~Εφιαλτική νύχτα~

Την ώρα που θα το διαβάζετε είναι καλό και να ακούτε το τραγούδι πάνω. Δεν ξέρω αν ταιριάζει, αλλά μου αρέσει.

Την προηγούμενη μέρα...

Η Νεφέλη μπήκε στην κουζίνα, πράγμα που παραξένεψε το προσωπικό. Σίγουρα κάτι τέτοια δεν τα συνήθιζε.
-Ευδοκία, έλα λίγο στο γραφείο του Ιάκωβου, που θέλω να σου μιλήσω.
Την ακολούθησε σκεπτική. Τι να ήθελε να της πει τώρα η κυρία Ανδρέου;
-Κλείσε την πόρτα πίσω σου, δεν θέλω να μας ακούσει κανείς.
Έκανε ότι ακριβώς της είπε.
Εκείνη έκατσε στην καρέκλα του Ιάκωβου και της έκανε νόημα να κάτσει κι αυτή.
-Χρειάζομαι την βοήθεια σου, είπε σοβαρά.
-Πείτε μου.
-Θέλω να με ακούσεις με προσοχή, γιατί δεν πρέπει να γίνει το παραμικρό λάθος. Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες!
Η Ευδοκία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
-Λοιπόν, μπαίνω κατευθείαν στο θέμα. Θα σου πω μια ιστορία και θα δεις μετά που θέλω να καταλήξω. Μόνο μη με διακόψεις...
-Εντάξει.
-Ωραία. Ας αρχίσουμε με εμένα λοιπόν. Ευδοκία...εγώ κατάγομαι από σχετικά πλούσια οικογένεια. Μοναχοκόρη είμαι. Ζούσα στις ανέσεις και από μικρή ονειρευόμουν να παντρευτώ έναν πολύ πλούσιο άντρα. Κι αυτός ο άντρας βρέθηκε, αρκετά αργότερα βέβαια. Παντρεύτηκα τον Ιάκωβο στα σαράντα μου. Είχε χρήματα, εξουσία και όνομα. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Ένα μεγάλο και ενοχλητικό πρόβλημα, σαν σπυρί που ξεφυτρώνει στη φάτσα σου και δεν ξέρεις πως να το ξεφορτωθείς. Η Αλίκη ήταν αυτό. Πάντα με μείωνε, δεν με δέχτηκε ποτέ. Αν την είχα με το μέρος μου ίσως να ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα αλλά τώρα...
Αφού λοιπόν δεν μπορούσα να την κάνω ότι θέλω αποφάσισα κάπως να την ξεφορτωθώ. Και ποιος με βοήθησε σε αυτό; Ο Μίλτος! Ναι, μη με κοιτάς σαν χάννος, αυτός με βοήθησε να απαλλαγώ από το νιάνιαρο. Τον γνώρισα σε μια βεγγέρα και...κάναμε σχέση!
Είδε την έκφραση στο πρόσωπο της Ευδοκίας και γέλασε.
-Κοπέλα μου, ποια νομίζεις ότι του έβγαλε το "Μίλτος"; Με το Μιλτιάδης ντρέπεσαι να κυκλοφορείς στην κοινωνία χώρια ότι σου αφήνει ψυχολογικά! Έλα τώρα! Περίμενες να καλογερέψω; Όχι βέβαια! Που λες λοιπόν, εκείνος ήταν δάσκαλος Γαλλικών. Κι έτσι μου ήρθε η φαεινή ιδέα! Έδιωξα τη δασκάλα της Αλίκης με μια πρόφαση και έφερα αυτόν στη θέση της. Ε και μετά ξέρεις...Φυσικά δεν μπορούσα να προβλέψω ότι θα μείνει έγκυος, αλλά εντάξει αυτό το τακτοποιήσαμε! Τράβηξα τις ένοχες φωτογραφίες και τις έστειλα στον Ιάκωβο. Είπα και στον Μίλτο να εξαφανιστεί για λίγο καιρό ώστε να μην τον βρει κανείς. Που θέλω να καταλήξω; Σε λίγο έρχεται ο συμβολαιογράφος και η διαθήκη πρόκειται να αλλάξει. Οπότε μετά από αυτό, τον Ιάκωβο δεν τον χρειαζόμαστε, ούτε και μπορώ να περιμένω μέχρι να ψοφήσει. Για αυτό θέλω να με βοηθήσεις...για να τον βγάλουμε από τη μέση!

Η Ευδοκία τώρα την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Η πρώτη σκέψη της ήταν γιατί. Γιατί έπρεπε να ξέρει τόσα πολλά; Εκείνη δεν ήθελε να ανακατεύετε σε τίποτα. Τώρα γιατί της τα έλεγε όλα αυτά η Νεφέλη; Γιατί έπρεπε να κουβαλάει ένα τέτοιο βάρος πάνω της, μαζί με ενοχές;
Εκείνη σαν να διάβασε τις σκέψεις της απάντησε.
-Την Ελένη δεν την εμπιστεύομαι καθόλου. Πάντα καλόβλεπε τον Ιάκωβο. Αλλά...έχασε! Γιατί μου είναι πιστός!
Ε και που να 'ξερες!,σκέφτηκε η Ευδοκία.
-Λοιπόν; Τι λες;
Σηκώθηκε απότομα από τη θέση της.
-Όχι! Και θα πάω τώρα αμέσως στην Αστυνομία!
Η Νεφέλη γέλασε με την ψυχή της. Ύστερα άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και έβγαλε κάτι από μέσα. Στο επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκε να την σημαδεύει με ένα περίστροφο!
-Είναι του Ιάκωβου! Πάντα του άρεσε η σκοποβολή, μικρός έκανε και μαθήματα!, είπε με μια ανάσα.
-Το ήξερα πως θα αρνηθείς, για αυτό το έφερα. Λέγε τώρα! Θα κάνεις αυτό που σου λέω ή να σου φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι;
Η Ευδοκία κόλλησε στην πόρτα τρομαγμένη. Πρώτη φορά ένιωσε να απειλείται τόσο πολύ η ζωή της. Βρισκόταν στο χειρότερο δίλημμα: να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.
-Λέγε είπα! Δεν έχω χρόνο!
Έσκυψε το κεφάλι και η Νεφέλη χαμογέλασε.
-Αυτό να το πάρω ως ναι; Χαίρομαι που φέρεσαι λογικά, μπράβο σου!Στις δύο και μισή το ξημέρωμα θέλω να είσαι έξω από το δωμάτιο του Ιάκωβου, εντάξει; Φύγε τώρα.
Πήγε να φύγει αλλά την σταμάτησε.
-Το στόμα σου θα το κρατήσεις κλειστό, δεν θα μιλήσεις σε κανέναν. Αλλιώς, ξέρεις...
Έφυγε τρέχοντας. Μακάρι να μπορούσε να φύγει από τη βίλα, μακάρι να μπορούσε να βρεθεί πίσω στο χωριό, με το μωρό της!
Η μέρα πέρασε γρήγορα κι εκείνη δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Έκλαιγε, ήθελε να ξεσπάσει κάπως. Στις δύο και μισή, δύο σκιές συναντήθηκαν. Απόλυτη σιωπή. Η Νεφέλη κρατούσε στα χέρια της έναν φακό κι ένα σκοινί. Όλα ήταν έτοιμα για αυτό που θα ακολουθούσε.
Μπήκαν μέσα στο δωμάτιο αθόρυβα. Το δυνατό ροχαλητό της προξένησε δυσφορία . Η Νεφέλη την κοίταξε ερωτηματικά. Ύστερα έσκυψε και πήρε το μαξιλάρι που βρισκόταν δίπλα στον Ιάκωβο.
-Θα το κάνεις εσύ ή εγώ;
Εκείνη έκανε τρομαγμένη ένα βήμα πίσω.
-Φοβητσιάρα!
Πλησίασε τον Ιάκωβο απειλητικά. Με μια γρήγορη κίνηση κάλυψε το πρόσωπο του, με το μαξιλάρι.
-Ψόφα σιχαμένε! Ψόφα!, ψιθύρισε.
Εκείνος σαν να το ένιωσε άρχισε να κουνάει τα χέρια του, προκειμένου να βγάλει το μαξιλάρι. Η Νεφέλη του το πίεσε με όλη της τη δύναμη.
Όση ώρα το έκανε αυτό μια άλλη σκιά την κοιτούσε παγωμένη. Η Ευδοκία δεν μπορούσε να αντιδράσει, μονάχα έβλεπε αυτό που γινόταν και κρατούσε τον φακό. 
Σε λίγο τα χέρια του Ιάκωβου έπεσαν στο πλάι. Ήταν νεκρός.                                                                    
Η τελευταία πράξη του έργου συντελέστηκε μόλις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.                              
-Πιασ' τον άχρηστη! Δεν έχουμε χρόνο, πρέπει να τελειώνουμε!, είπε η Νεφέλη.                           Βαρυγκομώντας άρχισαν να τον μεταφέρουν. Κάθε τόσο σταματούσαν για να πάρουν μια ανάσα.                                                                                                                       

Ούτε που κατάλαβε πως τυλίχτηκε το σκοινί γύρω από τον λαιμό του Ιάκωβου, σε μια σφιχτή θηλιά. Την άλλη άκρη του σκοινιού την πέρασαν στον πολυέλαιο. Όλα ήταν έτοιμα.                      

Η Νεφέλη κλότσησε την καρέκλα και το νεκρό σώμα βρέθηκε να αιωρείται, λίγα εκατοστά πιο πάνω από το πάτωμα. Αμέσως άρπαξε την Ευδοκία από το μπράτσο και βγήκαν έξω γρήγορα. Είχαν τελειώσει πια. Πήγαν κάτω, στο δωμάτιο της.         

-Αύριο θα τον βρεις εσύ και θέλω να τους πείσεις όλους! Ούρλιαξε, ρίξε και κανένα δάκρυ. Μην καταλάβει όμως κανείς τίποτα. Σε ότι σε ρωτάνε, θα λες δεν ξέρω, εντάξει;                              

-Ναι.                                                         

-Όμορφα. Και μην ξεχνιόμαστε. Δεν ανοίγεις το στόμα σου πουθενά, αλλιώς θα φροντίσω εγώ να σου το κλείσω, μια και καλή! Για αυτό να είσαι σίγουρη γλυκιά μου!, με αυτά της τα λόγια γύρισε την πλάτη και έφυγε.                                                 

Η Ευδοκία, ξάπλωσε στο κρεβάτι της.  Πόσο γρήγορα είχαν γίνει όλα! Σαν σε όνειρο. Αλλά μήπως ήταν τελικά; Μήπως όλα τα έβλεπε στον ύπνο της; Τα είπε τόσες φορές μέσα της που όταν ξύπνησε το πρωί τα είχε πιστέψει. Κι έτσι, μαζί με την Ελένη, βρέθηκε να αναρωτιέται, γιατί ο κύριος Ανδρέου δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Το ισχυρό σοκ δεν την άφηνε να συνειδητοποιήσει τι είχαν κάνει με τη Νεφέλη. Γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν συνεργός σε αυτό το έγκλημα. Μέχρι τη στιγμή που βρήκε τον Ιάκωβο Ανδρέου νεκρό...  

Και τώρα είστε ελεύθεροι να βρίσετε όσο θέλετε την κυρία Νεφέλη!!!                                                                                                                             

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top