~Ευτυχισμένο τέλος;~
ΣΗΜΕΡΑ 2020
Η οχτάχρονη Ερατώ την κοιτούσε με μια απορία στα ματάκια της.
-Δηλαδή πήγες στο μοναστήρι;
-Και βέβαια πήγα! Υπήρχε θησαυρός εκεί Ερατώ μου, της απάντησε η Μέλπω.
-Τον βρήκατε;
-Όχι, δυστυχώς. Ακόμα δηλαδή, γιατί που ξέρεις μια μέρα; Μπορεί να είμαστε τυχεροί!
-Μμμμ, σιγά την τύχη! Πήγες εκδρομή σε μοναστήρι. Γιατί δεν πήγαινες σε κανένα λούνα παρκ, να μ' έπαιρνες κι εμένα μαζί σου;
-Γιατί οι μεγάλοι δεν πηγαίνουν σε λούνα παρκ μικρή! Κι εσύ έχεις τους φίλους σου και τους γονείς σου, μαζί μου θα σε πιάσει βαρεμάρα. Άντε τώρα πάμε να πλύνεις τα δόντια σου και να σε βάλω για ύπνο.
Η μικρή στο λεπτό άρχισε να διαμαρτύρεται, αλλά η Μέλπω την έσπρωξε ελαφρά ως το μπάνιο.
Σε λίγο, κοιμόταν σαν αγγελούδι. Την παρατηρούσε που είχε μαζευτεί κι είχε γίνει μια μικρή μπαλίτσα. Τόσο χαριτωμένη...
Η Μέλπω χαμογέλασε. Αυτό το κορίτσι, ήταν αρκετά έξυπνο, έπιανε πουλιά στον αέρα που λένε. Της είχε κλέψει την καρδιά με τα νάζια και τα καμώματα της.
Κοίταξε το ρολόι της κουζίνας. Σε λίγο θα γυρνούσαν οι γονείς της, από τη δουλειά τους. Ύστερα εκείνη θα πήγαινε στο σπίτι της, να κοιμηθεί. Ειδικά σήμερα ήταν πολύ εξαντλημένη.
Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που βγήκε από την φυλακή. Τώρα έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα, στην Καλλιθέα. Δούλευε μέρα,νύχτα, πότε πήγαινε σε σπίτια να καθαρίζει και πότε κρατούσε την μικρή Ερατώ μέχρι να έρθουν οι γονείς της. Το τελευταίο μάλιστα ήταν πολύ βολικό, αφού έμεναν στην ίδια πολυκατοικία.
Η ώρα πέρασε και εκείνη γύρισε επιτέλους στην φωλίτσα της. Δεν είχε το κουράγιο να πλυθεί ή να συγυρίσει κάπως το διαμέρισμα. Έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι και κοιμήθηκε για ώρες πολλές. Αύριο ήταν Κυριακή...
Πολύ αργότερα, σηκώθηκε σκουντουφλώντας από το κρεβάτι. Είχε ήδη ξημερώσει, μα εκείνη δεν μπορούσε με τίποτα να ανοίξει τα μάτια της. Η κούραση της προηγούμενης μέρας ακόμα υπήρχε.
Πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε έναν καφέ. Σήμερα ήθελε να κάνει κάτι, δημιουργικό. Ήθελε να μαγειρέψει, να βγει μια βόλτα! Σίγουρα η Ερατώ, θα τρελαινόταν με το σοκολατένιο κέικ που θα της ετοίμαζε!
Άνοιξε τα ντουλάπια της κουζίνας και βρέθηκα μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Δεν είχε ζάχαρη!
Η πρώτη της σκέψη ήταν να πάει στο σούπερ μάρκετ, μα μετά θυμήθηκε πως ήταν Κυριακή. Άρα; Τι σήμαινε αυτό; Μια δεύτερη σκέψη.
Κι εκεί άναψε το γνωστό λαμπάκι. Θα μπορούσε να ζητήσει από τον γείτονα της. Έλα όμως που δεν είχαν πολλά πάρε-δώσε. Ούτε το όνομα του δεν θυμόταν. Μόνο μια λεπτομέρεια της είχε κάνει εντύπωση κι ήταν η μόνη που συγκράτησε. Ήταν ντετέκτιβ! Πρώην δηλαδή, γιατί τώρα είχε βγει προ πολλού στην σύνταξη.
Να δεις πως το έλεγαν... έστυψε το κεφάλι της. Έλα λίγο ακόμα...και... ναι! Θυμήθηκε. Τον κυριούλη αυτό, τον έλεγαν, λοιπόν Νίκο, Παυλόπουλο. (σας θυμίζει κάτι αυτό; Σε παλιούς αναγνώστες αναφέρομαι, που έχουν διαβάσει προηγούμενες ιστορίες μου.)
Έτσι λοιπόν, αφού θυμόταν το όνομα του και δεν θα γινόταν ρεζίλι, του χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε ένας, σχεδόν φαλακρός, ισχνός και πανύψηλος άντρας, γύρω στα ογδόντα. Την κοίταξε γεμάτος περιέργεια;
-Παρακαλώ; Πως μπορώ να σε βοηθήσω;
-Καλημέρα σας! Συγγνώμη για την ενόχληση. Μήπως έχετε ζάχαρη; Ξέμεινα και θέλω να φτιάξω ένα γλυκό σήμερα.
Της χαμογέλασε.
-Ναι, φυσικά, μισό λεπτό.
Από το σαλόνι, ακουγόταν η τηλεόραση. Ήταν το δελτίο ειδήσεων.
Ξαφνικά έμεινε ακίνητη. Έπιανε σκόρπιες λέξεις, όπως, μοναστήρι, λίρες, θεμέλια, αχυρώνας. Ο Νίκος Παυλόπουλος της έδωσε την ζάχαρη και γύρισε στην τηλεόραση με ενδιαφέρον. Μόλις την είδε να στέκεται ακόμα στην πόρτα, την κοίταξε παραξενεμένος, σαν να ήταν εξωγήινη.
-Θέλεις κάτι;
-Ε... τι λένε στις ειδήσεις; Με ενδιαφέρει πολύ. Νομίζω, άκουσα κάτι για έναν θησαυρό, σε μοναστήρι;
-Θέλεις να δεις;
-Αν δεν υπάρχει πρόβλημα.
-Πέρασε μέσα! Κανένα πρόβλημα. Τόσο καιρό είμαστε γείτονες, τι να με πειράζει τώρα;
Στην τηλεόραση έβλεπες δημοσιογράφους και... εικόνες από το μοναστήρι. Μάλιστα, σε κάποια στιγμή πήρε το μάτι της και την μοναχή Θεοδοσία!
-Που τον βρήκαν τον θησαυρό;, ρώτησε τον Νίκο.
-Γκρέμισαν τον παλιό αχυρώνα και τον βρήκαν στα θεμέλια. Δεν είναι απίστευτο; Τόσες λύρες βρέθηκαν, σε μοναστήρι.
-Πράγματι, είναι.
Έφυγε βιαστικά. Τα χέρια της έτρεμαν, αλλά χαμογελούσε. Η ηγουμένη πάντα το ήξερε ότι υπήρχε θησαυρός, απλά ποτέ δεν κατάφεραν να τον βρουν. Να που τώρα επαληθεύτηκαν τα λόγια της, όπως και τότε. Λίγο πριν τον θάνατο της, εκείνο το προφητικό όνειρο! Ακόμα το θυμόταν.
Έκατσε στην καρέκλα συγχυσμένη.Σε μερικούς μήνες έκλεινε τα οχτώ χρόνια, από τον θάνατο της. Θα πήγαινε στον τάφο της, μετά από χρόνια, να αφήσει κι εκείνη λίγα λουλούδια. Την είχαν θάψει, δίπλα στην μοναχή Αγνή, που πέθανε σε ηλικία 103 ετών(!).
Άθελα της, εκείνη τη στιγμή, γύρισε πάλι στα παλιά. Η φυλακή, την είχε μαλακώσει και όσο καιρό βρισκόταν εκεί μέσα, ένιωθε ενοχές. Ενοχές που κουβαλούσε πάνω της ένα τόσο βαρύ μυστικό, ενοχές που δεν είχε μιλήσει στην μοναχή Θεοδοσία.
Εκείνη κάπου κάπου, όσο ήταν στην φυλακή, ερχόταν να την βλέπει, αλλά η Μέλπω ποτέ δεν της είπε κουβέντα. Δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να μιλήσουν για αυτά.
Τώρα όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο χαρακτήρας της ο ίδιος είχε αλλάξει και σήμερα, το δελτίο ειδήσεων την είχε κλονίσει κάπως. Μήπως ήταν ώρα να αποκαλυφθούν τα πάντα, έστω και αργά;
Γύρισε πίσω, στην ημέρα που πέθανε η ηγουμένη. Τότε της είχε πει να αποκαλύψει την αλήθεια στον Βασίλη, αλλά για την Θεοδοσία, δεν είχε πει τίποτα, σαν να το άφηνε στην κρίση της.
Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε ψηλά στον ουρανό, σαν να την έβλεπε.
-Να της το πω;, ρώτησε.
Και ξαφνικά φύσηξε ένας πολύ δυνατός αέρας και παρέσυρε το τραπεζομάντηλο με τα πιάτα και τα ποτήρια που ήταν στο τραπέζι. Η πόρτα της μπαλκονόπορτας έκλεισε, κάνοντας έναν δυνατό θόρυβο.
-Ο Χριστός και η Παναγία!, είπε. Πήγε να μαζέψει τα σπασμένα, όμως απότομα σταμάτησε. Γύρισε και άρχισε να ψάχνει. Γρήγορα, ένα χαρτί και ένα μολύβι!
Μόλις τα βρήκε με καλλιγραφικά γράμματα άρχισε να γράφει όλη την ιστορία. Από την αρχή μέχρι το τέλος, παραλείποντας όμως επίτηδες τη βίλα "Νοτιάς". Όταν τελείωσε, έγραψε από κάτω το όνομα της.
Έβαλε το χαρτί σε έναν φάκελο και από έξω έγραψε το όνομα του παραλήπτη. "Προς μοναχή Θεοδοσία".
Αλλά πάλι κλονίστηκε. Μήπως να μην της το έδινε καλύτερα; Μήπως έπρεπε να μείνουν τα πράγματα έτσι;
Πήρε το χαρτί έτοιμη να το σκίσει σε χίλια κομμάτια. Μια ανώτερη δύναμη όμως την σταμάτησε και δεν το έκανε. Πως να μπορέσει να εξηγήσει τον λόγο που άφησε το γράμμα στο τραπέζι, αντί να το πετάξει;
Το κέικ φτιάχτηκε κανονικά και η Ερατώ, έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ, αφού ήταν πολύ λιχούδα. Όμως η Μέλπω εκείνη τη μέρα έδειχνε να είναι απόν από παντού. Είχε πάλι απορροφηθεί, από τις σκέψεις της.
Ήταν ξημερώματα. Ο ήλιος σε λίγη ώρα θα έβγαινε και οι μοναχές θα ξυπνούσαν. Μια σκιά φάνηκε να ξεγλιστράει στον δρόμο και να τρέχει προς την εξώπορτα. Έσκυψε και πέρασε από το άνοιγμα ένα γράμμα. Ύστερα έφυγε, το ίδιο βιαστική, όπως ήρθε.
-------------
Η Θεοδοσία άφησε το γράμμα να πέσει από τα χέρια της. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της. Δεν έκανε καμία κίνηση να τα σκουπίσει. Είχε μάθει επιτέλους όλη την αλήθεια.
Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που ένιωσε; Θυμός! Θυμός, για όλη αυτή την κοροιδία. Η μητέρα της, ήταν εδώ και τόσα χρόνια δίπλα της, χωρίς να το ξέρει. Τα ήξερε όλα όπως και η Μελπομένη, αλλά κανείς δεν της είπε ποτέ το παραμικρό!
Όταν ήταν μικρή είχε την ελπίδα πως κάποια μέρα θα βρει τους βιολογικούς γονείς της. Καθώς μεγάλωνε όμως, σταμάτησε και το ενδιαφέρον της, να μάθει τι απέγιναν. Άλλωστε γονιός είναι αυτός που σε αγαπάει και είναι πάντα δίπλα σου, αυτός που τρέχει να σου φορέσει τη ζακέτα κι ας μην κρυώνεις, αυτός που και δέκατα να έχεις θα σκοτώνεται για να σε φροντίσει. Είναι αυτός που όταν εσύ κοιμάσαι, ξενυχτάει με τη σκέψη σου, γεμάτος ανησυχίες, πολλές φορές χωρίς αιτία. Είναι ο χαζομπαμπάς ή η χαζομαμά, όχι ένας άνθρωπος που σε παρατάει και φεύγει!
Τώρα όμως είχε μάθει όλη την αλήθεια. Και η καρδιά της δεν ήταν φτιαγμένη για να μισεί, αλλά για να αγαπά. Και να συγχωρεί. Είχε καταλάβει με ποια λογική έκαναν ότι έκαναν τα δυο πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής της. Και δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούσε να τους κρατήσει κακία. Για τη "μητέρα" της ήξερε. Για τον "πατέρα" της όμως όχι. Τι να είχε απογίνει; Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Δεν ήθελε να ξέρει και δεν είχε σημασία πια.
-Σας συγχωρώ, ψέλλισε και σκούπισε τα δάκρυα της. Αν και δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο για να συγχωρήσει...
-----------
Η Μέλπω άνοιξε τον πανάρχαιο υπολογιστή της, αυτόν που είχε πριν την κλείσουν μέσα. Ήθελε να ψάξει στις ειδήσεις λεπτομέρειες για το συμβάν στο μοναστήρι. Ξαφνικά όμως η σκέψη της πέταξε αλλού και αναρωτήθηκε το ίδιο πράγμα που σκεφτόταν και η Θεοδοσία. Τι να είχε απογίνει άραγε ο Βασίληςq Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν τότε, στο κυλικείο του νοσοκομείου. Δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθανε, που λέει ο λόγος δηλαδή.
Την προσοχή της τράβηξε ένα άρθρο. Ήταν από Πανεπιστήμιο και έλεγε για κάτι εγγραφές. Αυτό όμως που την έκανε να συνεχίσει να διαβάζει, ήταν ότι ανέφερε πως δεν χρειαζόταν να δώσεις εξετάσεις για να μπεις!
Κι εκείνη τον τελευταίο καιρό έψαχνε να κάνει κάτι δημιουργικό! Είχε βαρεθεί την δουλειά της καθαρίστριας και μια Μέλπω Νικολάου δεν μπορεί να ζήσει για πολύ στην ανία.
Το "μέντιουμ" πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα χαμογέλασε. Γιατί όχι;
Και κάπου εδώ η ιστορία μας φτάνει στο τέλος της. Όπως βλέπετε εδώ δεν έχω κάνει κάποια αφιέρωση γιατί το τέλος είναι πάντα αφιερωμένο σε όλους εσάς και στον καθένα ξεχωριστά! Ευχαριστώ πολύ για όλα. Εμείς θα τα πούμε σε κάποια άλλη ιστορία. Ελπίζω.
ElsaLisava όπως σου είχα πει την ιστορία την έχω εμπνευστεί από ένας γεγονός στις ειδήσεις, την σύλληψη γνωστού μέντιουμ. Ο Βασίλης και η Ευδοκία υπάρχουν στην πραγματικότητα. Μόνο αυτοί, τα υπόλοιπα είναι μυθοπλασία.
Αυτά από μένα. Σχολιάστε ελεύθερα τώρα...
Υ.Γ. Αν θέλετε να διαβάσετε την ιστορία του Νίκου Παυλόπουλου δεν έχετε παρά να πάτε να τσεκάρετε το Emerald Hotel & Lost in your eyes!!!
Γαμώτο ένας Θεός ξέρει πόσο δεν θέλω να την βάλω αυτή τη λέξη!
Τέλος😭😭😭
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top