Μια τελευταία τζούρα
Χριστούγεννα 2013:Μια τελευταία τζούρα
Μια τελευταία τζούρα στα κρυφά. Κι αν η ζωή μου δεν σου φαίνεται δύσκολη,ξέρεις τι φταίει. Δεν είναι. Αν δεν με πιστεύεις,ξέρω τι φταίει. Δεν θα άντεχες. Δεν τα έχεις ζήσει. Στα χέρια μου έχω αυτό που το δαγκώνουν οι εχθροί και το μοιράζονται οι φίλοι,σε μια ζωή πιο υποφερτή με ένα φυτίλι στα χείλη. Κι αν μια μέρα της πω "μην βάλεις τσιγάρο ποτέ στο στόμα σου. Μείνε μακριά από αυτά. " θα μου χαμογελάσει. Όπως εγώ χαμογελάω στον Χάρο,μετά από κάθε τζούρα. Όμως εγώ έχω σχέδιο διαφυγής κι ίσως τα καταφέρω,να πάω σε χώρες που ούτε καν μπορώ να προφέρω. Άρωμα μπόλικο σε μια φούτερ χιλιοφορεμένη με γράμματα σβησμένα. Δεν θα γυρίσει σήμερα. Έχει δρομολόγιο. Η νταλίκα κύλησε ξανά,όπως η νικοτίνη στο αίμα. Οι συνήθειες δεν ξεχνιούνται πατέρα. Τα χέρια του στο τιμόνι,σαν να μη σταμάτησε ποτέ. Το πόδι κολλήμενο στο γκάζι σαν να ναι ξανά 27,μα σε αυτό το παραμύθι όλοι αλλάζουμε ηλικίες. Άλλωστε τι είναι η ηλικία;Ένα νούμερο που δεν αντιπροσωπεύει καν τον καιρό που σε τούτο τον κόσμο υπάρχεις. Μ'αφήνει μόνο. Με εμπιστεύεται μόνο. Είμαι το ήσυχο παιδί του,ίσως εκείνος που φοβάται να πάρει χάπια και να πει αντίο,μόνιμο,οριστικό. Γιατί ποτέ μέχρι τότε δεν το είχε πει,όμως ακόμα οι λέξεις που δεν είπα ποτέ με στοιχειώνουν. Και σαν φαντάσματα έρχονται τα βράδια εκείνα που είμαι μόνος. Και ίσως το '14 να μην είναι κοντά. Είμαστε τόσο σίγουροι επειδή κάθε μέρα ξημερώνει. Κι αν μια μέρα ο ήλιος σβήσει;Όχι από θυμό ή από εκδίκηση,απλά επειδή βαρέθηκε να είναι δεδομένος,απόλυτος,προβλέψιμος. Αν πέσει σαν κομήτης για να προκαλέσει θαυμασμό;Όχι όχι ποιος πιστεύει αυτές τις σαχλαμάρες;Τα φωτάκια απέναντι μου με ζαλίζουν,λίγο λιγότερο από την ζάλη της μέθης. Λίγο πιο κίτρινο το πρόσωπό μου από άνθρωπο που έχει ίκτερο,λίγο λιγότερο λαμπρό το μέλλον μου από το αστέρι απέναντι. Λίγο δυνατότερα τα τραγούδια,που δεν ξανάκουσα από τότε,στο πάλιο ραδιόφωνο του παππού,ό,τι έμεινε από εκείνη την αγγελική μορφή που τόσο η υστερία της μου έλειψε. Το χτύπημα της πόρτας με βγάζει από τις σκέψεις. Βαρύ και έντονο,όσο κι ο χτύπος της καρδιάς μου. Το ντουμάνι στο δωμάτιο δεν θα εξαναφιστεί,ο καπνός φτάνει το ταβάνι. Το τρέμουλο δεν είναι προσποιητό. Ό,τι νιώθω δεν είναι. Ο άντρας που αντικρίζω απέναντί μου είναι εκείνος εκείνα τα Χριστούγεννα σε εκείνο το δείπνο. Εκείνος που οι αναστεναγμοί του, με σημάδεψαν βαθιά. Ο φερόμενος ως γκόμενος της μάνας μου,ο φερόμενος ως πατριός μου,ο αυτοαποκαλούμενος νέος μπαμπάς μου. <<Δώσε αυτό στον μπαμπά μικρέ>>Ποιο;Το χάδι στο κεφάλι;Το μίσος στο βλέμμα;Το χαρτί που μας αφήνει δίχως σπίτι;Μάλλον αυτό. Μες το αμάξι,η γυναίκα που με έφερε στη ζωή. Δίπλα της το κοριτσάκι που θα έδινα την ζωή μου για αυτό,η αδερφή μου. Το χεράκι της στο παγωμένο τζάμι,το παγωμένο συναίσθημα,το παγωμένο βλέμμα,θα ζεσταθείς καρδιά μου θα ζεσταθείς κι εσύ. Φεύγουν. Μ'αφήνουν μόνο. Μα άλλοι έρχονται άλλοι φεύγουνε όμως στο τέλος πάντα μένουμε μόνοι,πάλι μόνοι. 3 τα ξημέρωματα. Το κλειδί ανοίγει την ξύλινη πόρτα,που δεν θα αργήσει να καεί στην ξυλόσομπα εκείνη που θα σταματήσει να υπάρχει. <<Δεν κοιμάσαι μικρέ;>>Όταν είναι νηφάλιος,είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. <<Δεν θα έρθει ο Άγιος Βασίλης φέτος. Μεγάλωσες>>,γιατί πότε ήρθε;Μα θα έρθει. Δυο φορές συνεχόμενα. Και μετά ας μην ξαναέρθει ποτέ. Δεν θα τον έχω ανάγκη. <<Ο Άγιος Βασίλης δεν θα 'ρθει. Ήρθε ένα χαρτί όμως>>Η ειρωνεία μου αρχίζει να καλλιεργείται. Τα δάκρυα μετά βίας παραμένουν στα μάτια του. Ξέρω να διαβάζω πατέρα. Ρίχτο. <<Κάθισε. Είσαι μεγάλος πια>>Το αλήτικο στυλάκι,η φαρδιά φόρμα,με σιχαίνεται που με αγαπάει. <<Το σπίτι αυτό,ανήκει στη μαμά..το ξέρεις ήδη αυτό.>>Πόσα ξέρω,πόσα ξέρεις. <<Θα στο πω ξεκάθαρα. Το θέλει πίσω. Μαζεψε τα. Φεύγουμε>>τα έχω ήδη μαζέψει. Άφησα μονάχα λίγα όνειρα και μερικές ελπίδες ψηλά ψηλά να τα φτάσει η μικρή όταν μεγαλώσει. Μ'αρέσει να κοιμάμαι στην νταλίκα. Δεν μου αρέσει όμως να τρώω αέρα. Το καλοκαίρι δεν αργεί,θα βρω δουλειά. Ξέρεις να ματώσουν τα ματωμένα χέρια μου. Να γαληνέψει μια ψυχή εξαγριωμένη,μια ψυχή πραγματικά κουρασμένη κι ας είναι μόλις 15. Έτσι περιμένω τον Ιούλιο σαν παραθεριστής,μα είναι ακόμα Δεκέμβρης. Κούτες γεμάτες όνειρα. Σ'αυτήν την γη πεθαίνουν πρώτα οι ονειροπόλοι. Κούτες γεμάτες ελπίδες που δεν θα προλάβουν να ευδοκιμήσουν. Η μοίρα γελάει με τις σκέψεις μου και φορτώνει την τελευταία κούτα σε ένα κενό φορτηγό. Γκάζι πατημένο ως συνήθως. Πονάει να αποχωρίζεσαι ό,τι αγαπάς. Ό,τι πονάει όμως δεν ξεχνιέται. Ίσως τελικά να μας κάνει καλό να πονάμε γιατί αλλιώς ξεχνιόμαστε και ξεχνάμε. Τα θεωρούμε όλα δεδομένα. Ό,τι δεν μας επηρεάζει άμεσα ό,τι δεν μας συμφέρει άμεσα,το κλείνουμε σε μια αποθήκη πίσω πίσω στο μυαλό και την καρδιά μας. Το να κοιμάσαι στον δρόμο,σου θυμίζει τη μέρα που τον προσπέρασες κοιτώντας τον απαξιωτικά. Και την επόμενη μέρα δεν τον βρήκες,τον έσερναν τα σκυλιά βλέπεις. Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι την τέλεια ληστεία. Άι να δούμε η επομένη χρονιά τι θα μας φέρει. Ποιος ξέρει,μπορεί να 'χουμε κι εμείς κάπου ένα αστέρι. Έχει ξαστεριά απόψε. Το ύψωμα δίνει άλλον αέρα. Εκείνον τον αέρα που σε χτυπάει ανελέητα στο πρόσωπο και νιώθεις ότι η ζωή σου ρίχνει τα χαστούκια που σου χρωστάει. Δεν θα κοιμηθώ για πολύ στην νταλίκα. Έχει γνωστούς. Θα βρει σπίτι,δεν θα αργήσει. Είναι βαριά η σιδερένια πόρτα. Μα πιο βαριά είναι όταν δεν σου επιτρέπεται να την ανοίξεις και δεν θα αργήσει να μην του επιτρέπεται. Μα και πάλι θα βρει την λυση<<Τσάκαλε να προσέχεις>>. Μου το λέει κάθε πρωί και ρουφάει τον καφέ,λες και ρουφάει ψυχές. <<Η ζωή είναι δύσκολη μικρέ. Μα πάντα υπάρχει λύση. Όταν κάνεις κι εσύ παιδιά θα καταλάβεις. Το έχεις σκεφτεί ποτέ;>>Ναι,θέλω ο γιος μου να γίνει κοινωνική απειλή να χτυπάει με μίσος αυτά που έχω σιχαθεί. Μα δεν του το λέω. Θα αρχίσει πάλι τις πολιτικές τοποθετήσεις. Βγαίνω έξω να πάρω αέρα. Να σκεφτώ πιο καθαρά. Να πάρω μια τζούρα ρεαλισμού. Να δω ότι δεν μπορώ να παραπονιέμαι για όλα. Ένας Λατίνος είπε κάποτε "la rutina te mata". Κι εγώ δεν ζω ρουτίνα,άρα δεν μπορεί να με σκοτώσει. Κοιτάζω τον δρόμο,με κοιτάζει κι αυτός. Ο δρόμος ανατρέφει τα σκληρότερα παιδιά. Μα εγώ δεν είμαι σκληρός. Η ψυχή μου έχει μάθει να συγχωρεί,ίσως έχει συνηθίσει στον πόνο,ίσως άρχισε να της αρέσει. Ο καπνός ξεφεύγει απ'τα χείλη μου,θολώνει τα μάτια μου. Μερικές φορές και το μυαλό μου θολώνει. Κι αρχίζει να αναρωτιεται πόσο φορτίο μπορούν να σηκώσουν δύο ώμοι; Μετά κοιτά τις αγύμναστες πλάτες μου με δέος. Και σιγοψιθυρίζει κουράγιο και λόγια ενθαρρυντικά,αερολογίες. Λόγια που εύκολα ξεχνιούνται,λόγια που εύκολα ειπώνονται. Του χρόνου θα κοιμάμαι πιο ήσυχα. Του χρόνου θα έχω καταφέρει κάτι. Του χρόνου θα πω και του χρόνου...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top