~2013~

Μάιος 2013
Η ηγουμένη σταμάτησε να μιλάει, για λίγο όμως. Ύστερα συνέχισε.
-Δεν ξέρω πως το βρήκε αυτό το μπουκαλάκι. Εγώ η ίδια το είχα κρύψει γιατί φοβόμουν μην κάνει κακό στον εαυτό της.
Η Μέλπω την κοιτούσε συγκλονισμένη. Παρόλα αυτά βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει.
-Ώστε αυτοκτόνησε...έτσι;
-Δεν ξέρω αν το έκανε συνειδητά ή πάνω στην τρέλα της. Μέχρι και σήμερα παραμένει μυστήριο. Πάντως σίγουρα δεν το περίμενε κανείς αυτό.
-Μάλιστα. Και την κηδέψατε; Ρωτάω γιατί ήταν αυτόχειρας όπως και ο Ιάκωβος υποτίθεται. Πως δέχτηκε ο παπάς;
-Τους κηδέψαμε και τους δυο. Η Νεφέλη είχε πει ψέματα τότε, ότι δήθεν Ο Ιάκωβος όταν κρεμάστηκε δεν ήξερε τι έκανε, είχε τρελαθεί. Τους έπεισε όλους. Με την ίδια την Νεφέλη ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς είχαμε ήδη την γνωμάτευση του γιατρού, που αποδείκνυε πως ήταν παρανοϊκή.
-Μάλιστα. Άρα για αυτούς που έχουν χάσει τα λογικά τους και αυτοκτονούν γίνεται κανονικά κηδεία, σωστά;
-Ναι. Μόνο σε αυτή την περίπτωση. Αν κάποιος αυτοκτονεί έχοντας σωας τας φρένας δεν κηδεύεται, τον θάβουν ανεπίσημα.
-Κατάλαβα. Γιατί όμως αυτό;
-Που να σου εξηγώ τώρα; Η Εκκλησία μας δεν αναγνωρίζει κάτι τέτοιο. Ας πούμε πως ο κάθε χριστιανός ζει για τον Κύριο, έχοντας μέσα του την ελπίδα. Όταν αυτή χάνεται και διαπράττει τέτοια πράξη, που στην θρησκεία μας θεωρείται μια από τις υπέρτατες αμαρτίες, τότε δεν πρέπει να κηδεύεται. Στην ουσία είναι σαν να απαρνείται τον χριστιανισμό με αυτό που έκανε.
-Και; Μετά πως συνεχίζει η ιστορία;
-Όλη η περιουσία της Νεφέλης Ανδρέου δόθηκε στο κράτος. Η βίλα τώρα πια είναι έρημη, απ' ότι ξέρω δεν πατάει κανείς. Έφυγε η Μαρούσκα, ο Αντρέας, η Χρυσάνθη. Κι εγώ βέβαια. Γύρισα πίσω στο χωριό μου.
-Η Αλίκη;
-Η Αλίκη πρέπει να ζει ευτυχισμένη με τον άντρα της και τα παιδιά της τώρα.
-Μόλις γυρίσατε στο χωριό αποφασίσατε αμέσως να μονάσετε;
-Ναι. Πρώτα επισκέφτηκα τη Σμαρώ, τη γειτόνισσα μας. Είχα χρόνια να την δω. Ήταν πια κοντά στα εβδομήντα κι ο Κλεάνθης, το γαϊδουράκι που της άφησα τότε είχε πεθάνει.
-Συγκλονιστική ιστορία...
-Ναι, το ξέρω, κατέληξε γρήγορα γρήγορα η ηγουμένη σαν να ήθελε να την αποφύγει και να μην ρωτήσει κάτι άλλο.
-Εσύ παιδί μου; Πως βρέθηκε ως εδώ;
-Α, εμένα η ιστορία μου δεν έχει τόσο πολύ ενδιαφέρον, σαν την δική σας. Είναι πιο απλή θα έλεγα. Γεννήθηκα στην Κερατέα το 1968. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί και οι δυο. Μαζί μας έμενε και η γιαγιά μου η Σμυρνιά. Αυτή μου έμαθε τα κόλπα ξέρετε, καφεμαντεία, χαρτομαντεία, τέτοια. Που και που θυμάμαι ερχόντουσαν οι γειτόνισσες στο σπίτι να την συμβουλευτούν. Ποτέ όμως δεν είχε πάρει ούτε δεκάρα από αυτές. Εγώ πήγα σχολείο και τελείωσα το λύκειο. Δεν ήμουν καλή μαθήτρια αλλά και να ήμουν δεν θα μπορούσα να σπουδάσω λόγω έλλειψης χρημάτων. Στα δεκαοχτώ μου πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα σε ένα δυστύχημα. Έμεινα μόνη με τη γιαγιά και αναγκάστηκα να καθαρίζω σκάλες για να ζήσουμε. Ήταν δύσκολο να  φροντίζω μια γυναίκα ογδόντα εφτά χρονών, με άνοια και τρία εγκεφαλικά. Έφυγε μετά από λίγα χρόνια κι εκείνη. Ύστερα...ξέρετε. Άρχισα να κάνω μια άλλη δουλειά, λιγότερο κουραστική
-Κατάλαβα. Και τώρα σε ψάχνει η αστυνομία.
-Ακριβώς.
Πίσω τους ακούστηκαν βήματα. Κάποιος μπήκε στο κελί.
-Θα έρθετε κάτω να φάμε όλες μαζί; Σας περιμένουμε.
Αυτή ήταν η φωνή της μοναχής Θεοδοσίας, που τους κοιτούσε από την πόρτα, χαμογελαστή.
Γύρισαν και οι δυο προς το παράθυρο του κελιού. Μέσα από τα κάγκελα διέκριναν ένα αχνό φως. Σε λίγο ξημέρωνε.
-Πρωινή τράπεζα..., ψυθίρισε η Μέλπω. (=στα μοναστήρια υπάρχει η πρωινή και η βραδυνή τράπεζα, δυο γεύματα μονάχα)
-Ερχόμαστε..., είπε η ηγουμένη Ευθυμία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top