Κεφάλαιο 2°


Το κόκκινο αμαξάκι κυλούσε τις ρόδες του πάνω στην ζέστη άσφαλτο με χαμηλή ταχύτητα. Η Μαρία είχε κατεβάσει το παράθυρο. Έχοντας το κεφάλι της να κρέμεται σαν κλωνάρι απ έξω, απολάμβανε το δροσερό αεράκι που δημιουργούσε η λιγοστή ταχύτητα ενώ παράλληλα τάιζε τη περιέργεια της γεμίζοντας το μυαλό της με εικόνες από τη καινούρια τους πόλη. Η Άλμα από την άλλη, κρατούσε χαλαρά τα χέρια στο τιμόνι χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα από το δρόμο. Είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε που πήρε το δίπλωμα της μα για κάποιο λόγο ένιωθε ανασφάλεια από την ώρα που κάθισε στη θέση του οδηγού.

"Εεεε!" ένα απότομο δυνατό φρενάρισμα ανάγκασε την Μαρία να φωνάξει προς την αδερφή της η οποία είχε ακινητοποιησει το όχημα σχεδόν στη μέση του δρόμου. Εχοντας το κεφάλι της στραμμένο προς τα αριστερά, κοιτούσε έντονα προς έναν τοίχο ο οποίος ήταν γεμάτος αφίσες. "Θέλεις να μας σκοτώσεις; τρελάθηκες;!" συνέχισε ενοχλημένη και η Άλμα γύρισε επιτέλους προς το μέρος της

"Τα είδες αυτά;" ρώτησε και η Μαρία τη κοίταξε περίεργα

"Τα ραδίκια ανάποδα εννοείς;" την ειρωνευτηκε ξεφυσωντας μα η Άλμα δεν έδωσε σημασία στο καυστικό της σχόλιο. Ανταυτου, έβαλε μπρος το αμάξι και κάνοντας δύο τρεις μανούβρες, το πάρκαρε.

"Έλα, έλα να δεις! "
Η Άλμα έπιασε την αδερφή της από το χέρι και την ανάγκασε να βγει από τη θέση του οδηγού.

"Μπορω να περπατήσω και μ..." Η φωνή της Μαρίας χάθηκε καθώς έφτασαν στο πεζοδρόμιο και αντίκρυσε το τοίχο "Θεέ μου... Είναι δυνατόν;" μονολογησε

"Κι όμως .." αποκρίθηκε η Άλμα απλώνοντας διστακτικά το δάχτυλο της προς τις δεκάδες ξεφτισμενες αφίσες. Μερικές ήταν πιο ζωηρές. Άλλες πάλι , είχαν ξεφτισει εντελώς με τη πάροδο του χρόνου ενώ μερικές έδειχναν να προστέθηκαν πρόσφατα. Όλες όμως απεικόνιζαν σχεδόν το ίδιο πράγμα...

Αναστασία Σουάρεζ, ετών 17 αγνοείται

Εμίλια Ρικάρντο ετών 18 αγνοείται

Μαρία Κρουζ ετών 15 αγνοείται

Κάρλα και Φελισια Μαρτίνεζ ετών 17 αγνοούνται...

Τα ονόματα ήταν ατελείωτα ενω οι φωτογραφίες των κοριτσιών με τη σειρά τους, έμοιαζαν με ζωντανά φαντάσματα .

"Είναι τόσες πολλές..." αποκρίθηκε η Μαρία κοιτάζοντας την αδερφή της η οποία είχε κολλήσει το βλέμμα της στο τοίχο "Πώς γίνεται σε μια τόσο μικρή πόλη να αγνοούνται τόσα κορίτσια..." απόρησε

"Δεν ξέρω..." απάντησε ύστερα από δύο λεπτά η Άλμα "Έλα, πάμε να φύγουμε. Αρκετή βόλτα κάναμε. Θέλω να γυρίσω σπίτι..." Η Μαρία μπορούσε να διακρίνει στη φωνή της αδερφής της ένα πρωτόγνωρο άγχος και ένα φόβο. Η Άλμα δεν φοβόταν ποτέ της μα ακόμα και αν φοβόταν δεν το έδειχνε τόσο εύκολα. Τώρα όμως η ανησυχία ήταν ευδιάκριτη.

"Ναι... Νομίζω πως θέλω να επιστρέψω και εγώ. Σίγουρα κάποια εξήγηση θα υπάρχει. εκτός αυτού είναι τόσο κλειστή κοινωνία εδώ που δεν αμφιβάλω ότι θα το έσκασαν από τα σπίτια τους για ένα καλύτερο μέρος. Πότε δε ξέρεις..."

Η σιωπή της Άλμα ήταν η μόνη απάντηση που πήρε η Μαρία καθώς επέστρεφαν πίσω στο αυτοκίνητο. Λίγο πριν ξεκινήσουν, ένα ουρλιαχτό από λάστιχα που πάλευαν με την άσφαλτο ακούστηκε και η Άλμα έμεινε παγωμένη με το χέρι στο τιμόνι να κοιτάζει προς τα πίσω μέσα από το καθρέφτη.

"Τι γίνεται;" ρώτησε η Μαρία αναστατωμένη και αυτή τη φορά πήρε αμέσως απάντηση.
Ένα τσούρμο από μηχανές πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος τους.
Έμοιαζαν σαν να σερφαρουν επάνω στο δρόμο ενώ η σκόνη που σήκωσαν καθώς προσπερνούσαν το αμάξι ήταν μεγάλη. Η Μαρία μαζεύτηκε στη θέση της μόλις το αυτοκίνητο κουνήθηκε ελαφρώς από τη δύναμη του αέρα που προκλήθηκε από τις μηχανές. Τα κορίτσια που ήταν καθισμένα στο πίσω μέρος ούρλιαζαν ξέφρενα ενώ οι οδηγοί πατούσαν τέρμα τα γκάζια. Έμοιαζε με αγώνα δρόμου.

Μόλις πέρασε και η τελευταία μηχανή στο χώρο απλώθηκε μια νεκρική σιγή.
Ούτε θρόισμα από τα φύλλα. Ούτε αέρας. Ούτε κορναρισματα. Ούτε φωνές. Τίποτα...

"Ουαου..." η Μαρία έβγαλε χωρίς να το θέλει ένα επιφώνημα θαυμασμού προς το θέαμα που μόλις αντίκρυσε και η Άλμα γύρισε και τη στραβό κοίταξε.

"Ουαου; Αυτοί οι κανίβαλοι είναι επικίνδυνοι για κάθε οδηγό και πεζό και εσύ λες ουαου;" απόρησε ενοχλημένη.

"Μπορεί να φοβήθηκα λίγο έτσι όπως πλησίαζαν αλλά ήταν τέλειο! Ένιωσα την αδρεναλίνη στα ύψη ακόμα και σαν θεατής...Τελικά ίσως υπάρχει περισσότερη νεολαία εδώ από ότι φανταζομουν. Ίσως ακόμα και αυτές οι αφίσες να είναι κάποιο αστείο Άλμα. Ποτέ δε ξέρεις..."

Η Άλμα αναστεναξε.

"Ίσως. Όπως και να έχει εμείς δεν έχουμε καμία δουλειά με τέτοιου είδους ανθρώπους Μαρία. Έλα, γυρίζουμε σπίτι" ο τόνος της ήταν σοβαρός και βάζοντας μπροστά το αμάξι, έκανε αναστροφή και πήρε το δρόμο του γυρισμού...

*******

Η κοπέλα που ήταν καθισμένη στο πίσω μέρος κατέβηκε ενθουσιασμένη. Τιναξε επιδεικτικά τα μακριά της μαλλιά προς τη κατσουφιασμενη κοπέλα που καθόταν στη δεύτερη μηχανή και ύστερα πλησίασε τον οδηγό.
"Ήσουν απίθανος Χούγκο..." αποκρίθηκε με λάγνα φωνή τοποθετώντας τα χέρια της πάνω στο κράνος του. Το έβγαλε αργά αργά και χαμογελώντας του, τον φίλησε στα χείλη. Εκείνος στραβωσε ένα χαμόγελο  ρίχνοντας μια κλέφτη ματιά στο πλήθος που ζητωκραυγαζε για τη νίκη του και έπειτα κοίταξε τη κοπέλα που είχε μπροστά του.

"Σάλτα πάνω..." αποκρίθηκε κοφτά κι εκείνη σαν υπνωτισμενη σκαρφάλωσε ξανά στο πίσω μέρος της μηχανής. Το κράνος που λίγο πριν προστάτευε το κεφάλι του βρέθηκε στον αγκώνα ενώ τα χέρια του, αγκάλιασαν τα χερούλια του τιμονιού δυναμικά. Το πόδι πάτησε το συμπλέκτη, η ταχύτητα μπήκε και κάνοντας ένα δυνατό μαρσαρισμα, πάτησε τέρμα το γκάζι. Η μηχανή έφερε μια ολόκληρη στροφή γύρω της ζωγραφίζοντας ένα τέλειο κύκλο στην άσφαλτο με τις ροδες και οι πυκνοί καπνοί ξεχύθηκαν και έπνιξαν το κόσμο. Στη τρίτη στροφή, πήρε την ευθεία και απομακρύνθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα αφήνοντας τον απόηχο από τις κραυγές των παρευρισκομένων να γαργαλαει το ακόρεστο εγώ του με επιφωνήματα θαυμασμού.

"Πάντα τόσο επιδειξίας είναι; Ούτε σταμάτησε για να ευχαριστήσει το κόσμο. Μας γέμισε με καπνό και την έκανε!" Σχολίασε μια κοπέλα ενοχλημένη προς τη φίλη της η οποία τη κοίταξε απογοητευμένη

"Ωω Μάρτα, είσαι καινούρια εδώ αλλά θα μάθεις..."

"Τι να μάθω; Δε λέω, ο τύπος είναι όνειρο αλλά..."

"Χούγκο Ολιβέιρα. Ακόμα και το όνομα σου προκαλεί ανατριχιλα..." τη διέκοψε έχοντας ένα αλοπαρμενο βλέμμα στα μάτια "Κάθε κορίτσι θέλει να βρεθεί στη θέση της κοπέλας που είδες... Το να καθίσεις στο πίσω μέρος μιας μηχανής , ιδιαίτερα της δικής του, είναι στόχος στη πόλη..." είπε σχεδόν χαχανιζοντας.
"Είσαι ένα μήνα εδώ, είδες άλλη κοπέλα εκτός από την Καρολίνα να κάθεται; Όχι... Γιατί; Γιατί αυτοί οι τύποι είναι επιλεκτικοί. Τη βλέπεις εκείνη τη μηχανή;" ρώτησε δείχνοντας με το χέρι της, το ζευγάρι που βγήκε δεύτερο στον αγώνα "Αυτός είναι ο αντίπαλος του Χούγκο σχεδόν σε όλους τους αγώνες που γίνονται κάθε εβδομάδα. Έχεις δει μόνο δύο, εγώ τους βλέπω από τότε που ήμουν μικρή... Άσπονδοι φίλοι και εχθροί συνάμα. Για να χάσει ο Χούγκο αγώνα πρέπει να το θέλει... Και πίστεψέ με δε το θέλει συχνά"

"Νομίζω πως η ιδέα να έρθω ξανά δεν ήταν τόσο καλή Αλμπέρτα... Απορώ πως σας αρέσουν αυτά τα πράγματα... Πάντως δε λέω... Ο τύπος φυσάει... Δεν είχε τέτοιους στο Μίτσιγκαν..."

"Γενικά δεν έχει πολλούς τέτοιους Μάρτα... Καλό είναι όμως να μένουμε μακριά και να κρατάμε τα όνειρα, όνειρα... Αν δε βγάλεις βυζί και κωλο ούτε που θα σε κοιτάξουν. Ούτε αυτός ούτε κάποιος από το συναφι τους..."

"Πλούσιοι είναι;"

"Και ναι και όχι..."

"Δηλαδή;"

"Ας πούμε πως έχουν ένα δικό τους κώδικα επικοινωνίας... Δεν τους λείπουν τα λεφτά.. μια φορά το μήνα βγαίνουν εκτός πόλης και επιστρέφουν με σάκους γεμάτους φράγκα από αγώνες σε γειτονικές περιοχές. Το σχολείο για αυτούς είναι ανύπαρκτο ενώ ο σερίφης ουκ ολίγες φορές τους έχει συλλάβει. Βλέπεις όμως, την επόμενη είναι έξω..."

"Γονείς δεν έχουν;" ρώτησε γεμάτη απορία η Μάρτα και η Αλμπέρτα γέλασε..

"Ο πατέρας του Χούγκο είναι ο δήμαρχος ... Νομίζω αυτό λέει πολλά. Βέβαια όλοι ξέρουν πως οι σχέσεις τους είναι τεταμένες αφού δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά του γιου του αλλά προσωπικά θεωρώ πως ίσως αυτό να είναι και μια μορφή αναρχίας στην οικογένεια... Οι περισσότεροι από αυτούς που βλέπεις είναι γόνοι εύπορων οικογενειών. Φυσικά υπάρχει και το άλλο άκρο... Σαν το ξάδερφό μου το Γουστάβο. Παιδιά που αν και στην ίδια ηλικία σπουδάζουν και απέχουν από όλα αυτά .."

Η Μάρτα τη κοίταξε προβληματισμένη

"Πόσο ετών είναι;"

"Στα εικοσιπέντε οι περισσότεροι...Μερικοί είκοσι , άλλοι είκοσι ένα..."

"Καλά και για πόσο ακόμα θα παριστάνουν τους χούλιγκαν;"

"Δεν έχω ιδέα... Πάντως προσωπικά το απολαμβάνω. Έτσι μάθαμε. Έτσι μεγαλώσαμε..." Η Αλμπέρτα ανασηκωσε τους ώμους χαρούμενα

"Κατάλαβα. Δε λέω φαίνεται ωραία φάση αλλά και πάλι, νομίζω δείχνει ανωριμότητα. Εννοώ, σε αυτή την ηλικία θα μπορούσαν να κάνουν κάτι χρήσιμο..."

"Ίσως... εν τέλει οι περισσότεροι καταλήγουν στις δουλειές των γονιων τους θέλοντας και μη. Όπως και να έχει, θα έρθεις στο πάρτυ;"

"Μπα... Τι να έρθω να κανω;"

"Μα ούτε τη προηγούμενη φορά ήρθες... Θα περάσουμε ωραία. Ανάβουμε φωτιές στα βαρέλια, ο Χούγκο μαλώνει ως συνήθως με τον Σέρχιο, μετά τα βρίσκουν και γελάνε. Υπάρχει μουσική, χορός... Εγώ κάθομαι και τους παρατηρώ καμιά φορά. Εκτός αυτού έχει ένα σωρό αγόρια εκεί. Ίσως δεν είναι όλοι σαν το Χούγκο αλλά όλοι είναι ένας και ένας.." η Αλμπέρτα άρχισε πάλι να ονειροπολεί και η Μάρτα της χαμογέλασε.

"Θα έρθω υπό έναν όρο!" της ανακοίνωσε και εκείνη άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της...

**********

Μπαίνοντας στην αυλή του σχολείου ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν...
Μπορείς Άλμα... Σιγά... Πρώτη ή τελευταία φορά θα είναι; Δε θα σε φάνε κι όλας... Σκέφτηκε και βλέποντας τη Μαρία να απομακρύνεται χαρούμενη προς τη δική της μεριά του κτηρίου ανασκουμπωθηκε και άρχισε να προχωράει κι εκείνη προς τα μέσα. Το σχολείο ήταν τεράστιο . Τόσο το λύκειο όσο και το γυμνάσιο ήταν στον ίδιο χώρο μα πάραυτα ο διαχωρισμός ήταν εμφανής εντός της αυλής.
Αν και είχαν μπροστά τους ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, τα κορίτσια επέλεξαν να μείνουν μέσα στο σπίτι και να προετοιμαστούν για τη πρώτη μέρα. Η Μαρία ήταν ενθουσιασμένη για το καινούριο ξεκίνημα μα η Άλμα φοβόταν. Ήταν στη τελευταία χρονιά. Όσο και να ήθελε να νιώσει εκείνη τη παιδική αφέλεια που είχε ακόμα η αδερφή της, δεν της έβγαινε. Ήξερε καλά πως όλοι είχαν δημιουργήσει τους κύκλους τους από παιδιά και εκείνη θα ήταν μια ξένη σε αντίθεση με τη Μαρία που είχε περισσότερες πιθανότητες να ταιριάξει σε μια ομάδα της ηλικίας της και να προχωρήσει.
Σε κάθε της βήμα ένιωθε βλέμματα πάνω της . Τα μάγουλα της πήραν φωτιά και σκύβοντας το κεφάλι περπάτησε πιο γρήγορα προς την είσοδο. Τελικά το σχολείο είχε αρκετά παιδιά. Ίσως όχι τόσα όσα είχε το παλιό αλλά σίγουρα δεν έμοιαζε με έρημη πόλη. Καθόλη τη διαδρομή υπήρχε κόσμος παντού. Στα μαγαζιά, στο δρόμο, στα κτήρια. Καμία σχέση με το θέαμα που αντίκρισαν όταν βγήκαν για τη βόλτα τους λίγες μέρες πριν.

Λίγο πριν εισέλθει στο εσωτερικό του κτηρίου σταμάτησε...
Τη προσοχή της τράβηξε μια αφίσα που ήταν κολλημένη στο πλαϊνό τζάμι της πόρτας. Έμοιαζε με εκείνες τις δεκάδες που είχαν δει εκείνη τη μέρα μόνο που αυτή έδειχνε φρέσκια. Σαν κάποιος να τη κόλλησε λίγα λεπτά πριν...
Στην αφίσα υπήρχε μια μαυρομαλλα κοπέλα. Σχετικά μικρότερη από εκείνη. Θα την παρομοίαζε ίσως σαν την αδερφή της. Είχε πλούσια χείλη και έντονα μπλε μάτια.

Μάρτα Βάσκεζ.
Ετών 16.
Αγνοείται...

Η καρδιά της πεταρισε στιγμιαία.
Αν και δεν είχε ιδέα ποιο είναι αυτό το κορίτσι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος.
Ήταν άραγε φάρσα όλο αυτό; Ή όντως υπήρχαν εξαφανίσεις; Μα αν υπήρχαν, που πήγαν όλα αυτά τα κορίτσια;
Γιατί να έφυγαν; Πώς έφυγαν;
Και αν ήταν πλάκα ποιος κάνει τέτοια κακόγουστα αστεία; Ποιος ο λόγος;

Ένα σκουντηγμα στον ώμο και γέλια από κάτι παιδιά που τη προσπέρασαν, την έβγαλαν από τις σκέψεις. Κοίταξε αστραπιαία το ρολόι της και δίχως άλλο, καθάρισε τις σκέψεις της και μπήκε μέσα. Ότι κι αν ήταν, σίγουρα δεν την αφορούσε. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στο στόχο της και να τελειώνει ...

❤️❤️❤️
(Μεγαλύτερη εισαγωγή από τα συνηθισμένα. On hold λοιπόν!)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top