Όταν ακόμη υπήρχαν τα Χριστούγεννα.../part 1

΄΄Με το έλκηθρο θα φτάσει το βράδυ αργά αργά, δωράκια για να φέρει σε όλα τα καλά παιδιά. Στις κάλτσες θ' αφήσει παιχνίδια πολλά και ένα γλυκάκι θα φάει στα κρυφά,

ο Άι-Βασίλης έρχεται ξανά΄΄.

Κοντά στον ποταμό Κόλν, στην γεμάτη λόφους κεντρική Αγγλία, στην επαρχία Γκλούστερσαιρ, βρίσκεται αυτό που όλοι αποκαλούν, ως το ομορφότερο χωριό της Αγγλίας. Το Μπίμπουρι, ήταν πάντοτε διάσημο για τα ομοιόμορφα, πέτρινα, μεσαιωνικά σπίτια, τα οποία χρονολογούνται από τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Τα υπέροχα, γραφικά σοκάκια του, το ξενοδοχείο των κύκνων, όπως ονομάζεται, το οποίο είναι ένα εξίσου γραφικό, πέτρινο κτίσμα, προσαρμοσμένο απόλυτα στην ιστορική ατμόσφαιρα του τόπου, όπως και πολλά ακόμη σπίτια που ήταν καλυμμένα από αναρριχητικά φυτά, προσέδιδαν στο χωριό κάτι το μαγικό. Σαν σύνολο, έμοιαζε με ένα ξαφνικό ταξίδι στον χρόνο και η Σάρα Σμιθ, που φέτος έκλεινε τα δεκαέξι, γυρνούσε όπως κάθε μέρα από το σχολείο, μαζί με την μικρότερη αδερφή της.

Κάποτε, οι δυο τους ήταν αγαπημένες. Είχαν μία όμορφη, αδερφική σχέση, μα άξαφνα ο χρόνος στην κυριολεξία σταμάτησε, την νύχτα που πέθανε ο πατέρας τους. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος της απομάκρυνσης της Σάρα, τόσο από την Ζόε, όσο και από την μητέρα της. Πριν από εκείνο το τραγικό περιστατικό, η ατμόσφαιρα στο σπίτι έμοιαζε διαφορετική. Σαν σήμερα, που βρίσκονταν λίγο πριν την Παραμονή των Χριστουγέννων, κάθονταν στο σαλόνι όλοι μαζί, αφηγούμενοι ιστορίες για όταν ακόμη τα Χριστούγεννα υπήρχαν. Σε αντίθεση με τις ίδιες, οι γονείς τους και ειδικά ο πατέρας τους, είχαν ζήσει εκείνες τις φωτεινές εποχές, όπου το κάθε σπίτι είχε το δικό του δέντρο και που τα απογεύματα, μικροί και μεγάλοι τραγουδούσαν τα κάλαντα στους δρόμους. Η Ζόε τον άκουγε πάντοτε με προσοχή, όταν της μιλούσε για τον διάσημο Άγιο, ο οποίος έβρισκε το τρόπο να μοιράζει τα δώρα, από την μία άκρη της Γης έως την άλλη.

Ντυμένες με χοντρά ρούχα, βάδιζαν στα γραφικά σοκάκια αμίλητες. Το σπίτι τους βρισκόταν στην γωνία του δρόμου και φτάνοντας, είδαν ταυτόχρονα και την μητέρα τους να σταθμεύει το αυτοκίνητό της. Δούλευε σχεδόν υπερωρίες στο μικρό ιατρείο της περιοχής και η αλήθεια, μέρες σαν αυτές, η παρουσία της ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη.

«Κορίτσια μου!» τις φώναξε από μακριά και η μικρή Ζόε έτρεξε απευθείας στην αγκαλιά της, κουρνιάζοντας σαν σπουργιτάκι. Η Σάρα από την άλλη, στριφογύρισε τα μάτια της σε απόγνωση και μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού, δίχως να δώσει σημασία, αφήνοντας πίσω της την μητέρα της και την αδερφή της που την κοιτούσαν με θλίψη.

«Της κόστισε πολύ ξέρεις...» είπε η Άλις στην Ζόε, της οποίας τα μάτια καθρέπτιζαν το παράπονο. «Ήταν πολύ κοντά οι δυο τους και το θυμάσαι. Της αδερφής σου, όλη αυτή η απώλεια, της έχει δημιουργήσει μέσα της θυμό. Προσπάθησε να την καταλάβεις. Ξέρω πόσο σε στενοχωρεί και πόσο δύσκολο σου είναι να την αντιμετωπίσεις μερικές φορές» τελείωσε και είδε την μικρή να σταυρώνει τα χέρια της μπροστά από το στήθος της.

«Το ξέρω, μα για κανέναν όμως δεν είναι εύκολη η απώλεια του μπαμπά. Με την Σάρα κάποτε, συνηθίζαμε να περνάμε χρόνο μαζί, να κάνουμε πράγματα σαν αδέρφια, να με αγκαλιάζει. Πλέον, βγαίνει καθημερινά με τις παράξενες παρέες της και με αντιμετωπίζει σαν να είμαι φαντασματάκι. Κοινώς, σαν να μην υπάρχω. Όταν της ζητώ να παίξουμε, μου λέει πως είμαι πολύ μεγάλη για παιχνίδια και πως η ίδια βαριέται» γκρίνιαξε η μικρή και η Άλις, βαθιά μέσα της, ήξερε πως είχε δίκιο.

Μπήκαν στο σπίτι, το οποίο μύριζε ακόμη ζάχαρη και τζίντζερ, μα ήταν άδειο. Κανένας δεν στόλιζε πιά και η οικογένειά τους δεν αποτελούσε εξαίρεση. Οι άνθρωποι είχαν χάσει την όρεξή τους εδώ και χρόνια και έλεγαν στα παιδιά τους, πως ο Άγιος Βασίλης ήταν απλά ένας μύθος και πως έπρεπε να πάψουν να τον καρτερούν την νύχτα της Παραμονής. Τι σημασία είχε εξάλλου; Ζούσανε στην εποχή του καταναλωτισμού και ό,τι ποθούσε η καρδιά τους, θα μπορούσαν να τους το προσφέρουν οι γονείς. Δεν χρειαζόταν να μεγαλώνουν με χαζά παραμυθάκια. Ελάχιστοι είχαν παραμείνει πιστοί σε εκείνον και μέσα σε αυτούς, βρισκόταν και η οικογένεια της Άλις. Ο πατέρας της και παππούς των κοριτσιών, λάτρευε τις γιορτές, ωστόσο για κάποιον λόγο, είχε αποφασίσει να αποσυρθεί, σε μία μικρή μονοκατοικία, λίγο έξω από το παραμυθένιο χωριό. Έκτοτε, είχε σπάνιες επαφές με την κόρη του, είχε γίνει κακοδιάθετος και απέφευγε τον συνωστισμό και την πολυκοσμία. Όποτε αποφάσιζαν να τον επισκεφθούν, φρόντιζαν να πηγαίνουν στο σπίτι του, καθώς εκείνος αρνούνταν να κατηφορίσει προς το χωριό.

Έχοντας φάει το μεσημεριανό τους, η Άλις ανακοίνωσε στις κόρες της πως θα έπρεπε να λείψει. Η δουλειά ήταν πολλή και η παρουσία της απαραίτητη.

«Σάρα, φρόντισε να μείνεις σπίτι για να προσέχεις την αδερφή σου. Προσπάθησε να βάλεις σε δεύτερη θέση τις εξόδους σου με τα φιλαράκια» της γρύλισε η μητέρα της τονίζοντας την τελευταία λέξη και αλείφοντάς την με λίγη ειρωνεία.

Η αλήθεια, οι παρέες της μεγάλης της κόρης, κάθε άλλο, παρά καλές ήταν. Φυσικά η δύστυχη η Άλις δεν είχε ιδέα πως στην τελευταία τους έξοδο, οι νεαροί είχαν σπάσει το τζάμι του αυτοκινήτου ενός καθηγητή τους από το σχολείο και είχαν βανδαλίσει μία αίθουσα διδασκαλίας. Ήταν βέβαιη ωστόσο, πως η μεγάλη αλλαγή στην συμπεριφορά της Σάρα, είχε ξεκινήσει από τον θάνατο του πατέρα της και έπειτα, από τον έρωτά της για έναν νεαρό που δεν είχε και την καλύτερη φήμη. Αυτό λοιπόν, ήταν ακόμη ένα απόγευμα που θα κυλούσε με νεύρα και δυσανασχέτηση από την πλευρά της, καθώς ήταν αναγκασμένη να μείνει μέσα για να προσέχει τον μικρό σπιούνο, όπως αποκαλούσε τη Ζόε. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω της όμως, η Σάρα άρπαξε το μπουφάν της και ετοιμάστηκε να το σκάσει.

«Πού νομίζεις πως πηγαίνεις; Αν κάνεις ένα βήμα, θα το πω στη μαμά» ακούστηκε από πίσω της η φωνή της Ζόε.

«Και δεν το λες; Καρφάκι δεν μου καίγεται σπιούνε. Αυτή είναι η δουλειά σου εξάλλου και την κάνεις πολύ καλά» της απάντησε θυμωμένα.

«Σάρα, τι έχεις πάθει; Θέλω πίσω την αδερφή μου. Εσύ δεν ήσουν έτσι, ξέρω πως σου λείπει ο μπ..» πήγε να πει για να την δει να κλείνει απότομα τα μάτια της.

«Σταμάτα! Δεν θέλω να ακούσω λέξη για τον μπαμπά. Έφυγε, εντάξει; Πάει!» της φώναξε και τελικά ανοίγοντας την πόρτα, πετάχτηκε έξω. Απόψε δεν θα έβγαινε με κανέναν φίλο της. Απόψε η βόλτα της θα ήταν μοναχική. Η ξαστεριά του ορίζοντα την βοηθούσε να εντοπίζει τα φωτεινά ουράνια σώματα, προσμένοντας σε μία κρυφή ευχή. Έτσι της έλεγε ο πατέρας της, όταν ήταν μικρή. Πως τα άστρα είναι ευχές που περιμένουν να πραγματοποιηθούν και όταν το κάνουν, σβήνουν και εξαφανίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε νέα.

Η Ζόε, έμεινε για ακόμη ένα απόγευμα ολομόναχη. Παλεύοντας να σκοτώσει τον χρόνο της, άνοιξε ένα συρτάρι της κρεβατοκάμαρας της μητέρας της και άρπαξε μία βιντεοκάμερα, με την οποία η οικογένεια Σμιθ, απαθανάτιζε όμορφες στιγμές. Στην μνήμη της, υπήρχαν βίντεο από προηγούμενα Χριστούγεννα, μέχρι και ιδιωτικές στιγμές από τους κρυφούς χορούς των γονιών της. Δίχως να χάσει χρόνο, έτρεξε στο δωμάτιό της, ξάπλωσε και ξεκίνησε να απολαμβάνει το ταξίδι της στα ευτυχισμένα χρόνια. Τότε που το σπίτι τους έσφυζε από ζωή, τότε που η Σάρα χαμογελούσε συχνά, τότε που ο πατέρας της, την σήκωνε στην αγκαλιά του και την στριφογυρνούσε παιχνιδιάρικα, σαν να μην υπήρχε αύριο. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της τα παιδικά, όταν ξαφνικά σκέφτηκε πως τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά, η Ζόε πίστευε βαθιά στο πνεύμα των εορτών. Θυμόταν αμυδρά τον παππού της να της αφηγείται χριστουγεννιάτικες ιστορίες και ξαφνικά θυμήθηκε, πως και εκείνος της έλειπε φρικτά. Έχοντας αφήσει την ψυχή της να περιπλανηθεί σε όλες τις ευλογημένες στιγμές, κατευθύνθηκε προς το γραφείο της και παίρνοντας στυλό και χαρτί, αποφάσισε να γράψει για πρώτη φορά, ένα γράμμα στον Άγιο και ας μην είχε παραλήπτη. Ήθελε τόσο απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μαζί του, να νιώσει εκείνη τη ζεστασιά που τόσο της έλειπε. Δεν το σκέφτηκε πάρα πολύ και ξεκίνησε...

΄΄Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη....΄΄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top