11. She - Charles Aznavour.
11. She - Charles Aznavour.
Εκείνη μπορεί να είναι το πρόσωπο που δεν μπορώ να ξεχάσω,
Ένα ίχνος ευχαρίστησης ή λύπης,
Μπορεί να είναι ο θησαυρός μου,
Ή η τιμή που πρέπει να πληρώσω.
- Charles Aznavour.
Εκείνη.
Εκείνη ήταν έρωτας. Ήταν κεραυνοί και αστραπές και χτυπούσαν το σώμα του αλύπητα με ένα βλέμμα της. Τον κατέστρεφε και έσπαζε το γυαλί γύρω από τη καρδιά του. Έπαιρνε τη ψυχή του και την κρατούσε για εκείνη. Ακόμη την κρατούσε.
Την ένιωθε μακριά του.
Εκείνη που ήρθε στη ζωή του από το τίποτα, ένα βράδυ που ήθελε να χαθεί και να χάσει και στο τέλος βρήκε αλλά χάθηκε στην αγκαλιά της.
Το διαμέρισμα της Άννας, της κοπέλας του Γιώργου ήταν ήδη γεμάτο όταν ο Αχιλλέας έφτασε κρατώντας ένα μπουκάλι τζιν. Μόνο για εκείνον φυσικά, δεν ήταν ποτέ από τα άτομα που μοιράζονταν τα πράγματα του. Η πόρτα άνοιξε με ένα ελαφρύ σπρώξιμο και από σεβασμό προς τους γείτονες, ο Αχιλλέας την άφησε έτσι.
«Τα διαμερίσματα του ορόφου και του από κάτω είναι άδεια.» του είπε ο Γιώργος όταν τον είδε. «Όλοι είναι ακόμη διακοπές.»
Ο Αχιλλέας άνοιξε το μπουκάλι του με ένα κόλπο που του είχε μάθει ο Ιάσονας στην πρώτη λυκείου. Το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και το τράβηξε απότομα μακριά. Το καπάκι έπεσε στο λερωμένο πάτωμα, μα κανείς δεν έκανε τον κόπο να το σηκώσει.
«Και ήξερε η Άννα να καλέσει τόσο κόσμο ε; Εγώ πρώτο έτος δεν ήξερα πού είναι η γραμματεία.» σχολίασε ο Αχιλλέας. «Πώς προέκυψε;»
Ο Γιώργος σταμάτησε δίπλα του. «Δεν μου είπε είμαι η αλήθεια, αλλά ξέρω πως είναι τα γενέθλιά μιας φίλης της. Έχει ένα γλυκό στο ψυγείο αλλά δεν με αφήνει να ανοίξω το κουτί. Λέει είμαι λεμονόπιτα και τόσο ξινός που είμαι δεν μπορώ να φάω παραπάνω λεμόνι. Που θα με πει εμένα ξινό η Αννούλα. Ήμαρτον.»
Ο Αχιλλέας γέλασε. Λεμονόπιτα, ένα από τα αγαπημένα γλυκά του Γιώργου. Και η Αννούλα να του το κρύβει για κάποια φίλη της. «Ποια φίλη της; Γιατί τόση μυστικότητα;»
«Λέει πως δεν της αρέσει το τζέρτζελο.»
«Κρίμα. Έχει και την καλύτερη εποχή γενέθλια. Μέσα στην άνοιξη.»
«Άστα να πάνε.» ο Γιώργος ένευσε χαμογελώντας προς κάποιον πίσω από τον κολλητό του. «Ρε τι μανάρι αυτή του αδελφού σου. Πού τις βρίσκει ρε γαμώτο;»
«Έχεις παράπονα από εμένα;»
Έτσι μικροσκοπική που είναι, η μορφή της Άννας εμφανίστηκε δίπλα στον Γιώργο ως δια μαγείας. Ο κολλητός του περνούσε την κοπέλα του λίγο παραπάνω από ένα κεφάλι σίγουρα, η ίδια όμως με αυτό το βλέμμα που του έδειχνε τώρα ήταν πιο απειλητική. Ο Γιώργος ήπιε από το ποτό του, και κοιτούσε τα μάτια της Αννούλας του σαν να φοβόταν να κοιτάξει άλλου. Ο Αχιλλέας φανταζόταν πως η Αννούλα είχε πάντα το πάνω χέρι στο κρεβάτι. Και σε όλα τα άλλα.
Πάνω στη μοναξιά και μελαγχολία του βλέποντας το ευτυχές ζεύγος, εμφανίστηκε δίπλα του ένα ακόμη. Γιατί ο Αχιλλέας μαύρα φορούσε, σαν τις μύγες έρχονταν οι κοπέλες από τη Νομική και τη Θεολογία αλλά καμία τους δεν είχε αρκετό χρώμα για να κάνει τη ζωή του πιο όμορφη.
Βέβαια εκείνη το είχε.
Προσπέρασε τον πόνο από το χτύπημα στην πλάτη του από τον αδελφό του, προσπέρασε την νέα κοπέλα του αδελφού του, μια ξανθιά ομορφούλα με μεγάλα μπλε μάτια που άκουγε στο όνομα Νίνα και επικεντρώθηκε στη φίλη που έφερε η νύφη, μια μελαχρινή σειρήνα με πράσινα μάτια που χαμογελούσαν με ένοχα μυστικά.
Ήταν η μελαχρινή. Εκείνη από το νοσοκομείο πριν λίγες ώρες.
Σημάδι από τον Θεό; Ποιον από όλους; Δεν είχε σημασία, έπρεπε να το δεχτεί.
Ο Ιάσονας χαιρέτησε τη μικρή παρέα με μια άβολη χειραψία. Πάντα έτσι ήταν. Τραβούσε όλη την προσοχή πάνω του με ένα χαμόγελο αλλά δεν ήξερε πώς να το συνεχίσει. Περίεργοι άνθρωποι όλοι στο σόι τους. «Από εδώ η Νίνα. Είναι μια φίλη μου.»
Η Νίνα έδωσε το χέρι της στον Αχιλλέα. «Εννοεί ο έρωτας της ζωής του. Αλλά ντρέπεται.»
Φυσικά και ντρέπεται. Τα μάγουλα του αδελφού του έγιναν τόσο κόκκινα που ο Αχιλλέας μπορούσε να τα δει και στο σκοτάδι.
Ο Αχιλλέας ανταπέδωσε. «Αχιλλέας.»
«Ωραίο όνομα.» σχολίασε η Νίνα. Όμως δεν φάνηκε να το λέει σε αυτούς, αλλά περισσότερο σε κάποιον μέσα στο μυαλό της. Ύστερα γύρισε προς την κοπέλα του κολλητού του. «Όλα έτοιμα;»
«Ό,τι μπορούσα, ναι. Τι ώρα θα έρθει;»
Γνωρίζονται;
«Σε δέκα λεπτά υποτίθεται. Αλλά μπορεί και σε πέντε, την ξέρεις πώς είναι.» απάντησε η νύφη.
Ο Αχιλλέας είχε το ίδιο μπερδεμένο βλέμμα με τον αδελφό του. «Γνωρίζεστε;»
«Ναι.» απάντησαν και οι δύο τους. Καμία παραπάνω πληροφορία. Απλώς ένα ναι και αλλαγή της συζήτησης.
Η λεμονόπιτα θα φταίει.
Ο Αχιλλέας όμως δεν ασχολήθηκε παραπάνω. Επικεντρώθηκε και πάλι πάνω σε εκείνη. Κοιτούσε γύρω της σαν να προσπαθούσε να βρει κανέναν άλλον γνωστό. Κάτι να τη τραβήξει μακριά. Αλλά όχι, έχει σημάδι από κάποιο Θεό. Δύο φορές σε μία μέρα; Κάτι έπρεπε να κάνει.
Χώθηκε ανάμεσα στη Νίνα και στην άγνωστη κοπέλα. Φόρεσε το καλύτερο μελαγχολικό χαμόγελο του. Είδε το κόκκινο χρώμα των χειλιών της να γυρνάει προς εκείνον. Δεν χαμογελούσε τόσο όσο αυτός, αλλά από το τίποτα, κάτι είναι και αυτό.
«Είμαι ο Αχιλλέας.» της είπε.
«Ναι, το άκουσα.» απάντησε.
Λίγο η μουσική, λίγο το τζιν, η φωνή της ήταν θάνατος και όλη του η ζωή μαζί.
«Έχεις κι εσύ τόσο ωραίο όνομα όσο εγώ;»
Εκείνη τώρα άνοιξε τα χείλη της σε ένα υπέροχο χαμόγελο. Είχε όλη της την προσοχή. Τίποτα δεν μπορούσε να την αποσπάσει. Με αυτό το χαμόγελο τον κοίταξε σαν να του έκανε μάγια. «Με λένε-»
Κάποιος τον έσπρωξε, και ύστερα έσπρωξε και εκείνος το μπουκάλι του πάνω στην σειρήνα με τα όμορφα μάτια, και ύστερα έσπρωξε και την ίδια μαζί με το πλέον λερωμένο μπλουζάκι της πάνω στη Νίνα η οποία βρήκε ευκαιρία να πέσει στην αγκαλιά του Ιάσονα και να τον φιλήσει.
Κοίταξε γύρω του. Η Άννα τον κοιτούσε απολογητικά καθώς με μια άλλη κοπέλα με μωβ μαλλιά έσπρωχναν μια άλλη με πολύ ξανθά προς το μπαλκόνι στην άλλη πλευρά του σαλονιού. Η λεμονόπιτα;
«Συγνώμη εγώ-»
«Δεν πειράζει, δεν έγινε-»
«Να βοηθήσω-»
«Νομίζω πως μπορώ-»
«Δεν το ήθελα-»
«Ναι φτάνει, ένα ατύχημα ήταν, ηρέμησε.» οι λέξεις της βγήκα τόσο απότομα που ο Αχιλλέας δεν ήξερε αν ήθελε να κρυφτεί μακριά της ή να την ρίξει στο πάτωμα και να τη φιλήσει.
Δεν κοιτούσε το λερωμένο μπλουζάκι της, η σειρήνα κοιτούσε τον Αχιλλέα κάπου στα μάτια σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Άλλες τώρα θα είχαν χάσει τον κόσμο τους επειδή καταστράφηκε ένα υλικό που χρυσοπλήρωσαν. Παράδειγμα η Μέδουσα με το γκρι ταγέρ που είχε αγοράσει τρία χρόνια πριν σαν δώρο Χριστουγέννων προς τον εαυτό της με τα λεφτά του πατέρα. Η σαμπάνια από το σούπερ μάρκετ της περιοχής ακόμα να φύγει.
«Θα πάω στο μπάνιο να το καθαρίσω.» του είπε. «Όλα καλά, μην αγχώνεσαι σαν κοριτσάκι κάνεις.»
Τον είπε κοριτσάκι; Τον Αχιλλέα; Τον άνδρα τον βαρύ, τον δυνατό, το γέρο, τον σπουδαίο. Αυτός έφταιγε που νοιαζόταν. Ας πάει τώρα να προσπαθήσει να το βγάλει. Αυτός έφταιγε; Όχι, μια ξανθιά που ήταν σαν κυνηγημένη. Δεν θα ακολουθήσει τη σειρήνα, ας τα βγάλει πέρα μόνη της.
Την ακολούθησε.
Εκείνα τα μακριά πόδια μέσα από το στενό παντελόνι που μέσα στη ζέστη έπρεπε να την έκανε να θέλει να γυρίσει στις διακοπές της. Εκείνα τα χέρια που φαίνονταν λεπτά, αλλά δυνατά, αρκετά τουλάχιστον για να τον πάρουν και να ταρακουνήσουν τη ζωή του. Και ύστερα τα μαύρα μαλλιά της, εκείνη την οπτασία που κουνιόταν δεξιά και αριστερά και καθώς περνούσε ήταν το μόνο που έβλεπαν όλοι. Και εκείνη δεν έβλεπε κανέναν. Δεν την ένοιαζε κανένας.
Τουλάχιστον έτσι φάνταζε, μέχρι που γύρισε και τον είδε πάνω από τον ώμο της με ένα προκλητικό βλέμμα και χαμόγελο γεμάτο επιθυμίες.
Ήθελε να της το κλέψει , να το κάνει δικό του, μονάκριβο του. Ο Αχιλλέας ήταν ένας μελαγχολικός βλάκας που ζωγράφιζε τα πάντα με χρώμα γιατί δεν έβρισκε χρώμα στη ζωή του. Αλλά εκείνη ήταν κόκκινο, βαθύ κόκκινο που σε κατέστρεψε, έντονο μωβ που σε έκανε να γελάσεις, λευκό σαν τον άγγελο που φάνταζε και μαύρο, μαύρο σαν τη νύχτα, μαύρο σαν τα μαλλιά της, μαύρο για τον πόνο που μπορούσε να του προκαλέσει.
Την ήξερε μερικά λεπτά. Την είχε δει μερικές ώρες. Δεν ήταν όνειρο όμως, ήταν πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που δεν πίστευε πως υπήρχε.
«Απλώς θα στέκεσαι και θα με κοιτάς;»
Τα πράσινα μάτια της έλαμπαν μέσα από τον καθρέφτη. Τόσο χλωμά έβρισκαν όμως τα δικά του. Το μαύρο του δεν ήταν μαύρο, ήταν σαν να μην είχε κανένα πάθος. Αλλά βλέποντας τα δικά της, ήταν σαν να άναψε κάποιος ένα σπίρτο στο σκοτάδι του. Και περίμενε ή να φωτίσει όλο του τον κόσμο ή να τον κάψει ολοσχερώς.
«Σκέφτηκα πως μπορεί να φανώ αντιπαθητικός και ανατριχιαστικός αν συνεχίσω τις απαίσιες προσπάθειες μου για να σου την πέσω.»
Εκείνη γελασε. Αχ, είχε όμορφο γέλιο. Πορτοκαλί; Ναι, πορτοκάλι! Με μια δόση κόκκινου για τον έρωτα που έκρυβε.
«Λες πάντα ό,τι σου έρχεται στο μυαλό;» τον ρώτησε.
Ο Αχιλλέας έπεσε προς τα μπροστά όταν τον χτύπησε καταλάθος κάποιος μεθυσμένος. Μπήκε μέσα στο μπάνιο και έκατσε πάνω στη μπανιέρα. Ασφάλεια και μακριά από τα νοσήματα βλακείας που μεταδίδουν κάποιοι.
«Υποθέτω πως ναι.»
Τρομοκρατήθηκε. «Το είπα αυτό απέξω;»
«Σίγουρα δεν το άκουσα στο δικό μου μυαλό, οπότε ναι.» συνέχισε να τρίβει. Και ύστερα μύρισε το ύφασμα. Έκανε μια γκριμάτσα όταν της ήρθε η έντονη μυρωδιά του αλκοόλ. «Θα ήθελα να είμαστε στο ίδιο επίπεδο Αχιλλέα.»
Τι εννοεί; «Σε ακούω.»
Εκείνη έκλεισε τη βρύση. Μάλλον παράτησε το τρίψιμο, κατάλαβε πως η μπλούζα είχε σχεδόν καταστραφεί. Και τότε ο Αχιλλέας κατάλαβε πως ακόμη δεν ήξερε το όνομα της. Την αποκαλούσε «εκείνη». Αλλά ίσως και να μη χρειαζόταν. Γιατί αυτή η δεικτική αντωνυμία πλέον ταίριαζε μόνο σε ένα άτομο.
Τη σειρήνα με τα πράσινα μάτια.
«Δεν θα μπω σε πολλές λεπτομέρειες. Είδες που ήμουν στο νοσοκομείο.» ξεκίνησε χωρίς να τον βλέπει. Ίσως η μπλούζα της απέκτησε ένα κάποιο ενδιαφέρον. «Και μιας και ήσουν και εσύ εκεί, ίσως καταλαβαίνεις πως δεν είναι εύκολο για μια οικογένεια όταν κάποιος παθαίνει κάτι. Εγκεφαλικό, καρδιακό, και τα λοιπά, σωστά;»
Ο Αχιλλέας ξεροκατάπιε. «Σωστά.»
Εκείνη σήκωσε τότε το κεφάλι της. «Φαίνεσαι άτομο που ερωτεύεται πολύ εύκολα. Μάλλον λάθος, ερωτεύεσαι τα πάντα.»
«Όπως λέει και η μητέρα, σπάνια σκέφτομαι φυσιολογικά.»
Γέλασε πάλι. Ήθελε να ακούει συνέχεια το γέλιο της. Άραγε θα το έδινε για δικό του;
«Είμαστε σε ένα πάρτυ γεμάτο μεθυσμένος ήδη από την δεύτερη, τρίτη ώρα έναρξης του.» η σειρήνα του μετακινήθηκε προς την πόρτα. Την έκλεισε. Τη κλείδωσε. «Και θα ήθελα αυτή τη στιγμή να είμαι μεθυσμένη. Γιατί τουλάχιστον δεν θα ένιωθα τόσο χάλια. Εσύ πώς νιώθεις Αχιλλέα;»
Ένιωθε λες και το όνομα του δεν έπρεπε να βγει από άλλα χείλη πέρα από τα δικά της ποτέ ξανά.
«Άσχημα, πολύ άσχημα.»
«Θα ήθελα μια χάρη.» ήρθε και βρέθηκε μπροστά του. Εκείνος καθισμένος, εκείνη όρθια να τον κοιτάει με τα μαγικά μάτια της. Την ήθελε τόσο πολύ. Που θα έκανε τα πάντα. «Θέλω να με κάνεις να νιώσω καλά. Να νιώσουμε και οι δύο καλά. Τι λες;»
Ένας μεθυσμένος έπεσε πάνω στην κλειστή πόρτα και έβγαλε έναν ήχο απογοήτευσης όταν κατάλαβε πως ήταν κλειδωμένα. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν άκουσε κάτι από μέσα, κάτι να χτυπάει απότομα πάνω στην πόρτα, πιο βαριά από ότι έπεσε εκείνος. Και ύστερα ξανά αυτός ο ήχος. Και ξανά.
Πίσω από το ξύλο ο Αχιλλέας ερωτεύονταν «Εκείνη» με κάθε είσοδο μέσα της. Την ερωτεύονταν τόσο πολύ, τις φωνές της, τα χείλη της στον λαιμό του, το τρέμουλο και τα νύχια της στην πλάτη του. Τη γλώσσα της να παλεύει με τη δική του δίχως αύριο.
Δύο ψυχές να ψάχνουν μέσα στο άγνωστο ένα φως ρε γαμώτο, κάτι να πιαστούν για να σωθούν που να πάρει.
Τα πόδια της γύρω από τη μέση του, ο Αχιλλέας είχε χάσει το παιχνίδι πριν καν ξεκινήσει.
Το ασθενοφόρο είχε έρθει αλλά ο Αχιλλέας και η σειρήνα του δεν κατάλαβαν τίποτα. Μια ξανθιά κοπέλα ήταν στα πρόθυρα κρίσης πανικού στο μπαλκόνι καθώς έβλεπε το πρώτων βοηθειών να προσπαθεί να συνεφέρει τον λιπόθυμο άνδρα.
Πάγος στο χέρι της, είχε παγώσει και το μυαλό της. Η βοήθεια είχε έρθει αρκετά γρήγορα και εκείνη τους κοιτούσε χωρίς να κάνει τίποτα. Απλώς καθόταν στη γωνία που είχε κουτσουλίσει ένα περιστέρι εκείνο το απόγευμα, εξωτερικά ήρεμη, εσωτερικά ένα σορό ερωτήσεις και επιφωνήματα που δεν έβγαιναν από τα χείλη της.
«Χρόνια πολλά είπαμε;» τη ρώτησε η κοπέλα με τα μωβ μαλλιά.
Η Άννα σήκωσε την ξανθιά κοπέλα με τη βοήθεια της Νίνας. Μαζί με τη Δώρα και τα μωβ μαλλιά της, μετέφεραν τη ξανθιά κοπέλα στη κουζίνα. Πέρασαν απαρατήρητες, όλοι πρόσεχαν τον άνδρα που μόλις τώρα είχε αρχίσει να συνέρχεται και να μεταφέρεται με ένα φορείο προς την έξοδο.
Η Άννα κάθισε τη ξανθιά κοπέλα σε μια ξύλινη καρέκλα στο μικρό δωμάτιο. Πίεσε τον πάγο στο χλωμό χέρι της φίλης της. «Τι χτύπημα και αυτό; Μάλλον πονάει πολύ ε;»
Η ξανθιά κοπέλα δεν μίλησε. Ήθελε να εξαφανιστεί. Ήθελε να πάει να τον βρει.
«Εκείνος τι σου-»
«Άννα!»
«Καλά ντε, δεν μιλάω.»
Η Νίνα στάθηκε δίπλα στη ξανθιά κοπέλα. «Πρέπει να βρω το αμόρε πριν αρχίσει να με ψάχνει. Θα είσαι καλά;»
Ήθελε να φωνάξει όχι, αλλά στο τέλος κούνησε θετικά το κεφάλι της.
Ένα πιάτο με κάτι που φαινόταν σαν σπιτική, γευστικά καταπληκτική λεμονόπιτα εμφανίστηκε μπροστά της. Η Δώρα μοίρασε στις τρεις τους κουτάλια, χάραξε τα κομμάτια που θα έτρωγε η κάθε μία και ύστερα έκατσε. Και οι τρεις όπως πάντα κρυμμένες σε ένα μικρό δωμάτιο μακριά από όλη τη φασαρία.
Όσο έτρωγαν, η ξανθιά κοπέλα σκεφτόταν τον άνδρα στο μπαλκόνι, εκείνον που είχε γνωρίσει λίγο καιρό πριν, είχαν μιλήσει λίγο παραπάνω και δεν το είχε πει σε κανέναν, και μερικά λεπτά νωρίτερα αυτός ο άνδρας σκέφτηκε πως θα ήταν καταπληκτική ιδέα να τη φιλήσει.
«Πάντως μάλλον δεν φιλάει ωραία.» ένα δολοφονικό βλέμμα από τη Δώρα και η Άννα σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Μόνο αυτό είπα!»
Το θέμα ήταν, πως στην ξανθιά κοπέλα, αυτό το φιλί ήταν η πρώτη έκπληξη που της είχε αρέσει. Κατάφερε να κρύψει ένα μικρό χαμόγελο όσο οι τρεις φίλες έτρωγαν και γιόρταζαν τα γενέθλια της. Όπως κάθε χρόνο, μακριά από όλους και από όλα.
Μια μελαχρινή κοπέλα με λερωμένα μπλούζα πέρασε έξω από τη κουζίνα. Η ξανθιά κοπέλα κοίταξε τον μελαχρινό άνδρα που κοιτούσε την πρώτη με ένα βλέμμα λατρείας. Για μερικά δευτερόλεπτα, ούτε καν το κατάλαβε, το βλέμμα της μπλέχτηκε με το δικό του.
Της ένευσε σαν χαιρετισμός. Ανταπέδωσε με ένα ελαφρύ σήκωμα του κουταλιού της.
Ούτε εκείνη θα τον θυμόταν αύριο το πρωί μα ούτε και εκείνος. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι με άλλους.
Κατεστραμμένοι από την πρώτη κίνηση του παιχνιδιού.
_____________________________
A/N Καλησπέρα σας!
Ένα μικρό κεφάλαιο με μια εξίσου μικρή δόση μελαγχολίας. Βλέπουμε λίγο από το παρελθόν των πρωταγωνιστών μας και των ανθρώπων που τους σημάδεψαν. Αυτό είναι ένα από τα πρώτα κεφάλαια/μέρη που θα βλέπουν το παρελθόν τους και ελπίζω να το αναλύσουμε περισσότερο στο σύντομο μέλλον.
Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να πω πως μπορεί να μην ανεβάζω πολύ το επόμενο χρονικό διάστημα. Το καλοκαίρι περνάει τόσο γρήγορα που ούτε το καταλαβαίνω και να! Έχει φτάσει σχεδόν η πόρτα της εξεταστικής Σεπτεμβρίου! Οπότε θα απολαύσω αυτή τη μερική «νεκρα» που επικρατεί τον τελευταίο καιρό στην εφαρμογή για να συγκεντρωθώ λίγο στο διάβασμα μου αλλά και στην ανάγνωση μερικών υπέροχων βιβλίων που βρήκα και πάλι εδώ πέρα!
Καλό καλοκαίρι, όσο έμεινε και να ξαναλέμε σύντομα.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top