~Βόμβα~

Στην μεγάλη τραπεζαρία είδε όλες τις μοναχές. Περίμεναν την ηγουμένη για να ξεκινήσουν τη προσευχή τους. Ύστερα κάθισαν να φάνε.
Στο τραπέζι υπήρχε ποικιλία εδεσμάτων. Ομελέτες με σκόρδα και κρεμμύδια, μανιταρόπιτα, μέλι, ψωμί από αλεύρι ολικής αλέσεως(αυτό το ψωμί τρώνε στα μοναστήρια και το φτιάχνουμε οι ίδιες.) Μέχρι και σκαλτσούνια είχαν λόγω του ότι ήταν Κυριακή και όχι μέρα νηστείας.
Την ώρα που έτρωγαν η μοναχή Ιουστίνη διάβαζε τα συναξάρια. Απόλυτη σιωπή στην τραπεζαρία, όπως έπρεπε. Οι αστεισμοί δεν συνηθιζόταν.
Είκοσι λεπτά αργότερα ακούστηκε ένα καμπανάκι. Η Μέλπω ήξερε πως η πρωινή τράπεζα είχε τελειώσει και ήταν η ώρα της προσευχής.
Ενώ οι άλλες μοναχές άρχισαν να αποχωρούν η μοναχή Νεκταρία μαζί με την Ιουστίνη, έμειναν για να μαζέψουν το τραπέζι.
-Τώρα ακολουθεί η ανάγνωση των πατερικών κειμένων, Μελπωμένη. Θα μας πάρει περίπου δύο ώρες., είπε η Θεοδοσία.
-Και μετά;
-Μετά εγώ θα πάω στην βιβλιοθήκη της μονής. Ξέρεις, αυτό το διακόνημα μου έχουν αναθέσει. Βιβλιοθηκάριος. Θέλεις να έρθεις κι εσύ να με βοηθήσεις;
-Γιατί όχι;
Στην βιβλιοθήκη συζητούσαν για αόριστα πράγματα, όμως η Μέλπω ένιωθε πιο οικεία μαζί της από ότι με τις άλλες μοναχές. Ίσως γιατί ήταν πιο φιλική και πιο εγκάρδια.
-Σήμερα έχουμε αγρυπνία! Για τον Άγιο Νικόλαο Αλεξανδρουπόλεως., της είπε ενθουσιασμένη.
-Και πόσο κρατάει η αϋπνία;
-Αγρυπνία! Πέντε ώρες περίπου.
Η Μέλπω αναστέναξε. Δύσκολα τα πράγματα.
Ξεκίνησαν στις οχτώ το βράδυ. Τελικά όμως δεν ήταν όπως το φανταζόταν. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει ακριβώς τι. Ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή της γαλήνη. Σαν να ερχόταν πιο κοντά στο Θεό, σαν να βρισκόταν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Αυτό και μόνο του αρκούσε για να την κάνει να χαμογελάσει από ευτυχία.
Ξύπνησε απότομα, λουσμένο στον ιδρώτα. Δύο όνειρα αυτή τη φορά. Το ένα όμως ήταν ικανό για να την κάνει να πεταχτεί πάνω τρομαγμένη.
Κοίταξε προς το παράθυρο του κελιού της. Πρέπει να ήταν δύο το πρωί.
Η ηγουμένη Ευθυμία σηκώθηκε και άρχισε να κάνει την προσευχή της.
-Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με,ψυθίρισε.
Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Το δυνατό τσίμπημα που ένιωσε στην καρδιά την καθήλωσε και πάλι στο κρεβάτι. Προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες μέχρι να υποχωρήσει ο πόνος.
Στον διάδρομο ακούστηκαν βήματα.
-Ηγουμένη! Είστε καλά;
-Ναι, Θεοδοσία. Μια χαρά είμαι παιδί μου.
-Μου φάνηκε σαν να άκουσα τη φωνή σας. Πάθατε κάτι;
-Είδα πάλι αυτό το όνειρο. Είδα την Παναγιά να μου λέει να ψάξω για να βρω τον θησαυρό!
-Αλήθεια; Εγώ πάντως πιστεύω πως υπάρχει.
-Κι εγώ το πιστεύω παιδί μου! Και θέλω να ψάξουμε.
-Που; Είδατε στο όνειρο κάποιο συγκεκριμένο σημείο;
-Όχι.
-Τότε θα είναι αρκετά δύσκολο. Πως να σκάψουμε σε όλο το μοναστήρι;
-Έχεις δίκιο, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε;
-Είμαι σίγουρη πως θα το ξαναδείτε το όνειρο. Ίσως σας δείξει και το σημείο, αν ήμαστε τυχερές. Εγώ πάντως είμαι πρόθυμη να βοηθήσω, απάντησε η Θεοδοσία με ένα γλυκό χαμόγελο.
Ασυναίσθητα η ηγουμένη της έπιασε τα χέρια.
-Το ξέρω παιδί μου και σε ευχαριστώ πολύ. Είσαι η μόνη που πιστεύεις στην ύπαρξη του θησαυρού.
-Ναι. Το νιώθω πως κάτι υπάρχει εδώ πέρα.
Η Ευθυμία έμεινε απλά να την κοιτάζει. Αναστέναξε.
-Αχ, είδα κι άλλο ένα όνειρο. Με τρόμαξε τόσο πολύ.
-Να το πείτε στη Μελπομένη, εκείνη πρέπει να γνωρίζει την εξήγηση.
-Καλά λες! Αυτό θα κάνω.
Συνέχιζε να την κοιτάζει με αγάπη.
Η Θεοδοσία ήταν μια πολύ ψηλή γυναίκα, με μερικά παραπανίσια κιλά. Το πρόσωπο της πλαισίωσαν λεπτά χείλη και δύο υπέροχα καστανά μάτια, που ήταν μικρά και παιχνιδιάρικα. Έμοιαζαν με μικρού παιδιού. Αυτά τα μάτια έκαναν έναν τέλειο συνδιασμό με το χλωμό της δέρμα. Δεν φαινόταν, αλλά από κάτω, τα ράσα έκρυβαν ένα χείμαρρο από πλούσια, γυαλιστερά, μαύρα μαλλιά.
Η ηγουμένη την κοιτούσε, σαν να καμάρωνε.
-Έλα τώρα, πήγαινε στο κελί σου. Είναι αργά, ψέλισε και της γύρισε γρήγορα γρήγορα την πλάτη. Ήθελε να μείνει μόνη της...
Το πρωί η Μέλπω άκουγε προσεκτικά τα λόγια της ηγουμένης.
-Παιδί μου, φοβάμαι.
-Γιατί; Συνέβη κάτι;
-Να... δεν ξέρω και πως να στο πω. Τα όνειρα είναι συνήθως κάτι που στέλνει ο Σατανάς και κανονικά δεν πρέπει να πιστεύουμε...
-Τι όνειρο είδατε;
-Ήμουν στην Αθήνα. Είχε έκλειψη ηλίου θυμάμαι και ήταν τόσο όμορφα. Στεκόμουν ακίνητη, όταν μια κουκουβάγια κάθισε πάνω μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη την σκότωσα. Ύστερα η πόλη εξαφανίστηκε και την θέση της πήρε... μια έρημος. Εγώ είχα χαθεί δεν ήξερα που να πάω. Φοβάμαι πολύ...
Η Μέλπω σάστισε. Προσπάθησε όμως με κόπο να χαμογελάσει.
-Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Μάλλον κάτι θα αλλάξει σύντομα, απάντησε αόριστα.
Ύστερα γύρισε βιαστικά την πλάτη για να μην παρατηρήσει η Ευθυμία την έκφραση στο πρόσωπο της. Αν κάποιος εκείνη την ώρα κοιτούσε τα μάτια της θα έβλεπε μόνο ένα πράγμα: τρόμο...
Αργότερα βοηθούσε την Θεοδοσία στο μάζεμα του τραπεζιού. Ήταν πολύ κακοδιάθετη. Δεν είχε καμία όρεξη να παρακολουθήσει τη λειτουργία.
Η μοναχή όμως δεν συμμεριζόταν τη διάθεση της. Έδειχνε αρκετά ευδιάθετη.
Τώρα που την παρατηρούσε καλύτερα έπρεπε να ήταν στην ηλικία της, ίσως και λίγο μικρότερη. Φερόταν πολύ ευγενικά σε όλους και έδειχνε τόσο καλόκαρδη! Αλήθεια πως βρέθηκε στο μοναστήρι μια τέτοια γυναίκα που θα μπορούσε άνετα να παντρευτεί όποιον ήθελε και να κάνει οικογένεια; Αυθόρμητα της ξέφυγε η σκέψη της και έγινε ερώτηση.
-Πως και βρέθηκες εδώ Θεοδοσία; Τι σε έκανε να θέλεις να μονάσεις;
Το βλέμμα της μοναχής σκοτείνιασε και χαμογέλασε. Με πικρία.
-Πως βρέθηκα εδώ; Θέλεις να μάθεις; Πριν από σαράντα πέντε χρόνια με παράτησε η μητέρα μου, στην εξώπορτα! Ναι, καλά άκουσες. Ήμουν νεογέννητο τότε...
JustinBatsios και ElsaLisava σωριαστείτε! Δεν το περιμένατε έτσι; Σε αυτό το κεφάλαιο θέλω σχόλια και φυσικά τα αστεράκια όλων σας. Θα τα πούμε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top