17. Φυλακισμένη.

Ξύπνησα στις 4 το πρωί. Η βαλίτσα μου ήταν πρόχειρα έτοιμη. Δεν με ένοιαζε καν. Τα μούτρα μου ήταν μέχρι κάτω. Το κινητό μου ακόμα δεν το είχα και δεν ήθελα να το βλέπω. Ποιος ξέρει τι άλλο θα ζήσω μέχρι να φτάσω στην Αλβανία. Πάντα μου άρεσε το ταξίδι εκείνο αλλά τώρα πια το σιχαίνομαι, το μισώ. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου και έβαλα τα ακουστικά στο mp3 μου, μιας που κινητό δεν είχα. Έκανα πως δεν άκουγα, πως δεν έβλεπα γενικά. Ο πατέρας μου ένα άψυχο σώμα. Ένας αόρατος καμβάς που ο καθένας ζωγραφίζει ό,τι θέλει πάνω και εκείνος τα απορροφά και τα λέει. Το βασικότερο χρώμα είναι η μάνα μου, που ζωγραφίζει και ζωγραφίζει και ζωγραφίζει χωρίς σταματημό, και ο καμβάς τα απορροφά ανελέητα και λέει τα δικά του.

Φτάσαμε στο πρακτορείο της ALB TRANS που δουλεύει ο πατέρας μου και βάλαμε τις βαλίτσες μας στο λεωφορείο. Όσο καθάριζε το λεωφορείο προσπαθούσε να μου πιάσει συζήτηση αλλά ήμουν και εγώ τόσο ψυχρή όσο είναι εκείνος.

《 Όταν θα μπαίνουν μέσα θα κόβεις το εισιτήριο στην τσάκιση. 》
《 Μμ. 》
《 Με άκουσες; 》
《 Ναι. 》
《 Τι είπα; 》 με ρωτα με ένα ψαρωτικό ύφος.
《 Τα εισιτήρια θα τα κόβω στην τσάκιση. 》
《 Α. Μπράβο σου. 》
《 Δεν είμαι χαζή όπως νομίζετε. Πέντε πράγματα τα κατανοώ. 》
《 Αα. Ελπίζω να μην έχεις ξεχάσει τα Αλβανικά σου. Όσοι μπαίνουν εδώ μέσα μιλανε ελάχιστα Ελληνικά. 》
《 Καλά. 》 λέω.
《 Πάω κάτω στα γραφεία να πάρω την κατάσταση των επιβατών. 》απαντάει.

Παρατηρώ πως έχει αφήσει την τσάντα του εδώ. Μια ιδέα μου ήρθε στο νου. Άνοιξα γρήγορα το κινητό του και έστειλα ένα μήνυμα στον Δημήτρη. Ήταν η μόνη μου ευκαιρία για να του μιλήσω. Γιατί στο χωριό είναι δύσκολα να βρεις και ίντερνετ και τα ελληνικά νούμερα δεν πιάνουν. Κοιτάω παράλληλα έξω να δω αν έρχεται.

Δημήτρη με παίρνουν μακριά. Με πανε στην Αλβανία για το καλοκαίρι. Συγγνώμη για όλα και Ευχαριστώ που μπήκες στην ζωή μου. Σε αγαπώ. Δεν ξέρω αν έχει αξία πια αλλά σε αγαπώ ακόμα και μετά από τον πόλεμο των δικών μου. Ίσως ξανά βρεθούμε κάποτε. Θα δείξει. Εάν έχω ευκαιρία θα σου στείλω κάποιο μήνυμα, ακόμα και όταν βρεις την κατάλληλη κοπέλα. Μην με ξεχάσεις και μην απαντήσεις στο μήνυμα. Είναι το τηλέφωνο του πατέρα μου. Το πήρα κρυφά. Μου λείπεις.

Μόνο αυτά πρόλαβα να γράψω. Βλέπω τον πατέρα μου να βγαίνει από το γραφείο. Διαγράφω το μήνυμα από την μνήμη και κατευθείαν το βάζω στην θέση του. Δεν με κατάλαβε ευτυχώς. Το παίζω αδιάφορη. Σηκώνομαι και βγαίνω έξω από το λεωφορείο. Κάθομαι στην καφετέρια δίπλα από το γραφείο και μονοπολώ εκείνες τις ωραίες στιγμές που πέρασα μαζί του. Αν δεν είχα σχέση μαζί του δεν θα γινόταν τίποτα τώρα πια. Ούτε τσακωμοί, ούτε νεύρα, ούτε "ντροπές", ούτε θα μετανάστευα σε άλλη χώρα.  Αλλά δεν το μετανιώνω. Γιατί μου άρεσε αυτό που έζησα και ήταν ωραίο. Λίγο αλλά ωραίο.

Άρχισε να μπαινοβγαίνει κόσμος. Πήγα στο λεωφορείο και κανόνισα τα εισιτήρια όπως έπρεπε. Πάντα αυτή η φασαρία στα αλβανικά λεωφορεία είναι σκέτη κόλαση. Ο καθένας λέει τον πόνο του και σίγουρα θα βρεθεί κάποιος που έχει μακρινή συγγένεια με κάποιον άλλο. Η βαβούρα με τρελαίνει. Βάζω ξανά τα ακουστικά και απολαμβάνω τον μακρύ δρόμο. Σε δέκα ώρες έχουμε φτάσει στο τελωνείο. Ασυναίσθητα ξυπνάω πάντα όταν φτάνουμε εκεί. Πρέπει το ελληνικό τελωνείο να ελέγξει τα διαβατήρια. Σηκώνομαι έτσι ώστε οι μπροστινοί να βγουν πιο εύκολα. Συνεννοούμαι εγώ με όποιον έχει πρόβλημα ως συνήθως. Ο πατέρας μου πάντα ελπίζει μην χρειαστεί να γυρίσει κάποιον πίσω. Είτε επειδή έχει λήξει η προθεσμία των χαρτιών, είτε επειδή δεν έχει δωθεί κάποια υπεύθυνη δήλωση από την Αλβανία. Η αλήθεια είναι πως μου αρέσει σαν δουλειά αλλά μόλις φτάσω στο χωριό θα το μετανιώσω πικρά.
Στο αλβανικό τελωνείο πλέον δεν υπάρχει σήμα για τα ελληνικά κινητά. Ο πατέρας μου σβήνει την μηχανή και ζητάει από όλους τα διαβατήρια τους έτσι ώστε να τα στείλει στο τελωνείο κάτω. Βγαίνει έξω και μετά από δέκα λεπτά γυρνάει με ένα ύφος που το ξέρω πολύ καλά.

《 Τι έγινε; 》 τον ρωτάω.
《 Θα ελεγχθούν τα μπαγκάζια. 》
《 Γιατί; 》
《 Βρήκαν ουσίες στο προηγούμενο λεωφορείο. 》μου απαντάει.
《 Ε καλά. Δεν νομίζω να βρουν εδώ. Όλοι είναι οικογενειάρχες άνθρωποι. 》 απαντάω αδιάφορα.

Τελικά έρχεται ένας αστυνομικός και τους ενημερώνει να κατεβάσουν σε Κάτι ειδικά τραπέζια ό,τι βαλίτσα έχουν. Εγώ τοποθετώ την δική μου και ο πατέρας μου κάνει βόλτες στο τραπέζι μη τυχόν εντοπίσει κάτι ύποπτο. Κάθομαι σε ένα πεζουλάκι και βλέπω τον κόσμο να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε. Όλοι διαφορετικοί. Κανένας όμως σαν τον Δημήτρη μου. Αλλά τελείωσε πια όλο αυτό. Ήταν ένα όμορφο όνειρο που ξαφνικά τελείωσε. Αχ και να ήξερα τι κάνει τώρα. Πώς περνάει; Είναι μαζί με τον Ηλία ή οχι; Άραγε με σκέφτεται καθόλου ή προτίμησε να με ξεχάσει; Και εκείνη η πρόταση γάμου; Πώς το σκέφτηκε; Πριν με πάρουν τα κλάματα, επειδή έχω ήδη βουρκώσει, μπαίνω στο λεωφορείο και κάθομαι στην θέση μου. Μετά από λίγο αρχίζουν και μπαίνουν όλοι μέσα. Κλείνω ξανά τα μάτια μου και το επόμενο λεπτό που τα άνοιξα βρισκόμουν στο χωριό μου. Ίσως ο ύπνος μου ήταν τόσο βαρύς που δεν κατάλαβα καν πως πήγε οκτώ το βράδυ. Ήρθε από τον σταθμό των λεωφορείων και με πήρε ο θείος μου γιατί ο πατέρας μου είχε κάτι δουλειές στο πρακτορείο. Τον χαιρέτισα όσο πιο εγκάρδια μπορούσα και ήλπιζα να μην γνώριζε τον λόγο που ήρθα. Γιατί ως γνωστόν η μάνα μου αν δεν πεί τα προβλήματα της με τα αδέρφια της, με ποιον θα τα πει. Δεν ανταλλάξαμε πολλά πολλά άλλα κατάλαβα ότι δεν γνώριζε κάτι. Αυτό ήθελα τώρα, να μάθουν στο χωριό και να με κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη μου.

Μπήκα στο σπίτι και ήταν μόνο η θεία μου μέσα. Η γιαγιά μου με τον παππού ήταν στο καφενείο. Είναι οικογενειακή "επιχείρηση" και εκεί δουλεύει το σοι της μαμάς. Η θεία μου προσωρινά ήταν στο σπίτι για να με υποδεχτεί. Οπότε αφού έφυγε ήμουν μόνη. Κλασσικά όπως όλα τα αλβανικά τα σπίτια υπάρχει το "Καλό" σαλόνι που έχει πράγματα αξίας και που έχουν δώσει μια περιουσία για να το φτιάξουν, μετά σε άλλο δωμάτιο είναι η τραπεζαρία-κουζίνα-"απλο" σαλόνι για την οικογένεια. Αυτά στον κάτω όροφο. Εγώ ανέβηκα στον πάνω όμως, γιατί εκεί είναι το δωμάτιο που καθόμαστε κάθε φορά. Μπαίνω μέσα και αντικρίζω τον εαυτό μου στους καθρέφτες της ντουλάπας. Είμαι σαν άψυχα κόκαλα. Έτσι νιώθω, σαν να αιωρούμαι στη γη. Γυρνάω προς το κρεβάτι και το άτομο που βλέπω με σοκάρει.

《 Παυλίνα; 》

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top