~Παρατεταμένος ήχος~
Καλό θα ήταν την ώρα που το διαβάζετε να ακούτε και το τραγούδι από πάνω. Νομίζω ταιριάζει...
Η Μέλπω πήρε τον δρόμο για το μοναστήρι. Μόλις είχε πάρει την άδεια της. Μετά από εφτά μήνες έβγαινε πάλι στον έξω κόσμο. Κι όλα της φαίνονταν τόσο όμορφα. Ακόμα και τα πιο ασήμαντα, αυτά που δεν είχε μάθει να εκτιμάει, τώρα στα μάτια της έπαιρναν σημασία.
Ο ταξιτζής, ήταν ο κλασσικός τους είδους. Ομιλητικός και ευδιάθετος. Όμως εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη που απαντούσε σε όλες του τις ερωτήσεις, χωρίς καθόλου να ενοχληθεί.
Έτσι έφτασε στο μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Για κάποιο περίεργο λόγο ένιωθε πως ήταν έρημο, σαν να μην υπήρχε ψυχή μέσα.
Μόλις της άνοιξαν το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Ήταν η μοναχή Ιουστίνη, σε τραγική κατάσταση. Τα μάτια της, είχαν πρηστεί και είχε το γνωστό σοβαρό της ύφος, σε συνδυασμό με μια ιδέα θλίψης.
-Παιδί μου; Εσύ;
-Καλημέρα! Δεν με περιμένατε; Είχα μιλήσει χθες με την ηγουμένη.
Το βλέμμα της μοναχής σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ.
-Μα τι συμβαίνει; Έχει γίνει κάτι;, τη ρώτησε η Μέλπω.
-Ναι. Η ηγουμένη δεν είναι εδώ, παιδί μου, χθες μεταφέρθηκε άρον άρον στο νοσοκομείο.
-Μα γιατί; Τι έπαθε;
-Κάτι, με την καρδιά της, δεν κατάλαβα καλά. Οι μισές μοναχές είναι μαζί της και οι άλλες μισές μείναμε εδώ. Έλα, πέρασε...
-Συγγνώμη, πρέπει να φύγω! Θέλω να πάω να την δω, αμέσως. Σε ποιο νοσοκομείο την έχουν;
Η μοναχή της είπε το όνομα του νοσοκομείου και η Μέλπω έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Δεν ήταν πολύ μακριά...
Μόλις έφτασε τις βρήκε όλες εκεί, στην αίθουσα αναμονής. Έδειχναν ανήσυχες, κάποιες μιλούσαν μεταξύ τους, ενώ κάποιες άλλες έκαναν προσευχές. Πλησίασε την Θεοδοσία.
-Τι συμβαίνει; Τι έπαθε;
-Δυο απανωτά εμφράγματα! Οι γιατροί έκαναν ότι μπορούν. Μας είπαν ότι η κατάσταση της είναι σοβαρή, αλλά θα τα καταφέρει. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην μονάδα εντατικής θεραπείας.Ηρέμησε Μελπομένη!
Έκατσε ανακουφισμένη στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της. Κι εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε επιτέλους τον ηλικιωμένο άντρα. Καθόταν δίπλα της και κρατούσε το πρόσωπο του στις παλάμες του, απελπισμένος.
-Πότε μπορούμε να την δούμε;
-Και τώρα αν θες. Εγώ πήγα, πριν λίγο, έχει συνέλθει. Θα μπεις μόνο εσύ όμως, δεν αφήνουν δυο άτομα., φώναξαν τον γιατρό κι εκείνος συμφώνησε να μπει η Μέλπω στην μονάδα εντατικής θεραπείας.
Τώρα, ντυμένη με τα κατάλληλα ρούχα και με τη μάσκα, πλησίαζε το νοσοκομειακό κρεβάτι. Η Ευθυμία καλωδιομένη και πιο αδύναμη από ποτέ, γύρισε το κεφάλι της. Μόλις την είδε, χαμογέλασε.
-Παιδί μου; Ήρθες!
-Μην κουράζεστε ηγουμένη. Μου είπαν στο μοναστήρι ότι σας έφεραν εδώ και ήρθα κατευθείαν. Όλα θα πάνε καλά. Κουράγιο!
-Μελπομένη... κάνε μου μια χά...ρη. Πες του, για την Θεοδοσία. Μίλα στον Βασίλη... Άλλαξα γνώμη, πρέπει να μάθει. Κι ας κάνει ότι θέλει.
-Τι να του πω; Τα πάντα; Είστε σίγουρη;
-Όχι...τα πάντα. Θα με μισήσει. Πες του μόνο ποια είναι η κόρη του. Εγώ...δεν προλαβαίνω...
-Μα τι λέτε; Οι γιατροί είπαν πως θα τα καταφέρετε, μην ανησυχείτε! Μετά θα μιλήσετε αν θέλετε στον Βασίλη.
-Όχι...
-Μην κουράζεστε άλλο. Όλα θα πάνε καλά. Για αυτό είμαι σίγουρη.
-Να προσέχεις Μελπομένη. Όπως και όλες οι άλλες μοναχές. Να προσέχετε...
Η Μέλπω της έπιασε το χέρι και της χαμογέλασε.
-Πάει, πέρασε. Όλα πέρασαν τώρα., απάντησε.
Ύστερα την είδε να κλείνει τα μάτια της και να γέρνει το κεφάλι στο πλάι. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγο. Η ηγουμένη μέσα στον ύπνο της χαμογελούσε! Τι όνειρο να έβλεπε άραγε;
Ξαφνικά το δικό της χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Ένας παρατεταμένος ήχος ακουγόταν από τον παλμογράφο(=ιατρικό όργανο που καταγράφει τους καρδιακούς παλμούς), σημάδι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άφησε απότομα το χέρι της ηγουμένης και έτρεξε ως την πόρτα.
-Γιατρέ! Ελάτε γρήγορα, κάτι έπαθε!, ούρλιαξε.
Ο γιατρός ήρθε στη στιγμή, μαζί με τη συσκευή ανάνηψης και άλλες δυο νοσοκόμες.
-Περάστε, έξω, παρακαλώ!, της είπε.
Από εκεί και πέρα, άρχισαν όλα να μοιάζουν με όνειρο. Παρακολουθούσε από το τζάμι, όσα διαδραματίζονταν. Είδε το γιατρό να ενεργοποιεί το μηχάνημα και να προσπαθεί να την φέρει ξανά πίσω στη ζωή. Ύστερα το άφησε και έκανε απελπισμένος στην ηγουμένη μαλάξεις με τα χέρια του. Ύστερα... τον είδε να σταματάει και να γυρίζει προς το μέρος της, μαγκωμένος.
Πόσο μακρινή ακούστηκε η φωνή του! Σαν να βγήκε από όνειρο. Μια λέξη μόνο χρειάστηκε για να βυθιστούν οι πάντες στο σκοτάδι.
-Λυπάμαι...
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε ξανά πίσω στην καρέκλα της. Ξεψυχισμένη αυτή τη φορά, να προσπαθεί να καταλάβει πως έγιναν όλα.
Εκείνος ο παρατεταμένος ήχος ακόμα ακουγόταν μέσα στη σιωπή...
😢😢😢 Σε λίγα κεφάλαια η ιστορία μας τελειώνει. Σχόλια και αστεράκια, παρακαλώ. Πως σας φάνηκε αυτό το κεφάλαιο;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top