Άγιος Βασίλης έρχεται/ part 4

΄΄Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, για βγάτε ιδέστε μάθετε το που ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται και αναθρέφεται με μέλι και με γάλα. Το μέλι τρών οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοχόρταρο το λούζοντ' οι κυράδες΄΄

Το Νόρθ γιόρταζε και μαζί του ετοιμαζόταν να γιορτάσει και ο υπόλοιπος κόσμος. Άπαντες βρίσκονταν σε εγρήγορση, οι καμπάνες του σπιτιού του Άγιου χτυπούσαν δίχως σταματημό και τα ξωτικά, με δάκρυα συγκίνησης στα μάτια τους έθεσαν σε λειτουργία για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τα μηχανήματα κατασκευής στολιδιών. Η μεγάλη επιγραφή στην είσοδο του εργοστασίου φωτίστηκε και οι εργαζόμενοι μπήκαν μέσα δειλά, ανοίγοντας όλα τα φώτα, ένα ένα και αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο, με ένα μόνιμο χαμόγελο να κοσμεί το πρόσωπό τους. Επιτέλους, τα όνειρα όλων θα γίνονταν πραγματικότητα. Μπαλαρίνες και αρκουδάκια, αυτοκινητάκια και παραμύθια, μπάλες και επιτραπέζια, όλα ήταν έτοιμα να ξεπεταχτούν και να παραδοθούν στους μικρούς, μα και στους μεγάλους που τα είχαν ζητήσει. Ο Άγιος κατέβηκε από το σπίτι του συντροφιά με τα τρία παιδιά, καθώς ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την ανάγνωση των χιλιάδων γραμμάτων από την μία, αλλά και να ετοιμάσει την στολή του από την άλλη.

Στο κέντρο του Νόρθ, υπήρχε ένα τεράστιο οίκημα, σαν βιβλιοθήκη, όπου δούλευε και η Φεντάλ, η φίλη που ήταν έτοιμη να αντικαταστήσει τον Γκέντελ, αν εκείνος δεν άλλαζε τελικά την απόφασή του. Το συγκεκριμένο οίκημα είχε ένα τεράστιο, στολισμένο δέντρο στο κέντρο της αίθουσας και στο βάθος βρισκόταν το γραφείο όπου ο Άγιος λάμβανε και διάβαζε τα γράμματα, τα οποία τώρα πετούσαν σαν τρελά, από όλες τις κατευθύνσεις, για να στοιβαχτούν στο πλάι.

«Γκέντελ!» ακούστηκε μία κοριτσίστικη φωνή, μόλις οι τρείς τους μπήκαν. Η Σάρα έριξε εξεταστικά το βλέμμα της πάνω στο μικρόσωμο κορίτσι, με τα μαύρα μαλλιά που ήταν πιασμένα ψηλά, σαν κότσος μπαλαρίνας. «Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω και που τελικά άλλαξες γνώμη και παρέμεινες» πρόφερε κοιτώντας πλαγίως τη Σάρα. «Είναι πολύ όμορφη» του ψιθύρισε στο αφτί και τον είδε αυτόματα να κοκκινίζει ολόκληρος.

«Χαίρομαι και εγώ πολύ που σε βλέπω και που...Έμεινα τελικά» της είπε με νόημα περήφανος για τον ίδιο του τον εαυτό και την απόφασή του.

Στο βάθος, αντίκρισαν όλοι τους μία εικόνα οικεία. Μία εικόνα ζωγραφισμένη χιλιάδες φορές στα βιβλία και στα παραμύθια, αποτυπωμένη ζωηρά στην καρδιά όλων. Ο γλυκός Άγιος, εκείνη η πράα φιγούρα με το ζεστό χαμόγελο και την μεγάλη καρδιά, φορούσε τα μικροσκοπικά, μυωπικά του γυαλιά που έπεφταν μέχρι την μέση της μύτης του και διάβαζε τα γράμματα των ανθρώπων με απόλυτη προσήλωση. Δίπλα του, μία χρυσή πένα κρατούσε σημειώσεις και κατόπιν το χαρτί θα φτερούγιζε κατευθείαν προς το εργοστάσιο ώστε να ξεκινήσουν οι ετοιμασίες. Δεν έπρεπε να χάσουν ούτε μισό λεπτό. Τα δύο κορίτσια, αποφάσισαν να βοηθήσουν στη φροντίδα των ταράνδων και ο Γκέντελ θα έμενε στο πλευρό του Άγιου, ώστε να τον διευκολύνει με την ανάγνωση.

Περίπου μία ώρα αργότερα, έπεσε στα χέρια του το γράμμα της Σάρα. Την επιθυμία της την γνώριζε πολύ καλά, όπως επίσης γνώριζε πως θα ήταν αδύνατο να επιστρέψει ο πατέρας της. Κάθε χρόνο η κοπέλα, ευχόταν στα κρυφά το ίδιο πράγμα, δίχως να έχει αλλάξει ούτε ένα σημείο στίξης. Ο Γκέντελ το κράτησε για λίγο στα χέρια του ξεφυσώντας, παλεύοντας να σκεφτεί μία λύση. Τα Χριστούγεννα ήταν μαγικά και ικανά να πραγματοποιήσουν κάθε επιθυμία. Η ματιά του ταξίδεψε στον Άγιο και έπειτα σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το μέρος του βαστώντας στα χέρια του το γράμμα.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, Γκέντελ;» τον ρώτησε βλέποντας την θλιμμένη του έκφραση.

«Κρατώ στα χέρια μου μία ευχή, λίγο διαφορετική από τις άλλες. Είναι η ευχή της Σάρα που έχει χάσει τον πατέρα της και από τότε, κάθε χρόνο η μόνη της επιθυμία είναι να μπορούσε με κάποιον τρόπο να τον δει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, να κάνω τα πάντα για να πραγματοποιήσω το όνειρό της, μονάχα που δεν έχω ιδέα το πώς..» πρόφερε συνοφρυωμένα και ο Άγιος κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση.

«Θα μπορούσες μήπως να μου το αφήσεις εδώ; Θα ήθελα να το σκεφτώ για λίγο μόλις τελειώσω με τα εύκολα. Εξάλλου..»είπε και κοίταξε το μεγάλο ρολόι του τοίχου «Σε λίγες ώρες πετώ και ο χρόνος τρέχει. Εμείς όμως, θα πρέπει να τρέξουμε γρηγορότερα. Μπορείς να το φανταστείς αυτό;» τον ρώτησε χαμογελώντας με νόημα και ο Γκέντελ ένιωσε την καρδιά του να χτυπά. Έπρεπε να τρέξει στο πλευρό του συντηρητή για το έλκηθρο, καθώς χρειαζόταν να πραγματοποιηθεί μία εξονυχιστική έρευνα από άκρη σε άκρη και ειδικά στην χρυσή σφαίρα, που ήταν κάτι σαν τιμόνι για το έλκηθρο. Εξαιτίας της μπορούσε να κινηθεί με εκπληκτική ταχύτητα, αλλάζοντας εύκολα χώρες και Ηπείρους.

Η Σάρα βαστούσε στο χέρι της μία ειδική, σκληρή βούρτσα με την οποία περιποιούταν το τρίχωμα των ζώων. Από την άλλη, ο Ντάνσερ αφηγούταν λεπτομερώς στη Ζόε τα πάντα γύρω από τον περίφημο σάκο του Άγιου. Μπορεί στα μάτια όλων να φαινόταν πως έχει ένα μέγεθος φυσιολογικό, ωστόσο το εσωτερικό του ήταν απέραντο, σαν τεράστια πολιτεία και φυσικά το κάθε δώρο είχε την δική του θήκη. Επίσης, μέσα υπήρχε και μία καφετιέρα, που έκανε καφέ φίλτρου με γεύση φουντούκι, που ήταν και η αγαπημένη του Άγιου. Μέσα στον σάκο, πολλές φορές κρύβονταν και ξωτικά που διάλεγαν τα δώρα λίγο πριν προσγειωθεί το έλκηθρο στο εκάστοτε σπίτι. Ο σκούφος δε της στολής του, έκρυβε τον δικό του μύθο και τις δικές του μαγικές δυνάμεις. Εκείνος ήταν που χάριζε την ελαστικότητα στο σώμα του παχουλού άνδρα, προκειμένου να χωρά και να μπαίνει σε όλες τις μικρές και μεγάλες καμινάδες.

Ένα χτύπημα μίας καμπάνας, σήμανε πως έπρεπε να λάβουν θέσεις και ευθύς τα ξωτικά άρπαξαν τα χοντρά σχοινιά του έλκηθρου και το έσυραν έξω στο χιόνι. Άπαντες μαζεύτηκαν για να παρακολουθήσουν το υπέροχο θέαμα, από καλικάντζαρους, νάνους, νεράιδες και πλήθος μικρών και μεγάλων ξωτικών, περίμεναν τη στιγμή που η αιώνια μορφή με την κόκκινη στολή, θα ερχόταν για να το οδηγήσει. Το κοπάδι των ιπτάμενων, ήρθε καμαρωτό και όλοι τους πήραν τη σωστή θέση προκειμένου να δεθούν. Τα δύο κορίτσια παρακολουθούσαν τη διαδικασία χειροκροτώντας, όταν από μακριά είδαν τον Γκέντελ να πλησιάζει χαμογελαστός και πίσω του, ο Άγιος Βασίλης, φορώντας εκείνη την κόκκινη, αιώνια, ονειρική του στολή, πάντοτε συνδεδεμένη με την χαρά και την προσμονή. Με το ένα του χέρι χαιρετούσε τον κόσμο που τον περίμενε συγκινημένος και με το άλλο κρατούσε τον μαγικό του σκούφο. Πέρασε μπροστά από όλους τους συντρόφους του, τους μαγικούς τάρανδους, που δεν έβλεπαν την ώρα να σκίσουν τον ουρανό μετά από τόσο χρόνια, χαϊδεύοντάς τους. Κατά πως φαινόταν, ο καιρός θα ήταν στο πλευρό τους, καθώς παρά το πολικό κρύο, ο ουρανός ήταν καθαρός και το αστέρι έλαμπε, σαν ένας φωτοβόλος καθοδηγητής. Ο Άγιος πλησίασε τα δύο κορίτσια και έσκυψε μπροστά στην Ζόε.

«Αν δεν ήσουν εσύ και η βαθιά σου πίστη στα Χριστούγεννα και στην αγάπη, εγώ θα βρισκόμουν ακόμη ξεχασμένος και απογοητευμένος στο Μπάτερσερ, ενώ μερικοί τελευταίοι πιστοί, θα συνέχιζαν άσκοπα να στέλνουν τα γράμματά τους, με τις ευχές τους να μένουν μετέωρες» έκανε μία παύση και στράφηκε στη Σάρα «Νομίζω πως τα Χριστούγεννα σου άλλαξαν τη ζωή. Σου μετέδωσαν εκείνη τη χαρά και την αισιοδοξία, μα να γνωρίζεις πως ακόμη δεν έχουν πει την τελευταία τους κουβέντα. Απόψε λοιπόν, η βραδιά θα είναι διαφορετική, γιατί το έλκηθρο, θα το οδηγήσεις εσύ, με εμένα συνοδηγό» της είπε και το στόμα της σχεδόν άγγιξε το πάτωμα.

«Αστειεύεσαι, έτσι;» του είπε με φωνή που έτρεμε.

«Σου μοιάζω να αστειεύομαι; Το έλκηθρο και οι τάρανδοι για να τιθασευτούν, χρειάζεται αυτός που βρίσκεται στο τιμόνι να είναι γενναίος και να πιστεύει στον εαυτό του και τις γιορτές. Απόδειξέ μου λοιπόν, πως οι φετινές γιορτές πράγματι σε άλλαξαν»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top