε μια μαύρη μπλούζα μια μέρα και ξαφνικά κανένα πράσινο πουκάμισο δεν θα άλλαζε τα πράγματα.

Η σχέση τους πήγαινε. Αλλά δεν ήξερε πού πήγαινε.

«Το μόνο που ελπίζω πλέον είναι να νιώθει καλά. Κάθε μέρα και ένας καβγάς. Με εκείνη στο τέλος να κλείνεται στο δωμάτιο και εμένα να φεύγω και να τα πίνω. Δεν είναι αυτή η Σειρήνα που γνώρισα Γιώργο.»

Ο φίλος του δεν ήξερε πώς να απαντήσει σωστά. Αλλά ο Αχιλλέας εκτίμησε την προσπάθεια. «Έμεινε όμως. Άρα ακόμη πιστεύει σε εσάς.»

«Ναι, ακόμη πιστεύει.» εκείνος όμως είχε αρχίσει να χάνει την πίστη του. Κουράστηκε.

«Δεν μου λες, αυτός τι έκανε με το κορίτσι τελικά;» τον ρώτησε ο Γιώργος. «Εκείνη με την οποία υποτίθεται ήταν ερωτευμένος.»

Ο Αχιλλέας το σκέφτηκε για λίγο πριν ανασηκώσει τους ώμους του. «Να σου πω την αλήθεια, δεν έχω ιδέα. Η Σειρήνα δεν έμαθε τίποτα από εκείνον. Και με τον Ιάσονα που πιάσαμε συζήτηση δεν είχε ιδέα από τη Νίνα. Μάλλον δεν έγινε τίποτα.»

«Για να έφυγε αυτός τόσο γρήγορα, όλο και κάτι θα έγινε.» απάντησε ο Γιώργος. Γύρισε προς τον Αχιλλέα με μια παιδικότητα στα μάτια του. Κουτσομπολιό. «Να σου πω τη θεωρία μου;»

«Θέλω να τη μάθω;»

«Χεστήκαμε τι θες, γιορτάζουμε σήμερα. Θα στη πω.» ο Γιώργος έσκυψε κοντά του και χαμογέλασε. «Εγώ πιστεύω πως η κοπέλα ήταν μαθήτρια της καθηγήτριας από το μεταπτυχιακό του ψηλού μαλάκα. Τα έφτιαξαν κρυφά μιας και δεν επιτρέπεται γιατί αυτός είχε θέματα από τεστ και λοιπά του μαθήματος και μετά πάπαλα το μεταπτυχιακό, τζάμπα το παιδί. Και αφού όλα μέλι γάλα, ήρθε ένας να την απειλήσει για να πείσει τον ψηλό μαλάκα να φύγει για Σκωτία για να του πάρει αυτός ο τρίτος τη θέση στο διδακτορικό που προσφέρει η ίδια η σχολή. Όλα αυτά ενώ και οι δύο θέλουν τη κοπέλα. Επίσης αυτή έχει ψυχολογικά.»

Ο Αχιλλέας ανοιγόκλεισε τα μάτια του και γέλασε. «Άρχισες πάλι να βλέπεις Gossip Girl βρε μούτρο;»

Ο Γιώργος ίσιωσε το κορμί του. «Δεν μας παρατάς και εσύ ρε Δυοβουνιώτη; Ο Nate και η Serena έπρεπε να είχαν καταλήξει μαζί!»

«Όσο και να το βλέπεις, δεν θα αλλάξει.»

«Μωρέ τι μας λες; Κάθε εβδομάδα στέλνω παντού mail για αλλαγή του τέλους. Ένας χρόνος έχει περάσει από τότε που ξεκίνησα. Κάποια μέρα θα μου απαντήσουν.»

Ο ήχος ενός κινητού να χτυπάει στη κουζίνα έκανε τη συζήτηση να σταματήσει. Η Άννα πετάχτηκε από τη θέση της και παραπατώντας πάνω στις πεταμένες κορδέλες από το στόλισμα των δώρων, κατάφερε να φτάσει στον πάγκο που ο Αχιλλέας και ο Γιώργος έπιναν το βαρύ κρασί τους. Ο Γιώργος πήρε το κινητό και το έβαλε πίσω από την πλάτη του, χαμογελώντας στην Άννα και σκύβοντας να τη φιλήσει.

Η Άννα, μικροκαμωμένη μεν, δυνατή δε, έχωσε μία στο καλάμι του δεξιού ποδιού του Γιώργου και κατάφερε να πάρει το κινητό της πίσω. «Σου είπα πως δεν θα το κάνουμε στη κρεβατοκάμαρα όσο έχουμε κόσμο. Έλεος ρε Γιώργο, επειδή εσύ έχεις ορέξεις, εγώ πρέπει να κάθομαι να τα τρώω; Και σταμάτα να τρως το ρολό κοτόπουλο, είναι και για άλλους!»

«Βρε μωρό μου, εγώ μόνο για ένα στα γρήγορα ήθελα, δεν έχουν θέμα τα παιδιά.»

Τα παιδιά, ο Αχιλλέας και η Σειρήνα κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Ναι δεν είχαν θέμα.

«Παρακαλώ;» είπε η Άννα μέσα στο τηλέφωνο. Το χαμόγελό της έπεσε και το βλέμμα της πήρε μια έκφραση τρόμου. «Είσαι σίγουρη; Μη φων-ναι, ναι. Ξεκινήστε, έρχομαι. Ναι δεν θα τις πάρω τηλέφωνο. Εντάξει είπα. Έρχομαι!»

Η Σειρήνα τους πλησίασε με ανησυχία. Τώρα όλοι κοιτούσαν την Άννα να τρέχει μέσα στο σπίτι να βρει τσάντα και παλτό. «Άννα, όλα καλά; Πού πας;»

Η Άννα έξυνε το κεφάλι της ψάχνοντας τα πράγματά της. «Συγνώμη παιδιά, αλλά έτυχε κάτι σοβαρό. Πρέπει να φύγω. Γιώργο, πού στο καλό έβαλες πάλι το κασκόλ μου;»

«Εδώ είναι κοκόνα μου.» της είπε και το κρέμασε γύρω από τον λαιμό της. «Θες να έρθω μαζί σου;»

«Σε καμία περίπτωση.» του απάντησε και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Τα μάτια της γυάλιζαν. Είχε γίνει κάτι πολύ σοβαρό. «Συνεχίστε χωρίς εμένα. Σ'αγαπώ, μπάι.»

Η πόρτα έκλεισε δυνατά και ο Αχιλλέας, ο Γιώργος και η Σειρήνα έμειναν μόνοι.

Ο Αχιλλέας σκέφτηκε πως η κόκκινη κορδέλα στο πάτωμα δεν φαινόταν τόσο γιορτινή πλέον. Και όσο έτρωγαν μαζί με τον Γιώργο, τη Σειρήνα δίπλα του και τη Νίνα με τον Ιάσονα που ήρθαν μερικά λεπτά αργότερα, ο Αχιλλέας είχε μόνο μία σκέψη στο μυαλό.

Πως εκείνη η κορδέλα έμοιαζε με αίμα.

«Μήπως έπρεπε να βάλουμε κάτι πιο καλό;»

Η Ήβη περπατούσε δίπλα του πάνω στο πεζοδρόμιο. Η ώρα στο ρολόι του έλεγε έντεκα παρά δέκα, η εκκλησία ήταν ίσως πέντε λεπτά από εκεί που έτρωγαν τις απαίσιες -για τα στάνταρ της Ήβης- μπουγάτσες. Ο Αχιλλέας γύρισε να τη κοιτάξει και χαμογέλασε. Η ηλιόφωτη φορούσε μια κοντομάνικη μπλούζα με τον Paul Stanley από τους KISS και ένα ξεβαμμένο μαύρο τζιν. Μέσα από τα κόκκινα παπούτσια της μπορούσε να δει τις κίτρινες και μαύρες ριγέ κάλτσες της. Ταίριαζαν, αυτός φορούσε κίτρινο πουκάμισο και πράσινο παντελόνι. Μια οπτασία και οι δυο τους. Ίσως έπρεπε να βάλει μαύρα, για την ατμόσφαιρα της ημέρας.

«Σε βρίσκω υπέροχη. Τι καλύτερο να βάλει κανείς σε έναν γάμο;»

Η Ήβη φάνηκε να το σκέφτεται. «Μια τιάρα. Πάντα ήθελα μια τιάρα. Στον γάμο της Νίνας ήταν να βάλω μία.»

Πέρασαν μαζί το πεζοδρόμιο. Ένας ποδηλάτης πήγε να τους πατήσει, ο Αχιλλέας σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού του. «Αυτά δεν είναι για παιδιά; Νόμιζα πως εγώ ήμουν το νήπιο της υπόθεσης.»

Η Ήβη πήδηξε το σκαλοπατάκι για να ανεβεί στο πεζοδρόμιο. «Ναι, αλλά η Ειρήνη και η Αφροδίτη, δύο κοριτσάκια από την πρακτική μου έκαναν μία μπλε για τα γενέθλιά μου. Χάρτινη, έχει κολλημένα και αυτοκόλλητα από διαμάντια. Μου άρεσε πολύ.»

Ο Αχιλλέας την έπιασε από το χέρι και έστριψαν δεξιά μετά από ένα μαγαζί με νυφικά. Τυχαίο που λίγα μέτρα και άλλη μια διάβαση αργότερα ήταν η εκκλησία; Μάρκετινγκ, τι να πεις. Α και μια τιάρα στην βιτρίνα. Υπήρχε κόσμος έξω από την εκκλησία, κανένα αμάξι με τούλια και τα συναφή παρκαρισμένο. Δεν είχε φτάσει ακόμη.

Γύρισε με την Ήβη να δουν τη τιάρα. «Μια τέτοια;»

«Πόνεσε το κεφάλι μου μόνο που την είδα. Φαίνεται πολύ βαριά.» η Ήβη έσκυψε προς τα μπροστά όσο ο Αχιλλέας κοιτούσε τον δρόμο για οποιοδήποτε αμάξι και αν ερχόταν. «Και ακριβή. Τι στο καλό είναι εκείνες οι πετρούλες από πάνω; Να τη τραβήξω μια φωτογραφία; Έχω μια φίλη στο Γεωλογικό, αυτοί δεν ξέρουν από τέτοια;»

«Ναι, ναι.»

Ένα μαύρο μεγάλο άρχισε να μειώνει ταχύτητα μέχρι που σταμάτησε δίπλα από την εκκλησία στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο Αχιλλέας προετοιμάστηκε να τρέξει, όταν μια κυρία στα μπεζ βγήκε από το αυτοκίνητο. Στένεψε τα μάτια του για να δει καλύτερα, γνώριμο πρόσωπο. Η πεθερούλα; Μάλλον ναι. Άρα η νύφη έφτανε σύντομα.

«Για δες, έχει άλλη μία πιο πίσω. Εκείνη φαίνεται σαν στεφανάκι. Πω πω, είναι υπέροχη! Να μπω μέσα να ρωτήσω τιμή; Η Μίνα λέει πως αν δεν είναι να αγοράσουμε κάτι δεν μπαίνουμε μέσα στα καταστήματα. Η Δανάη μετά μου δίνει λεφτά -ένας ή δύο Θεοί ξέρουν πώς τα απέκτησε- και πηγαίνω για να αγοράσω τα παπούτσια. Έχω πολλά παπούτσια, είναι από τα καλύτερα πράγματα που εφευρέθηκαν ποτέ.» η Ήβη πήρε μια ανάσα και συνέχισε. «Αχ είναι πολύ όμορφη Αχιλλέα! Φωνάζω πολύ;»

«Ναι, ναι.»

«Έχεις δίκιο, ίσως τρελαίνομαι υπερβολικά πολύ για υλικά αγαθά που δεν μου είναι απαραίτητα. Θα προσπαθήσω από εδώ και στο εξής να συγκρατήσω τον εαυτό μου.» συνέχισε η Ήβη. Άλλο ένα αυτοκίνητο, αλλά όχι ούτε αυτό ήταν. Έντεκα ακριβώς. Μα καλά, πού ήταν; «Αλλά δες το, είναι τόσο όμορφο. Αν το αγοράσω ποτέ θα το φοράω κάθε μέρα. Ακόμη και όταν περνάω έξω από το γυμναστήριο για να πάω δίπλα στο αραβικό για κεμπάπ. Ο κύριος Αλί κάνει το καλύτερο κεμπάπ σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Να θυμηθώ να περάσω τη Τρίτη, μόνο που το σκέφτηκα, πείνασα.»

Και τότε, κόρνες.

Η Ήβη τράβηξε το βλέμμα της από τη βιτρίνα και κοίταξε την πηγή. Ένα μαύρο αυτοκίνητο με λευκά τούλια από μπροστά και πίσω κάποια τενεκεδάκια να χτυπούν τον δρόμο. Ο Αχιλλέας ένιωσε τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Ήρθε η ώρα. Η ώρα ήταν εδώ, όντως. Το σχέδιο.

Σωστά, το ποιο;

Δεν υπήρχε σχέδιο, όλοι το ήξεραν, και οι δεκατρείς προσωπικότητες στο μυαλό του Αχιλλέα, ανάλογα με ποιο πίνακα και τραγούδι έβλεπε και άκουγε. Σε μια κίνηση έναρξης του σχεδίου, έπιασε το χέρι της Ήβης και έτρεξαν απέναντι. Μπήκε μπροστά από το πλήθος και πρόλαβε πριν τον γαμπρό. Πάνω στο χαμό, άφησε το χέρι της Ήβης και έτρεξε μπροστά στην πόρτα πριν την ανοίξει ο γαμπρός.

Τουλάχιστον δεν ήταν ο ψηλός μαλάκας.

«Καλημέρα.» του είπε ο Αχιλλέας χαμογελώντας. «Και αντίο.»

Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά όταν τον χτύπησε στο πρόσωπο με το καλό του χέρι, το δεξί, άνοιξε την πόρτα και χώθηκε μέσα πριν προλάβει να τον τραβήξει κανείς. Η όλη πράξη κράτησε γύρω στο ένα λεπτό. Μπορεί να είχε πάθει και τρεις καρδιακές προσβολές με τον ρυθμό που χτυπούσε η καρδιά του.

Γύρισε το κεφάλι προς τα δεξιά. Και ήρθε αντιμέτωπος με δύο πράσινα μάτια.

«Καλημέρα.»

Για λίγο κανείς από τους δύο δεν μίλησε. Δεν πρόλαβε να τη κοιτάξει και να την θαυμάσει, ήταν εκεί, δίπλα της, και τώρα είχε την ευκαιρία να τη κρατήσει πάλι στα χέρια του.

«Καλημέρα.» του είπε σιγανά. «Άλλη μια γύρα Κώστα.»

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και ο Αχιλλέας χαμογέλασε καθώς περνούσε μπροστά από μία Ήβη μόνη, ανάμεσα σε αγνώστους.

«Τι εννοείς πως θα πας στη Σκωτία;» τη ρώτησε. «Πότε αποφασίστηκε αυτό και δεν το ήξερα;»

Η Σειρήνα μάζευε σε ένα σακίδιο κάποια πράγματα. Άνοιξη πλέον, ένα χρόνο πριν είχαν γνωριστεί για πρώτη φορά σε ένα νοσοκομείο. «Είναι για τέσσερις μέρες Αχιλλέα. Και στο είχα πει. Αν λειτουργούσε το ξερό σου το μυαλό, θα το θυμόσουν κιόλας.»

Τις τελευταίες μέρες όλα ήταν καλά. Έτσι νόμιζε. Μιλούσαν όλο και λιγότερο αλλά ένιωθε ευτυχισμένος. Και εκείνη το έδειχνε. Στο τραπέζι, στο μπάνιο, στο κρεβάτι. Είχαν συζητήσει μέχρι και την ιδέα της συγκατοίκησης. Ο Αχιλλέας θα πήγαινε στο δικό της μιας και ο Ιάσονας σκεφτόταν όλο και περισσότερο τη συγκατοίκηση με τη Νίνα. Και ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να βρίσκεται στο ίδιο σπίτι μαζί της όλη την ώρα. Έπρεπε να φύγει.

Τώρα, τα πράγματα έδειχναν πως η Σειρήνα θα ήταν αυτή που θα έφευγε.

«Είπες ότι σκεφτόσουν να πας, όχι ότι θα έκλεινες εισιτήρια πριν τρεις μέρες και θα μου το ξεφούρνιζες πέντε ώρες πριν την πτήση σου.»

Η Σειρήνα γύρισε να τον κοιτάξει. Ήταν ήρεμη και όσο την έβλεπε τόσο του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. «Θα πάω να δω τον φίλο μου. Στο είχα πει πριν έναν μήνα, ρώτησα αν ήθελες και εσύ να έρθεις και άρχισες να γελάς. Και δεν θα πάω μόνη μου, θα πάω με τη Σοφία.»

Α η Σοφία. Η κοκκινομάλλα Σοφία που του την έπεφτε σε κάθε ευκαιρία. Η υποτιθέμενη κολλητή της. Η ίδια Σοφία που έλεγε πως δεν θα έκανε τίποτα μαζί του όσο ήταν με τη Σειρήνα, αλλά αν ήθελε, τα Σάββατα μεταξύ δώδεκα και τρεις το μεσημέρι ήταν ελεύθερη.

«Και εγώ πού ήμουν όταν με ρώτησες;» πλέον απλώς στεκόταν στην πόρτα και την έβλεπε να τρέχει. Δεν θυμόταν τίποτα από όλα αυτά και δεν θα βοηθούσε μέχρι να μάθει την αλήθεια.

Εκείνη πήρε τα πράσινα μάτια της από πάνω του και πέταξε μέσα στο σακίδιο ένα ζευγάρι κάλτσες. «Τα έπινες με τον Γιώργο γιατί ένιωθες πως ήθελες να πέσεις από τη ταράτσα γιατί δεν σου έβγαινε καμία ζωγραφιά εδώ και δύο μήνες. Επίσης, ήσουν ο μόνος μεθυσμένος. Ήμασταν στη σχολή, δέκα η ώρα το πρωί. Η τυρόπιτα, εγώ και εσύ.»

Η Σειρήνα χαμογελούσε αλλά ο Αχιλλέας δεν καταλάβαινε. «Και γιατί τώρα;»

«Γιατί τώρα βόλεψε, είχε προσφορές η Ryanair. Μια χαρά ήσουν έτοιμος να κλείσεις για Πάσχα στου κουτρούλη τον γάμο αριστερά. Ούτε που ξέρεις πού πέφτει η Κολωνία μωρό μου.»

«Μάλιστα.» ώστε ήταν όντως αποφασισμένο. «Και πού θα μείνετε;»

Η Σειρήνα απέφυγε το βλέμμα του. «Στο σπίτι του. Έχει δύο δωμάτια.»

«Είστε τρία άτομα.»

«Φίλοι, καλοί φίλοι.»

Άρχισε να γελάει. Ένα αυθόρμητο γέλιο που ούτε ο ίδιος ήξερε από πού ήρθε και για ποιο λόγο. Στο μυαλό του έπαιζε μία και μοναδική σκηνή, αυτή και ο ψηλός μαλάκας στο ίδιο κρεβάτι. Φίλοι, καλοί φίλοι. Καλοί φίλοι ήταν και ο Γιώργος με την Άννα αλλά έγινε Αννούλα σε μία νύχτα.

Ένιωθε κουρασμένος και ένιωθε ζαλισμένος. Ήξερε πως αυτές οι σκέψεις δεν ήταν δίκαιες. Δεν του είχε δώσει τέτοιο δικαίωμα. Δεν είχε κάνει καν κίνηση να του δώσει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Σαν δαίμονες μέσα στο σκοτάδι, τρύπωναν στο μυαλό του και κάποια βράδια δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.

Ήταν έτοιμος να σπάσει.

«Θες να με τρελάνεις;» τη ρώτησε. «Θες να με τρελάνεις, αυτό θες να κάνεις. Θες να με καταστρέψεις;»

Η Σειρήνα άφησε τα πράγματα της και τον κοίταξε. «Τι εννοείς;»

Ο Αχιλλέας δάγκωσε τα χείλη του για να μη φωνάξει. Του είχαν τελειώσει οι φωνές. «Θα πας να μείνεις με τον πρώην σου για τέσσερις μέρες. Σειρήνα, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό.»

«Πάλι αυτή η συζήτηση γαμώτο;» τον ρώτησε. Δεν έλαβε απάντηση, ήταν από μόνη της η σιωπή μια επιβεβαίωση. «Δεν τρέχει τίποτα! Δεν το αντέχω αυτό το πράγμα Αχιλλέα. Ζηλεύεις με το παραμικρό. Με πνίγεις!»

«Ναι, Σειρήνα ζηλεύω σαν να μην υπάρχει αύριο! Γιατί ένα χρόνο πριν έψαχνες μια δικαιολογία να τον ξεχάσεις και τη βρήκες πάνω μου!» σήκωσε το βλέμμα του να τη κοιτάξει. Εκείνα τα πράσινα μάτια που είχε ερωτευτεί, τώρα δάκρυζαν. «Σε αγαπάω τόσο πολύ γαμώτο που δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Και δεν νιώθω πως είναι το ίδιο από τη δική σου την πλευρά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο πέρα από το να σκέφτομαι πως κάποιο βράδυ θα σου γυρίσει και θα πας αλλού να βρεις παρηγοριά όπως έκανες τότε!»

«Τι άλλο θες από εμένα; Εδώ δεν είμαι κάθε μέρα; Όλη μέρα μαζί σου! Κάθε φορά μη κάνουμε κάτι, πρέπει να περνάει από τον σαρωτή του Αχιλλέα για έγκριση. Βγαίνω με τις φίλες μου; Αναφορά πότε πήρα αναπνοή και πότε την άφησα!» του φώναξε. «Τι στο διάολο θες από εμένα τέλος πάντων!»

Ο Αχιλλέας έκανε ένα βήμα κοντά της. «Θέλω να ξέρω πως όταν κλαις το όνομά του στον ύπνο σου δεν το εννοείς. Θέλω να ξέρω πως κάπου μέσα στο μυαλό σου υπάρχω και εγώ και δεν σε έχει καταστρέψει ολοκληρωτικά εκείνος.»

Η Σειρήνα έκλεισε τα μάτια της και δάγκωσε τα χείλη της. Έμειναν σε απόσταση που τους χώριζε ένα κρεβάτι. Κανένας δεν έκανε κίνηση προς τον άλλον. Μάλλον ήταν απαραίτητη αυτή η απόσταση. Μάλλον έπρεπε να ζήσουν και λίγο μακριά.

«Είναι αυτός που μου έμαθε την αγάπη.» του ψιθύρισε. «Εσύ την έχεις ξεχάσει αυτή που σου την έμαθε;»

Ο Αχιλλέας ένιωθε βαρύς. «Την έχω μπροστά μου.»

Ένα δάκρυ κύλησε. Το είδε να πέφτει από τα δικά της μάτια αλλά το ένιωσε πάνω του.

«Είστε τόσο διαφορετικοί.» του είπε. «Και σας έχω αγαπήσει με διαφορετικό τρόπο. Δεν μπορείς να μου το πάρεις αυτό Αχιλλέα.»

«Σε έχω κάνει καθόλου ευτυχισμένη;» τη ρώτησε. Ξαφνικά ένιωθε πέντε χρονών. Τότε που φοβόταν πως οι ερωτήσεις του θα εκνεύριζαν τη Μέδουσα. Τότε που φοβόταν την απάντησή της.

Η Σειρήνα χαμογέλασε λυπημένα. «Περισσότερο από ότι εκείνος.»

Ο Αχιλλέας έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Άφησε το σώμα του να πέσει πάνω στον τοίχο, σαν το βάρος που ένιωθε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ήθελε να το δεχτεί και να προχωρήσουν, να ξεχάσουν και αυτόν τον καβγά και να κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Αλλά δεν μπορούσε, απλά δεν μπορούσε. «Τότε γιατί;»

Η Σειρήνα ανασήκωσε τους ώμους της. «Ίσως επειδή κάποιοι θέλουμε τον πόνο.»

Και έμειναν έτσι ακίνητοι, ο ένας να κοιτάζει τον άλλον. Ο Αχιλλέας το σκεφτόταν, το είχε επιβεβαιώσει πλέον. Έτσι ήταν το να πεθαίνει κανείς. Το να παίρνει κάποιος τη ψυχή σου και να τη σπάει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια.

Η Σειρήνα έκλεισε το σακίδιό της. Μαζί περπάτησαν μέχρι μέσα. Τη κοιτούσε που φορούσε τα παπούτσια της, τη βοήθησε να βάλει το βαρύ σακίδιο στην πλάτη της. Μηχανικά, άνοιξε την πόρτα και ήταν έτοιμος να φύγει μαζί της. Αλλά στάθηκε εκεί.

Ήρθε στην αγκαλιά του. Φιλήθηκαν σαν δύο εραστές που έλεγαν αντίο, για σήμερα, για αύριο, μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Την έκλεισε στην αγκαλιά του για λίγο παραπάνω από όσο χρειαζόταν. Έκλεισε τα μάτια του γιατί φοβόταν πως τα πράσινα μάτια της δεν θα ήταν τώρα τα ίδια. Θα ήταν κόκκινα, από το βουβό κλάμα και των δύο. Δεν ήθελε να τα θυμάται έτσι.

«Θα γυρίσεις πίσω σε εμένα;» τη ρώτησε.

Η Σειρήνα χάιδεψε το πρόσωπό του. «Ναι.»

Λίγα λεπτά αργότερα την είδε να απομακρύνεται για να πάει στη στάση του λεωφορείου. Πότε πότε γυρνούσε να τον κοιτάξει. Με κάθε στιγμή που ενώνονταν οι ματιές τους, ένιωθε πως οι ψυχές τους ήταν μία συν μία, δύο ίδια πράγματα. Και μετά είτε κοιτούσε εκείνος αλλού, είτε εκείνη πρόσεχε μπροστά της, ένιωθε ένα ένα, τα μικρά χιλιάδες κομμάτια της ψυχής του να φεύγουν. Να τα παίρνει μακριά.

Με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

«Δεν σε βλέπω θυμωμένη.» της είπε. «Επίσης δεν περίμενα ποτέ να φορούσες λευκό νυφικό.»

«Είναι της πεθεράς. Είπε πως είναι παράδοση ή κάτι τέτοιο να πηγαίνει από νύφη σε νύφη. Αν ήταν στο χέρι μου, θα φορούσα κόκκινα.» του απάντησε. «Και δεν έχουμε πολύ χρόνο για να σου θυμώσω.»

Ο Αχιλλέας έκατσε καλά μέσα στο κινούμενο αμάξι. «Δεν ξαφνιάστηκες που με είδες;»

«Με πήρε πριν μία ώρα τηλέφωνο η Νίνα ότι θα κάνεις κάποια βλακεία. Ξέρεις, έρχονται με τον Ιάσονα για να σε σκοτώσουν. Έφτασαν Αθήνα, πιστεύω πως όταν βγούμε θα είναι εκεί στην εκκλησία.» η Σειρήνα χαμογέλασε. «Μπορώ να πω πως είναι μια ευχάριστη βλακεία.»

Ο Αχιλλέας δεν είχε προετοιμάσει τα λόγια του για αυτό που θα ακολουθήσει. Οπότε αποφάσισε πως ο αυτοσχεδιασμός, το πιο τρομακτικό πράγμα στον κόσμο, θα ήταν μια άσχημη ιδέα. Ας την εφαρμόσει. «Θα έρθεις μαζί μου;»

«Πού;» τον ρώτησε με μια παιδική τσαχπινιά στα πράσινα μάτια της.

«Όπου θες. Μακριά από εδώ. Μια τυρόπιτα, εγώ και εσύ.» της είπε. Ήταν δίπλα της και ακόμη δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν είχαν αγγίξει ο ένας τον άλλον. Ο Κώστας, ο σοφέρ που είχε πληρώσει η πεθερά τους έδωσε λίγη ιδιωτικότητα κοιτώντας μονίμως μπροστά. Ο Αχιλλέας το εκτιμούσε αυτό. «Μπορούμε να πάμε και για καφέ αν θες. Βλέπω φοράς τιάρα. Από πού την πήρες;»

Η Σειρήνα γέλασε σαν να της είπε κάποιο αστείο. Του είχε λείψει το γέλιο της. Έντονο, σαν το άρωμα λεβάντας που πάντα φορούσε. «Αχιλλέα, δεν νομίζεις πως είναι λίγο αργά;»

«Νομίζω πως εγώ ήρθα στην ώρα μου, εσύ άργησες.»

Η Σειρήνα ήρθε πιο κοντά του χαμογελώντας. «Δεν με πείθεις.»

Ο Αχιλλέας της έκλεισε το μάτι. «Κάπου εδώ κοντά υπάρχει ένα ξενοδοχείο. Μπορώ να σε πείσω.»

«Μπορώ να σου πω μια θεωρία;»

«Τρέλα έχετε όλοι και φτιάχνετε θεωρίες;» τη ρώτησε. Η Σειρήνα του έδωσε ένα πλαϊνό χαμόγελο. «Πες μου.»

Κράτησε τη τιάρα για να μη της πέσει όταν πέρασαν πάνω από κάτι λακούβες. Ο Αχιλλέας κράτησε το χέρι της. Απαλό, όπως το θυμόταν. Ήθελε να την αγκαλιάσει επιτέλους.

«Νομίζω πως είναι πολύ αργά.» του είπε. «Είδα που έτρεξες με μια άλλη κοπέλα. Επίσης είδα πως την κοιτούσες όλη τη διάρκεια από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Νομίζω πως ανάγκασες σήμερα τον εαυτό σου να έρθει εδώ απλά και μόνο γιατί νομίζεις πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Αλλά κάπου στον δρόμο, ξεχάστηκες.»

Ο Αχιλλέας άφησε ένα επιφώνημα να του φύγει. Μπούρδες όλα αυτά. Ήξερε ακριβώς τι έκανε και γιατί. «Δεν μου αρέσουν αυτές οι θεωρίες.»

«Ώστε δεν ισχύει ε;» τον ρώτησε. «Εντάξει τότε. Συνέχισε να προσπαθείς.»

«Ωραία λοιπόν.» ο Αχιλλέας ανακάθισε έτσι ώστε να είναι τελείως γυρισμένος προς εκείνη. Η Σειρήνα σταύρωσε τα χέρια της στη φούστα της περιμένοντας υπομονετικά εκείνος να βρει τα λόγια του. Τόσα καλά είχε σκεφτεί, ένα πράγμα δεν μπορούσε να του κατεβεί επιτέλους από το μυαλό; «Λοιπόν. Εγώ, ο Αχιλλέας Δυοβουνιώτης, δεν πιστεύω πως πρέπει να παντρευτείς αυτόν τον ταραμά. Αρχικά, δεν μοιάζει σε τίποτα με τους δύο μεγαλύτερους έρωτες της ζωής σου, δηλαδή εμένα και τον ψηλό μαλάκα. Δεύτερον, είναι ξανθός. Ποια μελαχρινή ταιριάζει με έναν ξανθό; Ούτε τα ζώδιά σας δεν το θέλουν. Τρίτον, η Μέδουσα πλέον δεν συμπαθεί κανέναν. Οπότε είναι ελεύθερο το πεδίο να έρθεις ξανά και να τη κάνεις να σκάσει επιτέλους. Λοιπόν;»

Η Σειρήνα τον κοίταξε σοβαρή με ένα φρύδι σηκωμένο. Μετά άρχισε να γελάει. Τόσο καλά τα πήγε; Τι σκεφτόταν ο ηλίθιος. Κάτι που θα την πείσει να κλεφτεί μαζί του ήθελε, όχι κάτι που θα την έκανε να θέλει να ανοίξει την πόρτα και να πέσει στον θάνατό της.

«Αχιλλέα, ξέχασες κάτι.» του είπε γελώντας.

«Τι; Να το πω και αυτό και είμαστε έτοιμοι.»

Η Σειρήνα τον φίλησε γλυκά στα χείλη. Απαλά και γρήγορα. Κάτι που θα κρατούσε στη μνήμη του για πάντα. Και ύστερα, ένας γλυκός ψίθυρος.

«Με κάνει ευτυχισμένη.»

Ο Αχιλλέας άνοιξε τα μάτια του. Περίμενε να έρθει το χαστούκι, η θλίψη, κάτι. Αλλά μάταια, όλα τον ξέχασαν.

«Τον ξέρω λιγότερο από ένα χρόνο, αλλά μπορώ να πω κάτι με σιγουριά. Με κάνει απόλυτα και πέρα από κάθε όριο ευτυχισμένη. Και εσύ με κάνεις, πάντα με έκανες. Αλλά είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δεν τον ερωτεύτηκα με τη σκέψη πως κάποιον άλλον αγαπούσα. Είναι χαζούλης και ξεχνάει τα κλειδιά του στο ψυγείο. Είναι γλυκούλης και λατρεύει τον ήλιο.»

Ο Αχιλλέας την κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί για να μιλήσει. Κρατούσε το χέρι της και προσπαθούσε να μην κλείσει τα μάτια του. Ήθελε να τη θυμάται έτσι, χαμογελαστή.

«Τον ερωτεύτηκα πολύ αργότερα. Σύντομα χαχάνιζα σαν χαζή στο μυαλό μου. Και δεν ήμασταν καν μαζί.» η Σειρήνα συνέχισε. «Και μετά, απλώς έγινε. Ήρθε δειλά δειλά σε ένα άδειο μπαλκόνι. Και μου είπε πως μοιάζω με παγωτό κουβερτούρα.»

«Είναι απαίσια γεύση.»

«Όντως, μα εκείνος τη λατρεύει.» του χαμογέλασε. «Αχιλλέα εσένα σε ερωτεύτηκα από την ανάγκη μου να ξεχάσω τον ψηλό μαλάκα. Για να είμαι με κάποιον. Εκείνος εμφανίστηκε όταν δεν τον χρειαζόμουν με τίποτα στη ζωή μου. Και τον αγάπησα για αυτό που είναι. Και όχι για αυτό που θα μπορούσε να είναι.»

Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο Αχιλλέας γύρισε να δει απέξω. Είχαν φτάσει στην εκκλησία. Ο χρόνος του τελείωσε. «Μπορούμε ακόμη να φύγουμε-»

Η Σειρήνα πήρε τα χέρια του στα δικά της. «Σε αγαπώ τόσο πολύ. Μα κανένας μας δεν θα ήταν ευτυχισμένος αν ήμασταν μαζί. Κατεστραμμένα πιόνια μιας σκακιέρας.»

«Δεν μπορώ να το δεχτώ.»

«Κάποτε ήμουν ο στόχος αυτής της περιπέτειας σου.» του ψιθύρισε. «Μετά κάτι άλλαξε. Και έγινα άλλη μια δικαιολογία. Άλλαξε ο στόχος.»

Ο Αχιλλέας κοίταξε τα χέρια της. «Δεν καταλαβαίνω.»

«Θα έρθει η ώρα.»

Όχι, αυτή ήταν η ώρα! Ήταν εδώ, μαζί της, έτσι όπως έπρεπε να είναι.

«Μπορούμε να φτιάξουμε ξανά ο ένας τον άλλον.» της είπε. «Μπορούμε να είμαστε μαζί. Θα προσπαθήσω παραπάνω.»

«Ήρθε το τέλος Αχιλλέα.» του είπε. Η Σειρήνα άγγιξε το πρόσωπό του. «Και είμαστε όλοι καλά. Περίεργο έτσι;»

Δεν ήταν έτοιμος να το αποδεχτεί. Δεν ήθελε. Η Σειρήνα τον φίλησε στο μάγουλο. Δεν ήταν έτοιμος, μη φεύγεις, μη με αφήνεις-

Η πόρτα από δίπλα του άνοιξε. Και ο Αχιλλέας κατάλαβε πως όντως, αυτό ήταν το τέλος.

Βγήκε πρώτος και στη συνέχεια βοήθησε την Σειρήνα να σηκωθεί. Περπάτησαν μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον, τα πέντε βήματα μέχρι τον γαμπρό. Ο ξανθούλης τον κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια, το ένα λίγο κόκκινο από προηγούμενο χτύπημα. Ένιωσε τους πάντες να τους κοιτάνε. Μέσα στο πλήθος έψαξε ένα ζευγάρι μπλε μάτια. Το βρήκε να τον κοιτάνε από μακριά.

«Συγνώμη για αυτό.» είπε στον γαμπρό. «Να ευτυχήσετε.»

Η Σειρήνα του χαμογέλασε και τον φίλησε ξανά στο μάγουλο. «Και εσύ.»

Εκείνο ήταν το τελευταίο καλοκαίρι τους μαζί.

Έκαναν μια προσπάθεια να ζήσουν ξανά μαζί, ερωτευμένοι, όπως και να ήταν. Και για λίγο τα κατάφεραν.

Τη κυνηγούσε μέσα στο λιβάδια με τις λεβάντες, νομίζοντας πως ήταν ευτυχισμένος. Ένα τελευταίο καλοκαίρι, και οι δύο αυτό είχαν πει και αυτό είχαν συμφωνήσει. Την έπιασε από το κόκκινο φόρεμα και έπεσαν μαζί. Γέλασαν. Το τελευταίο τους γέλιο. Φιλήθηκαν. Το τελευταίο τους φιλί.

«Αχιλλέα, μη φύγεις ποτέ μακριά μου.»

«Ποτέ.» τη φίλησε ξανά. «Ποτέ.»

Την επόμενη μέρα, έβρεχε. Είχαν γυρίσει νωρίς στη Θεσσαλονίκη για τη κηδεία. Ο πατέρας της πέθανε δύο μέρες πριν. Η μητέρα της δεν ήταν έτοιμη να τον αφήσει και για αυτό η κηδεία έγινε αργότερα. Η Σειρήνα ήθελε να φύγει μακριά, δεν άντεχε τις φωνές, τα δάκρυα, τα κλάματα. Και την πήρε πίσω σε εκείνες τις λεβάντες που ερωτεύτηκε.

Στη Σκωτία έφυγε μαζί με τη Σοφία, γύρισε μαζί με τον Σταύρο. Ο Σταύρος ήταν ξανθός και ένα τίποτα, έτσι είχε πει. Και έτσι ήταν, ο Σταύρος δεν μπορούσε να δέσει τα κορδόνια του σωστά, με τη Σειρήνα θα βρισκόταν; Εκείνη και ο Αχιλλέας αποφάσισαν να χωρίσουν. Σαν τη μάνα της που δεν μπορούσε να αφήσει τον πατέρα της, έτσι και ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να την αφήσει. Την έπεισε να προσπαθήσουν άλλη μια φορά, και όπου βγάλει.

Δεν έβγαλε μακριά.

Και τώρα έμειναν μόνοι τους. Η Σειρήνα να είναι γονατιστή μπροστά από τον τάφο του πατέρα της, εκείνος να τη κοιτάει από ένα δέντρο παραδίπλα. Έβρεχε, ήταν μόνοι τους. Και όμως, δεν ένιωθε πως την είχε.

Η Σειρήνα έκλαιγε βουβά. Ο Αχιλλέας μετρούσε τα κομμάτια της καρδιάς του που του είχαν απομείνει. Λίγα.

Δεν πειράζει, θα επιβίωνε για λίγο ακόμη με αυτά.

Ο Αχιλλέας άφησε το ζευγάρι να μπει μέσα στην εκκλησία και σχεδόν έτρεξε κοντά της, στο κορίτσι με τα μπλε μάτια. Μπροστά του εμφανίστηκε η Σοφία, η κουμπάρα και η πρώην του. Ο Αχιλλέας δεν ήταν έτοιμος να τη συναντήσει. Μάλιστα ήλπιζε να μη την έβλεπε ποτέ ξανά.

«Ούτε ένα τηλεφώνημα-»

«Βρε δεν μας παρατάς και εσύ. Έχουμε δύο μήνες να μιλήσουμε, πάνε να συνεχίσεις τις διακοπές σου στον Γιαννάκη, έλεος.» τη διέκοψε και έτρεξε μακριά της.

Κάποιοι άνθρωποι είναι πολύ κολλημένοι στο παρελθόν.

Ο Αχιλλέας έφτασε στην άκρη της εκκλησίας, εκεί στην είσοδο. Τον περίμενε με σταυρωμένα τα χέρια και ένα βλέμμα που έλεγε «Ντροπή σου.»

«Δεν ντρέπομαι για τίποτα.» της είπε. «Πού είναι η Ήβη;»

Η Νίνα χαμογέλασε. «Καλημέρα και σε εσένα. Ναι, μείναμε όλοι το βράδυ ξύπνιοι ψάχνοντας να σε βρούμε για να σε σταματήσουμε.»

«Νίνα μου σπας τα νεύρα για άλλη μια φορά.» της είπε. «Πού είναι η Ήβη;»

«Έφυγε με τον Ιάσονα λίγο πριν εμφανιστείς με τη Σειρήνα.» του απάντησε. Από τη τσέπη του τζιν της έβγαλε ένα χαρτάκι. «Σου άφησε αυτό. Έτοιμο το είχε από χθες είπε.»

Ο Αχιλλέας άρπαξε το χαρτάκι και απομακρύνθηκε. Ήταν κάτι δικό του που δεν ήθελε να ξέρει η Νίνα. Πότε πρόλαβε να φύγει; Χωρίς αντίο; Γιατί; Έπρεπε να της μιλήσει. Δεν έπρεπε να φύγει.

Με γρήγορες κινήσεις άνοιξε το χαρτάκι, κάτι είχε μέσα. Δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν; Ναι, ήταν. Μέτρησε, ένα, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε ακτίνες και μία έκτη σπασμένη γύρω από ένα ήλιο. Το δαχτυλίδι τον κοιτούσε προσπαθώντας να του περάσει κάποιο μήνυμα που δεν καταλάβαινε. Ύστερα κοίταξε το χαρτάκι. Χαμογέλασε όταν κατάλαβε πως ήταν τα ορνιθοσκαλίσματα της Ήβης πάνω στο χαρτί. Κομμένο από το πλέον κατεστραμμένο σημειωματάριο. Ήξερε πως είχε κόψει κάποιες σελίδες και τις είχε μαζί της πάντα, ήταν σίγουρος!

«Δεν είμαστε φίλοι Αχιλλέα.»

Ο Αχιλλέας έπιασε στα δάχτυλά του το δαχτυλίδι. Ναι, δεν ήταν φίλοι. Ήταν κάτι παραπάνω. Και εκείνος ήταν πολύ τυφλός για να το δει. Αλλά εκείνη το κατάλαβε. Αχ ρε Ήβη.

«Όλα καλά;» τον ρώτησε η Νίνα. Ούτε που κατάλαβε πότε τον πλησίασε.

Θυμόταν που τον είχε προειδοποιήσει τότε μία εβδομάδα πριν, για να μείνει μακριά από την αδελφή της. Ήξερε; Ήξερε τι γινόταν;

Δύο εβδομάδες γνωρίζονταν. Πότε πρόλαβαν; Πότε πέρασε ο χρόνος;

«Νομίζω είμαι ερωτευμένος.» της είπε. Έβαλε βιαστικά το δαχτυλίδι και το χαρτί στη τσέπη του.

Η Νίνα κοίταξε τη Σειρήνα να μπαίνει στην εκκλησία. «Και φεύγει μακριά σου.»

Ο Αχιλλέας αντίθετα, κοίταξε τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Τα μάτια του έπεσαν πάνω στη βιτρίνα που έβλεπαν πριν λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Η καταραμένη τιάρα.

«Έχει ήδη φύγει.» ψιθύρισε.

_____________________________

Α/Ν 9.045 λέξεις λοιπόν. Δεν θα πω πολλά, καλησπέρα σας!

Θα ήθελα να πω δυο λόγια για το θέμα του Newsfeed. Όπως ίσως μάθατε από 30 Σεπτεμβρίου θα καταργηθεί αυτή η λειτουργία του Wattpad. Οι ανακοινώσεις και οι ενημερώσεις των βιβλίων (αν υπάρχουν στις βιβλιοθήκες) θα φαίνονται κανονικά στις ειδοποιήσεις. Ας ελπίσουμε να κάνουν κάτι για να βλέπουμε και τις νέες δημοσιεύσεις βιβλίων των ατόμων που ακολουθούμε, μπας και μάθουμε τίποτα.

Για καλό και για κακό, εγώ πάντα ενημερώνω για νέο κεφάλαιο στο Instagram @__universum . Αν θέλετε πηγαίνετε να με ακολουθήσετε και εκεί για να ενημερώνεστε σε περίπτωση που δεν σας ήρθε ειδοποίηση.

Γενικά επίσης αν έχετε θέμα με τις ειδοποιήσεις, παρακαλώ να μου το λέτε για να ξέρω να αναδημοσιεύω τα κεφάλαια.

Τέλος, το επόμενο κεφάλαιο έρχεται σύντομα και θα είναι το τελευταίο του πρώτου μέρους. Από εκεί και μετά θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα και θα επανέλθω δυνατά με νέα κεφάλαια!

Σας ευχαριστώ πολύ.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top