~Η τιμωρία~
Δεν μπήκε καν στον κόπο να χτυπήσει την πόρτα, όπως έκανε πάντα. Η Αλίκη άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη.
-Ξύπνησες βλέπω πριγκιπέσσα, έκανε ειρωνικά.
-Με ξύπνησες θες να πεις. Φύγε...
-Α, όχι, όχι τόσο γρήγορα. Πρώτα θα με ακούσεις και θα κάνεις αυτό που θα σου πω.
Η Αλίκη δεν μιλούσε. Δεν είχε το κουράγιο να κάνει οτιδήποτε.
-Ξέρεις τι έγινε πριν λίγο;
-...
-Δεν ξέρεις. Να σου πω εγώ λοιπόν! Κάποιος μας έστειλε έναν φάκελο με φωτογραφίες. Θέλεις να μάθεις τι έδειχναν; Εσένα με τον Μίλτο, τον άχρηστο, τον δάσκαλο των Γαλλικών. Τα μάθαμε τα αίσχη σου πορνίδιο! Ο πατέρας σου τώρα θέλει να σε αποκληρώσει. Τι έχεις να πεις για αυτό;
-Του είπες τι μου έκανες; Του είπες πως σκότωσες το παιδί μου;, ο τόνος της φωνής της είχε ανέβει απότομα.
-Θέλεις να μάθει και για αυτό; Δεν θέλεις, πίστεψε με! Ευτυχώς που ξεμπερδέψαμε, να λες. Τέλος πάντων. Μην νομίζεις ότι ήρθα μόνο για αυτό. Ο πατέρας σου δεν θέλει να σε ξαναδεί. Κι εγώ σαν καλή και δεύτερη "μανούλα" ή καλύτερα "μητριούλα", δεν θα σε πετάξω έξω από το σπίτι.
-Το κάνεις για να μην γίνεται ρεζίλι στον κύκλο μας! Μην μου το παίζεις καλή!
-Χα! Ίσως και να είναι αυτό. Αλλά δεν έχει σημασία γιατί το κάνω. Σημασία έχει ότι δεν μπορείς να μείνεις ατημώρητη μετά από αυτά. Θα σου δώσω ένα μάθημα Αλικάκι μου, για να το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή. Τίποτα δεν μένει ασυγχώρητο κι όλα έχουν το τίμημα τους. Όπως και τώρα. Τι θα κάνουμε λοιπόν; Ετοιμάσου! Μετακομίζεις. Συγκεκριμένα, στη σοφίτα. Μαζί με όλα τα συμπράγκαλα σου. Θα μείνεις κλειδωμένη εκεί και δεν θα βγεις για κανέναν λόγο, εκτός κι αν σου το πω εγώ. Που δεν πρόκειται βέβαια, είπε πιο χαμηλόφωνα τώρα η Νεφέλη. Άγνωστο αν την άκουσε η προγονή της.
-Τέρμα το σχολείο, τέρμα οι βόλτες και οι παρέες από σήμερα! Ξέρω, είναι σαν φυλακή εκεί μέσα. Πες το όπως θέλεις, δεν με νοιάζει. Έλα, εμπρός! Σήκω.
Την κοιτούσε φοβισμένη. Η σοφίτα του σπιτιού, ήταν ένα πολύ μικρό δωματιάκι, με ένα παλιό, σκουριασμένο ερμάρι (=ντουλάπα), κομοδίνο, κι ένα ράντζο. Το φως έμπαινε χλωμό από το μοναδικό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο και στα γειτονικά σπίτια.
Σε λίγο βρισκόταν εκεί, μαζί με κάποια δικά της πράγματα. Όση ώρα μάζευε, η Νεφέλη την παρακολουθούσε με το χαμόγελο στα χείλη. Έδειχνε ικανοποιημένη.
Μόλις μπήκε στη σοφίτα, απελπίστηκε. Αχ, αυτό το αρρωστιάρικο λευκό χρώμα στους τοίχους, μπορούσε να προκαλέσει τρέλα σε όποιον έμενε για καιρό εκεί!
Άκουσε την πόρτα να κλείνει με δύναμη πίσω της κι ύστερα να κλειδώνεται. Αυτή λοιπόν θα ήταν η τιμωρία της από εδώ και πέρα...
Την ίδια στιγμή ο Ιάκωβος ακόμα καθόταν στο γραφείο του. Είχε πάψει πια να βλέπει τις ένοχες φωτογραφίες που του προκαλούσαν αποστροφή. Μα η κόρη του με εκείνον τον δάσκαλο; Τέτοια σχέδια είχε κάνει για αυτήν;
Δεν το περίμενε ποτέ του. Πάντα πίστευε πως η Αλίκη αύριο μεθαύριο θα παντρευόταν έναν εκλεκτό γαμπρό, έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, που θα αναλάμβανε και την εταιρία. Τώρα ένιωθε μονάχα απογοήτευση.
Στο ένα χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι με ουίσκι και στο άλλο...μια κορνίζα. Δυο φωτεινά, γαλανά μάτια τον κοιτούσαν με αγάπη. Τι όμορφα μάτια που είχε! Σαν άγγελος του φαινόταν.
Γύρισε για μια ακόμα φορά πίσω, στην μέρα που πέθανε η Χριστίνα. Εκείνη την καταραμένη μέρα δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Ήξερε πως αυτός έφταιγε. Εξαιτίας του η γυναίκα του είχε πέσει από τις σκάλες.
Ήταν Σεπτέμβριος, αρχές Σεπτεμβρίου. Απόγευμα. Νόμιζε πως έλειπε η Χριστίνα τότε. Ξαφνικά... είδε την άλλη. Είχε έρθει για ακόμα μια φορά στο δωμάτιο του. Όχι, ότι είχε πρόβλημα βέβαια που κοιμόταν με την Ελένη. Ποτέ του δεν ήταν μονογαμικός και του άρεσαν οι γυναίκες. Μάλιστα, η συγκεκριμένη, δεν ήταν γκρινιάρα σαν τη γυναίκα του, του έκανε όλα τα κέφια.
Βρισκόταν μαζί της λοιπόν εκείνη τη μέρα. Περνούσαν καλά, πολύ καλά, ώσπου ξαφνικά μπήκε απροειδοποίητα στο δωμάτιο η Χριστίνα. Και τους έπιασε.
Έφυγε τρέχοντας, συγχυσμένη. Αυτός την είδε, σηκώθηκε και την ακολούθησε με γρήγορα βήματα. Την ίδια στιγμή, βγήκε από το δικό της δωμάτιο, η Αλίκη, που τότε ήταν δεκατριών χρονών. Το είδε κι εκείνη, όλα τα είδε.
Πάνω στη σύγχυση της, η Χριστίνα και για να μην αναγκαστεί να ακούσει τις εξηγήσεις του Ιάκωβου, επιτάχυνε ακόμα πιο πολύ το βήμα της. Εκείνο το σκαλί δεν το είδε όμως, γιατί δεν έβλεπε πια μπροστά της, απ' τον θυμό. Κι έτσι βρέθηκε στο κενό, να πέφτει και να πέφτει και να πέφτει. Στο σημείο που προσγειώθηκε, δεν είχαν βάλει χαλί. Ήταν μάρμαρο, ένα κρύο μάρμαρο.
Το είδε κι αυτό η Αλίκη. Τα ματάκια του παιδιού, ο Ιάκωβος τα θυμόταν ακόμα. Κοιτούσε απ' την κορυφή της σκάλας, το άψυχο σώμα της μητέρας, με απορία. Η εικόνα της νεκρής έμοιαζε με κάποιον τρόπο ψεύτικη. Λες και όταν την πλησίαζες, εκείνη θα άνοιγε τα μάτια και θα σηκωνόταν πάνω χαμογελαστή, για να τους πει πως όλα αυτά ήταν ένα κακόγουστο αστείο. Δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο...
Συνέχισε να κοιτάζει την κορνίζα, σαν να περίμενε ακόμα να μπει στο γραφείο του η Χριστίνα.
-Τώρα τι; Πες μου τι θα γίνει;, ψιθύρισε. Ήξερε, όπως κι εκείνη, πως είχε πάρει την απόφαση του και πως η καρδιά του δεν θα μαλάκωνε ποτέ. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν πως πολύ σύντομα, αυτή η καρδιά θα σταματούσε να χτυπά...
Για πείτε! Σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο; Έλα να βλέπω σχόλια και αστεράκια, να χαρώ! Το επόμενο έρχεται σύντομα...
Μια χάρη μόνο: Όσοι έχετε Twitter ψηφίστε μας μέχρι αύριο για τα wattys2016. Θα το εκτιμούσα πολυ♡.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top