~Εξελίξεις~
Ένα σώμα εκτοξεύτηκε στον αέρα και ύστερα έπεσε στην άσφαλτο, λίγα μέτρα πιο πέρα. Η Μέλπω νόμιζε πως ήταν της φαντασίας της όλα αυτά. Γύρισε και κοίταξε τον αστυνομικό.
-Είδες κι εσύ ότι είδα;
-Ναι!, της απάντησε έκπληκτος.
-Σε παρακαλώ άσε με να κατέβω μαζί σου. Θέλω να δω αν είναι καλά! Υπόσχομαι πως δεν θα το σκάσω. Έτσι κι αλλιώς φοράω χειροπέδες.
Ο αστυνομικός βγήκε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.
Μετά προχώρησαν μαζί, ως το ακίνητο σώμα, που φαινόταν σχεδόν άψυχο.
Η Θεοδοσία προσπάθησε να απλώσει το χέρι προς το μέρος τους. Γύρω της γυαλιά, κάποια από αυτά είχαν μπιχτεί στο σώμα και στο πρόσωπο της. Ρυάκια αίματος έτρεχαν και λέκιαζαν τα ράσα.
-Βοή...θεια...
-Μείνε ακίνητη!, της είπε ο αστυνομικός.
-Αυτό είναι θαύμα! Πως έγινε; Πως εκτοξεύτηκες από το αυτοκίνητο;, συνέχισε.
-Δεν φορούσα ζώνη...δεν είχε στο μεσαίο κάθισμα. Πετάχτηκα μπροστά. Πο...νάω. Τα πλευρά μου...Δεν μπορώ να πάρω ανάσα!
-Περίμενε! Τώρα θα έρθει το ασθενοφόρο, μην ανησυχείς.
Εκείνη τη στιγμή κατέφτασαν και τα υπόλοιπα περιπολικά. Ο Σαράντος τους πλησίασε τρέχοντας σχεδόν.
-Τι έγινε;
-Ατύχημα. Το όχημα ξέφυγε από την πορεία του, χτύπησε στο στηθαίο και εκτοξεύτηκε στον αέρα. Είναι πραγματική τύχη που επέζησε η μοναχή!
Τα ασθενοφόρα ήρθαν σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Η Μέλπω ήταν έτοιμη να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, όταν ένιωσε ένα χέρι να την τραβάει.
-Που πας εσύ; Φεύγουμε για το Τμήμα. Άσε τους άλλους, της είπε ο αστυνομικός.
Δεν είχε άλλη επιλογή. Τον ακολούθησε.
Την ίδια μέρα οδηγήθηκε στον ανακριτή, όπου αποφασίστηκε η προφυλάκιση της.
Εκεί έμαθε ότι ο άντρας μιας πελάτισσας είχε κάνει την καταγγελία. Δεν την ξάφνιασε καθόλου αυτό.
Σε τέσσερις μήνες θα γινόταν η δίκη.
Εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά οδηγήθηκε στις φυλακές των υποδίκων. Και τα πράγματα ήταν χειρότερα από ότι περίμενε.
Ήταν δύο άτομα σε ένα μικροσκοπικό κελί. Η συγκρατούμενη της, δεν μιλούσε καλά ελληνικά, ούρλιαζε μέσα στη νύχτα και έβριζε τους πάντες και τα πάντα.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή έπρεπε να ήταν μια ναρκομανής από αυτές που καταφεύγουν στην πορνεία για να εξασφαλίσουν τη δόση τους. Τα ρούχα που φορούσε επιβεβαίωναν τη θεωρία της.
Η Ιβάνα, έτσι έλεγαν την κοπέλα, την πλησίαζε μόνο για να ρωτήσει αν είχε λεφτά, τσιγάρα ή κανένα κινητό.
Και οι δυο ήταν χαμένες στον κόσμο τους.
Μετά από τρεις εβδομάδες ο φύλακας την φώναξε.
-Νικολάου! Έλα, έχεις επισκεπτήριο.
-Ποιος θέλει να με δει;
-Μια καλόγρια είναι.
Η Μέλπω πήγε κι έκατσε απέναντι από την Ευθυμία.
-Γεια σου Μελπομένη. Πως είσαι;
-Ας τα λέμε καλά. Η Θεοδοσία;
-Μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, είναι εντάξει τώρα.
-Τι είχε;
-Διάσειση, σπασμένα πλευρά και εκδορές. Όταν την μεταφέραμε στο νοσοκομείο ήταν σε κακό χάλι. Αλλά οι γιατροί την φρόντισαν και τώρα αναρρώνει.
-Οι άλλοι; Πέθαναν;
Η ηγουμένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
-Δεν θα μπορούσαν να τα καταφέρουν Μελπομένη, είδες και μόνη σου τι έγινε. Πέθαναν ακαριαία.
Ξεροκατάπιε.
-Μάλιστα. Στο μοναστήρι τι γίνεται;
-Τι να γίνει; Έχουν ξεκινήσει οι επισκευές. Αν δεις πως το έκαναν το ιερό οι αντίχριστοι θα τρομάξεις! Συγχώρα με Θεε μου που μιλάω έτσι, αλλά όταν το σκέφτομαι σπάνε τα νεύρα μου.
-Τόσο μεγάλη η ζημιά;
-Ναι, δυστυχώς.
-Κατάλαβα...
Η ώρα πέρασε και το επισκεπτήριο τελείωσε. Η Μέλπω μπήκε μουδιασμένη στο κελί της. Είχε ένα κακό προαίσθημα, ένιωθε ότι κάτι θα συνέβαινε σύντομα. Θεέ μου ας ήταν για καλό!
Μόλις η ηγουμένη βγήκε από τις φυλακές πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Θα γυρνούσε με ταξί. Βιαζόταν πολύ να γυρίσει γιατί έπρεπε να επιβλέπει τις εργασίες που γίνονταν στο μοναστήρι. Πάνω όμως στη βιασύνη της δεν πρόσεξε τον άνθρωπο που ερχόταν από απέναντι και έπεσε πάνω του.
Ήταν ένας ηλικιωμένος, γύρω στα εβδομήντα, ψηλός, με άσπρα μαλλιά και καστανά μάτια. Αυτά τα μάτια όμως κάτι της θύμιζαν. Κάτι παλιό, μα όχι ξεχασμένο.
Εκείνος την κοιτούσε το ίδιο έντονα.
-Βασίλη;
Hola! Πως πάει; Φαντάζομαι πως αυτή τη συνάντηση δεν την περιμένατε. Σχόλιο και αστεράκι να βλέπω!!! Θα τα πούμε στο επόμενο...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top