15. Unchained Melody - The Righteous Brothers.
15. Unchained Melody – The Righteous Brothers.
Είσαι απλά άλλη μία ιστορία την οποία δεν μπορώ να πω.
--pleasefindthis, What I Wrote For You (#4)
Ο Αχιλλέας κοίταξε τα κλειστά της μάτια μέσα στο σκοτάδι. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από την πανσέληνο του Αυγούστου, αλλά μπορούσε να δει, να νιώσει και να μυρίσει τα μικρά ιώδη άνθη από τη καλλιέργεια λεβάντας γύρω τους. Τα μύριζε στα μαλλιά της, στο μάγουλο της, στον λαιμό της και πριν λίγα λεπτά ήρθε σε επαφή μαζί τους σε όλο της το σώμα. Τώρα εκείνη ξάπλωνε δίπλα του με ένα χαμόγελο στα χείλη της, ονειρεύοντας απαγορευμένες επιθυμίες.
«Πρέπει να φύγουμε;» τον ρώτησε ψιθυρίζοντας. Χώθηκε στην αγκαλιά του και ένιωσε το χαμόγελο της στον λαιμό του. «Μπορούμε να μείνουμε εδώ για πάντα. Κάποια στιγμή θα βρέξει, αλλά είμαι το ίδιο όμορφη με φριζαρισμένα, το υπόσχομαι.»
Γέλασε σιγανά και μια σκηνή στη ντουζιέρα του ήρθε στο μυαλό. Και μια ακόμη. «Νομίζω κάτι θυμάμαι. Σκέψου το άλλο, αν πάμε στη Θεσσαλονίκη θα το νιώσω ξανά στο πετσί μου.»
Η γλυκιά του σειρήνα τον φίλησε στον λαιμό και ύστερα σήκωσε τα πράσινα μάτια του στα μαύρα δικά του, κοιτώντας τον πονηρά. «Και για πες, θα τολμήσεις να βάλεις το πράσινο πουκάμισο που σου πήρα;»
Ο Αχιλλέας άφησε την αγανάκτηση του να φανεί. Τους τελευταίους μήνες φορούσε όλο και λιγότερο μαύρα. Δεν συμφωνούσε απόλυτα με αυτή την αλλαγή στη ντουλάπα του. Του έλειπαν οι μαύρες μπλούζες ανάμεσα σε άλλες μαύρες μπλούζες μέσα στη μαύρη ντουλάπα του που τον κοιτούσε απειλητικά από τον μαύρο τοίχο του.
Όλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα όταν η σειρήνα του εμφανίστηκε με ένα πουκάμισο σε απόχρωση του μωβ. Στην αρχή το είδε και δεν μπορούσε να ανακαλέσει το χρώμα στη μνήμη του. Τον έπιασε αναγούλα και χρειάστηκε να πάρει μια ασπιρίνη για να συγκεντρωθεί. Η σειρήνα του είπε πως αν θέλει να βγαίνει μαζί του, πρέπει να χαμογελάει περισσότερο και να αποκτήσει επιτέλους θετική ενέργεια γιατί «Έλεος με αυτή την απαισιοδοξία, μέχρι και τα πουλιά δεν περνάνε απέξω. Τι λες να σε δει και λίγος ήλιος; Τουλάχιστον ο Edward φωσφορίζει στο σκοτάδι σαν πυγολαμπίδα, μπορεί να πάω σε εκείνον για να βλέπω και πού πατάω.».
Και να' τος τώρα. Το πορτοκαλί του μπλουζάκι να βρίσκεται κάτω από το κεφάλι της και να φοράει κόκκινες ψηλές κάλτσες στον κατακαλόκαιρο. Είναι κάποια βράδια που ανοίγει σιγανά τη ντουλάπα και βγάζει τα μαύρα του πουκάμισα, το μόνο πράγμα που του αγόρασε ποτέ η Μέδουσα μητέρα και του αρέσει. Και στη σειρήνα άρεσαν. Αλλά όχι και τόσο.
Έκανε λοιπόν μερικές θυσίες ο Αχιλλέας. Αλλά και η ίδια δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια. Ο Αχιλλέας πήγε μια μέρα σπίτι της και κατέβασε τον βωμό της Θεοδωρίδου από το τραπεζάκι του σαλονιού. Η φωτογραφία της με τον Αργυρό και την Άννα κρύφτηκε σε ένα συρτάρι με χειροτεχνίες. Της έδωσε ένα δίσκο των R.E.M. , καιρός ήταν για κάποια ποιότητα να μπει στη ζωή της. Το δέχτηκε αν και γνώριζε πως όταν φορούσε τα ακουστικά της, η φωνή της Νατάσας της έκανε παρέα.
«Ποιος είμαι εγώ να αρνηθώ τη τελευταία λέξη της μόδας;» αστειεύτηκε. Ύστερα την πήρε από το χέρι και σηκώθηκαν. Η σειρήνα του φόρεσε τη μπλούζα της, εκείνος τη δική του και παραπατώντας αγκαλιασμένοι, πήγαν να αντιμετωπίσουν τη Μέδουσα.
Το επόμενο κιόλας βράδυ, ο Αχιλλέας στεκόταν μαζί με τη γλυκιά σειρήνα του μπροστά από μια μονοκατοικία στους Αμπελόκηπους. Το λεωφορείο τους πήρε σχεδόν μία ώρα, τέλος καλοκαιριού, κίνηση στη Θεσσαλονίκη, όλα τα καλά μαζεμένα σε ένα μέρος. Η Άννα το αποκαλεί «Το τέλος του κόσμου», ενώ σε λίγες μέρες ξεκινάει αυτή η υπέροχη εξεταστική Σεπτεμβρίου και άλλο ένα ακαδημαϊκό έτος χωρίς πόρτες στις τουαλέτες. Όλα είναι υπέροχα.
«Τελείωσες να σκέφτεσαι το πόσο σκατά μπορεί να είναι αυτή η χρονιά;» τον ρώτησε γελώντας η σειρήνα του. «Πολύ ωραίο πάντως το πουκάμισο. Να θυμηθώ όταν γυρίσουμε σπίτι και θα σε ξεντύνω, να το πετάξω πάνω σε κανέναν πίνακα και να το κάψουμε.»
Ο Αχιλλέας χαμογέλασε στην ιδέα. «Εσύ το επέλεξες.»
«Και ξέρεις τι; Έκανες λάθος να με εμπιστευτείς.» του απάντησε. «Το μόνο γούστο που έχω είναι στους άνδρες. Ζωντανό παράδειγμα εσύ. Το καλύτερο αξεσουάρ μου.»
«Να με κρεμάσεις στον ώμο σου.»
Εκείνη τον φίλησε στα χείλη. «Θα σε φορέσω στο στόμα μου σε λίγες ώρες.»
Ένιωσε κάποια αναστάτωση λίγο χαμηλά; Ναι. Τον έσυρε η σειρήνα με ένα παιχνιδιάρικο γέλιο μέσα στον κόσμο γνωρίζοντας τη κατάσταση του; Φυσικά, δεν θα γινόταν εκείνη ρεζίλι.
Στην αυλή της σχετικά απομακρυσμένης μονοκατοικίας είχαν κρεμαστεί μικρά Χριστουγεννιάτικα φωτάκια ενώ από κάποιο ηχειο που δεν λειτουργούσε σωστά, έπαιζε το γνωστό Don't Shoot Me Santa των The Killers. Ο Αχιλλέας ίδρωνε μέσα στο πράσινο πουκάμισο του στους σαράντα βαθμούς και άκουγε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ποιος ήταν υπεύθυνος αυτής της χαρμόσυνης γιορτής;
«Να σου πω την αλήθεια δεν είμαι σίγουρη.» του απάντησε η σειρήνα σαν να διάβαζε τις σκέψεις του. Τι κακό και αυτό. Τόσους μήνες μόνος και μόλις εμφανίστηκε αυτή ήταν σαν να μη μπορούσε να κρυφτεί πλέον πουθενά. Ίσως και να το αγαπούσε αυτό. «Αλλά νομίζω πως έχει βάλει το χέρι του ο Σταύρος. Ξέρεις, εκείνος ο φίλος του αδελφού σου από το Φυσικό; Εκείνος που τώρα είναι στο έβδομο έτος. Αιώνιοι φοιτητές. Πού είναι το Ν+2 όταν το χρειάζεσαι;»
«Εκεί.» είπε ο Αχιλλέας δείχνοντας τον Σταύρο. Μακρύ μαλλί, μπούκλες, πιασμένο σε κοτσίδα και ύψος σαν πλατάνι. Φυσιολογική περιγραφή φοιτητή Φυσικού. Και Πολυτεχνείου, αλλά είναι και λίγο αχώνευτοι εκείνοι μαζί με αυτούς από το Νηπιαγωγών. Γείτονες είναι, λογικό. «Δεν ήξερα ότι ο Ιάσονας θα ήταν εδώ.»
Η σειρήνα του έδωσε μια πιθανή αιτία όσο προχωρούσαν προς τ μέρος τους. «Νομιζω πως η Νίνα τον έσυρε. Δες πόσο μελαγχολικός είναι.»
Η Νίνα τους χαμογέλασε μόλις τους είδε. «Τον άφησα να με πάει για πικνικ στο Σέιχ Σου χθες με την Πανσέληνο μιας και εσείς πιάσατε το χωριό. Σήμερα ήταν η σειρά μου να τον σύρω κάπου. Αχιλλέα, αυτό το πουκάμισο είναι αισχρό. Μέχρι και η αδελφή μου ντύνεται καλύτερα από εσένα.»
«Να το δω και να μη το πιστέψω.» είπε και θέλησε να εξαφανιστεί από εκεί. Όντως ήταν αισχρό. «Και πότε θα τη δούμε αυτή την υπέροχη αδελφή σου; Υπάρχει ή είναι κάποιο από τα φαντάσματα στα οποία πιστεύεις;»
«Αχιλλέα.» του ψιθύρισε προειδοποιητικά ο Ιάσονας. Αν και ο Αχιλλέας δεν κατάλαβε τον λόγο.
«Αρχικά είναι πνεύματα και μπορώ να τα κάνω να σου σηκώσουν ξανά το παιδί εκεί κάτω.» η Νίνα έβγαζε μαχαίρια ακόμη και με την ήρεμη μάτια της. «Και η αδελφή μου...κάπου εδώ γύρω θα είναι. Απομονωμένη με τις φίλες της.»
«Καιρό έχω να τη δω.» μουρμούρισε η σειρήνα από δίπλα του.
«Και εσύ τη ξέρεις;»
«Μόνο λίγο.»
«Άκουσα πως κάποιος παρήγγειλε σουβλάκια και βάφλα.» πετάχτηκε ο Σταύρος από τη γωνία που κρυβόταν. Καλά ήταν ήσυχος τόση ώρα, τι πετάχτηκε τώρα; «Τσιγαράκι κάνεις για να το βρούμε;»
Ο Ιάσονας, ο πιο καλός φίλος του φυσικού, έκανε σε όλους τη χάρη και έπιασε τον φίλο του από τον ώμο. «Σταύρο, σκάσε επιτέλους. Έχεις λίγο αίμα στη βότκα σου. Μη το κάνεις να πηγαίνει στον εγκέφαλο και να μιλάς. Έλα πιες.»
Η Νίνα τον έχει αλλάξει τόσο πολύ. Ο Αχιλλέας δεν ήταν ιδιαίτερα σύμφωνος με αυτό.
«Ο Γιώργος πού είναι;» τους ρώτησε. Σε κάτι τέτοιες οικογενειακές στιγμές χρειαζόταν τον φίλο του.
Η Νίνα του έδειξε -με ιδιαίτερη χαρά- τη τοποθεσία του φίλου του λίγο πιο πέρα. «Μη χανόμαστε όμως.»
«Θα φροντίσω να σας γράφω.»
Η Νίνα και ο Ιάσονας τα είχαν σχεδόν μισό χρόνο. Τουλάχιστον κάτι τέτοιο έλεγαν οι μάλλον λανθασμένες μαθηματικές του πράξεις. Μέσα σε αυτόν τον μισό χρόνο, ο Ιάσονας βρέθηκε δύο φορές στο Θέατρο Γης να φωνάζει «S.A.G.A.P.O.» παρέα με τη φωνή του Μιχάλη Ρακιντζή, τη Νίνα και ένα άδειο μπουκάλι Absolut στο χέρι. Πριν τη γνωρίσει, ο Ιάσονας ίσως δεν είχε πιει ποτέ στη ζωή του. Ήταν το καλό παιδί. Για όνομα του Ποσειδώνα, έπινε σαγκριά ή ρετσίνα και ζαλίζονταν. Και τώρα, κανόνιζε για ελεύθερη πτώση σε κάποια άγνωστη κοιλάδα της Ελλάδας.
Δεν ήταν ότι η κοπέλα του τον είχε αλλάξει τραυματικά στη συμπεριφορά. Ίσα ίσα, ο Ιάσονας ήταν ίσως πιο ανοιχτός πλέον και ολίγον αστείος. Πριν ήταν ένας βαρετός βλάκας που έριχνε τις κοπέλες με ένα γεια αλλά δεν ήξερε τι παραπάνω να πει. Όχι, τώρα ήταν ελαφρώς ευχάριστος. Το πρόβλημα ήταν αλλού. Το πρόβλημα ήταν η Νίνα.
Αυτό το ξανθό πλάσμα είχε τη τάση να δημιουργεί απανωτά εγκεφαλικά στη Μέδουσα, και μόνο ο Αχιλλέας είχε αυτό το δικαίωμα. Έπαιρνε τον Ιάσονα στη μέση της νύχτας για βραδινό μπάνιο σε κάποια παραλία κάπου στη Καβάλα -θαυματουργά νερά, σκοτώνουν τα μικρόβια γιατί ούτε εκείνα μπορούν να επιζήσουν σε εκείνη τη θάλασσα- ή μπορεί να τα πίνουν μέχρι το πρωί, να πηγαίνουν στη Θεοδωρίδου -ο Αχιλλέας βαρέθηκε να βλέπει φωτογραφίες με τη Νατάσα- ή να είναι απών από τη ζωή του.
Του έλειπε ο αδελφός του. Του έλειπε να τον πιάνει πάνω στο σεξ ή να χτυπούν ο ένας τον άλλον επειδή κάηκε κάποιο εσώρουχο ή φαγητό.
Του έλειπε ο βαρετός φίλος του.
«Καταλαβαίνω φίλε.» του είπε ο Γιώργος όταν του περιέγραψε το δράμα του. «Και εμένα η Αννούλα με αφήνει πολύ τελευταία. Βόλτες με τις φίλες της, δείπνα με τις φίλες της, sleepover με τις φίλες της. Είχαμε κανονίσει να δούμε μαζί τις οντισιόν του GNTM, αλλά και αυτό θα γίνει με τις φίλες της. Να δεις που κάποια έχει θέματα ερωτικά και πρέπει εγώ να μην είμαι με το δικό μου μωράκι.»
«Δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Εδώ μιλάμε για τον αδελφό μου-»
«Λες να με απατάει;» ο Γιώργος άσπρισε για λίγα δεύτερα και μετά έγινε κόκκινος σαν το Χριστουγεννιάτικο λαμπάκι πάνω από τα κεφάλια τους. «Θα τον σκίσω! Και θα σκίσω και εκείνη. Αν μου κάνει κάτι τέτοιο, θα τη χωρίσω.»
Ο Αχιλλέας έψαχνε απεγνωσμένα για αλκοόλ. «Τρομερό πλήγμα.»
«Είναι.» ο Γιώργος εμφάνισε από κάπου μια μπύρα Βεργίνα. Ο Αχιλλέας τη δανείστηκε, όλη. «Και που λες, ήξερες εσύ ότι η δικιά σου θα φιλοξενήσει έναν φίλο της για αυτές τις μέρες;»
Το σιτάρι δεν έκανε ακόμη το θαύμα του όταν η πληροφορία μπήκε σε επεξεργασία. «Τι φίλο;»
«Ψηλό, μελαχρινό, με μπράτσα, όχι ντουλάπα και πτυχίο στο θέατρο. Τελειώνει το μεταπτυχιακό του στις Επιστήμες της αγωγής στο Νηπιαγωγών. Θα μείνει για βοηθός σε μια καθηγήτρια για αυτό το εξάμηνο αλλά ψάχνει για νέο σπίτι. Επίσης είναι κούκλος σαν σοκολάτα πάνω σε πορτοκαλί.»
Ο Αχιλλέας κοίταξε τον φίλο του για ένα ολόκληρο λεπτό.
«Έτσι μου είπε η Αννούλα. Λες να θέλει έναν τέτοιο; Λες να με βαρέθηκε; Εμένα, τον Γιωργάκη;»
Ο Αχιλλέας σταύρωσε τα χέρια του. «Και η Αννούλα πού τα ξέρει όλα αυτά;»
«Ε θα της τα είπε η Νίνα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάνουν παρέα.» του απάντησε ο Γιώργος με θλιμμένο ύφος για τα δικά του θέματα. Ώστε η Νίνα. Πάλι η Νίνα. «Ή η δικιά σου. Και με εκείνη κάνει παρέα. Πολύ φιλικό το μωρό μου. Φοβάμαι μην γίνει υπερβολικά φιλική με κάποιον.»
Ώστε θα φιλοξενήσει τον φίλο της που είναι κούκλος σαν σοκολάτα. Και δεν του είπε τίποτα. Γιατί; Δεν θα έπρεπε να το ξέρει; Και αν τύχαινε ας πούμε να πήγαινε σπίτι της; Καταλάθος θα τον έριχνε από τον τρίτο; Όχι.
«Ξέρεις τι; Νομίζω πως και η δικιά μου γίνεται πολύ φιλική με κάποιον.» το έλεγε αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. «Συνέχισε να πίνεις χρυσό μου.»
Θα έπρεπε να σημαίνει κάτι αυτό; Ότι δεν τον εμπιστεύεται; Θα έπρεπε να φοβάται; Πριν λίγους μήνες τον βρήκε για σεξ της μιας φοράς για να ξεχάσει τον πόνο της. Πώς ήξερε ότι τώρα δεν θα χρησιμοποιούσε τον φίλο της για τον ίδιο λόγο στην περίπτωση που θα την πλήγωνε ο ίδιος;
Την είδε πάνω από τα κεφάλια του κόσμου. Να χαμογελάει στη Νίνα και να συζητάει μαζί της. Και δίπλα της, εκείνος. Ο κούκλος σαν σοκολάτα.
Δεν ήταν σίγουρος αν θα άντεχε για πολύ. Εκείνη ή το καταραμένο πράσινο πουκάμισο.
Ο άνδρας δίπλα της γύρισε. Κοιτάχτηκαν. Και για λίγο ένιωσε τον χειρότερο του φόβο να γίνεται πραγματικότητα.
«Δεν έχεις καμία σχέση με τη σχολή μου έτσι;» τον ρώτησε η Ήβη στο μεσημεριανό. «Ας πούμε, δεν μπορείς να έρθεις στο τμήμα για μεταπτυχιακό ή κάτι τέτοιο, σωστά;»
«Δεν έχω πάρει καν το πτυχίο για να σκέφτομαι για μεταπτυχιακό. Επίσης ειμαι στον Τομέα Αρχαιολογίας. Οπότε δεν νομίζω.» ο Αχιλλέας έβαλε και άλλο αλάτι στα μακαρόνια του. «Γιατί ρωτάς;»
«Τίποτα κάτι δικά μου.» η Ήβη ξεχώρισε τον κιμά από τα μακαρόνια της ύστερα από μια ώρα προσπάθειας. Ο Αχιλλέας πήρε τον κιμά στο δικό του πιάτο. «Χα. Νόμιζα πως θα ήσουν στον τομέα Ιστορίας της τέχνης. Ξέρεις, επειδή ζωγραφίζεις.»
«Δεν ζωγραφίζω πλέον ηλιόφωτη.»
Και ξεκίνησε επιτέλους να τρώει. «Και τι ήθελες τις ξυλομπογιές του ανιψιού του κυρίου Ανδρέα;»
Ο Αχιλλέας της έβαλε πίσω λίγο από τον κιμά κάνοντας τη να δυσανασχετήσει. «Ωραίο δεν είναι όταν δεν μοιράζεσαι τα κρυφά σου μυστικά;»
«Σαν φίλη, έχω το χρέος να ρωτήσω.» ένα κομμάτι κιμά έξω, ένας τόνος έμεινε.
«Ωραία. Τι σε τάραξε χθες στο τηλεφώνημα της Νίνας;»
Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της στις σκέψεις της. «Ναι είναι πολύ ωραίο όταν δεν μοιράζεσαι τα κρυφά σου μυστικά.»
«Χάρηκα για τη συνεργασία μας.» ο Αχιλλέας είδε την Ήβη να βασανίζει τον εαυτό της με τον διαχωρισμό του φαγητού και αποφάσισε να πάρει πίσω λίγο από τον κιμά του. «Και κάτι που θυμήθηκα τώρα. Τι θες να πεις ότι θες να μάθεις να οδηγείς;»
Η Ήβη δεν τον άφησε να ανοίξει τα μάτια του το πρωί πριν σταθεί από πάνω του και του πετάξει ένα «Θέλω να μάθω να οδηγώ». Ούτε καλημέρα, ούτε ερώτηση αν είναι ξύπνιος, ούτε ένα απλό γεια. Τον κοιτούσε σοβαρή, ντυμένη και πλυμένη έτοιμη να αντιμετωπίσει τη νέα ημέρα. Στις έξι και μισή. Ο Αχιλλέας γύρισε πλευρό και σκεπάστηκε μέχρι πάνω βγάζοντας το ένα πόδι κάτω από τη κουβέρτα.
Από εκεί και μετά δεν ήξερε τι έγινε. Ο ίδιος ξύπνησε πριν μισή ώρα, τη στιγμή που ετοιμαζόταν το μεσημεριανό. Η Ήβη έμαθε πως πέρασε όλο της το πρωινό μαζί με τον κύριο Ανδρέα. Δεν ήταν σίγουρος πώς, αλλά του είπε πως τον βοήθησε με κάποια λογιστικά. Από ό,τι φαίνεται η Ήβη είναι καλή στα μαθηματικά και παρακολούθησε κάποιο σεμινάριο πάνω σε αυτό το πεδίο. Δεν ήξερε πώς ακριβώς βοήθησε με τα βιβλία του κυρίου Ανδρέα, ήξερε πως δεν στάθηκε πάλι από πάνω του και δεν τον ενοχλούσε.
Την ώρα που έλειπε η Ήβη, ο Αχιλλέας είχε δει ένα όνειρο. Περίεργο όνειρο, από αυτά που ξαφνιάζεται πως θυμάσαι και ξέρεις πως κάποια στιγμή θα σου εμφανιστεί σαν deja vu. Δεν θυμόταν πολλά. Μόνο ότι ήταν πάλι οι δύο τους, χορεύοντας σε κάποια πίστα, μόνοι τους, μέσα στη βροχή. Θυμάται πως ένιωθε μια ζέστη, σαν καλοκαίρι, αλλά φορούσε μακρυμάνικο. Δεν ήξερε τι. Η Ήβη ήταν στην αγκαλιά του, το κεφάλι της στο στήθος του και εκείνος τη κοιτούσε. Φορούσε το ίδιο μπλε φόρεμα με χθες το βράδυ μόνο που στο όνειρο έμοιαζε η ίδια να νιώθει πιο άνετα σε αυτό. Ήταν ήρεμη, και κοιτούσε το κενό κάπου. Αλλά κάθε τρεις και λίγο χάιδευε το στερνό του. Κάποια στιγμή η Ήβη θα σήκωνε το κεφάλι της. Θα τον κοιτούσε με εκείνα τα γαλάζια μάτια και θα του χαμογελούσε με μια μελαγχολία. Ο Αχιλλέας θα κατέβαζε σιγά σιγά το πρόσωπο του, η Ήβη θα ήταν έτοιμη θα αυτή τη κίνηση και μετά-
Εκεί τελείωνε το όνειρο. Και αυτά ήταν τα λίγα που θυμόταν όταν τον ξύπνησε στις έξι μισή το πρωί. Τώρα, όταν τη κοιτάει καθώς απομακρύνει και το τελευταίο κομμάτι κιμά, δεν θυμόταν τίποτα. Προσπαθούσε να θυμηθεί τόσες ώρες, προσπαθούσε αλλά τίποτα. Ένιωθε μόνο κάτι αχνό, αυτή τη μελαγχολία από το χαμόγελο της Ήβης. Και δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό.
«Θέλω να μάθω να οδηγώ. Νομίζω πως είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνει τώρα που είναι νωρίς.» η Ήβη έφαγε μια μπουκιά από τα σκέτα -πλέον- μακαρόνια της. Της άρεσαν. «Έχουμε αυτοκίνητο, έχουμε έναν οδηγό, οπότε τι λες για σήμερα;»
Ο Αχιλλέας κατάφερε να προλάβει να αφήσει το πιρούνι στο πιάτο του πριν αρχίσει να πνίγεται. Η Ήβη συνέχισε να τρώει τα μακαρόνια της σαν να μη συνέβαινε τίποτα,όσο ο Αχιλλέας πάσχιζε να σηκωθεί από τη καρέκλα του για να πιει λίγο νερό. Όταν ένιωσε ξανά τον αέρα στους πνεύμονες, ηρέμησε για τρία δευτερόλεπτα πριν πανικοβληθεί ξανά.
«Θες να πεθάνουμε;» της φώναξε.
«Έχεις δίκιο, δεν είσαι και ο πιο κατάλληλος οδηγός, αλλά μου κάνεις για την ώρα. Τα βασικά.»
«Με το αυτοκίνητο της Νίνας;» ρώτησε. Ζαλιζόταν ή όντως η γη γυρνούσε; «Θες να με σκοτώσει;»
«Υπερβολές. Η αδελφή μου σε συμπαθεί.»
Ναι, τώρα. Βασικά δεν ήταν σίγουρος πλέον.
Και ξαφνικά, του ήρθε η τέλεια αιτιολογία. Η Ήβη είχε θέμα με τον χρόνο. Ε, τώρα θα το χρησιμοποιούσε εναντίον της.
«Δυστυχώς δεν μπορούμε σήμερα. Σε μία ώρα φεύγουμε. Δεν θέλουμε να βγούμε εκτός προγράμματος.» την είχε στο τσεπάκι την ελπίδα σωτηρίας, να εδώ την έβλεπε.
Η Ήβη γύρισε να τον κοιτάξει έτσι όπως στεκόταν στον πάγκο της κουζίνας. «Δεν γνώριζα πως υπήρχε κάποιου είδους πρόγραμμα. Πού θα πάμε; Και τι έχουμε να προλάβουμε;»
Ο Αχιλλέας αποχαιρέτησε τη σωτηρία του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η γη δεν γυρνούσε, μόνο η βλακεία του. «Πουθενά. Αλλά τι θα έλεγε να πάμε στην Αθήνα;»
Καλή ερώτηση.
«Έχει πάρα πολύ κόσμο. Εδώ με το ζόρι αντέχω αυτό το μέρος.» του απάντησε με φόβο στα μάτια της.
Ο Αχιλλέας άφησε το ποτήρι του πάνω στο μάρμαρο και σήκωσε το χέρι του ψηλά για να διώξει κάθε φόβο της. «Δεν ακούω "όχι" και "μη"! Ή αυτό είναι μια περιπέτεια ή δεν είναι!»
Η Ήβη ανασήκωσε τους ώμους της. «Τώρα που το λες δεν ένιωσα και ιδιαίτερα περιπετειώδης-»
«Έκλεισε!» τη διέκοψε πριν πει οτιδήποτε άλλο. Δεν είχε χρόνο για αλλαγές στις απόψεις και άλλα τέτοια προβλήματα. «Χαίρομαι που συμφωνείς. Άντε ετοιμάσου.»
«Μισό λεπτό.» του είπε. Η ηλιόφωτη έβγαλε το κινητό της πάνω στο τραπέζι την ώρα που έτρωγε -ιεροσυλία- και αφού έψαξε κάτι, το έκρυψε ξανά στο τζιν της. Με μάτια γεμάτα ενθουσιασμό ξεστόμισε και τη τελευταία χαριστική βολή. «Απέχουμε με το αυτοκίνητο από την Αθήνα λίγο παραπάνω από δύο ώρες. Σύμφωνα με τους χάρτες της Google.Νομίζω πως προλαβαίνουμε οτιδήποτε μυστικό μου κρύβεις.»
Είναι έξυπνη γαμώτο.
Με τα πράγματα τους στις πίσω θέσεις, την Ήβη στη θέση του οδηγού και τον Αχιλλέα στη θέση του συνοδηγού, ο πρωταγωνιστής μας μετρούσε αντίστροφα τα λεπτά προς τ τέλος της ζωής του. Είχε αποφασιστεί πως τελικά θα έφευγαν αύριο πρωί πρωί, ύστερα από δημοκρατικές συζητήσεις. Ο Αχιλλέας είχε ψάξει το μέρος στο οποίο έπρεπε να είναι, ήλπιζε να είναι εκεί πριν είναι πολύ αργά. Και αν όλα πήγαιναν κατ' ευχήν, σύντομα θα ήταν ξανά ευτυχισμένος.
Αν ζήσει το σήμερα.
«Ζώνες Αχιλλέα.»
Δεν θα πάει καλά αυτό.
Την έφερε κοντά σε έναν δρόμο προς την είσοδο της πόλης, από εκεί που ήρθαν. Κανείς από τους δυο δεν ήξερε καλά την περιοχή, αλλά αυτός ο δρόμος τους ήταν γνωστός και ένιωθαν πιο άνετα για οδήγηση στον περίπου άδειο δρόμο. Το αστυνομικό τμήμα ήταν κοντά, οπότε κάτι είναι και αυτό.
Ο Αχιλλέας έβαλε τη ζώνη του όπως του θύμισε η Ήβη. «Το αυτοκίνητο είναι παλιό. Και από ό,τι θυμάμαι από τη μικρή μας σχέση, δεν είναι και το πιο εύκολο όχημα. Ας ξεκινησουμε από τα βασικά.»
Η Ήβη έβαλε τα χέρια της στο τιμόνι.
«Ξέρεις δεν είναι πολύ αργά να αλλάξεις γνώμη.»
«Αχιλλέα ξεκίνα.»
«Προσπάθησα να σε μεταπείσω. Αν μας συμβεί τίποτα αυτή τη φορά δεν θέλω να ρίχνεις ευθύνες σε εμένα. Περιμένω βασιλική μεταχείριση και συγνώμες στα γόνατα.»
Η Ήβη τον κοίταξε μέσα από τις γαλάζιες σχισμές της. «Με λες ανεύθυνη;»
«Δεν σε λέω και αγαπημένο λουλουδάκι του κάμπου.» μουρμούρισε. «Λοιπόν. Βάλε το αριστερό σου πόδι στον συμπλέκτη.»
Η Ήβη κοίταξε κάτω. «Ναι. Τι;»
Σωστά. «Τέρμα αριστερά.»
«Α, το' χω. Μετά.»
«Μετά πιάσε τον μοχλό ταχυτήτων και μπες στη νεκρά.»
Η Ήβη έχασε το λιγο χρώμα από πάνω της. «Δεν σκοτώνω ανθρώπους εγώ.»
«Είναι η ουδέτερη περιοχή. Σκέψου το σαν τη νεκρή ζώνη ανάμεσα σε δύο οχυρά.» της εξηγησε ο Αχιλλέας. Η Ήβη ακολούθησε τις οδηγίες του με χαρά ξανά. «Και τώρα μπορείς να βάλεις το κλειδί στη μίζα. Ναι, το γυρνάς.»
Ένας δυνατός γλυκός ήχος ακούστηκε και οι δύο τους χαμογέλασαν. «Και τώρα;»
«Τώρα σήκωσε και ξανακατέβασε το πόδι σου στον συμπλέκτη. Μετά βάλε στην πρώτη, πάνω αριστερά.» η Ήβη έπιασε τον μαύρο μοχλό και έβαλε δύναμη. Ίσως το αυτοκίνητο να ήταν και λίγο χαλασμένο. «Τώρα αργά αργά, σήκωσε το πόδι σου μέχρι να ακούσεις τον ήχο του κινητήρα να πέφτει. Οκ, μπράβο. Ξανά πάτα το. Τώρα κάν' το ξανά και ξανά μέχρι να μπορείς να αναγνωρίσεις αμέσως την πτώση του ήχου.»
Το πόδι της Ήβης κουνιόταν χαρωπά, τα νεύρα του Αχιλλέα για τον πιθανό θανάτου του επίσης.
«Τώρα έρχεται το δύσκολο σημείο. Ο θάνατος μας.» η Ήβη γύρισε να τον κοιτάξει με φόβο. «Ήθελες να μάθεις να οδηγείς από αυτό το τέρας. Είπαμε, η ευθύνη δική σου.»
«Μήπως να σταματήσουμε;» τον ρώτησε. Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. Ώστε φοβήθηκε επιτέλους. Εξ αρχής αναρωτήθηκε τι την έκανε τόσο ατρόμητη. «Δεν θέλω να έχουμε πάλι κάποιο ατύχημα.»
Τι όμορφα λόγια! «Χαίρομαι που συμφω-»
«Από την άλλη ήθελα να μάθω πολύ καιρό τώρα. Περιπέτεια δεν είπες ότι είναι; Ε υπέροχα τότε!» σε μια κίνηση που ο Αχιλλέας δεν περίμενε να δει την Ήβη να κάνει ποτέ ξανά, η ηλιόφωτη έβαλε πάλι τα χέρια της στο τιμόνι χαμογελώντας. «Ωραία πάμε!»
Κάπου εδώ γύρω θα πρέπει να υπάρχει κάποιο δάσος να θάψει το πτώμα της. «Θες τόσο πολύ να μάθεις ε; Τότε, πάτα το γκάζι!»
Ευτυχώς που φορούσαν ζώνες, αλλιώς η Ήβη θα τους είχε πετάξει μέσα από το γυαλί. Η Ήβη φώναξε, ο Αχιλλέας έβγαλε από μέσα του χρωματιστές λέξεις για τη μητέρα του, και τελικά η ηλιόφωτη άφησε ήσυχο στην υγεία του το γκάζι και πάτησε γρήγορα φρένο.
Και εμείς ζήσαμε καλά και αυτοί λίγο χειρότερα.
«Θες ακόμα να μάθεις να οδηγείς;»
«Όχι.»
Ο Αχιλλέας κοίταξε μέσα από τον καθρέπτη την απόσταση που μπορεί να διένυσαν. Προς έκπληξή τους, η κολόνα της ΔΕΗ στην οποία ήταν σταματημένοι πιο πριν, τώρα μετά βίας φαινόταν. Ίσως έπρεπε να πάρει τελικά τον οφθαλμίατρο και να κλείσει ένα ραντεβού. «Πάντως μακριά πήγαμε.»
«Θες να πεις ότι οδήγησα;» τον ρώτησε με γουρλωμένα μάτια. Ύστερα τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Ίσως δεν χρειάζομαι άλλα μαθήματα.»
Ένα μπλε φως τον τύφλωσε μέσα από τον καθρέφτη. «Δεν θα σε αφήσω να βγεις έτσι στον κόσμο.»
«Μα πήγα μακριά.»
«Ναι, δύο βήματα πριν τον Χάρο!» ένα αυτοκίνητο σταμάτησε από πίσω τους και δύο άνδρες βγήκαν. Ή ήταν τα πιο τυχερά άτομα στον κόσμο, ή ο Αχιλλέας είχε όντως μυωπία και αυτοί ήταν αστυνομικοί. «Να'τος! Έφερε και παρέα τον Άγιο Πέτρο, μη τρέχουμε με γραφειοκρατικά αργότερα!»
«Ο σαρκασμός σου-» η Ήβη διέκοψε -για καλή του τύχη- μόνη της την πρόταση στη μέση. Η χαρά της πήγε πέρα μακριά και τώρα έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει. «Δεν το πιστεύω.»
«Νομίζω πως τώρα θα εύχεσαι να είχαμε φύγει, έτσι δεν είναι;»
«Αχιλλέα, θα πάμε φυλακή!»
«Ήβη αν δεν σκάσεις θα πάμε όντως! Εγώ για δολοφονία, εσύ σαν μάρτυρας στον θάνατό σου!»
Οι δύο αστυνομικοί τους πλησίασαν, ο ένας από τη μεριά του Αχιλλέα, ο άλλος από τη μεριά της Ήβης. Η Ήβη έτρεμε σαν να κρύωνε στους είκοσι εννέα βαθμούς και είχε σχεδόν κουλουριαστεί στη θέση του οδηγού. Ο Αχιλλέας πρόσεξε να μην αγγίξει κάποιο από τα χέρια της που κάθε τρεις και λίγο πετάγονταν πάνω λες και το ηλεκτρικό ρεύμα και το σώμα της ήταν κολλητές που έμπλεξαν τα νεύρα τους και έσκυψε να σβήσει το αυτοκίνητο. Ο ήχος μειώθηκε, οι καρδιακοί παλμοί αυξήθηκαν και ο αστυνομικός από την πλευρά της Ήβης χτύπησε το τζάμι της.
Η Ήβη με χέρια που έτρεμαν κατέβασε αργά αργά το παράθυρο. Ο αστυνομικός έσκυψε προς το μέρος της και ένα κατακόκκινο στρόγγυλο πρόσωπο εμφανίστηκε. Μάλλον και αυτός έτρωγε σουβλάκια στο ίδιο μέρος που έφαγε χθες ο Αχιλλέας. Αυτό ήταν το μέλλον του;
Ναι, στη φυλακή. Αχ λέει και αστεία.
«Καλησπέρα σας.» είπε ο αστυνομικός, με έμφαση στο λάμδα. «Δεσποινίς, ξέρετε με πόσο τρέχατε;»
Η Ήβη τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. «Για να πω την αλήθεια, δεν φτάσαμε σε εκείνο το μάθημα.»
«Τι;»
«Βλέπετε κύριε αστυνόμε μου,» ξεκίνησε ο Αχιλλέας προσπαθώντας να δείξει σοβαρός, «η κοπέλα είναι αρχάρια οδηγός. Ήταν το πρώτο της μάθημα σήμερα.»
Ο αστυνομικός κοίταξε τον Αχιλλέα με απορία. «Εσύ είσαι ο καθηγητής της;»
Ο Αχιλλέας κοίταξε τα καρότα πάνω στο μπλε μπουκάμισό του. Ήταν από κάποιο παζάρι δίπλα από τα παντελόνια με τον Duffy Duck. «Δεν είπα ότι ήμουν ο κατάλληλος για αυτό.»
«Ναι δεν είναι.» συμπλήρωσε η Ήβη με τα χέρια της να γίνονται μπουνιές κάτω από το κεφάλι της.
«Έχετε δίπλωμα δεσποινίς;» η Ήβη κούνησε αθόρυβα το κεφάλι της. «Εσείς κύριε;»
Είχε; Ε κάπου εκεί θα ήταν. Άνοιξε το ντουλαπάκι μπροστά του. Κάτω από έναν απαρχαιωμένο χάρτη και ένα -μάλλον- παλιό τσιγαριλίκι το οποίο προσπάθησε να κρύψει από τον αστυνομικό δίπλα του, αλλά η ενοχή για το οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή δεν τον άφησε, βρήκε τη λευκή κάρτα που υποτίθεται έδινε την άδεια σε ηλίθιους σαν τον ίδιο να βγαίνουν έξω στον δρόμο και να σκοτώνουν μύγες. «Κουκλί είχα βγει, δεν έχετε να πείτε κάτι.»
Ο αστυνομικός το πήρε και το διάβασε. «Και τι κάνετε εδώ κάτω εσείς;»
«Ζούμε την απόλυτη περιπέτεια.»
«Αυτός. Εγώ όχι ιδιαίτερα.»
Ο Αχιλλέας γύρισε να τη κοιτάξει προσβεβλημένος. «Μια χαρά δεν χορέψαμε χθες;»
«Α ζευγαράκι είστε.» σχολίασε ο ένας αστυνομικός.
«Όλα τα εγκλήματα μαζί τα διαπράξαμε.»
Η Ήβη δίπλα του έκλεισε τα μάτια της. Μπορεί και να λιποθύμησε. Έτσι όπως χαμήλωσε το κεφάλι της, έδωσε την άδεια στον αστυνομικό από τη δική της πλευρά να βλέπει καθαρά τον Αχιλλέα. «Ποια εγκλήματα;»
«Ένα, της ομορφιάς. Καλλονές και οι δυο μας, μπουμπούκια από τον πιο ξεχωριστό κάμπο.»
«Ρε με κοροϊδεύεις;» τον ρώτησε, φανερά εκνευρισμένος.
Ζει μια κωμωδία, δεν εξηγείται αλλιώς. «Είναι το άγχος. Βλέπετε είμαι σαν τον Chandler, μόνο που δεν πάχυνα ακόμα. Και δεν βρήκα κάποια που να με αντέχει. Ακόμα.»
«Είναι συγγενής σου;» ρώτησε ο ένας.
«Μακρινό χωριό, δεν μιλάνε οι οικογένειες. Κάτι με τα περουσιακά.»
Η Ήβη άνοιξε τα μάτια της. «Άρα η Νίνα με τον Ιάσονα μπορεί να έχουν θέμα με τα χωράφια αν παντρευτούν;»
«Αφού χώρισαν.» της υπενθύμισε.
«Αγαπιούνται. Η Ευανθία λέει πως θα τα ξαναφτιάξουν.»
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» ρώτησε ο άλλος.
Ο Αχιλλέας αναστέναξε. «Μη δίνετε σημασία. Μπορούμε να φύγουμε;»
Ο αστυνομικός από την πλευρά της Ήβης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Φυσικά και όχι. Το τμήμα είναι εδώ πιο κάτω. Θα πάμε μια βόλτα.»
«Μη μας πάρει πολύ μόνο, αύριο το πρωί πρέπει να φύγουμε για Αθήνα.» είπε η Ήβη καθώς ένγαζε τη ζώνη της, ήρεμη τώρα.
«Για ποιο λόγο θα πάτε στην Αθήνα;» ο αστυνομικός της άνοιξε την πόρτα και έκανε χώρο για να βγει έξω.
«Για να τελειώσουμε την περιπέτειά μας.» του απάντησε η Ήβη. Ο Αχιλλέας χαμογέλασε στον δικό του αστυνομικό αλλά δεν έλαβε την ίδια θετική ανταπόκριση με την Ήβη. Αν άρχισε να μην έχει πέραση και στους άνδρες, ο Αχιλλέας την είχε βάψει. Η Ήβη έκλεισε την πόρτα. «Και μετά επιστρέφουμε στη καθημερινότητά μας.»
Ο Αχιλλέας την πλησίασε. «Φαίνεσαι απαίσια χαρούμενη για αυτό.»
«Ήρθε η ώρα να βάλω σε σειρά τη ζωή μου δεν νομίζεις;»
Και εκείνος έπρεπε να το κάνει. Αλλά ποιος θα βγάλει έξω τα άχρηστα;
Ο αστυνομικός του τον πλησίασε ζητώντας τα κλειδιά. «Εσείς πάτε στο τμήμα. Εγώ θα σας ακολουθήσω με το αυτοκίνητο.»
«Προσοχή στο δέρμα!» του φώναξε η Ήβη όπως έμπαιναν στο περιπολικό. «Η Μίνα το καθάριζε δύο μέρες για να φύγει ο εμετός της Νίνας!»
Ο Αχιλλέας έκατσε δίπλα της και είδαν τον αστυνομικό να οδηγεί το αυτοκίνητο της Νίνας μακριά. Ήλπιζαν και οι δύο να το έβλεπαν σύντομα ξανά, όταν ο άλλος αστυνομικός ξεκίνησε το περιπολικό. Ο Αχιλλέας κοίταξε την Ήβη με ένα ένοχο χαμόγελο. «Να και κάπου που περίμενα να μας δω σε αυτή την περιπέτεια.»
Η Ήβη τον κοίταξε κουρασμένα. «Το είχα βάλει στο πρόγραμμα για καλό και για κακό.»
Ο Αχιλλέας γέλασε και η Ήβη κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας έστω και λίγο σε αυτή την παρωδία. Το περιπολικό πέρασε σε έναν αγώνα δράσης το αυτοκίνητο της Νίνας και οι δύο φίλοι πήγαιναν προς το κοινό τους μέλλον στο αστυνομικό τμήμα μιας άγνωστης πόλης με κανέναν, πέρα από τους εαυτούς τους, για να τους σώσει.
Η Ήβη του χαμογέλασε και ο Αχιλλέας κατάλαβε πως μοιράζονταν την ίδια σκέψη: αφού ήταν μαζί, όλα θα ήταν καλά.
«Και πότε θα μου το έλεγες;» τη ρώτησε όταν γύρισαν στο σπίτι του.
Ο Αχιλλέας πέταξε τα παπούτσια του στην είσοδο και πήγε στη κουζίνα χωρίς να τη κοιτάει. Η σειρήνα του έμεινε στην είσοδο κουνώντας το κεφάλι της. «Είναι απλά ένας φίλος, Αχιλλέα. Δεν είναι δα και το πιο κοσμοϊστορικό γεγονός που θα γραφτεί στις σελίδες της New York Times.»
Κάπου είχε κρυμμένο ένα τζιν, για εκείνα τα βράδια που είχε πιει αρκετά και χρειαζόταν και κάτι ακόμα για να τον καταστρέψει. Σε κάποιο ντουλάπι της κουζίνας, το θυμάται ότι το είχε βάλει εκεί για να μη το βρει ποτέ ο Ιάσονας.
«Καλό παιδί πάντως, να φανταστώ το ίδιο καλός και στο κρεβάτι.» σχολίασε.
Η σειρήνα του τον ακολούθησε αργά στη κουζίνα. «Ναι, πώς το ξέρεις; Το έκανες και εσύ μαζί του;»
«Μήπως το έκανες εσύ;»
Να' το λοιπόν! Το διαφανές αλκοόλ τον κοιτούσε στα μάτια. Παλιέ καλέ μου φίλε.
«Και αν το έκανα, τι θα γίνει;» τον ρώτησε.
Ο Αχιλλέας άνοιξε το μπουκάλι και πριν προλάβει να σκεφτεί, ήπιε αρκετό από το περιεχόμενό του. Ας τον κάψει, ή θα φύγει από το αλκοόλ, ή θα φύγει από εκείνη. «Για μία ώρα σε έχασα, και εσένα και εκείνον. Πού ήσουν;»
«Με παρακολουθείς;» του φώναξε. «Δεν μπορώ να διασκεδάσω με τον φίλο μου;»
«Όχι, δεν μπορείς!» άφησε το μπουκάλι να χτυπήσει στο μάρμαρο του πάγκου με δύναμη. Η σειρήνα του τρόμαξε. «Με αυτόν δεν μπορείς.»
Η κοπέλα του τον πλησίασε. Πήρε το μπουκάλι από τα χέρια του και το μετακίνησε στο τραπέζι. Ύστερα τον έκανε να τη κοιτάξει. Δεν ήθελε, γαμώτο δεν ήθελε. Ήξερε πως μόλις έβλεπε τα μάτια της θα τα ξεχνούσε όλα. Μπορούσε να της συγχωρήσει τα πάντα. «Είμαι μαζί σου εδώ, Αχιλλέα. Είμαι μαζί σου εδώ.»
«Παλιά ήσουν με εκείνον.» ψιθύρισε. Ένιωθε τόσο αδύναμος μπροστά της. «Ζηλεύω, πολύ. Αλλά πες μου, δεν είναι λογικό όταν μιλάμε για τον πρώην σου;»
«Θέλω να με εμπιστευτείς μωρό μου.» του είπε σιγανά. Η σειρήνα του άφησε τα χέρια της να πέσουν από το πρόσωπό του και να αγγίξουν το στέρνο του, εκεί να χαϊδεύουν το πράσινο ύφασμα. Τον κοιτούσε στα μάτια με μια μελαγχολία. Αλλά δεν ήξερε ποιος ή τι την προκάλεσε. Εκείνος, ή κάτι άλλο; «Σ'αγαπώ Αχιλλέα, να το ξέρεις.»
«Και εγώ-»
«Σςς, μη πεις το όνομά μου. Μπορεί και να σε πιστέψω.»
Στηρίχτηκε πάνω της και πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. «Αγαπούσες και εκείνον;»
Η σειρήνα του κατέβασε τα μάτια της. «Πολύ.»
«Θα μου έλεγες ποτέ για αυτόν;» στο τέλος η φωνή του έσπασε.
Η σειρήνα του χαμογέλασε με εκείνη τη μελαγχολία που είχε στα μάτια της. «Όπως είπε και κάποιος, είναι απλά άλλη μια ιστορία την οποία δεν μπορώ να πω.»
Ο Αχιλλέας τη φίλησε στο μάγουλο. «Δεν θέλω να καταλήξουμε έτσι και εμείς.»
Η σειρήνα του πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. «Τον έχω ξεπεράσει. Είναι στο παρελθόν για εμένα. Και εγώ για εκείνον. Βλέπεις, εδώ και μερικούς μήνες είναι ερωτευμένος με άλλη.»
Ήταν άδικος που η τελευταία πρόταση του έδωσε ένα δίχτυ ασφαλείας για τη στιγμή που θα πέσει; Ένιωθε καλά με αυτό. Που δεν τον ενδιέφερε η δική του κοπέλα. Αλλά φοβόταν. Φοβόταν πολύ.
Γιατί έβλεπε τον πόνο στα μάτια της. Και μαζί της πονούσε και εκείνος, γιατί θα την έχανε. Κάποια στιγμή θα την έχανε.
«Είμαι κουρασμένος.» της είπε απαλά.
«Πάμε να κοιμηθούμε.»
Ήξερε. Ήξερε γιατί ήταν κουρασμένος. Ήξερε γιατί την κατηγορούσε. Γιατί μπορούσε άνετα να φύγει μέσα από τα χέρια του και να πάει μακριά. Γιατί είχε φύγει από του άλλου τα χέρια εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους και έπνιξε τη κατάθλιψή της και τον πόνο της με τη ψυχή του. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό.
Τελικά, και οι δύο αδύναμοι ήταν.
Ο ένας ερωτευμένος με μια σειρήνα. Και εκείνη ερωτευμένη με τον Θεό της. Πώς μπορούσε να τον προσπεράσει για τη κατάκτηση της καρδιάς της; Δεν μπορούσε.
«Ναι πάμε.» της ψιθύρισε.
Η μόνη του χαρά πλέον, ότι τα δικά του όνειρα έμπλεκαν με τα δικά της. Ότι τα βράδια βρισκόταν στην δική του αγκαλιά.
Και ας σκεφτόταν άλλον έως τώρα. Είχε χρόνο να τη κερδίσει.
Τον αγαπούσε εξάλλου. Ό,τι και αν σημαίνει αυτό για εκείνη.
__________________________
Α/Ν Έχω να κάνω μια εξομολόγηση. Υπάρχει στο Spotify μια playlist που λέγεται Disney + Anastasia και τις τελευταίες μέρες είναι αυτό που με κρατάει στην επιφάνεια.
Γεια σας, τι κάνετε; Όλα καλά, πάντα καλά, σούπερ ντουπερ.
Καλή αρχή στο σχολείο (για όσους πάνε ή θα πάνε), θα είναι μια δύσκολη και περίεργη χρονιά αλλά ελπίζω να είναι εξίσου εποικοδομητική και δημιουργική με τις προηγούμενες.
Αυτά από εμένα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη στήριξη, μικρή ή μεγάλη, μου δίνετε ένα χαμόγελο. Μουάτς.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top