~Απειλές θανάτου~
Η Μέλπω δεν ήξερε τι να πει. Δεν υπήρχαν λέξεις. Την κοιτούσε σαστισμένη και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε πει μόλις τώρα. Ήταν αλήθεια;
-Μελπομένη! Τι έπαθες;
-Τίποτα, απλώς δεν το περίμενα.
-Κι όμως. Η μητέρα μου με παράτησε. Μεγάλωσα εδώ μαζί με τέσσερις μοναχές που όσο περνούσε ο καιρός γινόντουσαν περισσότερες. Αποφάσισα λοιπόν κι εγώ να μονάσω από πολύ μικρή.
-Μάλιστα.
Πως θα μπορούσε να το φανταστεί; Είχε καταφέρει να βρει την χαμένη κόρη της ηγουμένης από ένα καπρίτσιο της μοίρας. Αυτό κι αν ήταν τύχη!
Αποφάσισε να το πει με τρόπο στην ηγουμένη. Η χαρά δεν την άφηνε να σκεφτεί λογικά. Εκείνες τις στιγμές την είχε καταβάλει η συγκίνηση.
Η ηγουμένη την κοιτούσε παράξενα προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να πει.
-Μίλα καθαρά παιδί μου! Έγινε κάτι;
-Αχ πως να σας το πω. Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα!
-Ποιο;
-Θυμάμαι που μου λέγατε για το μωρό σας. Το είχατε αφήσει στην εξώπορτα έτσι δεν είναι;
Το βλέμμα της ηγουμένης σκοτείνιασε.
-Άλλη κουβέντα παιδί μου! Όχι αυτό.
-Μα περιμένετε λίγο. Μόλις έκανα μια φοβερή ανακάλυψη. Αν σας πω, ούτε κι εσείς θα το πιστεύετε!
-Τι;
-Νομίζω πως βρήκα την κόρη σας.
-Δεν καταλαβαίνω. Τι εννοείς την βρήκες; Που;
-Αυτό είναι το θέμα! Εδώ μέσα την βρήκα.
Η ηγουμένη γύρισε την πλάτη της και πλησίασε την εικόνα της Παναγίας.
-Το ξέρω ότι το παιδί μου είναι η Θεοδοσία, Μελπομένη. Αυτό δεν ήθελες να μου πεις;
-Ναι! Μα πως το ξέρετε;, βρέθηκε ξανά σε μια δεύτερη έκπληξη το ίδιο μεγάλη με την πρώτη.
-Υπολόγισε τα χρόνια. Όταν ήρθα σε αυτό το μοναστήρι ήμουν τριάντα πέντε χρονών. Η κόρη μου δώδεκα. Νομίζεις πολύ ήθελε για να καταλάβω;
-Και τι κάνατε;
-Τίποτα απολύτως. Πίστευα πως το παιδί το είχαν δώσει στην Πρόνοια, όμως εκείνες το κράτησαν. Μετά δεν μπορούσα να κάνω πίσω, ήμουν μοναχή πια.
-Ξέρει κάτι;
-Η Θεοδοσία; Τίποτα. Και δεν θα μάθει ποτέ.
-Μα γιατί;
-Γιατί δεν θέλω να την πληγώσω. Σπάνια μιλάει για την μητέρα της και πάντα με πικρία. Φαντάζεσαι το σκάνδαλο; Μητέρα και κόρη στην ίδια μονή!
-Κατάλαβα. Δεν θα ανοίξω ποτέ το στόμα μου, σε κανέναν.
-Μελπομένη; Ξέρεις κάτι; Για κάποιο περίεργο λόγο νιώθω πως μπορώ να σε εμπιστεύομαι. Δεν ξέρω πως μου βγάζεις αυτό το συναίσθημα, είναι πολύ περίεργο.
Η Μέλπω χαμογέλασε. Δεν είπε τίποτα όμως...
Λίγο μετά το πρόσωπο της μοναχής Νεκταρίας είχε σκληρύνει απότομα. Από τα μάτια της φαινόταν να πετάγονται σπίθες.
Επανάλαβε για ακόμα μια φορά την αγαπημένη της φράση.
-Αυτά τα πράγματα είναι του Σατανά!
-Κι εγώ αυτό πιστεύω μοναχή Νεκταρία. Πρέπει να μου έστειλε ο Σατανάς αυτόν τον εφιάλτη για να με αποπροσανατολίσει και να παρεκκλίνω από τον δρόμο του Κυρίου.
-Μην δίνεις σημασία σε τέτοια όνειρά ηγουμένη. Δεν έχουν καμία απολύτως σημασία.
Η Νεκταρία, αν και δεν της φαινόταν, ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη από την Ευθυμία. Συνήθιζε να δείνει τις συμβουλές της σε όλες τις μοναχές ακόμα και στην ηγουμένη.
-Αυτά τα προφητικά όνειρα είναι που με μπερδεύουν όμως. Βγαίνουν, πάντα. Αν είναι όνειρα του Θεού;
-Πολύ λίγα όνειρα μας στέλνει ο Θεός. Τυχαίνει να βγαίνουν...απάντησε ήρεμα η μοναχή.
-Ας είναι. Εγώ θα σταυρώσω το μαξιλάρι, θα βάλω τον σταυρό και δύο εικόνες και θα κάνω κανονικά τις προσευχές μου. Δεν με φοβίζει ο Σατανάς όσο πιστεύω στον Θεό.
-Ναι, νομίζω πως αυτό πρέπει να κάνεις. Θα το κάνω κι εγώ ηγουμένη..., απάντησε η Νεκταρία.
Ήταν τρείς το ξημέρωμα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της, βγάζοντας μια κραυγή τρόμου. Αμέσως κατάλαβε. Τώρα πια δεν έβλεπε ένα προφητικό όνειρο, αλλά δύο. Τα χτεσινά...
Άρχισε να κάνει πάλι τις προσευχές της.
-Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με. Ξέφυγα από το δρόμο σου, συγχώρα με, είπε με δάκρυα στα μάτια.
Την ίδια ώρα η Μέλπω, έψαχνε μέσα στα σκοτάδια την βιβλιοθήκη. Τα μάτια της αργούσαν να συνηθίσουν. Αυτό που έψαχνε ήταν ένα μολύβι κι ένα χαρτί. Μόνο αυτά.
Σαν τα βρήκε γύρισε πάλι πίσω στο κρεβάτι της και άρχισε να γράφει. Το χέρι της έτρεχε με χίλια πάνω στο χαρτί και τα γράμματα ίσα που μπορούσες να τα καταλάβεις.
Όταν τελείωσε παράτησε το χαρτί σε περίοπτη θέση και στις μύτες των ποδιών της βγήκε έξω, στον διάδρομο.
Σε λίγο οι μοναχές θα ξυπνούσαν. Δεν έπρεπε να την βρουν εδώ.
Είχε αποφασίσει επιτέλους να φύγει. Αρκετά την είχαν φορτωθεί. Εξαιτίας της παραλίγο να μπλέξουν με την αστυνομία πριν από πέντε μέρες. Τότε ήταν τυχερές, την επόμενη φορά όμως ποιος ξέρει αν θα είναι η τύχη με το μέρος τους;
Οι μοναχές αν μάθαιναν για την απόφαση της σίγουρα θα προσπαθούσαν να την μεταπείσουν. Για αυτό έφευγε μες τα σκοτάδια σαν τον κλέφτη.
Βγαίνοντας έξω, ένιωσε τον παγωμένο αέρα να χτυπάει αλύπητα το πρόσωπο της. Δεν την ένοιαζε. Της άρεσε αυτή η αίσθηση, την έκανε να νιώθει ζωντανή. Άνοιξε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και βγήκε έξω. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χαθεί στο σκοτάδι.
Η ηγουμένη προχώρησε ως το κρεβάτι της αν και ήταν σίγουρη πως δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τον ύπνο της. Πριν όμως προλάβει να κάνει οτιδήποτε άλλο, ένιωσε για δεύτερη φορά αυτό το σφίξιμο. Στην καρδιά.
Ήθελε αέρα, της ήταν αδύνατο να αναπνεύσει κανονικά! Σαν να την είχε αρπάξει από τον λαιμό ένα σιδερένιο χέρι.
Έκατσε στο κρεβάτι της για να μην σωριαστεί κάτω. Θα περίμενε να περάσει ο πόνος.
Όταν άρχισε να νιώθει λίγο καλύτερα, τα βήματα της την οδηγούσαν μόνα τους. Δεν είχε συναίσθηση του τι πήγαινε να κάνει. Βρέθηκε έξω από το δωμάτιο της Μέλπως. Χτύπησε μα δεν πήρε απάντηση. Κι έτσι μπήκε.
Διάβασε από μέσα της το χαρτί που είχε αφήσει.
"Φεύγω. Αρκετά σας έγινα βάρος. Δεν ξέρω που θα πάω, αλλά ελπίζω να βρω μια άκρη. Ευχαριστώ πολύ για όλα."
-Έφυγε..., ψυθίρισε η Ευθυμία και άφησε το χαρτί να πέσει από τα χέρια της.
Βγήκε στον διάδρομο. Αυτό το σφίξιμο δεν υποχωρούσε. Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται, ήθελε να κρατηθεί από κάπου. Τι μπορούσε να κάνει; Μάλλον έπρεπε να ξυπνήσει τις υπόλοιπες μοναχές.
Όμως, σε δευτερόλεπτα το αίμα της πάγωσε. Αισθάνθηκε κάτι παγωμένο, σαν σίδερο, να ακουμπάει το κεφάλι της. Έμεινε ακίνητη.
-Ποιος είσαι;, ψέλλισε ενώ δεν τολμούσε να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της. Στον λευκό τοίχο φαινόταν μια τρομακτική φιγούρα. Κρατούσε κάτι στα χέρια της. Όπλο...
-Βγάλε τον σκασμό, ψιθύρισε η άγνωστη αντρική φωνή.
Η ηγουμένη όμως δεν άκουσε μόνο αυτό, αλλά και βήματα. Τους πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Όχι...
Δεν κρατήθηκα. Δεύτερο κεφάλαιο για σήμερα...πείτε στα σχόλια τι περιμένετε να γίνει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top