Κεφάλαιο 1°
Τοπέκα city, Κάνσας .
Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα, τι κι αν τα δικά σου είναι λευκά και τα δικά μου μαύρα; Ένα πέταγμα είναι η ζωή...
Έκλεισε το αγαπημένο της βιβλίο αφού πρώτα διάβασε για εκατοστη φορά την λατρεμένη εκείνη φράση που γέμιζε το μυαλουδακι της με όνειρα. Ένα τέτοιο έρωτα ήθελε να ζήσει και εκείνη. Χωρίς όρια. Χωρίς φραγμούς. Χωρίς πρέπει. Έναν έρωτα δυνατό που θα συγκλόνιζε τη κοσμοθεωρία της και θα στιγμάτιζε τη ζωή της για πάντα. Εκείνον τον έναν και μοναδικό που ποτέ δεν καταφέρνεις να ξεπεράσεις ακόμα κι αν είσαι μαζί του. Εκείνον που θα κρατήσει τα χέρια σου, θα τα ανοίξει, θα σου ζητήσει να πετάξεις και εσύ θα το κάνεις χωρίς δισταγμό. Γιατί θα το κάνεις ; Μα γιατί θα μάθεις να τον εμπιστεύεσαι με τη ζωή σου. Θα απαιτήσει να τον μάθεις ακόμα κι αν δε το θέλεις...
Το σπίτι μύριζε από το ξημέρωμα εκείνη τη γλυκιά ευωδία από τα κουλουράκια που της υποσχέθηκε η μητέρα της ότι θα φτιαξει μόλις έφταναν. Πάντοτε της έφτιαχνε τα συγκεκριμένα για να της ανεβάσει τη διάθεση από όταν ήταν μικρό παιδάκι. Η ανακοίνωση πως έπρεπε να μετακομίσουν της ήρθε σαν τούβλο στο κεφάλι ένα μήνα πριν. Το συμβόλαιο που έκλεισε ο πατέρας της όμως, άξιζε χιλιάδες δολάρια και δεν υπήρχε επιλογή. Τουλάχιστον όχι για εκείνον που τα χρήματα ήταν το παν στη ζωή του. Ήταν εύπορη οικογένεια και μάλιστα ανήκε στις έξι πρώτες του Λος Άντζελες. Μπάτλερ, υπηρέτριες, κηπουροί, αυτοκίνητα. Είχαν όλα όσα κάποιος θα ήθελε μα πάραυτα , η δίψα του πατέρα της για περισσότερα τους οδήγησε στο Κάνσας. Δεν ήταν μόνο το οικονομικό κίνητρο μα και το γόητρο του πλούτου. Αυτό τουλάχιστον πίστευε η Άλμα αφού δεν είχαν ανάγκη τα χρήματα.
"Ακόμα δεν αδειασες τις κούτες σου;"
"Δεν έχω όρεξη Μαρία... Ίσως το κάνω αργότερα"
"Η μαμά είπε να τακτοποιήσουμε τα δωμάτια μας έτσι ώστε να..."
"Να; Είσαι μικρή και δεν καταλαβαίνεις. Τι νόημα έχει; Τα αφήσαμε όλα πίσω για μια δουλειά! Αν αύριο του κάνουν κάποια καλύτερη προσφορά; Θα αφήσω παλι το σχολείο, πάλι τους φίλους μου, τα όνειρα, όλα.."
"Αμάν μωρέ Αλμα. Μην γίνεσαι τόσο καταθλιπτική! Πρώτη φορά αλλάζουμε μέρος. Εκτός αυτού, φαίνεται ωραία εδώ. Και δεν είμαι μικρή ! Δύο χρόνια δεν είναι τίποτα. Θα δεις ότι όλα θα στρώσουν πολύ γρήγορα.."
"Το εύχομαι. Απλά..."
"Απλά;"
"Τίποτα. Πήγαινε στη κουζίνα και έρχομαι"
Η Μαρία έφυγε κατσουφιασμενη.
Για εκείνη η μετάβαση ήταν κατι που δε τη πείραζε. Ήταν σχετικά ανοιχτό κορίτσι, έκανε εύκολα φίλους και είχε ενθουσιαστεί μόλις έμαθε για τη μετακόμιση. Από την άλλη, η Άλμα ήταν πάντοτε πιο μετρημένη και κλειστή. Είχε μεν φίλους αλλά τους ηξερε από μικρή ηλικία οπότε της ήταν εύκολο το δέσιμο. Δεν ήταν ντροπαλό κορίτσι μα θα μπορουσε κάποιος να τη χαρακτηρίσει ίσως , επιλεκτική.
Το σπίτι το διάλεξαν μέσα σε μια μόνο ημέρα.
Ήταν διόροφο, με κήπο και πισίνα. Είχε τρία δωμάτια και παρά την επιμονή του πατέρα της, δεν προσέλαβαν τελικά υπηρετικό προσωπικό. Η μητέρα της δεν θα δούλευε πλέον στην εταιρεία οπότε θέλησε να αναλάβει η ίδια το σπίτι.
Δύο αναπάντητες και τρία μηνύματα
Έριξε ένα βλέμμα στο κινητό της πριν κατέβει και αναστεναξε
Είχε υποσχεθεί στη Κάρμεν πως θα τη πάρει αλλά με το χάος που επικρατούσε από τη προηγούμενη δεν τα κατάφερε.
"Φτάσαμε καλά. Θα σε πάρω το απόγευμα. Ήδη μου λείπεις"
Αρκέστηκε να της γράψει και έπειτα κατέβηκε στη κουζίνα. Δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένη για την επόμενη μέρα σε σχέση με τη μικρή της αδερφή. Ίσα ίσα η ιδέα πως θα βρεθεί σε ένα καινούριο σχολικό περιβάλλον με εντελώς άγνωστα άτομα, τη τρόμαζε. Τι κι αν ήταν η τελευταία της χρόνια; Για εκείνη έμοιαζε με εφιάλτη.
Ήταν δροσερή η μέρα. Η μητέρα της είχε ανοίξει διάπλατα όλες τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού και ο αέρας έμπαινε διάχυτος από παντού σκορπίζοντας στην ατμόσφαιρα μια ηρεμία. Το σπίτι τους ήταν μακριά από το κέντρο και δεν επιλέχθηκε τυχαία η τοποθεσία. Ήταν αρκετά ήσυχη περιοχή. Σε κάθε τετράγωνο σχεδόν υπήρχε και μια βίλα ενώ για τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα τριγύρω δεν θα έβλεπες σπίτια "απλών" ανθρώπων όπως τα χαρακτήριζε συνεχώς η μητέρα της.
Το Κάνσας σε γενικές γραμμές ήταν μια κακόφημη πολιτεία εξού και οι αντιρρήσεις που είχε η ίδια εξ αρχής αλλά οι γονείς της, τη διαβεβαίωσαν πως σε καμία περίπτωση δε θα επέλεγαν ένα μέρος που θα έβλαπτε την οικογένεια με κάποιο τρόπο. Δεν ήταν λίγες οι φορές εξάλλου που έβλεπαν στις ειδήσεις την ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα εκείνου του μέρους.
"Μμμ, μοσχομυριζει!" η Άλμα μπήκε στη κουζίνα χαρίζοντας ένα χαμόγελο στη μητέρα της
"Σας το υποσχέθηκα! Από εδώ και πέρα, θα έχω αρκετές ευκαιρίες τώρα που δεν εργάζομαι για να φτιάχνω γλυκά. Έλα, κάθισε να σου σερβίρω και χυμό"
"Μπορώ να έχω ένα καφέ για σήμερα;" Η Βαλέρια της έριξε ένα αποδοκιμαστικο βλέμμα. Δεν της άρεσε που η κόρη της έπινε καφέ αλλά όσο και να μην το ήθελε, η Άλμα είχε μεγαλώσει και το καταλάβαινε.
"Για σήμερα. Ξέρεις όμως πόσο σημαντικός είναι ο πρωινός χυμός στη διατροφή σου Άλμα" της υπενθύμισε γεμίζοντας παράλληλα μια κούπα με ζεστό καφέ "Είστε έτοιμες για τη Δευτέρα;"
"Πανέτοιμη!" Απάντησε αμέσως η Μαρία ενω η Άλμα παρέμεινε σιωπηλή
"Βρε κόρη μου. Μην έχεις αυτά τα μούτρα. Θα δεις πως όλα θα πάνε καλά. Εκτός αυτού, δες το σαν μια ευκαιρία να επεκτείνεις τους ορίζοντες σου. Νέοι άνθρωποι. Νέο σχολείο. Νέοι καθηγητές. Ξέρω πως ίσως ακούγεται δύσκολο αλλά πιστεύω θα τα πας περίφημα όπως πάντα!" Η Βαλέρια της χάρισε ένα φιλί στο κούτελο και έβγαλε τη ποδιά της "Πάω να ετοιμαστώ γιατί θα φύγω με το μπαμπά σήμερα. Να περάσετε όμορφα!" αποκρίθηκε αποχαιρετώντας τις κόρες της
"Θέλεις να βγούμε βόλτα στη πόλη;" η Μαρία δεν έχασε χρόνο μόλις έμειναν οι δύο τους
"Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Η μαμά δεν είπε ότι μπορούμε να βγούμε.."
"Ναι αλλά δεν μας είπε να μείνουμε και στο σπίτι! Λοιπόν;"
"Δεν ξέρω. Θα δούμε. Ας φάμε πρώτα..."
"Δεν έχει θα δούμε! Θέλω να δω πως είναι η πόλη!"
"Και με τι θα πάμε; Δεν έχουμε οδηγό πλέον Μαρία... Σίγουρα κάποια στιγμή θα προσλάβουν κάποιον όπως πάντα αλλά τώρα δεν έχουμε" της εξήγησε ενοχλημένη
"Θα οδηγήσεις εσύ!"
"Ξέχασε το!"
"Έλα μωρέ Αλμα! Μη κάνεις σαν ξινή! Σε παρακαλώ....πολύ πολύ!!!"
Η Άλμα αναστεναξε και τη στραβοκοιταξε...
❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top