Όταν ακόμη υπήρχαν τα Χριστούγεννα/part 2
Είχε συγκεντρωθεί σχεδόν απόλυτα στο πολύτιμο γράμμα, όταν η πόρτα του δωματίου της άνοιξε και είδε την Σάρα να μπαίνει μέσα. Είχε μόλις επιστρέψει από την σύντομη βόλτα της, καθώς δεν ένιωθε ιδιαιτέρως καλά με την μικρή της αδερφή μονάχη της σε μία ολόκληρη μονοκατοικία.
«Γύρισες;» άκουσε τη φωνή της Ζόε και έγνεψε θετικά.
«Ναι, εσύ τι ακριβώς κάνεις εκεί;» την ρώτησε βλέποντάς την να έχει τσαλακώσει μερικές σελίδες και να τις έχει αφήσει δίπλα της.
«Προσπαθώ να γράψω ένα γράμμα στον Άγιο. Ίσως φέτος να αλλάξει γνώμη και να έρθει επιτέλους πίσω στις ζωές μας» της χαμογέλασε και η Σάρα την πλησίασε περισσότερο.
«Ειλικρινά τώρα, πιστεύεις πως υπάρχει στ' αλήθεια; Μην κοιτάς που ο μπαμπάς μας έλεγε ιστορίες για τα Χριστούγεννα. Ωστόσο, όλα αυτά είναι μονάχα παραμύθια. Η πραγματικότητα είναι αυτή που ζούμε. Προφανώς, κάπως έτσι σκέφτηκαν όλοι και θεώρησαν τα στολίδια και τα λαμπάκια, περιττά έξοδα» ολοκλήρωσε βλέποντας το παιδικό πρόσωπο της Ζόε να συσπάται από θυμό.
«Τελικά, γι' αυτό μάλλον έφυγε ο παππούς! Γιατί την τελευταία φορά, προσπάθησε να παρηγορήσει τη μαμά και να της πει πως μπορεί η ψυχή του μπαμπά να πέταξε, όμως η μαγεία των εορτών, ίσως της τον εμφάνιζε με κάποιον τρόπο ξανά. Εκείνη θύμωσε και τσακώθηκαν και από τότε, ο παππούς δεν επέστρεψε ποτέ στο χωριό και στο σπίτι μας!» της φώναξε η μικρή.
«Μα, ο παππούς ισχυριζόταν πως όλα αυτά είναι αλήθεια!» αντέδρασε η Σάρα.
«Και γιατί να μην είναι;» αντέτεινε η μικρή για να δει την Σάρα να βουρκώνει και να της πιάνει τα χέρια απαλά.
«Ζόε, ειλικρινά μην το κάνεις πιο δύσκολο όλο αυτό. Οι γιορτές ήταν όμορφες και όσο ζούσε ο μπαμπάς ακολουθούσαμε τα έθιμα για να μην κακοκαρδίσουμε και εσένα που ήσουν μικρή. Πρέπει όμως να καταλάβεις, πως ο χρόνος πίσω δεν γυρνά και τα παραμύθια δεν φέρνουν τους ανθρώπους που χάθηκαν. Ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, είναι μονάχα μία φανταστική φιγούρα και λυπάμαι που θα σου το πω, μα το γράμμα σου πιθανότατα θα καταλήξει στα σκουπίδια, ή στην καλύτερη περίπτωση στα χέρια της μαμάς. Επομένως, από το να μπαίνεις σε κόπο, ζήτησε από εκείνη τι θέλεις για τις γιορτές και άσε τον Άγιο στην ησυχία του» ολοκλήρωσε και ένα κύμα απογοήτευσης πλημμύρισε την ψυχή της μικρής. Σε όλα αυτά, δεν είπε ούτε μία λέξη, μονάχα που κράτησε το γράμμα λίγο πιο σφιχτά επάνω της.
Η Σάρα άνοιξε την πόρτα και έφυγε, αφήνοντάς την μόνη της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και ανοίγοντας το συρτάρι της, έβγαλε από μέσα μία φωτογραφία του παππού της, που ήταν αγκαλιά με τον πατέρα της, φορώντας και οι δύο στο κεφάλι τους αγιοβασιλιάτικους σκούφους. Με το μικρό της δάχτυλο, χάιδεψε τα πρόσωπά τους, ρίχνοντας ταυτόχρονα και μία κλεφτή ματιά στο γράμμα της.
΄΄Ξέρω πως οι αφηγήσεις σας ήταν αληθινές. Ξέρω πως τα Χριστούγεννα βρίσκονται κρυμμένα κάπου, ίσως κάτω από το παχουλό χιόνι των δρόμων. Όμως μπαμπά, σου υπόσχομαι πως δεν θα σταματήσω να τα αναζητώ, μέχρι να τα βρω. Θα το κάνω για εσένα και για τον παππού. Σε αγαπώ και μου λείπεις. Μακάρι να μπορούσα να δω το πρόσωπό σου, έστω και μία φορά. Ίσως αυτή να ήταν και η πραγματική μου ευχή για τις γιορτές΄΄ σκέφτηκε και αποφάσισε να κατευθυνθεί στο μικρό αποθηκάκι, όπου η μητέρα της τοποθετούσε ουσιαστικά όλες τους τις αναμνήσεις.
Στο χέρι της κρατούσε τη βιντεοκάμερα και ήταν αποφασισμένη να την εναποθέσει σε μία χάρτινη κούτα, μαζί με όλες τις φωτογραφίες της οικογένειας. Σκαλίζοντας τα πράγματα, καταλάθος της γλίστρησε ένα κουτάκι ξύλινο. Ήταν αρκετά σκονισμένο και η Ζόε με το μανίκι της, το έτριψε προσπαθώντας να το καθαρίσει. Επάνω του, με χρυσό χρώμα, ήταν γραμμένα τα αρχικά Α.Β.Β.Π. Παρά τα χρόνια που εμφανώς είχαν περάσει, αν έκρινε από την σκόνη που το έπνιγε προηγουμένως, τα σκαλιστά γράμματα καθώς και το ίδιο το κουτί, αν και ξύλινο, δεν είχε επάνω του ούτε μία γρατσουνιά. Αντιθέτως, τώρα γυάλιζε, θαρρείς και κάποιος το είχε λουστράρει. Η μικρή έχοντας καθίσει οκλαδόν, το άνοιξε, όταν μέσα του βρήκε τοποθετημένο ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι, το οποίο παρουσίαζε ένα γυάλινο άστρο. Προς μεγάλη της θλίψη, ακριβώς στο κέντρο του υπήρχε μία ραγισματιά. Το παράξενο όμως ήταν, πως ακριβώς επάνω στο σημείο του ραγίσματος, δέσποζαν τα ίδια αρχικά, με εκείνα στην επιφάνεια του κουτιού.
Η Ζόε ενθουσιασμένη που πρώτη φορά έπιανε στα χέρια της ένα στολίδι, το τοποθέτησε εκ νέου μέσα στο κουτί του, καρτερώντας την μητέρα της να επιστρέψει και να της λύσει την απορία σχετικά με την προέλευσή του. Αθόρυβα και έχοντας βάλει τελικά τη μηχανή στο κουτί με τις αναμνηστικές φωτογραφίες, ανέβηκε στο δωμάτιό της κοιτάζοντας το μικρό και ιδιαίτερο κουτάκι ξανά και ξανά. Ως και η μυρωδιά που ανάβλυζε, έμοιαζε με εκείνη του φρέσκου ξύλου, μονάχα που στην δική της μύτη, έπαιρνε εκείνη των μπισκότων και της ζάχαρης και της κρέμας που συνήθιζε να φτιάχνει με τόση λαχτάρα ο πατέρας της. Ήταν σαν να χάριζε στον καθένα, την ανάλογη μυρωδιά που ταίριαζε στις προσωπικές του αναμνήσεις. Με όλη αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα, τελικά αποκοιμήθηκε, μόνο για να την βρει η μητέρα της μία ώρα αργότερα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, αγκαλιά με το συγκεκριμένο κουτί. Στη θέα του, γούρλωσε ελαφρώς τα μάτια της, διερωτώμενη πού στο καλό το είχε ανακαλύψει η μικρή της κόρη. Αυτό το κουτί την οδηγούσε πολλά χρόνια πίσω. Είχε σχεδόν περάσει από γενιά σε γενιά, με αρχή τον πατέρα της που το έδωσε κάποτε σε εκείνη και της ζήτησε εν συνεχεία να το παραδώσει, όταν θα έφτανε η ώρα, στα δικά της παιδιά. Της είχε πει, πως αυτό το κουτί ανήκε αυστηρά και μόνο σε όσους πίστευαν στο πνεύμα των Χριστουγέννων και την θαυματουργή του φύση. Στα χέρια οποιουδήποτε άλλου, δεν θα είχε καμία αξία και δεν θα φανέρωνε καμία απολύτως ιδιαιτερότητα.
Δυστυχώς, η μορφή του στολιδιού, την ταξίδεψε σε εκείνη την άσχημη στιγμή, του χαμού του Σάιμον. Ο πατέρας της, της το είχε δώσει λίγες μέρες πριν τον χάσουν, λέγοντάς της να το προσέχει σαν τα μάτια της. Δυστυχώς, τρείς μέρες μετά, συνέβη το μοιραίο που θα άλλαζε τις ζωές όλων για πάντα. Το στολίδι έμεινε να κρέμεται μετέωρο πάνω από το τζάκι και αργότερα, έγινε το αντικείμενο του τσακωμού της με τον πατέρα της. Αποτέλεσμα, ήταν να πέσει και να ραγίσει ακριβώς στην μέση. Ο πατέρας της πνιγμένος στη στεναχώρια, είχε δει μία αμυδρή, χρυσή λάμψη να πετάγεται μέσα από το ράγισμα και να εξαφανίζεται στον χιονιά. Εκείνη την ώρα κατάλαβε, πως μάλλον, τα πάντα ήταν μάταια και πως το πνεύμα των εορτών είχε δραπετεύσει για τα καλά, δίχως γυρισμό. Η κόρη του τον κατηγορούσε, πως έδινε ψεύτικες ελπίδες στα κορίτσια, προτρέποντάς τες να πιστέψουν σε όλα εκείνα τα απίστευτα πράγματα που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια των εορτών. Ο καβγάς εκείνος, είχε την σημερινή κατάληξη, κοινώς την απομάκρυνση του πατέρας της, που ήταν πικραμένος από την συμπεριφορά της. Τα τελευταία του λόγια ήταν, πως σπίτι της θα επέστρεφε, την ημέρα που από το παράθυρο θα εμφανιζόταν εκ νέου, εκείνη η χρυσή λάμψη, η οποία θα ερχόταν για να κατοικήσει ξανά σε αυτό το πολύτιμο στολίδι.
Έκτοτε, κράτησε την υπόσχεσή του και με το παραπάνω. Η Άλις θεωρούσε την στάση του ως ένα πείσμα. Μολαταύτα, τις γιορτές του έστελνε πάντοτε ευχετήρια κάρτα, μα η απάντησή του ήταν σχεδόν μονολεκτική. Η πίκρα τον είχε κατακλύσει και δεν χωρούσε αμφιβολία γι' αυτό. Βυθισμένη στις σκέψεις της, σχετικά με την ιστορία του συγκεκριμένου αντικειμένου, δεν πρόσεξε πως η Ζόε την παρακολουθούσε καθιστή στο κρεβάτι. Αντικρίζοντας το υπέροχο πρόσωπό της, της χαμογέλασε γλυκά.
«Συγγνώμη που άργησα, συγγνώμη που μέρες σαν αυτές, αντί να περνώ χρόνο μαζί σας, τον σπαταλώ στη δουλειά, μα..» πήγε να πει, όταν η Ζόε την διέκοψε.
«Καταλαβαίνω, δεν πειράζει. Σε περίμενα γιατί ήθελα να σε ρωτήσω σχετικά με αυτό το κουτί και το στολίδι του. Το βρήκα στο αποθηκάκι και ειλικρινά μυρίζει υπέροχα, παρά τη σκόνη που είχε» της είπε παραξενεύοντάς την.
«Δηλαδή, τι μυρίζει;» την ρώτησε.
«Αναμνήσεις. Το σπίτι μας κάθε φορά που ψήνουμε μπισκότα, την κρέμα που έφτιαχνε ο μπαμπάς και φρέσκο ξύλο. Να, δοκίμασε» της είπε και της το έδωσε, μα προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνη δεν μύριζε απολύτως τίποτε, εκτός από την αύρα ενός πολυκαιρισμένου και σκονισμένου αντικειμένου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top