~Τραγική σύμπτωση~

Η Μαρούσκα δεν μπορούσε  να σταματήσει να ουρλιάζει. Με την Ευδοκία, βγήκαν από το δωμάτιο και πήγαν ως τη σκάλα.

Το πτώμα του Μίλτου, κείτονταν, κάτω, στο πάτωμα. Μπορούσαν από την κορυφή να δουν να σχηματίζεται γύρω από το κεφάλι του, ένας σκούρος κόκκινος κύκλος. Η Ευδοκία ανατρίχιασε.

-Παναγία μου! Το παλικάρι! Γρήγορα το ασθενοφόρο, φώναξε η Νεφέλη, όμως η Μαρούσκα ήταν αδύνατον να κουνηθεί. Είχε μείνει καρφωμένη στη θέση της, να κοιτάζει το άψυχο σώμα.

Έτρεξαν να πάρουν τηλέφωνο σε ένα μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο. Το ασθενοφόρο ήρθε στη βίλα σχετικά γρήγορα, δεδομένων των κακών καιρικών συνθηκών.

Η Νεφέλη εξήγησε πως ο Μίλτος είχε πέσει από τις σκάλες.

-Να έρθω κι εγώ μαζί σας;, ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

Σαν είδε όμως το βλέμμα των τραυματιοφορέων, δεν μίλησε, απλά κατέβασε το κεφάλι. 

-Τι συμβαίνει; Θα γίνει καλά;, ρώτησε η Ευδοκία.

-Όχι, δυστυχώς. Δεν θα γίνει ποτέ καλά. Λυπάμαι κυρίες μου, αλλά...πέθανε. Κατά την πτώση έσπασε τον αυχένα του, απάντησε ο ένας τραυματιοφορέας.

Και οι δυο ξεροκατάπιαν.

-Και τώρα τι; Τι θα κάνουμε εμείς;, ρώτησε η Νεφέλη.

-Πρέπει να περιμένετε την αστυνομία.

-Την αστυνομία; Γιατί;

-Θα πρέπει να τον μεταφέρουμε εκεί που θα μας πουν. Σε κάποιο νοσοκομείο, για νεκροψία.

Περίμεναν όλοι στο καθιστικό, μέχρι να έρθουν οι αστυνομικοί.  Η Νεφέλη δεν είχε προβλέψει κάτι τέτοιο. Τι θα τους έλεγε τώρα; Ποια δικαιολογία θα έβρισκε; Απλό. Έτσι κι αλλιώς εκείνη την ώρα που έπεφτε ο Μίλτος από τις σκάλες, η ίδια υποτίθεται πως ήταν στο δωμάτιο της. Δεν ήξερε απολύτως τίποτα για το συμβάν. Αυτό ακριβώς θα απαντούσε στις ερωτήσεις τους.

Ο αστυνόμος Καραντινός μπήκε στη βίλα, μαζί με έναν άλλον αστυνομικό, εντυπωσιασμένος, από την ομορφιά και τον πλούτο. Πριν τέσσερα χρόνια είχε ξανάρθει, όταν έγινε το ατύχημα της μακαρίτισσας, της Χριστίνας Ανδρέου. Όλοι τότε ήταν συγκλονισμένοι όπως και ο ίδιος. Δεν είναι μικρό πράγμα να πεθαίνει με τέτοιον τρόπο μια νέα γυναίκα.

-Τα σέβη μου, κυρία Ανδρέου. Λυπάμαι, πολύ. Κρίμα ο νέος...

-Καθίστε αστυνόμε. Ναι, είναι πολύ κρίμα. Δεν ξέρω τι να πω τώρα πια.

-Ησυχάστε. Θέλετε να πιείτε λίγο νερό;

-Όχι, είμαι καλά.

-Ωραία, τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε. Πείτε μου, παρακαλώ, τι έγινε ακριβώς. Ότι ξέρετε.

-Να...η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω και πολλά. Σήμερα όταν ξύπνησα ένιωσα μια δυσφορία και έναν πολύ έντονο πόνο στη μέση, για αυτό και δεν σηκώθηκα καθόλου από το κρεβάτι, απάντησε η Νεφέλη κάνοντας πως τακτοποιούσε τα μαξιλάρια, πίσω της, για να την βολεύουν. Μάλιστα, μόρφασε κιόλας, για να δείχνει πιο πειστική.

-Τι σας έκανε να σηκωθείτε;

-Μα... ο γδούπος φυσικά, που άκουσα! Ταράχτηκα και με κόπο έφτασα ως τις σκάλες. Και τότε... τον είδα.

-Γνωρίζατε προσωπικά τον κύριο Παπαδόπουλο; (Μίλτος)

-Όχι, βέβαια! Απλά, ήταν δάσκαλος της θετής μου κόρης. Χρειάστηκε να φύγει από την Αθήνα  για ένα διάστημα και πριν λίγες μέρες γύρισε, όπως μου είπε. Ήθελε να μιλήσει μαζί μου, για να κανονίσουμε ξανά τα μαθήματα των γαλλικών, όμως δεν ήξερε πως η Αλίκη, έχει φύγει απ' το σπίτι. Του είπαν πως ήμουν άρρωστη και ήρθε πάνω, να με δει. Να σας πω την αλήθεια, μου φάνηκε λίγο κουρασμένος. Μάλλον δεν πρόσεξε και γλίστρησε, τι να πω;Ήταν καλός άνθρωπος, κύριε αστυνόμε. Δεν τον ήξερα βέβαια προσωπικά, αλλά έτσι φαινόταν.

-Μάλιστα. Κι εσύ;, τώρα ο Καραντινός γύρισε προς το μέρος της Ευδοκίας.

-Εγώ; Τι να σας πω εγώ; Δεν ξέρω τίποτα. Εκείνη την ώρα, καθάριζα τη σοφίτα, μέχρι που άκουσα τον γδούπο. Τρόμαξα πολύ. Μετά...

-Μετά, έτρεξες να δεις τι έγινε., συμπέρανε ο Καραντινός.

-Ναι.

-Θυμάμαι είχα έρθει ξανά εδώ. Όταν είχε πεθάνει η πρώτη γυναίκα του άντρα σας, κυρία Ανδρέου. Πριν από τέσσερα χρόνια.

-Το θυμάστε; Ακόμα;

-Τέσσερα χρόνια είπα, όχι τριάντα τέσσερα! Πως θα μπορούσα να το ξεχάσω αυτό; Τότε είχε βουήξει και ο τόπος. Όλες οι εφημερίδες το έγραφαν. Όπως και τον θάνατο του συζύγου σας.

Η Νεφέλη, έκανε έναν μορφασμό, στη θύμηση των δημοσιογράφων. Ειδικά όταν έμαθαν πως επρόκειτο για αυτοκτονία...

-Μάλιστα.

-Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ανδρέου. Τώρα θα κάνουμε την νεκροψία, δεν θα σας απασχολήσουμε άλλο. Θοδωρή, πάμε., είπε στον αστυνομικό δίπλα του.

Έτσι έφυγαν και έμεινε μόνη της η Νεφέλη.

-Πάει, κι αυτός, ψυθίρισε.

Ο αστυνόμος Καραντινός καθώς έφευγε από την βίλα, έδειχνε σκεπτικός. Μα δεύτερο ατύχημα μέσα σε λίγα χρόνια; Και από την ίδια σκάλα; Περίεργο, πολύ περίεργο. Τέτοια σύμπτωση του φαινόταν σχεδόν απίθανη. Μια υποψία γεννήθηκε και άρχισε να τον ταλανίζει. Μήπως τελικά δεν ήταν και τόσο σύμπτωση; Μήπως κρυβόταν κάτι άλλο πίσω από αυτό;

Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει αυτή τη σκέψη. Όχι! Σύμπτωση ήταν. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε αποδείξεις για το αντίθετο, σωστά; Άσε, καλύτερα μην βρούμε τον μπελά μας, σκέφτηκε κι έτσι δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με αυτό το θέμα. Οι αμφιβολίες, όμως, δεν έφυγαν ποτέ.

Δυο μέρες μετά, ο Μίλτος κηδεύτηκε. Στην κηδεία του βρισκόταν η Νεφέλη, η αδερφή του, δυο μακρινές ξαδέρφες και η "γκόμενα" του. Την κοίταξε με μίσος, πράγμα που η όμορφη μελαχρινή κοπέλα, δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται. 

Το ίδιο βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι της, χαμογελαστή. Όλα είχαν τελειώσει και μπορούσε επιτέλους να απολαύσει με την ησυχία της την περιουσία που της άφησε ο Ιάκωβος. Μα, πως τα είχε καταφέρει τόσο καλά; Πρέπει να ξεπέρασε τον εαυτό της!

Η ιδέα είχε έρθει, έτσι, σε μια στιγμή. Τότε που πέθανε η Χριστίνα, ήταν ατύχημα. Ο Ιάκωβος της τα είχε αφηγηθεί όλα, μόνο που ποτέ δεν ανέφερε την Ελένη. Κάτι τέτοιο όμως η Νεφέλη δεν μπορούσε να το ξέρει βέβαια.

Το θέμα ήταν πως πριν λίγες μέρες της είχε έρθει η "έμπνευση". Γιατί η πτώση της μακαρίτισσας ήταν όντως ατύχημα αλλά ποιος είπε ότι τέτοιο ατύχημα δεν μπορούσε να πάθει και ο Μίλτος; Όλοι θα πίστευαν πως ήταν μια τραγική σύμπτωση. Ποιος είχε λόγο να τον ρίξει από τις σκάλες, άλλωστε;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top