~Ποινή~

Ο άγνωστος άντρας κάθισε απέναντι της. Ήταν καλοφτιαγμένος, γύρω στα τριάντα. Προσπάθησε να θυμηθεί από που τον ήξερε. Κι όμως! Το πρόσωπο του δεν της έλεγε τίποτα. Τότε γιατί είχε έρθει στο επισκεπτήριο;

-Ποιος είσαι;, τον ρώτησε.

-Ο δικηγόρος σας. Πέτρος Αλεξιάδης. Είστε η Μελπομένη Νικολάου και είχατε ζητήσει συνήγορο υπεράσπισης σωστά;

-Ναι.

-Σε λίγο καιρό είναι η δίκη και πρέπει να προετοιμαστούμε κατάλληλα. Για αυτό ήρθα εδώ. Θέλω να μου τα πείτε όλα από την αρχή. Με κάθε λεπτομέρεια και με ειλικρίνεια παρακαλώ.

-Τι να πω; Εδώ και χρόνια δουλεύω ως μέντιουμ, στην Κερατέα και στην πλατεία Βικτωρίας. Έβλεπα τον καφέ, τη σφαίρα, έριχνα χαρτιά και έλυνα μάγια. Όλα πήγαιναν καλά, οι πελάτες έδειχναν ικανοποιημένοι. Μέχρι που μια μέρα, ήρθαν οι αστυνομικοί, για να μας μποζουριάσουν. Πρόλαβα και το έσκασα...

-Ναι; Συνεχίστε παρακαλώ.

-Αυτό! Δεν έχω κάτι άλλο.

-Που πήγατε μετά;

-Μετά...προσπαθούσα να βρω τρόπο να ξεφύγω και να πάω σε ένα μέρος που δεν θα με έβρισκαν. Μεταφορικό μέσο όμως δεν υπήρχε, ούτε κανένας γνωστός. Περιφερόμουν στους δρόμους με κίνδυνο να με ανακαλύψουν. Μέχρι που...ε... βρήκα ένα έρημο σπίτι! Ναι, ναι, βρήκα ένα κατεστραμμένο και εγκαταλελειμμένο σπίτι. Τρύπωσα εκεί μέσα μέχρι να δω τι θα κάνω.

Ενόσω μιλούσε ο δικηγόρος σημείωνε αυτά που του έλεγε. Μόλις όμως άκουσε αυτό το τελευταίο σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε έντονα.

-Είστε σίγουρη;

-Ε, τι νομίζεις, ψέματα σου λέω; Με προσβάλλεις!

-Δεν ήταν η πρόθεση μου. Απλά, θέλω να είμαι βέβαιος ότι μου λέτε την αλήθεια. Συνεχίστε...

-Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Εκείνη τη μέρα, έτυχε να περνάω μπροστά από το μοναστήρι. Είχα φύγει απ' την κρυψώνα μου, γιατί δεν τη θεωρούσα και τόσο ασφαλές μέρος. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να με βρει εκεί μέσα. Έτσι λοιπόν, ξημερώματα, αποφάσισα να φύγω. Και συναντήθηκα με αυτούς... τους μασκοφόρους. Τρόμαξα πολύ, κατάφερα όμως να κρυφτώ και να μην με δουν.

-Μετά ειδοποιήσατε την αστυνομία, σωστά;

-Ναι! Κι εκεί που δεν ήξερα τι να κάνω, βρέθηκε μπροστά μου αυτή η νυφίτσα, ο αστυνόμος. Φαίνεται είχε καταλάβει, πως ήμουν εκεί, δεν εξηγείται αλλιώς. Τον ενημέρωσαν από το ασύρματο για το συμβάν στο μοναστήρι και πήγαμε μαζί με άλλα τρία περιπολικά. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε...

-Θα σας ξαναρωτήσω τώρα.Είστε σίγουρη για όλα αυτά; Μήπως θέλετε να προσθέσετε κάτι;

-Τίποτα απολύτως! Πες μου όμως δικηγόρε, πόσα χρονάκια θα φάω;

-Αυτό εξαρτάται. Θυμάστε το χρηματικό ποσό που έχετε αποσπάσει από την πελάτισσα που σας έκανε μήνυση;

-Ουυυυ! Πάνω από είκοσι χιλιάδες!

-Μάλιστα. Θα δικαστείτε για απάτη κατ' επαγγέλματος. Είναι κακούργημα αυτό. Η ποινή σίγουρα δεν θα είναι λιγότερη από πέντε χρόνια και έξι μήνες παραπάνω, αφού επιχειρήσατε να διαφύγετε, από τις αρχές. Ήταν λάθος που το κάνατε αυτό κυρία Νικολάου.

-Τι λες; Πέντε χρόνια και βάλε θα χάσω απ' τη ζωή μου εδώ μέσα; Είμαστε με τα καλά μας;

-Ηρεμήστε. Θα κάνω ότι είναι δυνατόν, για να εξαντλήσει το δικαστήριο την επιείκεια του. Θα προσπαθήσω η ποινή να είναι όσο πιο χαμηλή γίνεται. 

-Κάνε ότι μπορείς. Δεν θα αντέξω εκεί μέσα, θα τρελαθώ!

-Κουράγιο, το ξέρω πως τα πράγματα είναι δύσκολα. Αλλά δυστυχώς δεν γίνεται να αλλάξει κάτι... ας ελπίσουμε ότι θα είναι επιεικής στο δικαστήριο.

Αυτά της είπε και ύστερα έφυγε. Η Μέλπω γύρισε πίσω στο κελί της. Εκεί βρήκε την Ιβάνα, κάτω στο πάτωμα, να κλαίει σαν μωρό παιδί.

-Τι έγινε; Συνέβη κάτι;

-Lea în iad prost!(Αι στο διάολο ηλίθια=στα Ρουμάνικα).

Η Μέλπω κούνησε αδιάφορα το κεφάλι της. Δεν είχε ούτε το κουράγιο, ούτε την όρεξη να ασχοληθεί με μια τρελή αλλοδαπή. Θα την άφηνε να ουρλιάζει όσο θέλει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν σίγουρη πως πολύ σύντομα θα την έβαζαν στην απομόνωση, έτσι που έκανε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και γρήγορα αποκοιμήθηκε.

Έτσι πέρασαν οι μέρες. Και έφτασε η μέρα της δίκης. Με τρεμάμενα, ιδρωμένα, χέρια την οδήγησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Εκεί, βρισκόταν και η πελάτισσα, με το άντρα της, που δεν έπαψαν στιγμή να την βρίζουν. Κούνησε ξανά αδιάφορα το κεφάλι της. Ας μην ήταν ανόητη η άλλη για να μην τα πάθαινε! Κάπως έπρεπε κι αυτή να ζήσει, δεν είχε άλλη επιλογή. Ειδικά όταν υπάρχουν τόσα κορόιδα στον κόσμο.

Η δίκη άρχισε, σε τεταμένο κλίμα. Τα αίματα είχαν ανάψει από ώρα. Πρώτος μίλησε ο δικαστής. Μετά ο δικηγόρος της. Και πιο μετά ο δικηγόρος της "άλλης". Κλήθηκαν οι μάρτυρες ή αλλιώς όλοι οι πελάτες της Μέλπως. Δεν είχε ξανανιώσει αυτό το τόσο απαίσιο συναίσθημα. Σαν να την είχαν απομονώσει, σαν να την είχαν στήσει στον τοίχο και χτυπούσαν, κάθε φορά με πιο πολλή δύναμη. Όλοι να την κοιτάζουν με μίσος, με απέχθεια. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωσε πως ήταν κάτι ασήμαντο. Ένα σκουπίδι. Ναι, αυτό, ένα ενοχλητικό σκουπίδι, που έπρεπε να επιστρέψει εκεί που ανήκει. Στον κάδο, μαζί με άλλα τόσα σκουπίδια, που μόλυναν τον αέρα. 

Καθόταν λοιπόν στο εδώλιο με σκυμμένο το κεφάλι και άκουγε τις κατηγορίες όλων. Τον άλλο μήνα τα ίδια πάλι. Ήταν η τελική δίκη, η μέρα που το δικαστήριο θα ανακοίνωνε την απόφαση του.

Ή μάλλον την καταδίκη της, όπως σκεφτόταν.

Ήταν ένοχη, αυτό το άκουγε από παντού. Μια κοινή απατεώνισσα, μια τιποτένια! Όλοι εξαπέλυαν τα πυρά τους, δίχως έλεος, μόνο και μόνο για να την πονέσουν όσο μπορούν πιο πολύ. Και τα κατάφεραν.

Έξι χρόνια και έξι μήνες η ποινή της...

Hey! Τι μου κάνετε; Δεν δημοσίευσα χθες, γιατί χρειαζόμουν κάποιες πληροφορίες. Αλλά τώρα επιστρέφω και πάλι δριμύτερη με δυο νέα κεφάλαια! Το επόμενο θα δημοσιευτεί αργά το βράδυ. Μείνετε συντονισμένοι μαζί μου, έχουμε μια ακόμα ανατροπή. Τα λέμε!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top