9. Κάτι δεν πάει καλά.
Το επόμενο πρωί μόλις έφτασα στο σχολείο αντίκρισα τον Δημήτρη να με κοιτά από την απέναντι γωνία πολύ έντονα. Ο Ηλίας βρισκόταν μαζί του. Ξαφνικά σηκώθηκαν και οι δύο και ήρθαν προς το μέρος μας. Χωρίς πολλά πολλά καθίσανε στις σκάλες, πίσω από την καθεμία μας. Ο Ηλίας δεν χόρταινε να φιλά την Αθήνα μες στη μέση του σχολείου. Ο Δημήτρης ωστόσο προσπάθησε να με φιλήσει αλλά τον απώθησα διακριτικά. Δεν θέλω να γίνω βούκινο στο σχολείο. Μόλις χτύπησε το κουδούνι σηκώθηκαν και εκείνος έβαλε το χέρι του στην πλάτη μου. Τα βλέμματα ήταν πάνω μας. Ένιωθα πολύ άβολα και σαν να ντρεπόμουν μου πας κοιτούσαν όλοι. Καθηγητές και μαθητές. Βέβαια δεν ήμουν η μόνη που κυκλοφορούσα με κάποιο αγόρι. Εκτός από την Αθηνά ήταν και άλλοι. Αλλά εγώ η ήμουν η μόνη που είχε παραλάβει την σημαία και ως " καλή μαθήτρια " έβγαινα με κάποιον σε κοινή θέα στο σχολείο.
Στο πρώτο διάλειμμα καθόμασταν όλοι μαζί ξανά. Τα βλέμματα των παιδιών μας κάρφωναν από μακριά.
《 Ρε Δημήτρη, δεν πάμε στο κυλικείο για καμία τυρόπιτα; 》ρώτησε ο Ηλίας ενώ κοιτούσε την είσοδο. Γκαβό εντελώς αυτό το παιδί.
《 Και δεν πάμε. Κορίτσια θέλετε τίποτα; Κάνα χυμό, κάνα σάντουιτς. 》 το νου του στο φαγητό.
《 Όχι Δημήτρη. Πάρε τον Ηλία και δρόμο άντε. 》
《 Θες να με ξεφορτωθείς μωρό μου; 》λέει ο Ηλίας στην Αθηνά και κολλάει πάνω της.
《 Όχι Ηλία μου. Αλλά άντε φύγετε. Έχουμε να μιλήσουμε. 》
《 Καλαα. 》
《 Εσύ μωρό θες τίποτα; 》
《 Οο...χι Δημήτρη μου. Τίποτα. 》 λέω και κοκκινίζω. Προσπαθώ να το κρύψω. Πώς τα λέει έτσι ο σατανάς.
Απομακρύνονται από το οπτικό μας πεδίο και βλέπω την ανεκδιήγητη παρέα της Χριστίνας. Ευτυχώς δεν μας βλέπουν και συνεχίζουν τον δρόμο τους.
《 Μμμμ. Εκλεκτές παρουσίες. 》
《 Για την Χριστίνα λες; 》
《 Ναι. 》
《 Εν τω μεταξύ πρώτη ώρα ούτε καν πάτησε το πόδι της. Και αυτή και η φιλενάδα της με τους γκόμενους τους. 》
《 Εσυ που το ξέρεις; 》 την ρωτάω.
《 Μου το είπε ο Ηλίας. 》
《 Αλίμονο. Γιατί τον έδιωξες τον χριστιανό πριν; 》
《 Αχ. Έχω πρόβλημα με τον Ηλία. 》
《 Τι; Τον έπιασες με καμία αλλη; 》
《 Όχι ρε αλλά...Τι εννοείς; 》 Τι το ήθελα και το είπα.
《 Τίποτα παιδί μου. Πες. 》
《 Να ... χτες που ήμασταν μαζί και ξέρεις κάναμε φάση και αυτά...μου ζήτησε να κάνω κάτι και ... 》
《 Όταν λες κάτι; 》
《 Ε πως να στο εξηγήσω ρε παιδί μου τώρα. Κάτι σεξουαλικό. 》
《 Και εσύ δέχτηκες; 》
《 Δεν ήξερα και πως να το κάνω αλλά εντάξει. 》
《 Άρα δέχτηκες!! 》
《 Ε ναι. 》
《 Κατάλαβα. 》
《 Τι; 》
《 Ελπίζω να μην έχει τα ίδια μυαλά και ο φίλος του. 》 λέω και σηκώνομαι να πάω να τον βρω αλλά παρατηρώ ότι μιλάει με κάποιες. Και ποιες κάποιες. Την Γιώτα και την Χριστίνα.
《 Αθηνά. Σήκω λίγο. 》 είπα και σηκώνεται. Έρχεται δίπλα μου και κοιτάζει προς το μέρος που κοιτώ.
《 Αα! Η Χριστίνα με την Γιώτα είναι αυτές; 》
《 Ακριβώς αυτό θα σε ρωτούσα. 》
《 Συμμαθητές είναι. Λογικό. 》
《 Ο Δημήτρης ξέρει τι μου κάνανε. 》 της λέω.
《 Έλα μην στεναχωριέσαι. Πέρασε αυτό. 》
《 Από τις δικές σου τις μαλακίες έγινε όμως. Και ελπίζω να μην ξαναγίνει. 》
《 Είμαι σίγουρη ότι μιλάει για εσένα στα κορίτσια. 》
《 Ναι ναι. Όπωσδηποτε. 》 της απαντάω και απομακρύνομαι από κοντά της.
Εγώ σχόλασα νωρίτερα και απέφυγα να ενημερώσω τον Δημήτρη. Δεν ξέρω. Όταν τον είδα να μιλάει με τις άλλες θόλωσα. Έφυγα με γρήγορα βήματα για το σπίτι. Αλλά σαν να το ήξερα. Μήνυμα στο κινητό μου.
" Που είσαι μωρό μου; Έφυγες; "
" Ναι. Σχόλασα. "
" Γιατί δεν με περίμενες; "
" Βαρέθηκα. "
" Θα περάσω να σε πάρω για βόλτα στις 7 "
" Ευχαριστώ που με Ρωτάς. "
" Έλα ξέρω ότι το θες. 😏 "
Μα τι πρόστυχο παιδί.
Αργότερα, αφού ετοιμάστηκα, πήγα να βγω έξω. Ο αδερφός μου ήταν εξαφανισμένος από το πρωί και ο πατέρας μου είχε φύγει ξανά για την Αλβανία. Θα γυρνούσε αύριο το πρωί και θα ξαναέφευγε μεθαύριο. Οπότε ποιος τρώει την μητρική γκρίνια; Η Παυλίνααα!!!
《 Θα βγεις; 》
《 Ναι. Δεν νομίζω να αργήσω. 》
《 Να είσαι νωρίς στο σπίτι ε. Έπιασα δουλειά. 》
Δόξα σοι ο θεος. Γλιτώσαμε.
《 Έλα! Που; 》
《 Σε ένα σπίτι. Πλούσια οικογένεια. 》
《 Α ωραία. Αύριο θα πας; 》
《 Ναι. Γι'αυτό θέλω να καθαρίσεις το σπίτι. Θα έρθει ο πατέρας σου. Μην τα βρει χάλια. 》
《 Καλά. Άντε φεύγω. 》
《 Να προσέχεις ε. Me mëndie në kok. ( τα μάτια σου δεκατέσσερα ) 》
Είπα και γω θα το πει δεν θα το πει.
Βγήκα έξω και περίμενα στο παρκάκι πιο πέρα από το σπίτι τον Δημήτρη. Δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, μισή ώρα, σαράντα λεπτά. Τι στο καλό έπαθε; Τον παίρνω τηλέφωνο και δεν μου το σηκώνει. Πάω να φύγω αλλά ακούω την μηχανή. Γυρνάω να τον κοιτάξω για να σιγουρευτώ ότι είναι αυτός. Μου κάθεται άνετος με το κράνος και κάνει νόημα να ανέβω.
《 Άργησες πάνω από μισή ώρα και περιμένεις να ανέβω; 》
《 Ανέβα γιατί δεν είναι καλά. Τελείωνε. 》
《 Όπα και τσαμπουκάς. Βγάλε το κράνος να μιλήσουμε. 》
《 Έλα ρε Παυλίνα. 》
《 Εάν θες να φύγουμε θέλω πρώτα να μιλήσουμε. Βγάλτο. 》 Ναι το ξέρω κάπως ακούστηκε.
Έβγαλε το κράνος του και είδα κοκκινίλες και μελανιές σε όλο του τον λαιμό. Το πρόσωπο του είχε γρατζουνιές και είχε τουμπανιάσει. Έκανα σαν υστερική όταν τον είδα. Ταράχτηκα!
《 Δημήτρη τι έπαθες!!! Τι είναι αυτά!! 》
《 Δεν είναι τίποτα. Πάμε έλα. 》
《 Παιδί μου είσαι χαζό; Που έμπλεξες; 》 σαν την μάνα μου ακούστηκα τώρα.
《 Μάλωσα με κάτι παιδιά. 》
《 Ναι χαίρω πολύ. Με ποιους; Για ποιο λόγο; 》
《 Με τον ... Φάνη και τον Μάκη. 》
Τα πήρα στο κρανίο τότε. Μια εκείνες στο σχολείο, μια οι φίλοι τους. Τι γίνετε;
《 Τι δουλειά έχεις εσύ με αυτούς; Ξέρεις καλά τι έγινε τότε. 》
《 Πότε; 》
《 Έλα που δεν θυμάσαι. Τότε που με βρήκες σωριασμενη κάτω. Κοντά στο σπίτι σου. 》
《 Ξέρω Παυλίνα. Αλλά...Ε Δεν μπόρεσα ρε πούστη μου! Τα ήθελε ο οργανισμός του! 》
《 Για ποιον λογο πες μου! Ο Ηλίας που ήτανε; 》
《 Ο Ηλίας δεν ξέρει τίποτα. Και δεν θα μάθει. 》
《 Μα... 》
《 Είπα δεν θα μάθει. Τελείωσε. Και μην το πεις στην Αθηνά. Εντάξει; 》
《 Καλά. Δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι. Πρέπει να βάλεις λίγο οινόπνευμα στις πληγές. 》
《 Έλα μωρέ τελείωνε και άσε τις πληγές. 》
《 Θα μολυνθούν! 》
《 Θα πάμε σπίτι μου. 》
Όπα.
《 Σπίτι σου; 》
《 Ναι. Γιατί πειράζει; 》
《 Όχι. Αλλά...Οι δικοί σου; 》
《 Λείπουν. Ειμαι τόσο έξυπνος εγώ που θα σε πήγαινα εκεί άμα ήταν μέσα οι δικοί μου. 》
Σωστό κι αυτό.
Τελικά πήγαμε σπίτι του. Το τι συνέβη όμως με σόκαρε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top