~Ήταν μοιραίο~

-Βασίλη;
Ο ηλικιωμένος άντρας απέναντι της, ήταν το ίδιο ξαφνιασμένος.
-Ευδοκία; Εσύ;
-Ναι. Μετά από τόσα χρόνια...εγώ. Τι κάνεις;
-Είμαι καλά., εκείνος κοίταξε τα ράσα της με περιέργεια.
-Πως κι έτσι;
-Μια απόφαση ήταν. Από μικρή το ήθελα. Ήταν για μένα αυτό, μου ταίριαζε. Η αφοσίωση και η πίστη στο Θεό με οδήγησαν στο μοναστήρι.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω! Εσύ, το πρώτο όνομα του μαγαζιού μας... μοναχή;
-Αλλάζουν οι καιροί Βασίλη. Έτσι είναι η ζωή, τροχός. Και γυρνάει...
-Θέλεις να κάτσουμε κάπου να τα πούμε;
Βλέποντας τον δισταγμό της, την πρόλαβε.
-Σε παρακαλώ, μην μου αρνηθείς. Τόσο καιρό έχω να σε δω. Αν δεν κάνω λάθος, έχουν περάσει σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια.
-Ναι. Εντάξει, δεν θα σου αρνηθώ. Αλλά για λίγο, πρέπει να επιστρέψω στο μοναστήρι.
Περπάτησαν μαζί ως το κοντινότερο ζαχαροπλαστείο. Η Ευθυμία κοιτούσε αμήχανα τριγύρω. Ήταν φανερό ότι δεν ένιωθε και τόσο άνετα.
Έκατσαν ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Ο Βασίλης την κοιτούσε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Για μια ακόμη φορά απέφυγε το βλέμμα του. Μπορεί να είχαν περάσει τόσα χρόνια αλλά ήταν το ίδιο ωραίος με τότε.
-Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι Ευδοκία! Το ήξερα, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, το ήξερα πως μια μέρα θα σε ξαναδώ.
-Πως το ήξερες;
-Γιατί εμείς οι δύο ποτέ δεν είπαμε αντίο. Κι όσοι δεν έχουν πει "αντίο", μια μέρα θα συναντηθούν ξανά. Το πιστεύω αυτό.
Τον κοιτούσε καθηλωμένη. Να πάρει, ακόμα είχε επιρροή πάνω της!
-Μάλιστα, απάντησε και ξεροκατάπιε.
-Τι έγινε τότε Ευδοκία; Γιατί έφυγες τόσο ξαφνικά; Πες μου.
-Πρώτα από όλα, εμένα δεν με λένε πια Ευδοκία, αλλά Ευθυμία. Σε παρακαλώ μην με λες έτσι.
-Δεν μπορώ να σε πω Ευθυμία, εγώ σε ξέρω με άλλο όνομα. Κι αν θες την γνώμη μου το πρώτο σου ταιριάζει πιο πολύ.
-...
-Εξήγησε μου τώρα.
-Λοιπόν, θα σου πω. Τα έμαθα όλα Βασίλη! Είχες αρραβωνιαστικιά, που περίμενε το παιδί σου. Τι ήθελες να κάνω, να μείνω εκεί;
Εκείνος έδειξε ξαφνιάζεται. Ύστερα την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ενοχές.
-Κοίταξε, δεν θα πω ότι αυτή μου φόρτωσε ένα παιδί που δεν θέλω. Είναι ανέντιμο, όπως και αυτά που έκανα στο παρελθόν. Δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου και το πλήρωσα. Παντρεύτηκα μια γυναίκα που δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Την Έλσα την αγάπησα γιατί μου χάρισε έναν γιό, τον Αντώνη μου, αλλά ποτέ δεν ένιωσα για εκείνη αυτό που ένιωσα για σένα!
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή; Ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί σου Ευδοκία και εξακολουθώ να είμαι. Αυτό το συναίσθημα ποτέ δεν έχει σβήσει μέσα μου, ούτε για μια στιγμή!
Άξαφνα της έπιασε σφιχτά το χέρι. Εκείνη προσπάθησε να το τραβήξει αλλά δεν την άφηνε. Η ίδια αίσθηση. Το ίδιο ζεστό και απαλό χέρι.
-Άσε με!
-Σε παρακαλώ μην ταράζεσαι., την άφησε απότομα.
-Με την Έλσα ζήσαμε μαζί σαράντα χρόνια., συνέχισε.
-Ήρεμα ήταν. Με αγαπούσε πολύ και πάντα το 'χε παράπονο που δεν ένιωθα κι εγώ έτσι. Πέθανε πριν πέντε χρόνια. Εγκεφαλικό.
-Ζωή σε εσάς. Και είπες πως έχεις έναν γιό;
-Ναι! Ο Αντώνης μου δουλεύει, είναι γιατρός. Τώρα μένει στην Αμερική μαζί με την γυναίκα του και τις δυο εγγονές μου., μόλις το είπε αυτό μια σκιά μελαγχολίας φάνηκε στα μάτια του.
-Σου λείπουν, ε;
-Ναι, Ευδοκία. Πολύ.
-Το μαγαζί, τι έγινε;
-Συνέχισε να το δουλεύω ακόμα κι όταν πέθανε ο πατέρας μου. Το πούλησα όμως, όταν βγήκα στη σύνταξη.
-Μάλιστα.
-Εσύ;
-Τι εγώ;
-Τι έκανες μόλις έφυγες από το χωριό;
-Ε...άρχισα να δουλεύω σε διάφορα σπίτια, υπηρέτρια, εδώ στην Αθήνα. Και μετά αποφάσισα να μονάσω.
Έσκυψε το κεφάλι της, για να μην δει ο Βασίλης πως είχε δακρύσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να του πει κουβέντα για την Θεοδοσία. Δεν υπήρχε λόγος, μετά από τόσα χρόνια.
-Ευδοκία, σ' αγαπάω! Μου έλειψες πάρα πολύ, τόσα χρόνια περίμενα τη στιγμή που θα σε συναντήσω, τόσα χρόνια ζούσα με την ελπίδα!
-Βασίλη, άσε τώρα αυτές τις κουβέντες. Ανήκουν όλα πια στο παρελθόν. Συγγνώμη, αλλά δυστυχώς πρέπει να φύγω, να πάω στο μοναστήρι.
-Μα εκατσες τόσο λίγο! Μείνε μαζί μου δυο λεπτά ακόμα.
-Όχι, συγγνώμη, δεν μπορώ.
Σηκώθηκε από την καρέκλα της, για να του δείξει πως όλα είχαν τελειώσει.
-Περίμενε! Πότε θα σε ξαναδώ;
-Να με ξαναδείς; Γιατί; Υπάρχει λόγος; Άκου Βασίλη, ότι έγινε μεταξύ μας έγινε. Ανήκει στο παρελθόν τώρα πια κι εγώ δεν σκοπεύω να ξαναγυρίσω εκεί. Καλύτερα να τελειώνουμε εδώ. Ας πούμε αυτό το "αντίο" που δεν είπαμε τότε.
-Σίγουρα;, είδε το σώμα του να τρέμει.
-Ναι., αυτή τη φορά του έδωσε οικειοθελώς το χέρι της σε μια τυπική χειραψία. Εκείνος όμως το αγνόησε και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
-Μην φύγεις!
Αφέθηκε για λίγο. Μόνο λίγο όμως. Μετά τραβήχτηκε απότομα από την σφιχτή αγκαλιά του.
-Αντίο Βασίλη!
Την κοιτούσε με την ίδια μελαγχολία. Όπως τότε.
Εκείνη τη στιγμή της φαινόταν ότι δεν είχε ξαναδεί πιο θλιμμένο βλέμμα. Είχε τόσο όμορφα μάτια...
-Αντίο..., ψέλλισε εκείνος.
Μόλις γύρισε την πλάτη της άκουσε ξανά τη φωνή του.
-Μην φύγεις! Σε παρακαλώ μην φύγεις!
Τον αγνόησε. Με τα δάκρυα να τρέχουν και να μουσκεύουν τα μάγουλά της προχώρησε μπροστά. Πάντα μπροστά, όπως ήξερε να κάνει στη ζωή.
-Αντίο Βασίλη, ψυθίρισε...

Αντίο Βασίλη! Ξέρω, λίγο μελαγχολικό αυτό το κεφάλαιο, όπως και τα επόμενα που θα ακολουθήσουν. Σχόλια και αστεράκια θέλω να δω. Θα τα πούμε!


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top