~ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ~

Η Αλίκη κοιτούσε τα παιδιά, που έπαιζαν στην αυλή του γειτονικού σπιτιού. Έτρεχαν και γελούσαν. Το αγοράκι τραβούσε τα ξανθά μαλλιά του κοριτσιού, ενώ εκείνη προσπαθούσε να του δώσει μια κλωτσιά. Χαμογέλασε. Κάπως έτσι ήταν κι αυτή πριν χρόνια.

Έκατσε στο ράντζο της σκεπτική. Πόσες μέρες είχαν περάσει; Πολλές, πάρα πολλές, όμως μέσα σε αυτή τη φυλακή είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Προσπάθησε να θυμηθεί. Μα ναι! Χθες ρώτησε την Ευδοκία τι μέρα ήταν.

-Τετάρτη, Αλίκη. Και είναι Ιανουάριος, πριν λίγες μέρες μπήκαμε στο 1970.

Μα τότε, πρέπει να βρισκόταν περίπου δέκα μήνες εκεί μέσα! Πως πέρασαν δηλαδή δέκα μήνες χωρίς να το καταλάβει; Τώρα πια είχε χάσει την επαφή με τον έξω κόσμο και μόνο η Ελένη, η Ευδοκία και η μισητή μητριά της, την έκαναν να νιώθει πως επιστρέφει στα εγκόσμια.

Απ' όσα είχε μάθει από τις δυο πρώτες, ο Ιάκωβος μετά από κάποιες μέρες επέστρεψε στη βίλα. Και κανένας δεν τον αναγνώριζε. Δέκα μήνες τώρα, χρειάστηκαν να έρθουν αμέτρητοι λογοθεραπευτές, φυσιοθεραπευτές και ένας ψυχολόγος. Το καλό όμως ήταν πως είχε καλυτερέψει αρκετά, ανακτώντας σχεδόν το 90% της ομιλίας του και προσπαθώντας να περπατήσει, όπως μπορούσε. Τα κατάφερνε με την βοήθεια του μπαστουνιού του.

Μέχρι να ξαναγυρίσει στην εταιρία, είχε οριστεί προσωρινός πρόεδρος ένας πολύ καλός του φίλος και συνεργάτης. Όμως ο Ιάκωβος τις τελευταίες εβδομάδες, καθότι πεισματάρης, αποφάσισε να επιστρέψει στη δουλειά του. Ήθελε να γίνει όπως πριν, παρόλο που ήταν αρκετά δύσκολο αυτό.

Μέσα σε αυτούς τους δέκα μήνες, ο Οδυσσέας ερχόταν στη βίλα πάντα μόνος του και όχι πολύ συχνά λόγω του ότι η Νεφέλη βρισκόταν συνέχεια εκεί.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματα της για αυτόν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ένιωθε κάτι πιο ουσιαστικό και πιο βαθύ από αυτό που ένιωθε με τον Μίλτο. Άραγε αυτό το σφίξιμο στην καρδιά ήταν ο έρωτας;

Εκείνος προσπαθούσε να είναι δίπλα της και να της δείχνει την αγάπη του, όμως πάντα σαν φίλος. Του είχε ζητήσει χρόνο κι ο Οδυσσέας το σεβόταν αυτό.

Αναστέναξε. Έπρεπε σύντομα να φύγει από την φυλακή της. Κοιτούσε κάτω κάτω, στο χώμα, χιλιάδες φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει. Αλλά πάντα κάτι την κρατούσε.

Το ίδιο απόγευμα, στην κουζίνα, η Ελένη κοιτούσε παραξενεμένη την Ευδοκία.Κάτι δεν πήγαινε καλά. Την έβλεπε να κλαίει, χωρίς να ξέρει τον λόγο.

-Τι σου συμβαίνει;

-Τίποτα!

-Ε, πως τίποτα, αφού κλαις. Έγινε κάτι;

-Όχι, σου λέω. Άσε με.

-Καλά...

Λίγο μετά ήρθε και ο συμβολαιογράφος. Την απόφαση που είχε πάρει ο Ιάκωβος, δεν μπορούσε να του την αλλάξει κανείς, ακόμα και η περιπέτεια της υγείας του. Θα άλλαζε την διαθήκη, ήταν οριστικό αυτό.

Η Νεφέλη καθόταν χαμογελαστή στην κατακόκκινη μπερζέρα της (=πολυθρόνα). Όλα πήγαιναν κατ' ευχήν. Ήξερε πως ο Ιάκωβος είχε πάρει την απόφαση του, όπως επίσης ήξερε ποια θα γινόταν η νόμιμη κληρονόμος. Καλύτερα δεν θα μπορούσαν να είχαν πάει τα πράγματα!

Έπρεπε τώρα να βρει έναν τρόπο να ξεφορτωθεί την Αλίκη. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να μπλέκεται στα πόδια της, η μικρή ανόητη. Ίσως να την πάντρευε. Πρακτική λύση.

Μέσα στο δωμάτιο, ο συμβολαιογράφος του, συμπλήρωνε τα στοιχεία του και ύστερα τον άκουσε να υπαγορεύει με αργή και καθαρή φωνή.

-Εγώ, ως προϊόν ελεύθερης βούλησης, έχοντας σώας τας φρένας, σε πλήρη ψυχική κατάσταση και νηφαλιότητα, συντάσσω τα επόμενα...

Που να ήξερε τι θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ...

Η Ευδοκία καθόταν στην κουζίνα παγωμένη, μαζί με την Ελένη. Σε λίγο έπρεπε να πάει το πρωινό στον κύριο. Η κυρία Ανδρέου, είχε ήδη σερβιριστεί, πιο νωρίς από τα συνηθισμένα, καθώς έπρεπε να πάει στον γιατρό, για τις ετήσιες γενικές εξετάσεις της. Ήταν Παρασκευή πρωί, εννιά του μηνός.
Έβρεχε πολύ εκείνη τη μέρα. Από μικρή δεν της άρεσε η βροχή, της προκαλούσε μια μελαγχολία, ένα παράξενο συναίσθημα. Μα γιατί δεν είχε ξυπνήσει ακόμα ο κύριος Ανδρέου; αναρωτιόντουσαν. Μήπως είχε φύγει και δεν τον ειδαν; Αλλά, θα μου πεις, αυτός πάντα έπαιρνε πρωινό, οπότε μάλλον παρακοιμήθηκε.

Η Ευδοκία πήρε τον δίσκο και ανέβηκε με προσοχή τις σκάλες. Σαν έφτασε στο δωμάτιο του, χτύπησε απαλά την πόρτα. Καμία απάντηση. Αν όμως τον είχε πάρει στ' αλήθεια ο ύπνος, έπρεπε να τον ξυπνήσει, αλλιώς θα θύμωνε πολύ. Έτσι λοιπόν άνοιξε την πόρτα, όπως έπρεπε.

...Και το ουρλιαχτό της αντήχησε σε όλη την βίλα.

Ο δίσκος είχε ήδη βρεθεί πεσμένος στο πάτωμα. Προχώρησε κατάχλομη, έτοιμη να λιποθυμήσει. Αμέσως ήρθαν στο δωμάτιο η Νεφέλη και η Ελένη.
-Τι συμβαίνει Ευδοκία; Τι...
Η Νεφέλη δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την φράση της. Έμεινε ακίνητη στην θέα του κρεμασμένου.

Ο Ιάκωβος νεκρός! Ο Ιάκωβος αυτοκτόνησε! Κοιτούσε μια τον πολυέλαιο που είχε γείρει από το βάρος και μια το νεκρό πρόσωπο του άντρα της, με το πελιδνό (=ωχρό) δέρμα. Έπεσε στα γόνατα, δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Η Ελένη δίπλα της λιποθύμησε.

Κάρφωσε το βλέμμα πάνω στην Ευδοκία κι εκείνη στην στιγμή ένιωσε να ανατριχιάζει...

Ήταν τρομακτικό, το πόσο γρήγορα άλλαξε η έκφραση στο πρόσωπο της και το κλάμα αντικαταστήθηκε από ένα τεράστιο χαμόγελο.

-Μπράβο Ευδοκία!, έκανε χαμηλόφωνα.

Μπράβο για το θέατρο που έπαιξα, σκέφτηκε εκείνη.

-Ο Θεός να μας συγχωρέσει, απάντησε και έκανε τον σταυρό της.

-Άρχισες πάλι αυτά με τον Θεό; Βαρέθηκα! Έτσι κι αλλιώς εμείς τι κάναμε; Δεν τον σκοτώσαμε, αυτός αυτοκτόνησε, σωστά;

-Ναι..., είπε με δυσκολία, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δικά της δάκρυα. Μόνο που αυτά, σε αντίθεση με της Νεφέλης, ήταν αληθινά.

-Έλα, κάνε κάτι τώρα για να συνέλθει η Ελένη και να τον μαζέψετε. Άντε, έχω και μια κηδεία να οργανώσω. Τώρα πια είμαι η χήρα γυναίκα του Ανδρέου και νόμιμη κληρονόμος του! Τι με κοιτάς; Τελείωνε!

Αυτά είπε και της γύρισε την πλάτη, γελώντας...

Το βράδυ ανεβάζω ένα ακόμα κεφάλαιο ως συνέχεια αυτού εδώ. Τα έσπασα σε δυο, για να μην είναι υπερβολικά μεγάλα. Πρέπει να σας μπέρδεψα λίγο, ε; Θα σας διαφωτίσω όμως στο επόμενο. Σχόλιο+Αστεράκι!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top