~Ένας έρωτας μεγάλος~

Το σημερινό κεφάλαιο είναι εξαιρετικά αφιερωμένο στον καλό φίλο και αναγνώστη JustinBatsios. Και πάλι συγχαρητήρια από μένα. Να έχεις πάντα τέτοιες επιτυχίες στη ζωή σου και να είσαι πάνω από όλα καλά.

-Τι στέκεσαι έτσι; Φάντασμα είδες;, είπε ο Μίλτος.

-Συγγνώμη κύριε, περάστε. Μισό λεπτό να ειδοποιήσω την κυρία, αποκρίθηκε. 

Τώρα τι γύρευε αυτός εδώ; Δεν έφτανε όσο κακό είχε κάνει; Τι ήθελε πια από την Νεφέλη;
Πρέπει να περίμενε την επίσκεψη του γιατί απλά χαμογέλασε όταν της το είπε.
-Κατεβαίνω κάτω Ευδοκία. Πες του να περάσει στο γραφείο του Ιάκωβου, να τα πούμε. Και να μην μας ενοχλήσει κανείς!
Λες και υπήρχαν πολλοί μέσα στην βίλα! Μόνο εκείνη και η Χρυσάνθη. Όλοι είχαν φύγει.
Ο Μίλτος με υπεροπτικό ύφος πέρασε στο γραφείο χωρίς να της ρίξει δεύτερη ματιά.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο εκνευριστικός!
Μισή ώρα αργότερα, τον είδε να φεύγει. Και η Νεφέλη έδειχνε αναστατωμένη.
-Ευδοκία! Σε λίγο θα έρθει η καινούρια οικονόμος και ο κηπουρός! Μη με κοιτάς με αυτό το ηλίθιο ύφος! Φρόντισε να τους κατατοπίσεις.
Με αυτά της τα λόγια αποσύρθηκε στο δωμάτιο της, μέχρι το απόγευμα που θα πήγαινε πάλι σε μια βεγγέρα.

Η Ευδοκία μετά από λίγο τους γνώρισε και τους δυο. Εκείνη, την έλεγαν Μαρούσκα. Ήταν μια σαραντάρα από την Ρωσία, που φαινόταν φιλική και ομιλητική. Έδειχνε να την συμπάθησε αμέσως.

Εκείνον, τον έλεγαν Αντρέα και ήταν κι αυτός γύρω στα σαράντα, ευγενικός μα και λίγο ψυχρός. Προτιμούσε τις τυπικότητες.

Η Ευδοκία βρέθηκε σε ένα σπίτι, που δεν το αναγνώριζε πια. Τώρα την περιτρυγίριζαν ξένοι, ένιωθε πως ζει σε ένα ασφυκτικό κλίμα. Ήδη της έλειπε η Αλίκη.

Το βράδυ που γύρισε η Νεφέλη, άκουσε φωνές. Και βρισιές. Πήγε κάτω, στο καθιστικό.

-Κυρία Ανδρέου;

-Ευδοκία! Έχω νεύρα σήμερα! Ξέρεις τι έμαθα πριν από λίγο; Ξέρεις;

-Τι;

-Το πορνίδιο, η προγονή μου, παντρεύτηκε εκείνον τον μπουνταλά, τον μαμούχαλο, τον Οδυσσέα! Ναι, ναι! Την έκλεψε και την παντρεύτηκε! Και ο πατέρας του το ήξερε αυτό!

-Μα πως; Πότε;

-Παντρεύτηκαν αμέσως μόλις έφυγαν από 'δω. Τώρα ξέρω πως μένουν κάπου στη Φιλοθέη. Γίναμε ρεζίλι παντού, μας συζητούσαν στη βεγγέρα που πήγα. Ούτε ξέρω πόσα ψέματα τους αράδιασα, για να μην καταλάβουν τίποτα.

-Και τώρα;

-Είπαμε. Μένουν μαζί τώρα. Α, μακάρι να μην το ξαναδώ το ορφανό! Μακάρι να πληρώσει για την συμπεριφορά της απέναντι μου! Ευδοκία, εγώ όλα για το καλό της τα έκανα, το θύμα ήμουν! Αυτή δεν το εκτίμησε ποτέ, με μισούσε χωρίς λόγο και αιτία. Όμως δεν μου άξιζε να μου φερθεί έτσι, είπε και άρχισε να κλαίει. 

Η Ευδοκία έμεινε να την κοιτάζει συγκλονισμένη. Χωρίς αμφιβολία ήταν η βασίλισσα του δράματος!

Αυτό όμως που την απασχολούσε ήταν η Αλίκη. Ήθελε να την δει, έστω και για μια φορά. Να βρει που μένει και να την επισκεφτεί. Πως θα γινόταν αυτό;

Έτσι γεννήθηκε η φαεινή ιδέα! Είχαν ακόμα το τηλέφωνο του σπιτιού του Οδυσσέα, μπορούσε να πάρει εκεί και να ρωτήσει. Το έκανε...

-Παρακαλώ;, ακούστηκε μια γνωστή φωνή. Η Πηνελόπη!

-Πηνελόπη; Εσύ είσαι; Πόσο χαίρομαι που σε ακούω.

-Κι εγώ χαίρομαι Ευδοκία μου. Καιρό είχαμε να μιλήσουμε. Τι κάνεις;

-Μια χαρά είμαι. Εσύ;

-Κι εγώ. Ειδικά τώρα τελευταία. Πετάω!

-Για τον γάμο του αδερφού σου, ε;

-Ναι. Που το έμαθες;

-Δεν έχει σημασία. Σε πήρα τηλέφωνο γιατί... ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη. Μήπως Πηνελόπη μου, θα μπορούσες να μου δώσεις την διεύθυνση του σπιτιού τους;

-Ναι, φυσικά. Θέλεις να τους επισκεφτείς;

-Μάλιστα.

-Ωραία, σημείωνε...

Εκείνη τη μέρα η Μαρούσκα την έστειλε να πάει για ψώνια. Οι ανάγκες του νοικοκυριού, βλέπετε. Όμως εκείνη δεν έχασε ευκαιρία. Εντάξει, μια δεκάλεπτη επίσκεψη προλάβαινε να την κάνει.

Κι έτσι βρέθηκε έξω από μια πανέμορφη μονοκατοικία. Βέβαια, δεν ήταν σαν τη Βίλα Νοτιάς, αλλά ήταν κι αυτή εξίσου όμορφη. Φαινόταν ολοκαίνουρια, με περιποιημένο κήπο. Χτύπησε το κουδούνι.

Σχεδόν αμέσως βρέθηκε μπροστά σε μια έκπληξη! Η Ελένη! Η Ελένη της άνοιξε!

-Ελένη; Εσύ; Εδώ;

-Καλώς την Ευδοκία! Που βρήκες το σπίτι κορίτσι μου;

-Ε, δεν ήταν δύσκολο.

-Πέρασε μέσα, μην στέκεσαι στην πόρτα. Έλα και θα σου πω.

Έκλεισε την πόρτα και η Ευδοκία προχώρησε μέσα στο σπίτι. Τους είδε. Είδε την Αλίκη και τον Οδυσσέα! Πριν προλάβει όμως να τους πλησιάσει, μια χνουδωτή μπάλα έπεσε πάνω της. Ο Κλεάνθης, το κουτάβι! Το χαμόγελο της έγινε τεράστιο και φώτισε το όμορφο πρόσωπο της.

-Αλίκη μου! Το φέρατε μαζί σας!

-Ε, ναι. Αφού το ήθελε και ο Οδυσσέας, εγώ δεν είχα πρόβλημα. Μα τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή; Καλή μου, πως μας βρήκες;

-Σε αυτό έβαλε το χεράκι της η Πηνελόπη. Μου έδωσε την διεύθυνση.

-Α, κατάλαβα. Δεν θα σου έλεγε ποτέ όχι η αδερφή μου. Καλώς όρισες Ευδοκία, χαίρομαι που σε βλέπω. Σου αρέσει το σπίτι;

-Πάρα πολύ! Ειλικρινά, πιστεύω ότι είναι υπέροχο. Α, ξέχασα να σας ευχηθώ. Βιον ανθόσπαρτων! Δεν ήμουν στο γάμο σας και σας το λέω τώρα.

-Να 'σαι καλά. Μα τι στέκεσαι όρθια; Κάτσε. Θέλεις να σε κεράσουμε κάτι; Νερό, πορτοκαλάδα;

-Όχι, ευχαριστώ. Για μια επίσκεψη ήρθα. Πολύ λίγο θα κάτσω, ίσα για να σας δω.

-Δεν το ξέρει αυτό η μητριά μου;, ρώτησε κοφτά η Αλίκη.

-Αν το ήξερε δεν θα ήμουν εδώ. Δεν θα με άφηνε...

-Μάλιστα.

Καθόταν στον καναπέ απέναντι του και τους κοιτούσε. Έδειχναν ερωτευμένοι. Για πρώτη φορά ζήλεψε την Αλίκη. Με τον Βασίλη, ποτέ δεν ήταν έτσι, δεν τους άφησαν οι καταστάσεις. Εκείνος τώρα θα ζούσε με την γυναίκα του και τα παιδιά τους. Αλλά τι ήθελε να τα θυμάται τώρα αυτά;

Τους κοιτούσε λοιπόν και χαιρόταν. Να και κάποιος που ευτύχησε στη βίλα της συμφοράς! Ευτύχησε όμως όταν έφυγε γιατί εκεί μέσα ποιος μπορούσε να βρει την ευτυχία; Έπρεπε να το παραδεχτεί. Η Νεφέλη ήταν η αιτία των δινών τους, με όλα αυτά που είχε κάνει...

Αλλά τώρα που έβλεπε τον Οδυσσέα και την Αλίκη δίπλα δίπλα, με τα χέρια τους ενωμένα, ένιωσε πως επιτέλους η ψυχή της βρήκε την εξιλέωση. Η κατάσταση ισορρόπησε.

Μπορεί να της έκανε ένα κακό, τότε με την έκτρωση, αλλά αυτό το μετάνιωνε κάθε μέρα. Και για αυτό τότε δέχτηκε να την βοηθήσει. Ας ήταν τουλάχιστον η Αλίκη χαρούμενη...




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top