10. River Deep - Mountain High - Ike & Tina Turner.
10. River Deep - Mountain High - Ike & Tina Turner.
Ήταν το είδος του άνδρα το οποίο θα ερωτευόσουν, ακόμα και αν δεν το ήθελες.
- Nicholas Sparks.
«Είμαστε μια νόμιμη επιχείρηση.» είπε ο ένας από τους άνδρες. «Μάλιστα η επιχείρηση μας είναι νούμερο ένα στις πωλήσεις κυνηγετικού εξοπλισμού στην περιοχή.»
Ο Αχιλλέας τον κοίταξε καλά. «Και πόσο ανταγωνισμό έχετε;»
Ένας άνδρας σε μπλε πουκάμισο και γυαλιά πιο χοντρά από τα δάχτυλα του, ήταν αυτός που πήρε τον λόγο. «Υπάρχουν άλλες δύο επιχειρήσεις που προσπαθούν να μας καταστρέψουν. Αλλά με τη νέα εισαγωγή...ποιος μας πιάνει!»
Κάθισε καλύτερα στη δερμάτινη καρέκλα του. «Από έσοδα πώς πάει; Τρέχει;»
Ο μελαχρινός άνδρας με το πράσινο πουκάμισο, αυτός που τον είχε φωνάξει να έρθει μέσα προηγουμένως και φαινόταν να είναι το αφεντικό της υπόθεσης, τον κοιτούσε προσεκτικά. «Γιατί θες να μάθεις;»
Ο Αχιλλέας τους απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια. «Βλέπετε, είναι στο πέμπτο έτος των σπουδών μου. Ιστορικό Αρχαιολογικό, στο περίφημο ΑΠΘ. Το πτυχίο δεν το βλέπω να έρχεται εκτός και αν το κατεβάσει ο Όντιν από τον ουρανό. Οπότε ψάχνω και για άλλες διεξόδους.»
«Αρχαιολογικό ε; Βρίσκετε πτώματα και τέτοια;» τον ρώτησε ένας.
«Μια χρόνια συμμετείχα σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο εξωτερικό. Είχαμε βρει κάποιους σκελετούς, λίγη δουλειά όμως βλέπετε. Τίποτα το σπουδαίο.» ο Αχιλλέας μόρφασε στην επόμενη σκέψη. «Έπρεπε να είχα πάει Καλών τεχνών όπως ήθελα. Αλλά δεν με άφησαν.»
«Οι γονείς σου;» ρώτησε ένας με κίτρινο πουκάμισο.
Ο Αχιλλέας του έγνεψε θετικά. «Οι ζωγράφοι δεν έχουν δουλειά και κύρος σύμφωνα με τη μητέρα Μέδουσα.»
«Και εγώ τα έχω περάσει.» είπε ο γυαλάκιας. «Βλέπεις ήθελα να γίνω λογιστής. Ήμουν καλός με τους αριθμούς. Αλλά μπήκα στην οικογενειακή επιχείρηση.»
Ο πρωταγωνιστής μας σήκωσε ένα φρύδι. «Είστε όλοι από το ίδιο σόι;»
«Γιστί ρωτάς;» εμφανίστηκε πάλι το αφεντικό.
«Μικρή πόλη, μεγάλη οικογένεια.» του απάντησε ένας. Το αφεντικό τον κοιτούσε με μισό μάτι.
«Και στο χωριό μου έτσι είμαστε. Όπου και να γυρίσεις, κάποιον με το ίδιο αίμα θα δεις!» τους φώναξε. «Τώρα δώρο ή κατάρα; Προς το παρόν κατάρα. Θα δείξει στη συνέχεια.»
Ο νέος καλός του φίλος, ο γυαλάκιας με το μπλε πουκάμισο Βαγγέλης, φάνηκε να συμφωνεί μαζί του. «Κατάρα, κατάρα!»
Ο πρώτος, ένας άνδρας με χοντρές πλάτες και πουκάμισο στο χρώμα του δέρματος -και ο Αχιλλέας ήθελε ένα τέτοιο- άφησε το όπλο του πάνω στο τραπέζι και ήπιε λίγο από τον φραπέ του. «Και με τη κυρά σου τι κάνετε εδώ;»
Κυρά μου; Η Ήβη κάθε άλλο από κυρία ήταν.
«Σας είπα ήδη, βρισκόμαστε στα μέσα μιας περιπέτειας.» τους απάντησε.
Ο Βαγγέλης, που μόνο το δικό του όνομα θυμόταν γιατί ταίριαζε απίστευτα με τον ίδιο, κάθισε πιο κοντά του. «Ναι, αυτά μας τα είπες. Μας είπες επίσης ότι το κάνεις για να γνωρίσει το κορίτσι κάτι έξω από τα νερά της.»
Το αφεντικό κοιτούσε τον Αχιλλέα με ένα απειλητικό ύφος. «Δεν μας είπες όμως το ψέμα.»
Το ποιο;
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε.»
Ο άνδρας με το κίτρινο πουκάμισο μαζί με τους υπόλοιπους ίσιωσαν το κορμί τους. Ο Αχιλλέας ένιωσε το φιλικό κλίμα των προηγούμενων ωρών να φεύγει μακριά, σε μια πόλη στα βόρεια, εκεί που έχει κρύο, παρέα με τις λευκές αρκούδες. Όμορφα πλάσματα.
Η Ήβη είχε λιποθυμήσει μόλις μπήκαν στο δωμάτιο που ο Αχιλλέας τώρα έπινε καφέ ήρεμος και χαλαρός. Ύστερα από ένα βλέμμα απόγνωσης προς εκείνη, την πήρε αγκαλιά και μερικοί άνδρες του έδειξαν ένα δωμάτιο να την αφήσει να ξαπλώσει. Τώρα η ηλιόφωτη βρισκόταν έναν όροφο πάνω από το κεφάλι του, σε ένα διαμέρισμα πάνω από το μαγαζί που έφαγαν πρωινό. Ίσως κουράστηκε, είχε σκεφτεί στην αρχή ο Αχιλλέας. Ίσως λιποθύμησε επειδή της ήρθαν όλα γρήγορα και δεν αντέχει την οποία πίεση βλέπει.
Βέβαια ο ίδιος μόνο καλά πέρασε. Μέχρι τώρα, που είναι πλέον απόγευμα, η μέρα ήταν υπέροχη. Βρήκε παρέα με αυτούς τους άνδρες, έφαγαν μαζί μεσημεριανό, τους εξήγησε πως η Ρωξάνη, η κοκκινομάλλα σερβιτόρα και κόρη του αφεντικού δεν ήταν του γούστου του και όλα καλά. Δεν έβλεπε την πίεση ή την κούραση που μπορεί να ένιωθε η Ήβη. Δεν έβλεπε τον λόγο που μπορεί να λιποθύμησε.
Αχ αυτό το υπέροχο μυαλό της. Και τι δεν θα έδινε για να μπει μέσα και να δει τι κρύβει.
Και τώρα, τώρα που η μερικών ωρών φιλία του με αυτούς τους άνδρες φάνηκε να χάνεται, ο Αχιλλέας πίστευε πως βραδινό δεν θα έτρωγε δωρεάν μαζί τους. Θα έχανε όσα προνόμια είχε αποκτήσει, δωρεάν φαγητό, πιθανή δωρεάν στέγη, κάποιον με τον οποίο μπορούν να λένε ένα γεια και αντίο όταν φύγουν από αυτό το μέρος. Είναι σημαντικό να ξέρεις κάποιον σε έναν άγνωστο κόσμο, όσο καιρό και αν μείνεις. Και πού ξέρεις; Μπορεί αυτές οι διασυνδέσεις να τους βγάλουν από τη φυλακή μια μέρα.
Η Ήβη στη φυλακή. Ούτε μια ώρα δεν θα άντεχε. Ο Αχιλλέας γέλασε φαντάζοντας την ηλιόφωτη πίσω από τα σίδερα.
«Τι γελάς μωρέ;»
Θυμήθηκε πού βρισκόταν και τι γινόταν και αμέσως κοκάλωσε. Αυτή η παρέα, οικογένεια μάλλον, φαινόταν να παίρνει τα όπλα μέχρι και στο περίπτερο και δεν ήθελε μια από αυτές τις σφαίρες να μπουν μέσα του. Είχε γλιτώσει από καραμπίνα στο παρελθόν, αλλά αυτός που τη κρατούσε ήταν τρελός. Τώρα αυτοί...
Αυτοί ήταν άλλη ιστορία.
«Συγνώμη.» σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. Μετά τα άφησε να πέσουν στα γόνατα του. Ύστερα από λίγο τα έβαλε στα χερούλια της καρέκλας. Δεν το πήγαινε καλά. «Αλλά πραγματικά, δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε με το γεγονός ότι σας λέω ψέματα.»
Το αφεντικό σηκώθηκε από τη θέση του. Σε μια περίοδο ενός λεπτού και αμήχανης σιγής, ο Αχιλλέας μέτρησε τα ψέματα που είχε πει σε όλη του τη ζωή, προσπαθώντας να θυμηθεί τι έκανε λάθος αυτή τη φορά. Έσφιξε τα χερούλια της καρέκλας, οι μαγικές δυνάμεις του σύμπαντος που συνήθως τον ξελασπώνουν από τέτοιες καταστάσεις τώρα κάθονταν σε μια γωνιά και τον έβλεπαν τρώγοντας ποπ κορν. Η Ήβη ήταν το πιο τυχερό άτομο του κόσμου τώρα.
Το αφεντικό έκανε τον κύκλο του τραπεζιού μέχρι που τον πλησίασε. Έδειχνε το ίδιο τρομακτικός με την πρώτη φορά που τον είδε πίσω από το ταμείο. Μόνο που τώρα ήταν κοντά του, ήταν πάνω από το κεφάλι του, με το μουστάκι του γεμάτο αφρό από τον φραπέ να στάζει -δεν πιστεύουν στα πλαστικά καλαμάκια, ψήφισαν Οικολόγους Πράσινους στις προηγούμενες εκλογές.
Λίγο παράλογο μιας και πουλάνε κυνηγετικά όπλα, αλλά ποιος είναι ο Αχιλλέας για να κρίνει;
«Μας είπες, και αυτά είναι δικά σου λόγια, πως ξεκινήσατε όλο αυτό το ταξίδι με σκοπό να γνωρίσει τον κόσμο το κορίτσι σου.» του ψιθύρισε. Μάλλον ήταν αργά να του πει πως η ηλιόφωτη δεν ήταν το κορίτσι του. «Ποιος λογικός άνθρωπος αποφασίζει να αφήσει τα πάντα και να φύγει στη μέση της βραδιάς με μια άγνωστη;»
«Δεν είπα ποτέ πως είμαστε λογικοί άνθρωποι.»
Το αφεντικό τον κοίταξε πίσω από θυμωμένα μάτια. «Πες την αλήθεια. Ποιος σε έστειλε; Τι θέλετε; Συμφωνία; Πόσοι είστε; Το κορίτσι σίγουρα πάντως δεν είναι μέρος του σχεδίου σας. Μίλα!»
«Τι είδους συμφωνία μπορείς να κάνεις με έναν έμπορο κυνηγετικών όπλων; Δώσε μου το όπλο σου, θα σου πουλήσω την αρκούδα;»
Και συνέχισε να τον κοιτάει. Μάλλον δεν έπιασε το αστείο. Λίγο χιούμορ βρε παιδιά!
«Κοιτάξτε, κύριε Ανέστη-»
«Ανδρέα.» είπαν όλοι οι άνδρες μαζί.
«Μάλιστα. Κύριε Ανδρέα. Να σας εξηγήσω τη κατάσταση καλύτερα.» ο Αχιλλέας ένιωθε να του τελειώνει το οξυγόνο. Ξαφνικά ήταν πάλι πέντε χρονών, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει στη μητέρα Μέδουσα πώς βρέθηκε μια κατσίκα στο σπίτι τους. «Εγώ και η Ήβη είμαστε φίλοι. Μόνο φίλοι. Και η ηλιόφωτη είναι κάπως...περίεργη; Αλλά με τη καλή έννοια. Διαφορετική ας πούμε. Και εγώ είμαι διαφορετικός από εκείνη. Και εκείνη από εμένα. Καταλαβαίνετε;»
«Όχι.»
«Φανταστικά.» ίσως ο λαιμός του έκλεινε, ίσως κρύωσε χθες το βράδυ στο αυτοκίνητο, αλλά βράχνιασε χωρίς λόγο τώρα. «Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι τρελό. Την επόμενη εβδομάδα εκείνη γυρνάει στην πρακτική της στο νηπιαγωγείο, εγώ συνεχίζω το διάβασμα στη σχολή. Οπότε αυτές είναι οι μέρες που θα μείνουν στη μνήμη και των δυο μας. Οπότε την ώθησα να ξεφύγει από τα όρια της. Και φτάσαμε εδώ.»
Το αφεντικό του χαμογέλασε. «Μόνο αυτό γίνεται;»
«Μόνο αυτό.»
Άλλο ένα ψέμα μπαίνει στη λίστα. Αλλά δεν ενδιαφέρει το αφεντικό, οπότε ίσως δεν πειράζει. Τουλάχιστον στο μυαλό του δεν έλεγε ψέματα, μόνο στους άλλους. Ο ίδιος ήταν καλά.
Το αφεντικό πλησίασε και άλλο το πρόσωπο του Αχιλλέα, αν ήταν δυνατό. Ο Αχιλλέας διπλώσει τον λαιμό του σε μια άβολη θέση, τα έξι προγούλια θα φαίνονταν οχτώ σε μια φωτογραφία εκείνης της στιγμής. Το αφεντικό σήκωσε το δάχτυλο του και με χαμηλό τόνο, ώστε να μη τον ακούσουν οι άλλοι, πρακτικά έφτυσε πάνω του τις επόμενες λέξεις. «Αυτοί μπορεί να σε πάνε και να σε συμπαθούν. Εγώ όμως όχι. Δεν εμπιστεύομαι το τομάρι σου. Αν κάνεις κάτι το οποίο μπορεί να με προσβάλλει, ας πούμε μου ξαναπείς ψέματα, θα σε σκοτώσω με το κυνηγετικό που κρατούσε ο ψηλός.»
Ο ψηλός ήταν εκείνος με το σομόν πουκάμισο; Ο Αχιλλέας έγειρε λίγο το κεφάλι του προς τα δεξιά για να δει τώρα τον σηκωμένο άνδρα. Ναι, εκείνος ήταν ο ψηλός. Θα μπορούσε να τον σκοτώσει και χωρίς το κυνηγετικό. Ένα «φου» να τον κάνει και ο Αχιλλέας θα έχει πέσει σαν λουκουμάς στο δρόμο και κανείς δεν θα μπει στον κόπο να τον σηκώσει.
«Καταλαβαίνω.» ψιθύρισε το παλικάρι. Προσπάθησε τουλάχιστον, ήλπιζε να ακούστηκε. Ιδρώτας ήταν αυτό πάνω στα χείλη του, ή η άδικη κατάρα που τον κυνηγούσε από όταν ήταν έμβρυο;
Το αφεντικό χαμογέλασε. «Υπέροχα. Χαίρομαι που μπορούμε να συνεργαστούμε τόσο ειρηνικά.»
Ειρηνικά; Τώρα δεν τον απείλησε να του δείξει τις πύλες της κολάσεως;
«Καλώς το κορίτσι μας! Πώς είσαι;» το αφεντικό έφυγε από πάνω του, επιτέλους και κοιτούσε με ένα ειλικρινές χαμόγελο κάποιον, ή μάλλον κάποια, από πίσω. Ο Αχιλλέας βρήκε την ευκαιρία να βγει, να βγάλει το κακό μάτι από πάνω του και με λίγη καλή θέληση, να απομακρύνει και τις απειλές που τον ακολουθούν τόσα χρόνια. Το αφεντικό τον προσπέρασε προχωρώντας προς το άτομο που μόλις μπήκε στο δωμάτιο. «Ελπίζω να ξεκουράστηκες. Πώς ήταν ο ύπνος σου;»
Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο τύπος, το αφεντικό όλων των ανδρών σε εκείνο το δωμάτιο, έκανε τους εχθρούς από το απέναντι χωριό να φαίνονται προβατάκια. Ο Αχιλλέας σκέφτηκε πως αν έκλεβε από εκείνον τη Σούλα τη κατσίκα, τώρα το σώμα του θα ήταν σε μορφή σκόνης ανάμεσα στο οξυγόνο και τα λοιπά στοιχεία του αέρα. Το κρέας του θα το έτρωγε για πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό και για επιδόρπιο τα μάτια του με σιρόπι φράουλας. Κοίταξε το χέρι του, όσες τρίχες ήταν ξύπνιες είχαν σηκώσει το ανάστημα τους περήφανα μαζί με τα ποσοστά του φόβου του να χτυπάνε κόκκινο.
Έπρεπε να πάρει την Ήβη από εκεί. Ήδη λιποθύμησε μια φορά, την επόμενη μπορεί το όνειρο της να γίνει πραγματικότητα και να πυροβολήσουν και εκείνη στο άδειο εργοστάσιο τη νύχτα.
Μήπως δεν το είχε δει σε όνειρο; Μήπως η ηλιόφωτη όντως είδε εκείνες τις σκιές χθες το βράδυ;
Κοιτώντας τον γυαλάκια και τη συμμορία των ντόνατ, ο Αχιλλέας κατέληξε στο όχι.
«Απαίσια.»
Στη φωνή της, ο Αχιλλέας πετάχτηκε από τη καρέκλα του με ένα χαμόγελο. Ωραία, είναι ξύπνια, φαίνεται καλά, δεν είναι κατακόκκινη πλέον, τουλάχιστον όχι τόσο. Είναι έτοιμη για να φύγουν. Θα την έπαιρνε μακριά, σε άλλα μέρη, πίσω στη μάνα της ίσως γιατί έχει αρχίσει να ξανασκέφτεται την ιδέα της περιπέτειας. Αυτός ούτε κατασκήνωση δεν μπορούσε να κάτσει ένα βράδυ, κατούρησε αμέσως το κρεβάτι του, πώς του ήρθε η υπέροχη ιδέα της περιπέτειας;
Α ναι. Εκείνη.
«Μα γιατί; Δεν σου άρεσε το κρεβάτι; Τολμώ να πω πως το στρώμα είναι κάπως παλιό. Και εμένα με πονάει η μέση μου κάποιες φορές.» είπε το αφεντικό.
Λες να το άξιζε όλο αυτό; Λες να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε; Τόσος δρόμος και αν γίνει για το τίποτα;
Η ηλιόφωτη κούνησε το κεφάλι της. «Το κρεβάτι ήταν καλό. Αλλά υπήρχε πολύ θόρυβος. Με ενοχλούν απίστευτα οι έντονοι ήχοι. Και τα κουνούπια. Και οι μύγες. Αλλά κυρίως οι ήχοι. Δεν κοιμήθηκα καθόλου. Κατέβηκα επειδή πεινάω.»
Μια τελευταία προσπάθεια. Και ίσως αυτή τη φορά να γυρνούσε πίσω, σωστά;
«Έλα κάτσε μαζί μας. Τώρα ετοιμαζόμασταν για ένα γρήγορο βραδινό. Έχουμε ταινία στο κέντρο της πόλης σε μια ώρα, θα σε ενδιέφερε να έρθεις μαζί μας;»
Ο τύπος με το σομόν πουκάμισο σηκώθηκε, η ηλιόφωτη πήρε τη θέση του αφού ψεκάσει με αντισηπτικό σπρέι τα πάντα. «Δεν ξέρω. Είστε Εβραίοι. Κάποιες φορές βλέπετε περίεργες ταινίες.»
Αλλά όχι, δεν ήταν μόνος. Έφερε και μια Ήβη μαζί του, την Ήβη. Ίσως έκανε λάθος. Έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Η ηλιόφωτη δεν είναι γεννημένη για κάτι τέτοιο. Ο Αχιλλέας δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο.
Ίσως έπρεπε να την αφήσει. Εκείνη, εκείνη την καταραμένη που τολμούσε να τον καταστρέψει ακόμη και τώρα.
«Πώς ξέρεις ότι είμαστε Εβραίοι;» τη ρώτησε κάποιος.
Ο Αχιλλέας έσυρε μια καρέκλα από τον τοίχο και την έσπρωξε ανάμεσα στο αφεντικό και στην Ήβη, μιας και τώρα ο τύπος με το σομόν καθόταν στην δική του καρέκλα. Όση μεγαλύτερη απόσταση, τόσο το καλύτερο.
«Από το Αστέρι του Δαβίδ.» η Ήβη έδειξε ένα ασημένιο κόσμημα που φορούσε το αφεντικό. Ο Αχιλλέας τώρα παρατήρησε πως το φορούσαν και οι υπόλοιποι. Πέρασε ώρες μαζί του και δεν είδε τίποτα, ενώ η ηλιόφωτη με μια ματιά και είχε καταλάβει όλη τη κοσμοθεωρία τους. «Έχουμε κάποιους μαθητές στο νηπιαγωγείο που κάνω την πρακτική μου. Οι γονείς τους μου πρότειναν κάποιες περίεργες ταινίες. Εξαιρετικές πιστεύω πως είναι βέβαια.»
«Περίεργες ε; Τα ίδια πιστεύεις και για τις πεποιθήσεις μας;» τη ρώτησε το αφεντικό.
Υπέροχες ερωτήσεις αλλά όχι για την Ήβη.
Ο Αχιλλέας έκανε στροφή ενενήντα μοιρών για να είναι πρόσωπο με πρόσωπο με την ηλιόφωτη. Σήκωσε τα φρύδια του, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, πέταξε τα χέρια του, έστειλε πνευματικές εντολές στο κεφάλι της για να την πείσει να μην απαντήσει. Φοβόταν πως σε κάτι τέτοια θέματα η Ήβη μπορεί να μην έδινε την απαραίτητη προσοχή στις λέξεις της και να έθιγε κάποιον. Ο Αχιλλέας ήταν πεπεισμένος πως η Ήβη θα πετούσε το πρώτο πράγμα που θα περνούσε από το μυαλό της, θα το έλεγε δίχως δεύτερη σκέψη και θα έκανε κάποιον να κλάψει.
Έβλεπε στο πολύ κοντινό μέλλον το πτώμα μου γεμάτο αίματα και τη ψυχή του να τον αφήνει προς τη κόλαση. Γιατί εκεί θα κατέληγε, στον παράδεισο δεν νομίζει πως θα έχει σουβλάκια γεμάτα λίπος.
Σε μια άκυρη σκέψη κοίταξε προς το στομάχι του. Ίσως χρειαζόταν τελικά λίγη γυμναστική. Ποτέ δεν καταλήγει ωραία η διαμονή του στο χωριό.
«Δεν μπορώ να σχηματίσω άποψη για τη θρησκεία κάποιου, ειδικά από τη στιγμή που δεν την έχω ζήσει και δεν έχω πολλές κοινές απόψεις μαζί του.» απάντησε η Ήβη. Η ανακούφιση στο βλέμμα του Αχιλλέα έκανε την Ήβη να σηκώνει ένα ξανθό φρύδι αλλά να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θέμα. Η ηλιόφωτη κοίταξε και τους υπόλοιπους άνδρες. «Δεν έχω καμία απολύτως σχέση με το Θείο.»
Εξαιρετικά. Με τη μεγάλη σιωπή στο δωμάτιο και τους άνδρες να κοιτούν την Ήβη με ανάμεικτα συναισθήματα, ο Αχιλλέας φοβόταν για το κοντινό του μέλλον. Δεν ήξερε πως οι άνδρες αυτοί ήταν πολύ θρησκευόμενοι, αλλά η Ήβη φαίνονταν να το είχε καταλάβει αμέσως.
Τα πράγματα που δεν είναι υψίστης σημασίας για κάποιον, είναι απαραίτητες λεπτομέρειες για τη ζωή κάποιου άλλου. Το κορίτσι παρατηρεί τα πάντα, το μυαλό της δουλεύει υπερωρίες κάθε ημέρα. Πώς μπορεί και το κάνει αυτό; Γιατί της είναι τόσο σημαντικό;
Ο Αχιλλέας εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε πόσα πράγματα είχε χάσει από τη ζωή του και από τις ζωές των γύρω του.
Προχωρούσε μπροστά κοιτώντας μόνο στην ανύπαρκτη γραμμή του ορίζοντα. Δεν τον ένοιαζε κάτι άλλο. Αυτό πίστευε πως έπρεπε να κάνει αν ήθελε όντως να το ζήσει.
Περνώντας όμως αυτές τις μέρες με την Ήβη είδε τον τρόπο σκέψης και ζωής και ενός άλλου ατόμου. Η Ήβη περπατούσε μπροστά αλλά σταματούσε σε κάθε βήμα για να δει ευθεία, πάνω, κάτω, διαγώνια, σε γωνία τριάντα μοιρών, τριάντα δύο, σαράντα οχτώ και ούτο καθ'εξής. Έτσι όμως πόσο προχωρούσες; Δεν έχανες την ενέργεια; Δεν έχανες τη θέληση;
Ο Αχιλλέας ήθελε να μάθει όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Και εκείνη τη μικρή στιγμή που κανένας δεν μιλούσε στο δωμάτιο και η Ήβη κοιτούσε άβολα τον κόσμο γύρω της, ο Αχιλλέας αποφάσισε πως πέρα από τον στόχο του για αυτή την περιπέτεια, ήταν και η περιπέτεια της Ήβης και ήθελε να τη ζήσει μαζί της. Ήθελε να προχωρήσει μαζί της, να δει τι έβλεπε εκείνη. Άραγε τα χρώματα ήταν πιο λαμπερά; Οι γραμμές πιο ανάλαφρες;
Ήθελε να...ω Όντιν, ήθελε να τη ζωγραφίσει.
Περίεργα πράγματα.
Το αφεντικό δίπλα του, από πίσω του δηλαδή έτσι όπως καθόταν τώρα, έσπρωξε τις πλάτες του Αχιλλέα προς τα πίσω για να βλέπει καλύτερα την Ήβη. Όχι δεν χρειάζεται, ήθελε να του πει, καλά είμαστε και έτσι, μια όμορφη παρέα, έλα πιες το ηρεμιστικό τσάι σου. Με λεμόνι, τρομερό! Ο Αχιλλέας ένιωθε το μουστάκι του να αγγίζει το αυτί του. Πόσο πολύ ήθελε να εξαφανιστεί από εκεί. Να πάρει την Ήβη και να χαθούν για πάντα.
Η άβολη σιωπή εξαφανίστηκε με τα λόγια του αφεντικού. «Και σε τι πιστεύεις;»
Μια ερώτηση που ο είκοσι δύο χρόνων και εκατόν ογδόντα πέντε εκατοστών λαπάς του Αχιλλέα, δεν ήξερε πώς να απαντήσει.
Δεν ξέρω, ήταν η πρώτη του σκέψη. Και αυτό ήταν πιο τρομακτικό και απαίσιο από το «Τίποτα». Η Ήβη όμως απάντησε μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα, εδώ μια όμορφη απάντηση την οποία μάλλον την είχε ήδη σκεφτεί πολλές φορές, σε αντίθεση με τον Αχιλλέα.
«Στην επιστήμη. Σε αυτά που βλέπω και όχι σε αυτά που σκέφτομαι πως μπορεί να υπάρχουν. Το μυαλό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον όργανο, μπορεί να κάνει τα πράγματα να φανούν φανταστικά και τα φανταστικά να φανούν πραγματικά. Οπότε προτιμώ να πιστεύω στα μηνύματα που δέχονται οι αισθήσεις μου.»
Και ο Αχιλλέας μπορούσε να σκεφτεί μόνο ένα «Δεν ξέρω». Ένιωσε μια ελαφριάς μορφής κατάθλιψη για τον κόσμο που είχε ζήσει εκείνος. Νόμιζε πως είχε δει ως τα πέρατα της γης, είχε ταξιδέψει, είχε ονειρευτεί, είχε ερωτευτεί. Νόμιζε πως η ζωή του ήταν γεμάτη σε σχέση με το τίποτα της Ήβης.
Εκείνη όμως είχε μια απάντηση. Εκείνος είχε δεκαπέντε παράθυρα ανοιχτά, τα έξι να είναι παγωμένα, μια ταινία στο Netflix, αγορές για καινούρια αθλητικά από την παγωμένη ιστοσελίδα της Adidas και δεν ήξερε από πού ακουγόταν η μουσική.
«Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα θα μπορούσα να ταιριάζω σε κάποια σημεία με τους Καθολικούς Χριστιανούς.» μουρμούρισε η Ήβη πίνοντας από το τσάι με λεμόνι που είχε φέρει και αγνοώντας τις παγωμένες ματιές των ανθρώπων γύρω της. «Δέχονται το Big Bang και τη Θεωρία του Δαρβίνου. Πολύ ενδιαφέρον δεν νομίζετε;»
Εκείνος δεν μπορούσε να απαντήσει. Ένα από τα ανοιχτά παράθυρα στο μυαλό του έκλεισε, ο υπολογιστής εκεί μέσα είχε κρασάρει για τα καλά πλέον.
«Μπορείτε να μείνετε στο διαμέρισμα από πάνω όσο θέλετε.» είπε το αφεντικό. Ένα ξέσπασμα της κοκκινομάλλας σερβιτόρος, της κορης του ακούστηκε, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Το δικό του το ξέσπασμα ήταν εσωτερικό, μια από τις κρίσεις πανικού που θα έχει σίγουρα πάθει και η Ήβη. «Και να φάτε όσο θέλετε. Κερασμένα από εμένα.»
Το κόκκινο λαμπάκι του πανικού άναψε και άλλο στον εγκέφαλο του. «Ευχαριστούμε για την πρόσκληση αλλά θα φύγου-»
«Θα ήθελα να μείνω λίγο ακόμα.»
Ο Αχιλλέας γύρισε αργά το κεφάλι του προς την Ήβη. Όλο αυτό το πέρα δώθε τον είχε ζαλίσει. Οι όποιες προσπάθειες του για να τους πάρει από αυτό το τρελοκομείο καταστράφηκαν με μία της φράση. Αυτή δεν ήταν που λιποθύμησε επειδή νόμιζε πως η συμμορία των ντόνατ ήταν μέλη της ελληνικής μαφίας. Αυτή δεν ήταν που πριν μερικές ώρες ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης γιατί νόμιζε πως κάποιος σκότωσε κάποιον χθες το βράδυ και θα ερχόταν αυτός ο κάποιος για τη δική της ζωή;
Μπορούσε ο καθένας να ακούσει τον πανικό του Αχιλλέα μέσα από τη τσιριχτή φωνή του. «Τι;»
«Είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα πόλη. Οι άνθρωποι που μένουν εδώ φαίνονται υπέροχοι.» του εξήγησε η ηλιόφωτη. Δεν ένιωθε καλά, ίσως ανέβαζε πυρετό. «Δεν είναι ότι έχουμε να πάμε κάπου αλλού έτσι και αλλιώς. Δεν υπάρχει πρόγραμμα.»
Ναι δεν έχουν να πάνε κάπου. Ναι δεν υπάρχει πρόγραμμα. Ναι όλα είναι καλά σε αυτό το μέρος και το κυβερνούν οι μονόκεροι.
Ίσως κόλλησε κάτι χθες το βράδυ, να κρύωσε, μόνο ο πυρετός εξηγεί αυτές τις ψευδαισθήσεις που βλέπει.
Ένα βαρύ χερι τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη. «Έκλεισε τότε!»
«Ε αφού το λες εσύ αφεντικό.» ψιθύρισε εκείνος στην άδικη κατάρα του.
Η οποία φάνηκε να μη τον αφήνει λίγες ακόμη ώρες αργότερα. Το αντίθετο μάλιστα, καθόταν στους ώμους του και γελούσε σατανικά με όσα γίνονταν.
Όσο περπατούσαν προς το μέρος που θα γινόταν η προβολή της ταινίας, ο γυαλάκιας ο Βαγγέλης τους εξήγησε κάποια πράγματα. Ο Αχιλλέας είχε βάλει το χέρι του πίσω από την πλάτη της Ήβης, προστατευτικά και χωρίς να την αγγίζει, καθώς η συμμορία των ντόνατ περιπλανιόταν γύρω του. Υπήρχαν κάποιοι που τους κοιτούσαν περίεργα, σαν να ήταν το νέο θέαμα του τσίρκου. Όσοι στέκονταν πιο κοντά από όσο ήθελε το αφεντικό, έκαναν γρήγορα βήματα μακριά σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Με τι ανθρώπους έκλεισε συμφωνία η Ήβη;
Ο Βαγγέλης ο γυαλάκιας λοιπόν, τους είπε πως από τη Τρίτη του Πάσχα και μετά, η περιοχή μπαίνει σε ατμόσφαιρα καλοκαιριού. Ο πιο λογικός της συμμορίας των ντόνατ τους εξήγησε πως σήμερα ήταν η πρώτη προβολή του θερινού κινηματογράφου της πόλης για φέτος, μια ταινία που έπαιζε ο Mark Wahlberg. Η Ήβη κοίταξε με απορία και αναζήτησε μια απάντηση στα μάτια του Αχιλλέα, εκείνος της απάντησε πως το The Gambler δεν ήταν άλλη μια περίεργη ταινία των Εβραίων. Η Ήβη ανακουφίστηκε.
«Δεν είναι πως δεν τους συμπαθώ ή κάτι τέτοιο.» εξήγησε η ηλιόφωτη όταν τη ρώτησε γιατί θεωρούσε τις ταινίες των Εβραίων περίεργες. «Απλώς κάποιοι είναι πολύ συγκεντρωμένοι στις αρχές του Ιουδαϊσμού που δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως οι αρχές αυτές έχουν προσαρμοστεί στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Και αυτό φαίνεται στις τέχνες και στα όσα παράγουν. Ξαναλέω, δεν αναφέρομαι σε όλους τους Εβραίους. Για παράδειγμα, η Natalie Portman έπαιζε στο Star Wars. Δεν ήταν και η καλύτερη δουλειά της βέβαια, αυτά να τα λέμε.»
«Έπαιζε στο Star Wars;» τρομερή έκπληξη του έκανε εκείνη η πληροφορία. Του πήρε λίγη ώρα για να επεξεργαστεί και την επόμενη πληροφορία. «Είδες το Star Wars;»
Το βλέμμα που του έριξε ήταν σαν να του έλεγε «Ντροπή και αίσχος σε αυτούς που δεν το είδαν.»
Ο Βαγγέλης συνέχισε λέγοντας πως στη μικρό τετράγωνο πολυκατοικιών που πραγματοποιούνταν αυτή η προβολή, ζούσε η μητέρα του. Η κυρία Αλεξάνδρα τους χαιρέτησε από το μπαλκόνι με μια πετσέτα στο χέρι όταν έφτασαν. Ο Αχιλλέας σήκωσε το χέρι του προς χαιρετισμό, η Ήβη του είπε πως δεν έβλεπε μέχρι εκεί και του ζήτησε να περιγράψει σε τι κουνάμε τα χέρια.
Στην αρχή ήταν δύο πολυκατοικίες που τις χώριζε ένα δρομάκι με δύο σκαλοπάτια. Όσο προχωρούσαν όμως, ο Αχιλλέας πρόσεξε πως το δρομάκι οδηγούσε σε έναν μικρό κήπο περιτριγυρισμένο από τέσσερις πολυκατοικίες. Λευκές καρέκλες ήταν ταξινομημένες σε σειρές των δέκα και από ένα μπαλκόνι έφευγαν τα ηλεκτρόνια από τον προτζέκτορα και χτυπούσαν στον παλιό μπεζ τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας.
Στα σκαλοπατάκια βρίσκονταν μερικά τραπέζια και κάποιοι μοίραζαν τα υπάρχοντα των τραπεζιών στους θεατές. Ο Αχιλλέας αναγνώρισε το μπλε και χρυσό τενεκεδένιο κουτάκι της μπύρας «Βεργίνα» -έτσι να διαφημίζονται και άλλο οι βόρειες- και είδε κάποιους άλλους να δίνουν σακουλάκια με pop corn. Παπαλούτσες πάντως το λένε στο χωριό του.
«Θες;» ρώτησε την ηλιόφωτη δείχνοντας τις παπαλούτσες.
Οι δύο τους προχώρησαν προς εκείνο το τραπεζάκι. Ένας άνδρας κοντά στην ηλικία τους, με καστανά μαλλιά και μάτια που ο Αχιλλέας δεν ήξερε το χρώμα γιατί είχε πέσει το σκοτάδι και δεν ήταν από αυτές τις γάτες, τους κοιτούσε περιμένοντας να πουν αν θα πάρουν κάτι ή όχι. Ήταν μυώδης, έπρεπε να του το δώσει αυτό ο Αχιλλέας. Αλλά μέχρι εκεί.
«Είναι σπιτικές;» ρώτησε η Ήβη σκύβοντας πάνω από τα σακουλάκια. «Αυτές έχουν σοκολάτα; Είμαι αλλεργική στη βανίλια που βάζουν κάποιοι στη σοκολάτα.»
Ο άνδρας κοιτούσε την Ήβη με ένα φρύδι σηκωμένο. «Υπάρχει τέτοια αλλεργία;»
«Υπάρχουν αλλεργίες στα πάντα.» του απάντησε η ηλιόφωτη. Σήκωσε το σώμα της από το φαγητό και κοίταξε τον άνδρα απέναντι της. «Αν και δεν είναι διαπιστωμένο, πιστεύω πως έχω αλλεργία στον ήλιο. Ελαφριά, αν γίνεται αυτό.»
Ο άνδρας σταύρωσε τα χέρια του με τις φλέβες να κάνουν εμφάνιση. Ο Αχιλλέας έκανε το ίδιο. Ίσως δεν έπρεπε να φορέσει το πουκάμισο με τους ανανάδες. Και τα μαλλιά του, έπρεπε να τα είχε ξαναβάψει ροζ πριν βγει με αυτό το απαίσιο χρώμα στις άκρες τους.
«Και εγώ. Βλέπεις κοκκινίζω με το παραμικρό.»
Η Ήβη φάνηκε να χαίρεται που βρήκε κάποιον όμοιό της. «Ενδιαφέρον. Ακόμη και με τη χρήση αντηλιακού;»
«Εκεί και αν γίνομαι καρπούζι!»
Ο Αχιλλέας άρχισε να κοκκινίζει και αυτός σαν καρπούζι. «Και εγώ το κάνω αυτό.»
Αλλά μάλλον κανείς δεν νοιάζεται για τον Αχιλλέα κρίνοντας από την απάντηση της Ήβης. «Ήδη το ήξερα αυτό Αχιλλέα, δεν υπάρχει λόγος να το λες.»
«Ναι είναι σπιτικές.» πετάχτηκε το καρπούζι. «Βάζουμε λίγο βούτυρο, πάντα φυτικό. Είναι η νέα μόδα.»
Η νέα μόδα είναι εσύ να εξαφανιστείς, αλλά κάποιοι δεν ακολουθούν τις τάσεις από ότι φαίνεται.
«Θα θέλαμε δύο σακούλες αν είναι εύκολο.» η άλλοτε χαμηλόφωνη φωνή της Ήβης τώρα ήταν ένα τόνο πιο ψηλή. Ήταν αυτό...χαρά;
Τι γίνεται τέλος πάντων; Πού είναι η Ήβη και τι της εκανε αυτός ο ύπνος σε εκείνο το άθλιο μέρος;
«Αχιλλέα, έχεις μαζί σου λεφτά;» τον ρώτησε σιγανά. Με εκείνα τα μάτια που πριν λίγο κοιτούσαν άλλον.
Κάτι πάει τόσο λάθος μαζί του.
«Δεν χρειάζεται.» είπε ο άνδρας σηκώνοντας δύο υπερ-γεμάτες σακούλες. «Κερασμένες.»
Τα μάγουλα της Ήβης κοκκίνισαν από ντροπή, τα δικά του από θυμό. Πριν προλάβει όμως ο Αχιλλέας να πει κάτι, η Ήβη μίλησε. «Ω να δεν μπορώ. Είναι η πρώτη προβολή, πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε στην τοπική αγορά.»
Ο άνδρας της χαμογέλασε, με δόντια. Σιγά το χαμόγελο. «Τότε θα με ξεπληρώσεις με ένα ραντεβού.»
Ο Αχιλλέας δεν ήταν έτοιμος για αυτό το σοκ. Μάλλον ούτε η Ήβη.
Η Ήβη και ο Αχιλλέας κοιτούσαν τον άνδρα όταν κάποιος τους έσπρωξε μακριά και μέσα στον κήπο με τις καρέκλες. Η Ήβη κοιτούσε πάνω από τον ώμο της αγκαλιά με τις παπαλούτσες της, μάλλον με απορία για το τι έγινε και το τι απάντησε μπορεί να έδινε. Μπορεί να έλεγε όχι, η Ήβη ήταν εξάλλου. Μπορεί να έλεγε όμως και ναι, για να βρει την αγάπη και τον έρωτα την πήρε μαζί του.
Μα ο Αχιλλέας κοιτούσε εκείνη, την ηλιόφωτη, και αναρωτιόταν ποια απάντηση ήθελε να δώσει η Ήβη σε εκείνον τον άγνωστο. Με ποια θα ένιωθε καλά, με ποια θα συμφωνούσε. Θα ήταν φίλος ή εγωιστής;
«Δεν ξέρω.» απάντησε και σε αυτή την ερώτηση.
Και αυτό τον πονούσε ακόμη περισσότερο.
________________________
Α/Ν Καλησπέρα σε όλους και όλες!
Ένα μικρό κεφάλαιο, τίποτα το συνταρακτικό. Πώς σας φάνηκε;
Πώς είναι το καλοκαίρι σας; Ελπίζω να περνάτε υπέροχα.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top