Η Άφιξη στο Όλομ/ part 4

Ο πρωινός ήλιος στο Όλομ, έμοιαζε χλωμός, κρυμμένος κάτω από ολόλευκα σύννεφα του χιονιού. Οι νιφάδες είχαν ξεκινήσει τον δικό τους χορό, με τον ρυθμό του ανέμου και η Ζόε είχε ξυπνήσει νωρίς, είχε κατευθυνθεί στο δέντρο της και είχε ευχηθεί για ένα ζεστό φλυτζάνι με σοκολάτα. Φυσικά, είχε εισακουστεί και με το παραπάνω, μιας που τα παιχνίδια είχαν άμεσα κινητοποιηθεί και η σοκολάτα είχε ως δια μαγείας ξεπηδήσει από τις ρίζες του έλατου. Η μικρή αδημονούσε. Βαστούσε στα χέρια της το ραγισμένο στολίδι και αισθανόταν πως από κάπου ψηλά, ο πατέρας της χαμογελούσε ευτυχισμένος. Είχε φτάσει η μέρα, που τα Χριστούγεννα θα έρχονταν ένα βήμα πιο κοντά στον κόσμο. Η Σάρα σηκώθηκε με κόπο. Το κορμί της πονούσε ελαφρώς από το χθεσινό πατινάζ, ωστόσο για κάποιον λόγο, το σκηνικό με τον Γκέντελ να την αρπάζει από την μέση και με την ίδια να καταλήγει στην αγκαλιά του, ερχόταν στη σκέψη της ξανά και ξανά.

«Ετοιμάσου» φώναξε η Ζόε και η Σάρα ξεκίνησε να ντύνεται. «Ευχήσου στο δέντρο για το πρωινό σου. Τα στολίδια θα σε ακούσουν» τελείωσε και η Σάρα την κοίταξε πλαγίως.

«Πήγαινε και έρχομαι» της είπε καθώς στάθηκε μπροστά από το ζεστό τζάκι, όπου κρέμονταν οι κάλτσες των ευχών τους. Η αλήθεια, είχε κάνει ήδη την ευχή της, ωστόσο ήθελε να την επαναλάβει ώστε να είναι βέβαιη πως θα ακουστεί. Πήρε λοιπόν ένα χαρτί και ένα στυλό και έκατσε στο κρεβάτι της οκλαδόν.

Άγιε μου Βασίλη,

Τα περισσότερα παιδιά, σου εύχονται για κάθε λογής παιχνίδια και ρούχα. Σου εύχονται για όμορφα σκυλάκια, για βιβλία, στολίδια, ταξίδια. Εγώ θα ευχηθώ κάτι το διαφορετικό. Θα ευχηθώ να μπορούσα να ξαναδώ τον μπαμπά μου. Ξέρω πως υπήρξα άτακτη και μάντεψε, όχι μονάχα φέτος. Έχω φέρει δάκρυα πολλές φορές στα μάτια της μαμάς. Έχω πάψει να αποκαλώ την Ζόε, ΄΄ζωή΄΄ μου χαϊδευτικά, έχω πάψει να χαμογελώ. Η απώλεια είναι σκληρή. Ίσως το γνωρίζεις και εσύ, καθώς έχασες την πίστη των ανθρώπων σε εσένα. Ξέρεις λοιπόν πώς νιώθω. Είναι εκείνο το κενό που δεν μπορείς να αναπληρώσεις. Είναι εκείνο το κενό που νιώθουν εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο, εξαιτίας της απουσίας σου. Η διαφορά είναι πως εγώ δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό, εσύ όμως μπορείς και ελπίζω να το κάνεις. Σκέψου πως για κάποιους ανθρώπους, αυτά μπορεί να είναι τα τελευταία τους Χριστούγεννα. Κάνε τα μοναδικά και χάρισέ τους το χαμόγελο που χρειάζονται. Ξέρω πως η ευχή μου είναι δύσκολη, επομένως μπορείς να βάλεις των άλλων σε προτεραιότητα.

Εύχομαι καλά Χριστούγεννα να έχεις, η άτακτη Σάρα.

Γράφοντας και την τελευταία λέξη σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της. Σήμερα, ήταν μέρα χαράς και δεν θα άφηνε τίποτε και κανέναν να της το χαλάσει. Κατεβαίνοντας στην υποδοχή, αντίκρυσε τον Γκέντελ έτοιμο. Σήμερα φορούσε ένα κατακόκκινο πουλόβερ, με τα αρχικά ΄΄Α Β΄΄. Είχε κατασκευαστεί στον Βόρειο Πόλο όπως της εξήγησε και φυσικά ήταν χειροποίητο. Την στιγμή που οι ματιές τους αντάμωσαν, ένιωσε ένα σκίρτημα παράξενο. Ετοιμαζόταν να πιάσει ασυναίσθητα το στήθος της, όταν η φωνή της Βίλ που τους ευχόταν καλή επιτυχία την πέταξε από τις σκέψεις της.

«Πώς νιώθεις σήμερα;» την πείραξε το ξωτικό.

«Αν εξαιρέσεις ένα ελαφρύ πιάσιμο, τέλεια» του απάντησε κοκκινίζοντας.

«Άψογα δεσποινίς Σμιθ. Λοιπόν, φύγαμε» ανακοίνωσε και ξεκίνησαν με κατεύθυνση το αλλοτινό εργοστάσιο των στολιδιών.

Στο δρόμο, τα πάντα ήταν γιορτινά όπως κάθε μέρα. Οι νιφάδες κάθονταν επάνω στα μακριά μαλλιά της Σάρα και ο Γκέντελ απολάμβανε να τις βλέπει να στροβιλίζονται. Τις αγαπούσε γιατί ήταν μοναδικές. Καμία δεν έμοιαζε με την άλλη, όλες είχαν το δικό τους σχήμα και αυτό τους προσέδιδε λίγη παραπάνω μαγεία. Το εργοστάσιο, βρισκόταν στο βάθος, τυλιγμένο με την ομίχλη του Χειμώνα. Φαινόταν κλειστό, ωστόσο ένας νάνος-φύλακας, στεκόταν ακριβώς έξω από την τεράστια, ξύλινη είσοδό του, έχοντας σταθεί κάτω από μία σόμπα.

«Καλημέρα Γκέντελ. Ποιος γιορτινός άνεμος σε στέλνει εδώ;» τον ρώτησε παραξενεμένος.

«Καλημέρα και σε εσένα. Είμαστε εδώ για μία ειδική αποστολή» του είπε δείχνοντάς του το στολίδι και κάνοντάς τον να χλομιάσει.

«Ω, μα τον Άγιο! Αυτό το στολίδι είναι μεγάλης παλαιότητας. Πράγματι κατασκευαζόταν εδώ και μάλιστα είμαι βέβαιος πως έχει περάσει σε τουλάχιστον τέσσερις γενιές» σχολίασε.

«Χρειαζόμαστε τον Όρελιν» επέμεινε ο Γκέντελ.

«Μα, τον κατασκευαστή; Αυτός δεν γνωρίζω πού βρίσκεται. Από τη στιγμή που ο Άγιος αποφάσισε να αποσυρθεί, έχει κλείσει το εργοστάσιο. Το βλέπετε το λουκέτο» πρόφερε δείχνοντάς τους ταυτόχρονα το μικρό, χρυσό λουκετάκι.

«Δεν έχουμε χρόνο, πρέπει να τον βρούμε» συνέχισε να τον πιέζει το ξωτικό για να τον δει να αναστενάζει.

«Ελάτε μαζί μου, ίσως οι γείτονες γνωρίζουν, ή ο σημερινός ιδιοκτήτης του σπιτιού του» τελείωσε και κατευθύνθηκαν μέσα σε ένα πλακόστρωτο, χιονισμένο στενό, με τα πέτρινα και ξύλινα σπίτια να βρίσκονται κολλητά το ένα στο άλλο.

Έχοντας χτυπήσει σε τουλάχιστον δέκα πόρτες και μην έχοντας λάβει καμία απάντηση, κατευθύνθηκαν στη δική του. Το οίκημα ήταν εξίσου μικρό και παραδοσιακό, απλώς βρισκόταν χτισμένο σε ένα άνοιγμα, με έλατα να το περιτριγυρίζουν. Φαινόταν σκοτεινό, σημάδι πως είτε ο ιδιοκτήτης του έλειπε, είτε απλώς είχε παραμείνει να ρημάζει μετά την αποχώρηση του νάνου- κατασκευαστή. Πλησιάζοντας περισσότερο, συνειδητοποίησαν πως ήταν κλειστό.

«Νομίζω πως πρέπει να μπούμε» είπε η Σάρα για να δει τον Γκέντελ να ταράζεται.

«Αποκλείεται! Έχεις στο μυαλό σου να κάνεις διάρρηξη;» την μάλωσε.

«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα λένε. Πιθανότατα στο σπίτι του να υπάρχει κάποιο στοιχείο, κάτι που να μας διαφωτίζει ας πούμε» τους είπε και είδε την Ζόε να κατσουφιάζει.

«Θα γραφτείς και με την βούλα στους άτακτους» της είπε.

«Θα έχω σώσει τις γιορτές όμως» επεσήμανε η μεγάλη της αδερφή.

«Θα το πάρω πάνω μου εγώ. Κάντε στην άκρη και ας ελπίσω να μην μου επιτεθούν οι καλικάντζαροι του σπιτιού. Σε αντίθεση με τον ιδιοκτήτη, εκείνοι μένουν» ολοκλήρωσε ο νάνος και βγάζοντας ένα μικρό σύρμα από την τσέπη του παλτό του, προσπάθησε να ανοίξει την κλειστή πόρτα. Δέκα λεπτά αργότερα, είχαν ακούσει το πολυπόθητο ΄΄κρακ΄΄.

Το σπίτι μέσα ήταν σκοτεινό και μύριζε κλεισούρα. Όπως τους εξήγησε ο Γκέντελ, όλα τα σπίτια στο Όλομ είχαν εσωτερικά την ίδια διακόσμηση και επίπλωση. Πάντα στο χρώμα το κόκκινο και μπεζ. Τη στιγμή που άνοιγαν τα φώτα όλα, τρία εξαγριωμένα, χνουδωτά πλάσματα, στέκονταν στη σειρά και τους παρατηρούσαν με μάτια μισόκλειστα. Κατόπιν, ξεκίνησαν να γρυλίζουν, μονάχα που το γρύλισμά τους έφτανε στα αφτιά των υπόλοιπων, σαν χαριτωμένη διαμαρτυρία κουταβιού. Ο Γκέντελ, έβγαλε ευθύς από την τσέπη του ένα χρυσό, σοκολατένιο μπαστούνι και τους το πρόσφερε μαζί με μία ελαφριά υπόκλιση. Τα πλάσματα έβρισαν στη γλώσσα τους τον ίδιο τους τον εαυτό, για την αδυναμία τους να συγκρατηθούν μπροστά στη γιορτινή λιχουδιά. Με μικρά βηματάκια, πλησίασαν και την άρπαξαν, δίχως να τους δίνουν το ελεύθερο να περάσουν στο υπόλοιπο σπίτι. Η Ζόε, αφηρημένη πισωπάτησε, μέχρι που σκόνταψε στο μάλλινο χαλί του μικρού καθιστικού, πέφτοντας επάνω στο τζάκι και γκρεμίζοντας ένα τούβλο, το οποίο κατά πώς φάνηκε, ήταν ήδη έτοιμο να πέσει. Μέσα του, βρισκόταν ένα χαρτί, που έγραφε ΄΄Λάιτλιν΄΄, με καλλιγραφικά γράμματα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top