~Σε βαθύ ύπνο~
Είχε πια βραδιάσει. Η Ευδοκία ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Απόψε ήξερε πως δεν θα κοιμηθεί καλά. Μπορεί αυτή η μέρα να ήταν αρκετά κουραστική, αλλά δεν ένιωθε την ανάγκη να κοιμηθεί.
Τώρα κοιτούσε το ταβάνι και μπροστά στα μάτια της περνούσε σαν ταινία η ζωή της. Ο καπνός από τα τσιγάρα στο μαγαζί, οι μεθυσμένοι, τα τραγούδια που έλεγε τότε. Άκουσε για άλλη μια φορά την δυνατή και αυστηρή φωνή της μητέρας της, είδε ξανά μπροστά της τα μάτια του Βασίλη. Και έζησε για δεύτερη φορά τις στιγμές που άφηνε το μωρό της, στη πόρτα της μονής. Αναστέναξε και έκλεισε το πρόσωπο της, στις παλάμες της. Μόνο που τώρα τα δάκρυα είχαν πια στεγνώσει, δεν μπορούσε να κλάψει...
Την άλλη μέρα ήρθε πρωί πρωί στη βίλα η Αλίκη. Είχε αφήσει τα δυο της παιδιά, τον Αλέξη και τον Παύλο, στα χέρια της Ελένης. Έδειχνε προβληματισμένη.
-Ευδοκία; Χθες μίλησα ξανά με τον γιατρό στο τηλέφωνο. Και ξέρεις τι μου είπε;
-Τι;
-Πρέπει να την προσέχουμε την Νεφέλη. Μπορεί να γίνει πολύ επιθετική. Μπορεί...να κάνει κακό και στον εαυτό της ακόμα!
-Αλήθεια;
-Ναι! Τέτοια άτομα μπορούν να γίνουν αυτοκαταστροφικά. Ευδοκία... θέλω να μου πεις σε παρακαλώ πως συνέβησαν όλα. Από την αρχή. Πρέπει να έχουμε μια γενική εικόνα.
-Τι να σου πω; Ήταν μια χαρά η κυρία Ανδρέου. Έδειχνε πιο υγιής από ποτέ. Τον τελευταίο καιρό όμως, είχε διάφορες παραξενιές. Κλείστηκε στο σπίτι και δεν ήθελε να δει κανέναν. Μετά άρχισε να λέει πως όλοι ήμαστε εχθροί της, πως θέλουμε να της κάνουμε κακό. Ασυναρτησίες...
-Εσύ τι λες να φταίει;
-Δεν ξέρω. Ίσως δεν άντεχε την σκέψη ότι γερνάει κι ότι έχει μείνει ολομόναχη μέσα σε ένα τεράστιο σπίτι. Την τρέλανε λες αυτό;
-Κοίτα, το να γερνάς και να νιώθεις και μοναξιά, να μην σε θέλει κανείς, είναι λίγο σκληρό. Αχ μωρέ Ευδοκία την λυπάμαι! Μπορεί να έκανε ότι έκανε αλλά δεν της άξιζε κάτι τέτοιο. Βλέπεις πως είναι; Έχει τρελαθεί τελείως!
Μαζεύτηκε. Η Αλίκη δεν ήξερε για τον φόνο του Ιάκωβου, ούτε για τον φόνο του Μίλτου. Μόνο εκείνη ήξερε τα πάντα. Αν μάθαινε η φίλη της κάτι, ίσως και να μην της το συγχωρούμε ποτέ.
Αποφάσισε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
-Ευδοκία; Πάμε λίγο στο δωμάτιο της, να την δούμε;
-Και δεν πάμε;
Όταν μπήκαν όμως η Νεφέλη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και φαινόταν ανήσυχη. Γύρισε και κοίταξε την Αλίκη γεμάτη μίσος.
-Εσύ; Τι κάνεις εσύ εδώ;, φώναξε.
-Ήρθα για να δω πως είσαι.
-Ψέματα! Ήρθες για να με ξεκάνεις! Παραδέξου το. Εσύ τα οργάνωσες όλα. Εσύ, βρωμιάρα!
-Ηρέμησε Νεφέλη, κανείς δεν θέλει να σε βλάψει. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω να γίνεις καλά.
-Εγώ δεν έχω τίποτα. Εσύ έχεις, είσαι τρελή! Ναι, εσένα πρέπει να κλείσουν στο ψυχιατρείο. Πόσα έδωσες στον γιατρό για να με βγάλει παρανοϊκή; Λέγε που****!
-Μην βρίζεις σε παρακαλώ.
Η Νεφέλη σε κατάσταση αλλοφροσύνης προχώρησε ως τη συρταριέρα. Πριν προλάβουν να καταλάβουν οτιδήποτε οι δυο γυναίκες, την είδαν να έρχεται καταπάνω τους, κρατώντας στα χέρια της ένα ψαλίδι!
-Θα το μετανιώσεις πικρά., ούρλιαξε και πήγε να κατεβάσει το χέρι της. Με μια αστραπιαία κίνηση όμως η Αλίκη της το άρπαξε στον αέρα.
-Τι πας να κάνεις; Ασ' το κάτω., φώναξε. Η Νεφέλη άρχισε να χτυπιέται σαν λυσσασμένη. Αναγκάστηκε να παρέμβει και η Μαρούσκα μαζί με την Ευδοκία για να τις χωρίσουν.
Έσπρωξε την Αλίκη έξω από το δωμάτιο.
-Ίσως είναι καλύτερα να φύγεις για λίγο. Την αναστατώνεις...
-Το βλέπω! Ευδοκία, είναι καλύτερα να την βάλουμε σε κάποια κλινική. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Παραλίγο να με σκοτώσει.
-Ναι. Τι να πω; Γιατί αναστατώθηκε τόσο;
-Δεν έχω ιδέα! Τέλος πάντων, εγώ φεύγω. Θα τα πούμε.
-Γεια...
Στο δωμάτιο η Μαρούσκα έκανε ηρεμιστική ένεση στην Νεφέλη, όπως της έμαθε ο γιατρός.
Συνέχισε τις δουλειές της με τρεμάμενα χέρια. Ίσως και να ήταν καλύτερο αν όντως την πήγαιναν σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί θα την φρόντιζαν, θα ακολουθούσε σωστά τη θεραπεία της.
Οι ώρες πέρασαν γρήγορα. Βράδιαζε σε λίγο. Η Νεφέλη έπρεπε να είχε ξυπνήσει. Αποφάσισε να περάσει από το δωμάτιο της για να δει πως είναι.
Χτύπησε απαλά την πόρτα. Καμία απάντηση. Και δυο και τρεις φορές. Τίποτα.
Η καρδιά της σφίχτηκε. Όχι...όχι πάλι. Είχε άσχημο προαίσθημα και στην στιγμή ένιωσε να της κόβονται τα πόδια. Άνοιξε την πόρτα απότομα. Το πολύ πολύ να άκουγε μετά την κατσάδα της Νεφέλης. Μικρό το κακό.
Ξεφύσησε ανακουφισμένη. Η αφεντικίνα της κοιμόταν μακάρια στο τεράστιο κρεβάτι έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγο. Μέσα στον ύπνο της φαινόταν ευτυχισμένη.
Η Ευδοκία δεν πρόσεξε αμέσως το άδειο μπουκαλάκι που βρισκόταν δίπλα της, στο κρεβάτι. Όταν έπεσε το βλέμμα της πάνω του έμεινε ακίνητη. Το ήξερε αυτό το μπουκαλάκι! Ήταν ολοκαίνουριο, είχε μέσα υπνωτικά χάπια. Είχε, γιατί τώρα ήταν άδειο...
Στο κομοδίνο ένα ποτήρι. Χριστέ μου υπήρχε λίγο ουίσκι μέσα!
Δεν μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις της. Με λύσσα πέταξε το άδειο μπουκαλάκι στην άλλη άκρη του δωματίου. Πλησίασε την Νεφέλη. Έλεγξε την καρδιά και τον σφυγμό της. Τίποτα.
Έπρεπε να τρέξει, να φωνάξει ένα ασθενοφόρο, αλλά εκείνη συνέχιζε να μένει καρφωμένη στη θέση της.
Τι νόημα είχε άλλωστε; Η Νεφέλη Ανδρέου ήταν ήδη νεκρή!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top