~Αγωνία~

Η Μέλπω σταμάτησε, στη μέση του δρόμου. Δεν είχε διανύσει μεγάλη απόσταση, στην πραγματικότητα, βρισκόταν δυο βήματα από το μοναστήρι.

Αυτό που την έκανε να σταματήσει ήταν η λογική. Έπρεπε να είχε φτιάξει στο μυαλό της ένα σχέδιο πριν φύγει, γιατί τώρα περπατούσε έτσι, στα τυφλά. Δεν ήξερε που ακριβώς να πάει. Υπήρχε κίνδυνος να την ανακαλύψουν και να την συλλάβουν ανά πάσα στιγμή. Μήπως δεν έπρεπε να είχε φύγει τόσο βιαστικά από το μοναστήρι;

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις της. Γιατί από την άκρη του δρόμου είδε κάτι σκιές να πλησιάζουν.

Αμέσως έπεσε κάτω και έγινε ένα με τα ξερόχορτα, που έτριζαν στην παραμικρή κίνηση της και την τσιμπούσαν. Ήταν δύσκολο να διακρίνει πολλά πράγματα στο σκοτάδι.

Είδε έξι τρομακτικές φιγούρες. Άντρες με μάσκες ζώων. Στα χέρια τους κρατούσαν φτυάρια, κασμάδες και κάτι άλλα πράγματα που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει.  Σαν ανιχνευτές έμοιαζαν. Και κατευθύνονταν προς το μοναστήρι!

Με την ανάσα της κομμένη συνέχιζε να τους παρακολουθεί. Στάθηκαν έξω από την πόρτα, μέχρι που ένας τους έκανε σήμα να εξαφανιστούν. Άλλος κρύφτηκε πίσω από δέντρα, άλλος πίσω από φυτά κι άλλος πίσω από το προσκυνητάρι, στον αυλόγηρο της μονής.

Ύστερα ο αρχηγός τους χτύπησε την πόρτα. Η Μέλπω όμως, δεν μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τι γινόταν, γιατί τα ξερόχορτα δεν την άφηναν να δει. Σηκώθηκε όσο πιο διακριτικά μπορούσε και άρχισε να τρέχει. Είχε καταλάβει γιατί είχαν έρθει στο μοναστήρι αυτοί οι άντρες με τους κασμάδες και τα φτυάρια. Έψαχναν τον θησαυρό, που η ηγουμένη έβλεπε στα όνειρα της!

Έπρεπε να βρει ένα τηλέφωνο, να ειδοποιήσει την αστυνομία. Τώρα πια δεν την ένοιαζε αν θα την πιάσουν, φτάνει να μην πάθαιναν τίποτα οι μοναχές. Με αυτή της τη σκέψη συνέχισε να τρέχει...

Εκείνο το βράδυ η μοναχή Θεοδοσία, δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Είχε ενοχλήσεις στο στομάχι. Όλες οι μοναχές κοιμόντουσαν, στο μοναστήρι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. 

Ξαφνικά, σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι της και έσκυψε στη λεκανίτσα που είχαν για τις ανάγκες τους. Σχεδόν αμέσως άδειασε τα σωθικά της.

Αυτές οι ενοχλήσεις όμως καθώς περνούσε η ώρα έγιναν πιο έντονες. Στο μοναστήρι, σπάνια χρησιμοποιούσαν φάρμακα, πιο πολύ τα μοίραζαν στους απόρους. 

Η μοναχή Κασσιανή,που ήταν η γιατρός, είχε τα δικά της βότανα. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει τέτοια ώρα. Έτσι αποφάσισε να τα βρει μόνη της. Τα είχαν βάλει σε ένα μεγάλο ξύλινο ντουλάπι, όλα μαζί. Η Θεοδοσία όμως ήξερε πως να ξεχωρίσει τη λαγοκοιμηθιά, το βότανο που έκανε θαύματα για το στομάχι.

Βγήκε αθόρυβα στον διάδρομο. Τέτοια ώρα, δεν κυκλοφορούσε κανείς. Απόλυτη ησυχία. Θα έπαιρνε το βότανο και θα πήγαινε στο μαγειρείο, να φτιάξει το αφέψημα. Μήπως όμως ήταν καλύτερα να φωνάξει την μοναχή Κασσιανή;

Δεν πρόλαβε. Καθώς άνοιγε το ντουλάπι να πάρει ότι χρειαζόταν, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Μα ποιος ήταν τέτοια ώρα; Άνοιξε το παραθυράκι, για να δει. Κανείς.

Ίσως της φάνηκε, ίσως ήταν ο αέρας. Ξαναγύρισε στο ντουλάπι και βρήκε τη λαγοκοιμηθιά σχετικά γρήγορα. Τα βότανα εκεί μέσα ήταν πάντα τακτοποιημένα και ήξερε που μπορούσε να βρει το καθένα.

Έκανε να ανέβει πάνω, για να ξυπνήσει τη μοναχή Κασσιανή, όμως ακούστηκε ένα δεύτερο χτύπημα. Άνοιξε ξανά το παραθυράκι, μα δεν είδε κανέναν. Αυτή τη φορά, άνοιξε και την πόρτα, ανήσυχη. Μήπως ήταν κάποια κακόγουστη φάρσα; Έβγαλε το κεφάλι της, πρώτα προς τα δεξιά, για να ελέγξει. Προτού προλάβει όμως να γυρίσει και από την αριστερή πλευρά ένα χέρι την άρπαξε και της έκλεισε το στόμα. Η πόρτα άνοιξε απότομα και μέσα μπήκε κάποιος. Η Θεοδοσία, έτσι όπως ήταν γυρισμένη δεν μπορούσε να τον δει.

Αυτός όμως που την κρατούσε ήταν ο αρχηγός της συμμορίας. Έκανε σήμα στους υπόλοιπους πέντε και είδε να ξεπροβάλλουν από τον κήπο, κάτι τρομαχτικές φιγούρες, με μάσκες ζώων. Ήθελε να ουρλιάξει, να φωνάξει βοήθεια, αλλά δεν μπορούσε.

Την τράβηξαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα. Ένιωσε κάτι παγωμένο, σαν σίδερο να ακουμπάει το κεφάλι της.

-Βούλωσε το! Μην τολμήσεις να μιλήσεις, γιατί θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα., της είπε μια άγνωστη αντρική φωνή, σε σπαστά ελληνικά. Κάποιος ήρθε μπροστά της και της τράβηξε με μανία τους καρπούς. Ήθελε να ξεφύγει όμως αυτός που την σημάδευε με όπλο, την κρατούσε σταθερά πάνω του.

Στα χέρια τους είδε κάτι, που μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Όμως μετά κατάλαβε. Ήταν πλαστικοί σφιγκτήρες. Την έδεσαν.

Κανείς τους δεν μιλούσε. Μέσα στην σιωπή ακούστηκαν κι άλλα βήματα να τους πλησιάζουν.

Την τράβηξαν ως το μαγειρείο, ενώ ο αρχηγός τους, έβγαλε κάτι από τη ζώνη του. 

Τα μάτια της μοναχής Θεοδοσίας γούρλωσαν. Κι άλλο όπλο!

Έκανε νόημα στον γίγαντα της συμμορίας.

-Κράτα την εδώ. Θα σας πω εγώ πότε να βγείτε.

Ύστερα προχώρησε στον διάδρομο.

Αμέριμνη η ηγουμένη πέρασε από μπροστά του χωρίς να τον αντιληφθεί. Είχε μόλις διαβάσει το σημείωμα που άφησε πίσω της η Μέλπω. Ήταν έτοιμη να ξυπνήσει και τις άλλες μοναχές. Δεν πρόλαβε.

Το παγωμένο σίδερο ακούμπησε το κεφάλι της. Το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα στα σκοτάδια, ήταν μια τρομακτική φιγούρα, που έπεφτε πάνω στον λευκό τοίχο.

-Ποιος είσαι;, ψέλλισε.

-Βγάλε τον σκασμό!, την διέταξε κοφτά. Ύστερα έκανε νόημα στους άλλους να πλησιάσουν, μαζί με την μοναχή Θεοδοσία. Κάποιος μπήκε μπροστά στην ηγουμένη. Κρατούσε τον πλαστικό σφιγκτήρα και άρπαξε με βια τους καρπούς της. Προσπάθησε να αμυνθεί, όμως ακόμα εκείνο το όπλο την σημάδευε. Τέσσερις άντρες, μαζί με τον αρχηγό, ανέβηκαν πάνω, στα κελιά, για να ξυπνήσουν όλες τις μοναχές.

Η Ευθυμία, άκουσε στριγκλιές, κραυγές πόνου, κλάματα.

-Τι θέλετε;, ρώτησε αυτόν που τη σημάδευε.

-Δεν θα κλέψουμε τίποτα από το μοναστήρι, μην ανησυχείτε. Απλά θα ψάξουμε για τον θησαυρό.

-Πως ξέρεις εσύ ότι εδώ μέσα υπάρχει θησαυρός;

-Εδώ στο χωριό, το λένε. Όχι πολλοί. Εμείς όμως αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας. Το ένστικτο του αρχηγού, δεν βγαίνει ποτέ λανθασμένο, της απάντησε ο άγνωστος άντρας. Αυτός δεν είναι αρχηγός, εκτελεί εντολές, κατάλαβε η Ευθυμία.

Ο αρχηγός, έπρεπε να ήταν εκείνη η τρομακτική φιγούρα, που την είχε ακινητοποιήσει στην αρχή. Ο τύπος που φορούσε την μάσκα της αλεπούς. 

Σε πολύ λίγο όλες οι μοναχές, δεμένες με πλαστικούς σφιγκτήρες, βρισκόταν στον διάδρομο και περίμεναν με τα χέρια τους να δείχνουν το ταβάνι. Δυο άντρες τις σημάδευαν με όπλο.

Οι υπόλοιποι κρατούσαν τους ανιχνευτές μετάλλων. Ήταν πεπεισμένοι, πως ο θησαυρός κρυβόταν κάτω από το ιερό κι έτσι πήγαν κατευθείαν στην εκκλησία (το μοναστηριακό συγκρότημα, περιλάμβανε εκκλησία, ιατρείο και αχυρώνα.)

Αναποδογύρισαν την Αγία Τράπεζα και άρχισαν να σκάβουν το ιερό.

Οι μοναχές δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τέτοια ιεροσυλία, δεν την χωρούσε το μυαλό. Ο τρόμος ζωγραφισμένος στα πρόσωπα τους και η ανάσα κομμένη. Παρακαλούσαν για ένα θαύμα...

Την ίδια ώρα η Μέλπω, προχωρούσε στα τυφλά, δίχως να ξέρει που πηγαίνει. Άθελα της σκόνταψε πάνω σε κάτι, στο δρόμο. Όταν κοίταξε κάτω να δει τι ήταν κατάλαβε πως είχε πέσει πάνω σε ένα ανθρώπινο κουφάρι, που κειτόταν στο πεζοδρόμιο. Έφερνε σε ζητιάνο λίγο. Καθώς όμως έσκυψε για να δει καλύτερα, κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα εικοσάχρονο, το πολύ, αγόρι. Ήταν απίστευτα αδύνατο και χλωμό.

Πρεζάκιας, σκέφτηκε.

Δεν στάθηκε να του ρίξει δεύτερη ματιά. Προχώρησε με πιο γρήγορο βήμα. Από μακριά είδε κάτι παράξενα φώτα. Όταν πλησίασε περισσότερο, χαμογέλασε πλατιά. Αυτό ήταν τύχη.

Δέκα μέτρα μακριά, υπήρχε ένα περίπτερο, από αυτά που ήταν ανοιχτά όλο το 24ωρο...

1177 λέξεις...




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top