~Για μια γυναίκα που αγαπάς~

WARNING! Πριν το διαβάσετε καθίστε κάπου, οπουδήποτε. Καλού κακού να 'χετε κι ένα ποτήρι νερό δίπλα σας, που ξέρεις, μπορεί να χρειαστεί. Καλή ανάγνωση!

Καθόταν από ώρα δίπλα στον Βασίλη, δίχως να μπορεί να μιλήσει. Στην γωνία, μερικές μοναχές, σκούπιζαν τα δάκρυα τους κι άλλες έκαναν ξανά μια προσευχή.

Η ηγουμένη ήταν νεκρή...ποιος να τους το 'λεγε; Κανονικά έπρεπε να ζήσει πολύ παραπάνω, με το δεδομένο ότι οι μοναχοί και οι μοναχές έχουν μακροζωία, λόγω του υγιεινού τρόπου ζωής τους. Κι όμως... δεν τα κατάφερε.

Και τώρα έπεφτε στα χέρια της η ευθύνη. Έπρεπε να μιλήσει, να αποκαλύψει την αλήθεια στον άντρα που στεκόταν δίπλα της. Αυτός όμως έδειχνε χαμένος στον κόσμο του.

Δεν είχε χρόνο. Ήταν λάθος μέρα και λάθος μέρος, αλλά σε λίγες μέρες θα γυρνούσε πίσω στις φυλακές, δεν μπορούσε να το αποφύγει.

Σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα της. Σε λίγο το άψυχο σώμα της ηγουμένης θα οδηγούνταν στο νεκροτομείο, για να διευκρινιστούν τα αίτια του θανάτου, ήταν τυπική διαδικασία αυτό. Ήξεραν όλοι ότι πέθανε από καρδιά.

-Είστε ο κύριος Βασίλης;, ρώτησε τον άντρα δίπλα της. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του παραξενεμένος και την κοίταξε. Το βλέμμα του την έκανε να ανατριχιάσει, σαν να την χτυπούσε παγωμένος αέρας. Θύμιζε αγρίμι αυτός ο άνθρωπος...

-Ναι, εγώ είμαι.

-Θα ήθελα να σας μιλήσω, όταν βρείτε χρόνο φυσικά. Είναι κάτι πολύ σοβαρό.

-Σοβαρό; Τι μπορεί να θέλεις να μου πεις εσύ; Γνωριζόμαστε;

-Όχι. Αλλά η ηγουμένη, δηλαδή η Ευθυμία, λίγο πριν πεθάνει μου είπε να σας πω κάτι, σημαντικό.

-Μάλιστα. Και γιατί δεν μου το είπε η ίδια;

-Δεν πρόλαβε.

-Που θέλεις να τα πούμε; Μπορείς τώρα;

-Ναι, μπορώ. Ας κάτσουμε κάπου, όχι εδώ.

Βγήκαν έξω, στον καθαρό αέρα. Ήταν μεσημέρι. Περπατούσαν δίπλα δίπλα όμως κανείς δεν βρήκε το θάρρος να μιλήσει πρώτος. Κάθισαν στο κυλικείο του νοσοκομείου και η Μέλπω αποφάσισε να σπάσει επιτέλους την σιωπή.

-Ξέρω, δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να σας πω κάτι τέτοιο. Ούτε η ώρα δεν είναι κατάλληλη. Αλλά έπρεπε...

-Τι;Έχεις αρχίσει να με τρομάζεις. Πες μου πρώτα το όνομα σου.

-Α, ναι, ξέχασα να σας συστηθώ, με λένε Μέλπω και γνωρίζω προσωπικά την ηγουμένη. Έτυχε να βρεθώ στο μοναστήρι και να με φιλοξενήσουν για λίγες μέρες εκεί.

-Ώστε έτσι λοιπόν. Και τώρα; Τι θέλεις να μου πεις; Σε ακούω.

Η Μέλπω δεν ήξερε από που να αρχίσει. Ήθελε λεπτό χειρισμό κι εκείνη δυσκολευόταν. Στο τέλος αποφάσισε να πάρει την ιστορία από την αρχή. (Τώρα μπαίνει το τραγούδι, το βρήκα μόνο σε βίντεο.)

-Ξέρω πολλά πράγματα. Ξέρω για το παρελθόν σας. Μου έχει μιλήσει η ηγουμένη, μόνο σε μένα έχει μιλήσει και τα έχει πει όλα. Υπάρχουν κάποια πράγματα, κύριε Βασίλη, που δεν τα γνωρίζετε.

-Όπως;

-Θα σας πω αμέσως τώρα...

Άρχισε να του λέει ξανά την ίδια ιστορία, ακριβώς όπως της την είχε πει η ηγουμένη. Καθώς συνέχιζε είδε τον Βασίλη να γουρλώνει τα μάτια και να προσπαθεί να συνέλθει από την έκπληξη.

Δεν πίστευε στ' αυτιά του! Τι του έλεγε εκείνη η τρελή; Είχε μια κόρη, που τόσο καιρό αγνοούσε την ύπαρξη της. Μα πως; Πως γίνεται κάτι τέτοιο;

Η Μέλπω συνέχιζε με τρεμάμενη φωνή. Δεν αναφέρθηκε καθόλου στη βίλα της οικογένειας Ανδρέου. Έκανε ότι ακριβώς είχε ζητήσει η ηγουμένη.Όμως η αντίδραση του Βασίλη, σιγά σιγά άρχισε να την τρομάζει.

-Τι λες;, της φώναξε όταν τελείωσε. Καταλαβαίνεις τι μου λες; Δηλαδή εγώ τόσα χρόνια έχω μια κόρη και δεν ξέρω τίποτα; Ψέματα, αποκλείεται!

-Κι όμως..., έχετε μια κόρη. Την μοναχή Θεοδοσία, δεν ξέρω αν την προσέξατε, ήταν στο νοσοκομείο.

Ο Βασίλης σταμάτησε για λίγο. Πράγματι, θυμόταν εκείνη τη μοναχή. Κανονικά δεν θα την είχε προσέξει καθόλου, αν δεν έβλεπε την ομοιότητα. Του έμοιαζε εκπληκτικά! Όλες ήταν βυθισμένες στις σκέψεις τους και καμία δεν το παρατήρησε. Μόνο εκείνος...

-Αποκλείεται., ξαναείπε. Αν είχα κόρη, γιατί δεν μου το είπε τότε; Γιατί το κράτησε κρυφό;

-Γιατί έτυχε να μάθει πως αρραβωνιαστήκατε και πως σύντομα θα παντρευτείτε. Δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό, δεν μπορούσε να σας βλέπει με μια άλλη γυναίκα. Κι έτσι έφυγε, χωρίς να σας πει τίποτα. Καταλάβατε τώρα τον λόγο;

-Λες ψέματα!

-Τι λόγο έχω; Πείτε μου εσείς. Έχω κάποιο λόγο να σας πω ψέματα;

Ο Βασίλης την κοιτούσε με απόγνωση. Σαν να εκλιπαρούσε να του πει πως όλα ήταν ένα ψέμα, ένα κακόγουστο αστείο. Η Μέλπω όμως δεν είπε τίποτα.

Απελπισμένος τώρα πια, έκρυψε το πρόσωπο του στις παλάμες του και άρχισε να κλαίει, όπως ποτέ δεν είχε κλάψει σε όλη του τη ζωή. Πάντα θεωρούσε πως οι άντρες που κλαίνε δεν είναι άντρες, αλλά τώρα όλα είχαν αλλάξει. Η ζωή του είχε αλλάξει και είχε πάρει την κάτω βόλτα.

Απέναντι του η Μέλπω, δεν ήξερε τι να κάνει, πρώτη φορά έβλεπε άνθρωπο να ξεσπάει έτσι. Απλά, έμεινε ακίνητη στη θέση της.

-Θεέ μου, τι θα κάνω; Πως τα κατάφερα έτσι; Γιατί;

-Κουράγιο κύριε...

-Εκείνη το ξέρει;

-Για την Θεοδοσία μιλάτε; Όχι.

-Πως θα της το πω αυτό; Υπάρχει τρόπος για να μάθει ότι είμαι ο πατέρας της και να μην πληγωθεί; Τι θα κάνω;

Η Μέλπω τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Υπήρχε σίγουρα και άλλη λύση.

-Κύριε Βασίλη, εμένα κανονικά δεν μου πέφτει λόγος, ούτε θέλω να ανακατεύομαι σε δικές σας υποθέσεις. Απλά... ήθελα να σας πω κάτι ακόμα. Η Θεοδοσία, τώρα πια είναι μοναχή και αγαπάει τη ζωή που κάνει. Δεν την ενδιαφέρει να μάθει ποιοι είναι οι γονείς της, έχει μέσα της μια πικρία και έναν θυμό για αυτούς. Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να αφήσουμε το πράγμα ως έχει.

-Και τι μου προτείνεις δηλαδή; Να μην της πω τίποτα; Αδύνατον!

-Θα το ξαναπώ, δεν μου πέφτει λόγος. Αλλά την γνωρίζω καλύτερα, ακούστε με λίγο. Δεν θα αλλάξει κάτι αν της μιλήσετε. Δεν πρόκειται ποτέ να σας δει σαν πατέρα της, ούτε να αναπληρώσετε τον χαμένο χρόνο.

-Δεν γίνεται λες; Δεν θα μπορώ να την βλέπω;

-Όχι, φυσικά! Αφού μένει σε μοναστήρι και οι μοναχές σπάνια βγαίνουν από εκεί. Η συγκεκριμένη μάλιστα δεν έχει βγει ποτέ. Σας είπα και πριν, αγαπάει την ζωή που κάνει, δεν ζητάει κάτι άλλο πέρα από αυτό. Θέλετε να την αναστατώσετε; Θέλετε να πληγωθεί;

Ο Βασίλης ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. Τώρα μπορούσε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Και να δώσει δίκιο στην Μέλπω.

-Καλά τα λες. Αλλά εγώ πως θα ζήσω με αυτό το βάρος πάνω μου; Να ξέρω πως έχω μια κόρη και να μην κάνω τίποτα; Είναι παιδί μου! Κάτι μέσα μου με τρώει, Μέλπω. Θέλω να την πλησιάσω, να προσπαθήσω να έρθουμε κοντά, θέλω να αναπληρώσω αυτόν τον χαμένο χρόνο.

-Δεν γίνεται αυτό. Είναι αργά δυστυχώς. Σας είπα, δεν θα σας δεχτεί ποτέ σαν πατέρα της. Κι εξάλλου πως θα την βλέπετε; Είναι στο μοναστήρι και θα παραμείνει εκεί, για μια ζωή!

Οι λυγμοί τράνταζαν ολόκληρο το σώμα του. Αδιέξοδο. Πως τα είχε κάνει έτσι; Πως είχε καταστρέψει τη ζωή τη δική του και της Ευδοκίας; Γιατί είχε φερθεί σαν δειλός; Τόσα λάθη, έβγαιναν μπροστά του εκείνη τη στιγμή.

Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα. Σαν να κατάλαβε η Μέλπω σηκώθηκε κι αυτή και τον κοίταξε με συμπόνια.

-Είναι το πιο σωστό κύριε. Αντίο σας.,του είπε, ενώ ο Βασίλης γύρισε την πλάτη του και προχώρησε μπροστά. Έφυγε...από το κυλικείο και από τις ζωές τους. Μια για πάντα αυτή τη φορά.

--------------

Προχωρούσε στα σκοτάδια τρεκλίζοντας. Εκείνο το βράδυ παιζόταν η ζωή του, κορώνα γράμματα, το ήξερε. Κάθε τόσο παραπατούσε και ψαχούλευε να βρει κάτι για να πιαστεί. Στο ένα χέρι του κρατούσε ένα μπουκάλι ουίσκι, που ήταν σχεδόν άδειο. Στο άλλο χέρι κρατούσε τσιγάρο, κι η παλάμη του ήταν γεμάτη αίματα. Κάπου είχε χτυπήσει, αλλά δεν θυμόταν που. Ίσως να έφταιγε το ποτήρι του, που όπως το κρατούσε σφιχτά στο χέρι, πριν, είχε σπάσει και τα μεγάλα κομμάτια γυαλιού μπήχτηκαν στην παλάμη του.

Το μεσημέρι είχε μάθει την αλήθεια, είχε μάθει για την κόρη του! Για μια κόρη που δεν μπορούσε πια να πλησιάσει, που δεν μπορούσε να την ξαναδεί.

Μέσα στα σκοτάδια γελούσε κι έκλαιγε ταυτόχρονα, σαν τρελός. Ψαχούλεψε την τσέπη του και βρήκε τα κλειδιά για να ανοίξει την πόρτα. Τόση ώρα ακουγόταν μια φωνή. Ποιος φώναζε; Ακουγόταν σαν τραγούδι. Του πήρε λίγη ώρα για να καταλάβει πως ήταν ο ίδιος.

Στο κάτω κάτω της γραφής, αξίζει να καταστραφείς και ως το θάνατο να πας, για μια γυναίκα που αγαπάς!, τραγουδούσε τα γνωστά λόγια του Πάριου και προσπαθούσε να σταθεί γερά στα πόδια του. Μάταιος κόπος. Όλα τα έβλεπε θολά, ζαλιζόταν και παραπατούσε. Πέταξε στο πάτωμα το μπουκάλι, που μόλις είχε αδειάσει και έμεινε εκεί, να το κοιτάζει να σπάει σε χίλια κομμάτια. Όπως η ζωή του.

Το είχε χάσει πια το τρένο, το ήξερε. Είχε χάσει κάθε ευκαιρία και κάθε ελπίδα, κι αυτό το ήξερε. Με τις επιπολαιότητες του κατέστρεψε τη ζωή του. Ήταν ένας άχρηστος, ένα σκουπίδι. Δεν άξιζε τίποτα.

Η γυναίκα που αγαπούσε πέθανε, έμεινε μόνος, μακριά από τα παιδιά του. Και τώρα όλα έμοιαζαν σπασμένα, όπως κι εκείνο το μπουκάλι.

Προχώρησε αργά και σταθερά. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε στα χέρια του το περιεχόμενο και το χάιδεψε.

Ήταν ώρα να τελειώνει λοιπόν. Μια για πάντα.

Αυτό το όπλο που κρατούσε το είχε από τα είκοσι πέντε του, όταν είχαν μόλις ανοίξει το μαγαζί, για καλό και για κακό. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί μια μέρα...

Έβαλε τον σιγαστήρα. Βοηθούσε ότι έμενε σε μονοκατοικία και σε ένα σχετικά ήσυχο προάστιο της Αθήνας.

Ακούμπησε το όπλο στον κρόταφο του.

-Έρχομαι να σε συναντήσω. Θα είμαστε μαζί, για πάντα...αγάπη μου!, ψιθύρισε, σαν να είχε απέναντι του την Ευδοκία. Μια σφαίρα σίγουρα θα έφτανε. Πίεσε το χέρι του στην σκανδάλη.

Ύστερα...μπαμ! Το σώμα έπεσε στο πάτωμα, νεκρό, πάνω στα γυαλιά που είχαν απομείνει από το μπουκάλι. Πάνω στα γυαλιά που είχαν απομείνει από τη ζωή του.

Δεν θα τον έβρισκε κανείς, παρά μόνο η γυναίκα που θα ερχόταν για να καθαρίσει, μετά από τρεις μέρες...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top