Το τρένο με τα αρχικά Α.Β.Β.Π/ part 3

Το ταξίδι θα ήταν μεγάλο, δίχως καμία αμφιβολία. Ο Λόμιλ την επομένη το πρωί, σφράγισε καλά την είσοδο του σπιτιού, με τα τρία καλικαντζαράκια να τρέχουν ελεύθερα στα γύρω δάση. Θα επέστρεφαν ξανά, όταν με το καλό γυρνούσε και ο ίδιος. Ήθελε να περάσει για πρώτη φορά από το σπίτι της Άλις και να την ενημερώσει για τις διακοπές των κοριτσιών, έχοντας ορίσει ημερομηνία επιστροφής την ημέρα των Χριστουγέννων. Πίσω τους, το όμορφο, παραδοσιακό σπίτι, επανήλθε στην πρότερη μορφή της εγκατάλειψης. Το ξωτικό πίστευε, πως ίσως έτσι να ήταν καλύτερα, καθώς δεν θα κινούσε τις υποψίες των περαστικών. Η διαδρομή για το κέντρο του Μπίμπουρι, δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, μα φάνταζε αρκετή, ώστε να αφήσει το περιθώριο σε κουβέντες και γέλια να ξεδιπλωθούν. Ο Λόμιλ, είχε υιοθετήσει την αιώνια εμφάνισή του, θα εξηγούσε κάποια άλλη στιγμή στην Άλις την ιστορία του, ίσως όταν θα ήταν πραγματικά έτοιμη.

Αναγνώριζε πως την ζωή της κόρης του, σκέπαζε ένα σύννεφο μελαγχολίας. Τα πάντα γύρω της και μέσα της, έμοιαζαν να είναι καλυμμένα με σκόνη. Κάποια στιγμή, γιατί θα ερχόταν αυτή η στιγμή, θα αποφάσιζε να προχωρήσει επιτέλους μπροστά. Μπορεί εκείνος να μην βρισκόταν πλάι της, όμως είχε δύο υπέροχες κόρες που την είχαν ανάγκη και επιζητούσαν την προσοχή της. Εκείνη πάλι, έμοιαζε σαν να είχε αγκαλιάσει απόλυτα τη δουλειά της, παραδομένη στην δύνη της εργασιομανίας, προκειμένου να αποφεύγει τυχόν δυσάρεστες σκέψεις και αναμνήσεις που αναμόχλευε το μυαλό της. Έτσι, φτάνοντας σχετικά νωρίς έξω από το σπίτι της και βλέποντας το μικρό της κηπάριο παρατημένο, κάτι σκίρτησε μέσα του. Ένα τσίμπημα θλίψης διαπέρασε την καρδιά του. Είδε την Άλις να ανοίγει την πόρτα, έτοιμη για ακόμη μία ημέρα στη δουλειά και ας ήταν Σάββατο. Μόλις τον είδε, χαμογέλασε αμήχανα και τους πλησίασε.

«Μπαμπά..; Δεν σε περίμενα τόσο νωρίς η αλήθεια..» πρόφερε και κατόπιν κοίταξε τα δύο κορίτσια «Πώς τα περάσατε; Όλα καλά;» ρώτησε όταν είδε άξαφνα το πρόσωπο της Ζόε να φωτίζεται.

«Νομίζω πως ήταν το ωραιότερο βράδυ της ζωής μου» δήλωσε με σιγουριά και είδε την Άλις να απορεί και να προσγειώνει το βλέμμα της στην μεγάλη της κόρη.

«Θα... θα συμφωνήσω με την μικρή. Περάσαμε μαγικά» δήλωσε ντροπαλά, όταν η προσοχή της αποσυντονίστηκε από την ξαφνική εμφάνιση του Κρίστοφερ. Άπαντες τον κοίταξαν ελαφρώς αποδοκιμαστικά, ωστόσο η Σάρα τον πλησίασε αργά, ρωτώντας τον, τι στο καλό γύρευε τέτοια ώρα έξω από το σπίτι της.

«Σε περίμενα από το προηγούμενο βράδυ, μα εσύ εξαφανίστηκες. Έστω, αν δεν έχεις σήμερα να κάνεις κάτι, θα μπορούσαμε να συναντηθούμε» τελείωσε και η Σάρα γούρλωσε τα μάτια της. Υπό άλλες συνθήκες θα ούρλιαζε, πηδώντας στο χιόνι και σχηματίζοντας αγγέλους επάνω του, ωστόσο, τα πράγματα μέσα σε μία και μόνο νύχτα, είχαν αλλάξει. Η ίδια είχε αλλάξει και αποκτήσει έναν ανώτερο σκοπό στη ζωή της. Να διαδώσει τα Χριστούγεννα παντού και αν αυτό ήταν δυνατό, να σκορπίσει την αγάπη. Όμορφη λέξη. Ηχούσε υπέροχα, όχι μονάχα στο μυαλό της, μα και στην ψυχή της.

«Λυπάμαι» του απάντησε «Μα από σήμερα ξεκινούν οι διακοπές μου μαζί με τον παππού και την αδερφή μου» του απάντησε ξαφνιάζοντάς τον για τα καλά.

«Είναι δηλαδή πιο ενδιαφέρον ο χρόνος με ένα κοριτσάκι και έναν γέρο;» την ρώτησε με αναίδεια και την είδε να φουντώνει.

«Να σε παρακαλέσω, να μιλάς καλύτερα για τους δικούς μου. Τώρα με συγχωρείς» πρόφερε γεμάτη πείσμα και σπρώχνοντάς τον ελαφρώς, τον προσπέρασε, με τον ίδιο να αποχωρεί, φανερά ξαφνιασμένος από την αλλαγή της.

«Μπαμπά, μα τον Θεό, δεν ξέρω τι της είπες, όμως συνέχισε έτσι. Μπροστά μου αυτή τη στιγμή έλαβε χώρα ένα επίγειο θαύμα. Η Σάρα μου έστειλε στο καλό αυτό το αλητάκι. Επιτέλους!» αναφώνησε η Άλις.

«Σε άκουσα να ξέρεις. Δεν έχω απομακρυνθεί αρκετά» έσκουξε η Σάρα και ευθύς μαζί με την Ζόε, μπήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν στα δωμάτιά τους, προκειμένου να χωρέσουν σε μια μικρή βαλίτσα, όλα τα απαραίτητα πράγματα, τα οποία κατά κύριο λόγο, αποτελούνταν από ζεστά και χοντρά ρούχα. Η Ζόε ξεχώριζε τα δικά της, μεταφέροντάς τα στο δωμάτιο της αδερφής της, ωστόσο προτού φύγει, ήθελε να κάνει μία στάση στο μέρος όπου ξεκίνησαν όλα. Στο αποθηκάκι των αναμνήσεων, όπως το είχαν ονομάσει. Ανοίγοντας την πόρτα του, ψαχούλεψε τις κούτες, παίρνοντας στα χέρια της την κάμερα και χαζεύοντας μερικές στιγμές ακόμη. Η μορφή του πατέρα της, νηφάλια, ευτυχισμένη και λαμπερή, ξεπρόβαλε για ακόμη μία φορά, ανασυρμένη από την μακρινή ζώνη του παρελθόντος.

΄΄Στο υπόσχομαι μπαμπά. Θα προσπαθήσω για εσένα να ζωντανέψω τα Χριστούγεννα που τόσο αγαπούσες. Ναι, θα το κάνω για εσένα και για όλα τα παιδιά του κόσμου, που εξακολουθούν να πιστεύουν και περιμένουν ένα δώρο από τον Άγιο. Ευχήσου μου καλή τύχη, αν και δεν ανησυχώ. Έχω στο πλάι μου τον παππού. Εσύ θα πρέπει να ήξερες την ιστορία του, είμαι σίγουρη. Σε αγαπώ..΄΄ μίλησε στην κάμερα κλείνοντάς την.

Για πρώτη φορά, είχε καταγράψει το δικό της, μικρό βίντεο, τοποθετώντας την κάμερα ξανά στη θέση της. Η Σάρα την φώναζε, καθώς η βαλίτσα τους ήταν έτοιμη και οι ίδιες αναχωρούσαν.

«Λοιπόν, εύχομαι να περάσετε τέλεια» τους είπε η μητέρα τους, σφίγγοντας ελαφρώς τα γούνινα κασκόλ γύρω από τον λαιμό τους. «Να μου τηλεφωνείτε» συμπλήρωσε στο τέλος.

«Άραγε εκεί, έχει σήμα;» ακούστηκε η φωνή της Ζόε και η Σάρα την σκούντησε.

«Πού εκεί;» ρώτησε η Άλις.

«Ε, στο σπίτι του παππού, πού αλλού;» έσωσε την κατάσταση την τελευταία στιγμή η Σάρα.

«Δεν μένει και στον Βόρειο Πόλο» τους είπε η μητέρα τους και εκείνες με δυσκολία συγκράτησαν το γέλιο τους.

Αποχαιρετώντας την, ακολούθησαν τον Λόμιλ με προορισμό το τρένο του Μπίμπουρι, που κατέληγε στον σταθμό Πάντιγκτον τουΛονδίνου. Από εκεί και πέρα, τα πάντα αποτελούσαν μία έκπληξη για εκείνες. Η διαδρομή είχε διάρκεια περίπου μία ώρα και είκοσι λεπτά, ωστόσο άξιζε τον κόπο, καθώς τα τοπία που προσπερνούσαν, ήταν στην κυριολεξία μαγικά. Είδαν τον Λόμιλ τότε, να βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτάκι μικρό, το οποίο μόλις το τοποθέτησε στο μικρό τραπεζάκι μπροστά τους, εκείνο ξεκίνησε να ξετυλίγεται και να ανοίγει ολοένα και περισσότερο.

«Αυτός εδώ, είναι ένας χάρτης του δικού μου κόσμου. Μόλις φτάσουμε στον σταθμό του Λονδίνου, θα σας οδηγήσω στην σωστή πλατφόρμα, για να πάρετε το στολισμένο τρένο. Όπως μπορείτε να δείτε και στον χάρτη, κινείται αυτή τη στιγμή από το Όλομ προς το Πάντιγκτον» τους είπε και εκείνες είδαν στον χάρτη τη μικρογραφία ενός τρένου, να κατευθύνεται από την ζωγραφιά του Όλομ, προς τον δικό τους σταθμό.

«Οι άνθρωποι όμως, δεν μπορούν να το δουν, έτσι;» τον ρώτησε η Ζόε και ο Λόμιλ χαμογέλασε.

«Όχι, δεν μπορούν καθώς δεν βρίσκεται στον ίδιο τόπο με τα υπόλοιπα τρένα. Ο δικός μας, μυστικός σταθμός, βρίσκεται σε κοντινή απόσταση μεν, αλλά σε ένα μέρος που αν και πολυσύχναστο, μοιάζει αθώο στα μάτια των ανθρώπων» τους είπε με νόημα εξάπτοντας εμφανώς την περιέργειά τους και κάνοντάς τες να αδημονούν να φτάσουν επιτέλους στον προορισμό τους.

«Ο Γκέντελ πώς μοιάζει;» ρώτησε η Σάρα και ο Λόμιλ το σκέφτηκε λίγο.

«Λοιπόν, αν εξαιρέσεις πως είναι αυστηρός και λίγο μεγάλος ίσως για τα χρόνια των ανθρώπων, μοιάζει ακριβώς σαν ένα αγόρι στην ηλικία σου. Μονάχα που τα μάτια του έχουν ένα παράξενο, κυανό χρώμα που σπάνια το συναντάς σε άνθρωπο και φυσικά τα αυτιά του, έχουν την ιδιομορφία των ξωτικών» τελείωσε και η Σάρα έπιασε τον εαυτό της να παλεύει να πλάσει την εικόνα του.





Για σας!!!Ευχαριστω εσας τους λιγους που εχετε επιλέξει το πνευμα των εορτών. Πείτε μου μία γνώμη εως εδω...Σας αρεσει; Τι εχετε αγαπήσει πιο πολύ, η ποιόν; Θα με έκανε πολυ χαρουμενη..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top