~Η κηδεία~

Την στιγμή που τον είδε κατάλαβε τα πάντα. Ήταν αλήθεια λοιπόν, δεν το είχε δει στο όνειρο της.
Στα ξαφνικά παρέλυσαν τα χέρια της. Όχι, λάθος. Όλο το σώμα παρέλυσε. Δεν έβγαινε φωνή, δεν μπορούσε να αντιδράσει πια.
Όμως η Νεφέλη της είχε πει να ουρλιάξει ίσως ακόμα και να κλάψει. Το έκανε. Μόνο που τα δάκρυα ήταν αληθινά.
Σε λίγο το προσωπικό μαζεύτηκε στο δωμάτιο και όλοι έμειναν να κοιτάζουν το άψυχο σώμα μαρμαρωμένοι.
Στις ερωτήσεις τους η Ευδοκία απαντούσε απλά και αόριστα. Κάποια στιγμή η Νεφέλη ξαναήρθε στο δωμάτιο. Έκατσε σε μια καρέκλα και άρχισε να κλαίει. Όλοι πια είχαν απορήσει. Τι συνέβαινε μέσα σε αυτό το σπίτι; Γιατί ο Ιάκωβος Ανδρέου αυτοκτόνησε;

-Τι κάθεστε όλοι και με κοιτάτε σαν χαζοί! Μόλις έχασα τον άντρα μου! Δεν θέλω να βλέπω κανέναν μπροστά μου. Φύγετε αμέσως τώρα, στις δουλειές σας!, φώναξε.

Καθώς κατέβαιναν τις σκάλες άκουσαν το ουρλιαχτό της και για πρώτη φορά την λυπήθηκαν. Πρέπει να υπέφερε πολύ η καημένη.

Μόνο η Ευδοκία και η Ελένη έμειναν στο δωμάτιο για να φροντίσουν τον νεκρό.

Ύστερα ήρθε ο ιερέας στη βίλα και διάβασε το πρώτο Τρισάγιο. Αυτό πάντα γινόταν στην κατοικία του νεκρού. Η Νεφέλη σε μια γωνία, παρακολουθούσε τα πάντα κι έδειχνε χαμένη στον δικό της κόσμο. Έτσι έπρεπε, να το παίξει και λίγο τρελή, για να μην ψυλλιαστεί κανείς τίποτα. Δεν τολμούσαν να την συλληπηθούν εκείνη τη μέρα, γιατί τους έβαζε τις φωνές.

Ενημερώθηκε το γραφείο κηδειών και άρχισαν οι ετοιμασίες.

Η Ελένη ανέλαβε να πει στην Αλίκη τα δυσάρεστα. Με έκπληξη την είδε επιτέλους να αντιδράει. Μαζεύτηκε σε μια γωνία και ξέσπασε σε κλάματα, που σπάραξαν την καρδιά της. 

Ήξερε πως η Αλίκη ήθελε κάπως να ξεσπάσει, να ξεθυμάνει ο πόνος που την έτρωγε. Ήταν φυσιολογικό. Δεν είπε τίποτα, απλά την πήρε στην αγκαλιά της. 

Αυτό το παιδί το ήξερε από τότε που γεννήθηκε και το αγαπούσε σαν δικό της. Και η Αλίκη όμως την λάτρευε και την θεωρούσε δεύτερη μητέρα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η Ελένη ποτέ δεν συμπάθησε την μακαρίτισσα την Χριστίνα. Ίσως επειδή ήθελε να είναι αυτή στη θέση της...

Δυο μέρες μετά η Νεφέλη στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και χάζευε το είδωλο της. Φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, μαύρα γάντια και μαύρο καπέλο με βέλο. Είχε μαζέψει τα ξανθά μαλλιά της και τα μάτια της έδειχναν πρισμένα από το κλάμα.

-Πάλι όμορφη είμαι, σκεφτόταν. Αχ, επιτέλους ο γέρος ξεκουμπίστηκε απ' τις ζωές μας.  Αιωνία του η μνήμη!

Γελούσε ειρωνικά. Μέχρι τη στιγμή που παρατήρησε τη ρυτίδα... δίπλα στα λεπτά χείλη. Ένας αδιόρατος φόβος σκίασε την καρδιά της. Αυτό που έτρεμε πάντα ήταν τα γηρατειά. Και η μοναξιά φυσικά. Δυο πράγματα που σίγουρα μπορούσαν να την τρελάνουν...

Λίγο αργότερα ακολούθησε η νεκρώσιμη ακολουθία. Και μετά η ταφή. 

Ένας άνθρωπος που ζούσε γεμάτος δύναμη και εξουσία, ένας υγιής άνθρωπος, ήρθε και πέρασε από αυτόν τον κόσμο. Χρειάστηκαν μόλις λίγα λεπτά για να ξαναγυρίσει πίσω στη γη, να σκεπαστεί το φέρετρο με χώμα. 

Τέσσερις γεροδεμένοι άντρες χρειάστηκαν για να απομακρύνουν την Νεφέλη, αφού δεν έλεγε να αποχωριστεί τον νεκρό σύζυγο της. Ούρλιαζε σπαρακτικά, χτυπιόταν, έσκιζε με μανία τα μάγουλα της. Όλοι όσοι την έβλεπαν, φοβήθηκαν πως είχε τρελαθεί.

Ένας ένας την πλησίασαν και την συλληπήθηκαν. Εκείνη απλά κουνούσε το κεφάλι της. Σε μια στιγμή κοίταξε τον ουρανό γεμάτη "παράπονο", όπως φάνηκε σε όλους.

-Ήταν καλός άνθρωπος..., είπε και έβγαλε το μαύρο μαντήλι, να σκουπίσει τα δάκρυα της.

-ΓΙΑΤΙ ΙΑΚΩΒΕ; ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΕΣ; Αχ, δεν την θέλω τη ζωή μου!, ούρλιαξε και έπεσε στο χώμα, γδέρνωντας το με τα νύχια της. Δυο γυναίκες την σήκωσαν απαλά, γεμάτες κατανόηση.

Ύστερα ακολούθησαν τα "μακαριά", στο καφενείο του κοιμητηρίου. Η Νεφέλη είχε αποφασίσει πως μετά από αυτή την απλή τελετή, θα διοργάνωνε μια μεγαλοπρεπέστατη δεξίωση στη βίλα, εις μνήμην του αείμνηστου άντρα της.

Πίσω, στο Ψυχικό, μια φιγούρα φάνηκε να ξεμακραίνει από το παράθυρο. Μερικά παιδάκια κοιτούσαν παραξενεμένα, νομίζοντας πως ήταν φάντασμα.

Όμως αυτή ήταν η Αλίκη. Δεν είχε πάει στην κηδεία του πατέρα της, γιατί δεν την άφηναν. Η καλή "μητριούλα", σίγουρα θα έβρισκε μια πειστική δικαιολογία για την απουσία της στους παρευρισκόμενους. Αναστέναξε.

Ούτε αυτό δεν την άφηναν να κάνει. Ήταν αμαρτία όμως, μεγάλη αμαρτία. Δεν μπορούσε να τον θρηνήσει, όπως έπρεπε. Αυτό ήταν το δικό της παράπονο. 

Όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα κατέρρευσε. Σαν να έσπασε κάτι μέσα της, που περίμενε καιρό να βγει στην επιφάνεια. Και βγήκε επιτέλους εκείνη τη μέρα...

Κάτω, το κουδούνι χτύπησε με τον γνωστό εκνευριστικό ήχο. Η θλιμμένη Ελένη με ασυνήθιστα αργόσυρτα βήματα, άνοιξε την πόρτα. 

-Εσύ;

Καλώς τα παιδιά μου! Πολύ θέατρο σήμερα η Νεφέλη. Σκέτη drama queen. Εσείς τι έχετε να πείτε; Σχόλιο και αστεράκι!







Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top