Όλα κάποτε πεθαίνουν
Χριστούγεννα 2007:Όλα κάποτε πεθαίνουν
Δεν πήγα σχολείο σήμερα.Δεν είμαι άρρωστος. Σήμερα είναι η επέτειος,1 χρόνος και σήμερα. Το κρύο είναι βαρύ,όχι εκείνο έξω,εκείνο μες την ψυχή. Όλο το καλοκαίρι ήμουν μαζί του. Έριχνα αλάτι σ'εκείνα τα πιάτα κρατώντας λίγο για την πληγή μου. Η παραμάνα είναι βαρια,πιο βαριά από εμένα τον ίδιο,μα δεν θα αργήσει να ελαφρύνει με την ύφεση. Ποτέ δεν ήταν αυταρχικός,πάντα είχε υπομονή,σχέδια εκατομμύρια στο μικρό του μυαλό που πάντα σκεφτόταν πολλά αλλά όχι πολύ και δεν έπραττε ποτέ και τίποτα. Η πρώτη του δουλειά,θα είναι και η τελευταία,λίγο πριν αρχίσει να ζητάει δανεικά από κάποιον που θα χτυπηθεί ίσως λίγο λιγότερο απ'τα όρια του μόνο και μόνο για να αντέξει και να υποφέρει ίσως λίγο περισσότερο από όσο του αξίζει. Η φωνή του κάθε πρωί ήρεμη και γλυκιά,αρκεί η λέξη "μπαμπάς", να βγαίνει απ'το στόμα μου μαζί με το βαριεστημένο καλημέρα. Το μεσημέρι η φωνή του άλλοτε ήρεμη και νυσταγμένη,άλλοτε γεμάτη νευρά και ιπτάμενοι-σαν διαστημόπλοια-δίσκοι με ποτήρια να περνούν ξυστά από το ατάραχο για ακόμα μια φορά πρόσωπό μου. Και το βράδυ δεν θυμάται,μετά το τέταρτο τσίπουρο ο λογαριασμός χάνεται κι εκείνος παραπατάει. Μα το σωματικό του βάρος στις πλάτες μου,είναι το λιγότερο βάρος που θα σηκώσω ποτέ. Τα γκρίζα,από τότε,σγουρά μαλλιά του έπεφταν ανακατεμένα στα μάτια του που πολλά είχαν δει,μα τώρα θολωμένα τόσο από τη μέθη όσο απο τα δάκρυα που κρυφά τέτοιες μέρες έριχνε,είχαν αχρηστέψει. Τα τραγούδια που σιγανά ακούγονταν από τα χείλη του να βγαίνουν,τραγούδια που ποτέ δεν άκουσα ξανά,ηχούν όπως τα τζιτζίκια που τόσο σε ενοχλούν μα τόσο χαίρεσαι να ακούς επειδή φουντώνει εκείνη η γαμημένη ελπίδα μέσα σου που τόσο ανάγκη έχεις να καταλάβεις ότι κάπου υπάρχει ζωή όσο εσύ αργοπεθαίνεις στα χέρια της μοίρας που δεν πιστεύεις καν ότι υπάρχει. Μα τώρα είναι χειμώνας κι όλα αυτά έχουν πεθάνει,τα λουλούδια στον κήπο της Εδέμ που κόλαση έχει γίνει,τα τζιτζίκια και τα τραγούδια τους,τα πουλιά πέταξαν κι ευχήθηκες να πας μαζί τους,τα συναισθήματα ξεγνοιασιάς κι αφέλειας. Το γοργό της βήμα μες το σπίτι κάνει την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Ο ήχος από τα τακούνια στο ξύλινο πάτωμα μου τρυπάει τον εγκέφαλο. Πότε πότε έρχεται στο δωμάτιο μου,ελέγχει τον πυρετό που ποτέ δεν ανέβασα,μα εγώ κάνω πως κοιμάμαι. Τα παγωμένα χέρια της,στα κατακόκκινα μάγουλά μου,μου προκαλούν μια ανατριχίλα. Την ακούω που ψιθυρίζει στο τηλέφωνο,<<το παιδί είναι άρρωστο,θα γυρίσω σπίτι νωρίς..>>και έπειτα σιωπή. Μουρμουρίζει κάτι σαν τραγούδι,που από τότε δεν ξανάκουσα,ηχεί στα αυτιά μου σαν εκείνο το Χριστουγεννιάτικο άσμα που έχεις χιλιοτραγουδήσει και έχεις βαρεθεί να ακούς,μα χαίρεσαι τόσο να τραγουδάς επειδή η ελπίδα που χάθηκε φουντώνει πάλι και καταλαβαίνεις ότι μόνος δεν είσαι,αφού τόσοι το τραγουδούν κι ας αργοσβήνεις στον τελευταίο στίχο εσύ υμνώντας την αγάπη που ούτε καν πιστεύεις ότι υπάρχει. Μα μετά θα έρθει το καλοκαίρι κι όλα αυτά θα έχουν πεθάνει. Ο πάγος θα έχει λιώσει κι ο κήπος της Εδέμ θα αναστήσει τα πεθαμένα λουλούδια,όσα τζιτζίκια έμειναν θα αρχίσουν πάλι τα τραγούδια,τα πουλιά θα γυρίσουν γεμάτα εμπειρίες κι εικόνες από τα ξένα που ευχόσουν να έχεις δει,το άγχος θα έχει φύγει και μαζί του θα πάρει τα προβλήματα του χειμώνα που τόσο σε ταλαιπωρούσαν. Κι όλα αυτά από ένα τραγούδι που κάθε πρωί ξεφεύγει μοναχό κι αναπηδά απ'τα χείλη της σαν την φωτιά όταν την ταΐζεις οινόπνευμα. Όπως η φωτιά χάνει αργά τα παιδιά της,αυτές τις πορτοκαλί φλόγες που σε ζεσταίνουν,κι αργοσβήνει η ελπίδα της και χάνεται ίσως μια μέρα σαν τις φλόγες να φύγω κι εγώ και να σβήσει η φωτιά που καίει μέσα της μαζί με εκείνο το αργό τραγούδι που σαν μοιρολόι μοιάζει για όσα ήδη είχε χάσει μα θα χάσει κι άλλα μέχρι η φωνή της να σβήσει εντελώς...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top