6. Όχι δεν είναι όνειρο.
Κάτι έχω καταλάβει από όλη την φάση αλλά περιμένω να δω τι θα γίνει αργότερα. Φτάνουμε στη παραλία και είναι απλά υπέροχα! Έχει φοίνικες και βότσαλα με πολλά χρώματα. Ανάμεσα τους βρίσκονται και κοχυλάκια με πολλά σχήματα. Η άμμος είναι λευκή και το νερό παγωμένο!! Βάζω τα πόδια μου μέσα και ανατριχιάζω κατευθείαν! Ο Δημήτρης έρχεται πίσω μου και μου ακουμπάει τους ώμους. Εκεί ανατριχιάζω ακόμα περισσότερο.
《 Κρυώνεις; 》
《 Το νν...νερό είναι κρύο. 》
Απαντάω και πηγαίνω να απλώσω την ψάθα μου κάτω από μια σκιά ενός φοίνικα. Βγάζω έξω την πετσέτα μου και το αντηλιακό μου. Παρατηρώ ότι ο Δημήτρης έχει φέρει μόνο μια πετσέτα και ένα μικρό τσαντάκι με νερό και ... τσιγάρα.
《 Καπνίζεις; 》τον ρωτάω.
《 Ναι. Μην φανταστείς τίποτα βαρύ. Marlboro. 》
《 Εμένα το έκοψε ο πατέρας μου μόλις παντρεύτηκε την μαμά. 》
《 Γιατι; Δικαίωμά του είναι αν θέλει να καπνίζει. 》
《 Δεν το εγκρίνει η εκκλησία. Η μαμά μου είναι κόρη ιερέα. 》
《 Εγώ δεν πιστεύω σε αυτά. Αν είναι ο άλλος να θέλει κάτι το κάνει χωρίς περιορισμούς. Είτε υπάρχει η εκκλησία, είτε η οικογένεια, είτε το σχολείο... 》 λέει και με πλησιάζει αλλά ταρακουνιέμαι από την θέση μου να τον αποφύγω.
《 Όπως και να έχει είναι θέμα υγείας. Δεν κάνει καλό. 》
《 Εμένα με χαλαρώνει. Με ηρεμεί. 》
《 Τι να σου πω και εγώ. Εσύ ξέρεις. 》 του λέω. Τότε σηκώνεται από την θέση του και βγάζει την μπλούζα του. Έχει ένα κορμί θανατηφόρο. Είναι γραμμωμένο κάθε χιλιοστό του κορμιού του. Ηλιοκαμένο και βελούδινο. Έχει λίγες τρίχες στο στέρνο αλλά σιγά. Γυρνάει την πλάτη του και παρατηρώ ένα υπέροχο τατουάζ.
Είναι φανερό ότι η οικογένεια του είναι σημαντική μόνο και μόνο από αυτό. Ανοίγω ένα βιβλίο να διαβάσω για ξεκάρφωμα αλλά παρατηρώ μόνο το σώμα του. Δεν του φαίνεται κιόλας. Τον βλέπω που γυρνάει να με κοιτάξει και φέρνω πάλι το βιβλίο στο πρόσωπό μου.
《 Σοβαρά; 》
《 Τι; 》
《 Θα διαβάσεις στην παραλία; 》
《 Λογοτεχνικό είναι. 》
《 Δεν θα μπεις; 》
《 Πιο μετά. 》 του απαντάω. Η αλήθεια είναι πως μόνο και Μονο που είμαστε οι δυό μας εδώ ΜΟΝΟ με ανησυχεί. Η Αθηνά ακόμα να έρθει και ο Ηλίας δεν έχει πάρει κανένα τηλέφωνο τον Δημήτρη. Δεν έχω και εγώ με τι να την πάρω. Γυρνάω μπρούμυτα και κάθομαι εκεί με θέα του1 φοίνικες. Με πιάνει ο ύπνος ξαφνικά και καταλαβαίνω ότι μια ώρα μετά η Αθηνά άφαντη. Νιώθω ψιχάλες νερού στα πόδια μου. Τι στο καλό βρέχει; Γυρνάω και παρατηρώ τον Δημήτρη να με πιτσιλάει. Παίρνει άμμο και μου σκεπάζει τα πόδια.
《 Ότι τι ακριβώς; 》
《 Εε βαρέθηκα. Πρέπει με κάτι να ασχοληθώ. 》 ωραία ασχολία βρήκε .
《 Η Αθηνά πήρε κανένα τηλέφωνο; 》
《 Ναι. Μου είπε ότι δεν θα έρθει. 》 μου λέει και τα χάνω! Δηλαδή θα περάσω μια ολόκληρη μέρα παρέα με αυτόν!
《 Γιατί σου είπε; 》
《 Όχι. 》
《 Μάλιστα. 》
《 Άντε θα βουτήξεις! Είναι απίστευτη η θάλασσα. 》 με ρωτάει. Το σκέφτομαι λίγο και εν τέλη το αποφασίζω.
《 Ν...Ναι. 》 Σηκώνομαι και συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ξεντυθεί ακόμα. Τον κοιτάω και με βλέπει με μια απορία.
《 Έτσι θα μπεις; 》
《 Γιατί τι εχω; 》
《 Ε τι να πω. Βίτσια είναι αυτά. 》 Απαντάει κοροϊδευτικά. Γαμώτο ντρέπομαι να γδυθώ τώρα! Την τύχη μου!
《 Μην μου πεις ότι με ντρέπεσαι. 》 Όχι ρε συ! Σε ξέρω από χτες γιατί να σε ντραπώ. Πώς με κατάλαβε μου λες;
《 Όχι μωρέ ξεχάστηκα. 》 το παίζω άνετη.
《 Ε άντε έλα. 》
Με τα χίλια ζόρια βγάζω το σορτσάκι και το τοπ μου και με όλη την ντροπή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου μένω με το μαγιό μου. Δεν είναι και το πιο σεμνό, επειδή δεν το έχει δει η μάνα μου, αλλά τέλος πάντων.
Σηκώνομαι και με κοιτάει παράξενα. Μένει λίγο ακίνητος και τον σπρώχνω. Πάλι καλά που δεν έπεσε.
《 Τι έπαθες άνθρωπέ μου; 》
《 Τ...Τίποτα. Πάμε άντε έλα. 》 Ε ρε λύσσα κακία.
Προχωράω από πίσω του και βάζω το πόδι μου στο νερό. Είναι πάγος. Ενώ εκείνος μπαίνει άνετος μέσα μου λέει:
《 Παγωσαμε παγωσαμε; 》
《 Όχι ιδέα σου είναι. 》 του λέω και γελάω. Μόνη μου.
《 Δώσε μου το χέρι σου. 》
Του το δίνω και τον κοιτάω που παει να με τραβήξει.
《 ΜΗΗΗ! Κρυώνω λέμε!!! 》
《 Έλα να σε ζεστάνω. 》 λέει.
《 Με το νερό εννοώ. 》 προσθέτει. Και καλά εγώ τώρα το πίστεψα.
《 Ρε συ κρυώνω σου λέω. Πάω να βγω. 》 Και κάνω να βγω αλλά μου αρπάζει το χέρι.
《 Αν βγεις θα σε βρέξω. 》
《 Καλά καλά. 》
《 Μιλάω σοβαρά. Κάτσε να δεις. 》 εκεί είναι που μίλησα τελευταία φορά. Άρχισε να μου ρίχνει νερό απανωτά και τσίριζα από το κρύο!! Βέβαια όσο και να του έριχνα εκείνος ήταν ήδη μέσα και δεν τον πείραζε. Και σιγά το νερό που έριχνα. Μεταξύ μας είναι πιο δυνατός κιόλας. Ήπια νερό και άρχισα να βήχω καθώς γελούσα ταυτόχρονα. Ολάκερη την παραλία πρέπει να καταβρόχθησα.
《 Γκούχουυυ. 》 ( βήχω εγώ τώρα)
《 Είσαι καλά; 》 λέει και έρχεται κοντά μου. Με χτυπάει στην πλάτη και τα μάτια μου έχουν κοκκινίσει. Με παίρνει αγκαλιά και πηγαίνουμε πιο ρηχά. Είμαι και λιγο κοντή τι να κάνουμε. Τον αγκαλιάζω και ενώ βήχω ακόμα τα μάτια μου δακρύζουν.
《 Είσαι καλύτερα τώρα; 》 λέει και τα μάτια του παίρνουν το χρώμα της θάλασσας. Μένω λίγο να τα δω και με πλησιάζει ακόμα περισσότερο.
《 Ν...Ναι. 》 απαντάω. Η απόσταση αναπνοής γίνεται μηδενική και τα χείλη μου ακουμπάνε τα δικά του. Είναι σαρκώδη και τόσο ωραία. Εγώ δεν ξέρω τίποτα από φιλιά. Εκείνος καθοδηγεί τα χείλη μου. Τα χέρια του βρίσκονται στην μέση μου και τα δικά μου στους ώμους του. Τα πόδια μου τυλίγουν το σώμα του και τα δικά του πόδια την άμμο. Περίπου δέκα δευτερόλεπτα μέναμε εκεί στην ίδια στάση. Ξαφνικά ελευθερώνει τα χείλη του από τα δικά μου. Με κοιτά με ένα γλυκό ύφος και νομίζω ότι σίγουρα το μετάνιωσε. Αλλά εκείνος με ξαναφιλάει με πάθος και τα χέρια μου ανακατεύουν τα ατημέλητα μαλλιά του. Τα μάτια του είναι υπέροχα. Καθρεφτίζεται το πάθος του. Σταματάει και τότε τον πιάνω πιο σφιχτά από πριν.
《 Το περίμενα καιρό αυτό. 》 Σοβαρά τώρα; Με δουλεύει λογικά.
《 Αλήθεια; 》
《 Ναι. 》λέει και κοκκινίζω. Αμάν πια.
《 Να να να! Αυτό μ'αρέσει. 》
《 Ποιο ; 》
《 Που κοκκινίζεις με το παραμικρό. Γι'αυτό είσαι το τριαντάφυλλό μου. 》
《 Δεν βρίσκομαι σε όνειρο σωστά; 》
《 Όχι ομορφιά μου. 》 λέει και βγάζει μια τούφα από το πρόσωπό μου. Και του ορμάω πραγματικά να τον φιλήσω! Είναι τόσο γλυκός!! Πόσο πιο καλός μπορεί να γίνει κάποιος;
Μένουμε στην παραλία μέσα για περίπου μισή ώρα αγκαλιά. Με σηκώνει και με πάει στην ψάθα μου. Έρχεται από πάνω μου και στάζει νερά από παντού. Ο Ήλιος πέφτει στο πρόσωπό του και είναι τόσο όμορφος. Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό. Εγώ απλά έχω ανατριχιάσει. Είναι το σημείο που δεν το αντέχω καθόλου. Εκείνος καίει ολόκληρος. Από τον ήλιο είναι, από εμένα είναι, θα σας γελάσω. Νιώθω κάτι σκληρό κοντά στην κοιλιά μου. Αμέσως κατάλαβα τι θέλει. Αλλά...
《 Δ...Δημήτρη.. 》 του λέω και νιώθω να έχω ιδρώσει τόσο πολύ. Η ανάσα μου άρρυθμη εντελώς.
《 Ναι μωρό μου... 》
《 Βιαζόμαστε λίγο... 》
《 Το ξερω, άφησέ με να σε φιλήσω λίγο ακόμα... 》 λέει και η φωνή του βαραίνει. Τι σέξυ που είναι ο άτιμος.
Συνεχίζει να με φιλάει και σιγά σιγά σταματάει. Έρχεται δίπλα μου και με κοιτά ενώ στηρίζει το πρόσωπό του στο χέρι του.
《 Τι με κοιτάς έτσι; 》 του λέω.
《 Εσένα κοιτάω. 》
《 Καλά για βοήθα με λίγο. 》 του απαντάω και για να τον εξιτάρω παραπάνω, γυρνάω μπρούμυτα και ξεκουμπώνω το πάνω μέρος του μαγιό. Με κοιτάει προκλητικά.
《 Είπες ότι βιαζόμαστε. 》
《 Να αλοίψεις το αντηλιακό θέλω χαζούλι. 》 του λέω και χαίρομαι πολύ που κατάλαβε άλλο ο παλαβός.
《 Χαζούλι εε. 》
《 Θα βρω κάτι καλύτερο. 》 Σκέφτομαι κάτι που να έχει σχέση με κάποιο χαρακτηριστικό του, όπως εκείνος βρήκε ότι κοκκινίζω!
《 Αρκουδάκι θα σε πω. 》 Σταματάει να ανοίγει το αντηλιακό και με κοιτάει.
《 Αρκουδάκι γιατί; 》
《 Ε γιατί είσαι τριχωτό αρκουδάκι! 》
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top