Νομίζω ότι σε ερωτεύομαι

Μεριά Τόμας

  Καθώς την πήγαινα σπίτι την πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά μου. Ήταν τόσο όμορφη και δεν ήθελα να την ξυπνήσω οπότε έπρεπε να σκεφτώ έναν τρόπο να την πάω στο δωμάτιό της χωρίς να με καταλάβει κάποιος. Έκανα έναν κύκλο γύρω από την πολυκατοικία που έμενε και ευτυχώς υπήρχε ένα παράθυρο από το διαμέρισμά της όπου ήταν ανοιχτό.

  Λύγισα ελαφρά τα πόδια μου και με ένα μικρό άλμα έφτασα στο παράθυρο. Μπήκα μέσα και άκουσα κάποιον από πίσω μου να μου ψιθυρίζει.

  "Τί της έκανες;" Γύρισα και είδα την Άννα που προφανώς τα ήξερε όλα γιατί δεν φαίνεται να ταράχτηκε που με είδε.

"Δεν της έκανα τίποτα, κοιμάται. Πού είναι το δωμάτιό της;" την ρωτησα βιαστικά.

  "Στον διάδρομο, στο βάθος δεξιά." Μου απάντησε και με ακολούθησε μέχρι το δωμάτιο.

  Όταν άφησα την Βάλερι πάνω στο κρεβάτι της γύρισα και κοίταξα την Άννα που στεκόταν στην πόρτα και μας κοίταζε.

  "Τι γίνεται; Εδώ θα μείνεις; Σπάσε, φύγε, ξουτ πώς το λένε ρε παιδί μου;"

  "Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνο μαζί της ή γενικότερα να σε αφήσω άλλο εδώ μέσα"

  "Φύγε"

  "Γιατί θες τόσο πολύ να μείνεις μόνος μαζί της;"

  "Έτσι ρε παιδί μου. Θα φύγεις ή θα μου σπάσεις τα νεύρα;" Της είπα θυμωμένα.

  "Καλά..." Είπε απλώς και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

  Πήγα και κάθησα στο κρεβάτι δίπλα στη Βάλερι. Με το χέρι μου χαϊδεύω το μέτωπό της απαλά και μετά με το δάχτυλο μου το μάγουλό της. Ήθελα τόσο πολύ να την φιλήσω.

  Δεν ξέρω τι έχω πάθει με αυτή την κοπέλα, από την μία θέλω να την σκοτώσω και από την άλλη να την φιλήσω τόσο πολύ, λες και τα χείλη της είναι οξυγόνο και εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω μακριά τους.

  Δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

  "Νομίζω ότι σε ερωτεύομαι. Γαμώτο!"   είπα λίγο θυμωμένα αλλά ποιο πολύ με τον εαυτό μου παρά με αυτήν. Της έδωσα ένα απαλό φιλί στο μάγουλο, έμοιαζε να ξυπνάει οπότε άνοιξα το παράθυρο και βγήκα γρήγορα έξω. Δεν ξέρω τι έχω πάθει αλλά πρέπει οπωσδήποτε να την ξεχάσω! Είμαστε ότι πιο αντίθετο υπάρχει. Αυτό που έκανα σήμερα το έκανα μόνο και μόνο γιατί άμα πάθαινε κάτι αυτή, το ίδιο θα πάθαινα κι εγώ. Σωστά; Γι' αυτό δεν το έκανα;

Μεριά Βάλερης

Άκουγα κάποιον να μιλάει, αλλά νόμιζα ότι απλώς το φανταζόμουν όμως για σιγουριά άνοιξα τα μάτια μου. Δεν υπήρχε κανείς μέσα στο δωμάτιο, το παράθυρο ήταν ανοιχτό οπότε κατάλαβα ότι ο Τόμας ήταν εδώ και άκουσα ότι μου είπε κάτι αλλά δεν θυμόμουν τι ήταν αυτό. Ήμουν πολύ κουρασμένη οπότε έπεσα για ύπνο και κοιμήθηκα κατευθείαν.

  Το πρωί με ξύπνησε ένα χέρι που με σκούνταγε.

  "Βάλερι; Βαλ;"

  "Τί είναι Άννα;"

  "Δεν θα έρθεις σήμερα στο σχολείο;"

"Πας καλά; Μετά από αυτό που έγινε δεν νομίζω να ξανάρθω."

  "Καλά μην έρθεις σήμερα αλλά όταν γυρίσω κάτι θα βρούμε να κάνουμε για αυτό το θέμα."

  "Συμφωνώ." Είπα και σηκώθηκα να κάνω καφέ ενώ η Άννα έφυγε για το σχολείο.

  Έπινα τον καφέ μου όσο έβλεπα τηλεόραση αλλά κάποια στιγμή βαρέθηκα οπότε σηκώθηκα και έκανα μερικές βόλτες στο σπίτι. Πέρασα έξω από το δωμάτιο της μαμάς μου και σκέφτηκα να ψάξω να δω άμα έχει κανένα βιβλίο με μαγικά ξόρκια. Άμα δεν θέλει να με προπονήσει η μαμά μου θα προπονηθώ μόνη μου. Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και άρχισα να ψάχνω στην βιβλιοθήκη της μαμάς μου. Είδα ένα περίεργο βιβλίο και μιας και επειδή ήμουν πολύ περίεργη να δω τι ήταν το άνοιξα. Έλεγε μερικά πολύ ενδιαφέροντα μαγικά. Μετά από αρκετή ώρα διαβάσματος το μάτι μου έπεσε σε ένα μαγικό που λέει ότι διαγράφει τη μνήμη. Αυτό είναι υπέροχο,  άμα καταφέρω και κάνω το μαγικό σε όλο το σχολείο θα ξεχάσουν τι είδαν και όλα θα είναι και πάλι όπως πριν.

  Από τις σκέψεις μου με έβγαλε το κουδούνι που χτύπαγε σαν τρελό, οπότε πήγα τρέχοντας στις σκάλες και αυτό που είδα ήταν απερίγραπτο. Μπροστά μου "στεκόταν" ο Τόμας λιώμα.

  "Ντιν ντον, ντιν ντον κάνει το κουδούνι." Έλεγε.

  "Τόμας είσαι μεθυσμένος."

  "Εσύ εισα είσαι μεθυσμένος." έκανα έναν κύκλο τα μάτια μου και τον κοίταξα.

  "Εγώ τί να σε κάνω τώρα μου λες;" Ρώτησα αλλά χωρίς απάντηση συνέχισα. "Εγώ ξέρω ότι οι βρικόλακες δεν μεθάν, οπότε εσύ τώρα τί παριστάνεις;"

  "Την barbie." Είπε και γέλαγε σαν χαζό πάλι και συνέχισε. "Επίσης είμαι μίσος άγγελος και... και είμαι και ψωνάρα... και είμαι και ερωτευμένος με εσένα." Είπε και σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει.

  "Τί βλέπω έχεις και δίδυμη αδερφή;" Είπε και σήκωσε το χέρι του δίπλα από εμένα στο κενό "Τόμας, το ονοματάκι σου;" Ρώτησε.

  "Καναπές, γιατί εκεί θα πας." Του είπα και έπιασα το χέρι του και τον τράβηξα μέσα.

  Τον άφησα και γύρισα να κλείσω την πόρτα ενώ άκουσα ένα δυνατό θόρυβο και όταν γύρισα είδα ότι είχε πέσει στο πάτωμα και εκνευρίστηκα.

  "Αμάν ρε Τόμας και είσαι και ολόκληρο γομάρι, πώς θες να σε πάω στον καναπέ; Ούτε πώς να μετακινώ ανθρώπους ή ότι είσαι εσύ τέλος πάντων ξέρω. Βρήκα τι θα κάνω, θα καλέσω το πνεύμα." είπα και κάθησα στον καναπέ και άρχισα να συγκεντρώνομαι.

  Πνεύμα που βρίσκεσαι μέσα μου βαθιά, βγες έξω να σου ρίξω και εγώ μια ματιά. Άκουσα τον Τόμας να φωνάζει. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και πήγα κοντά στον Τόμας και κάθησα στα γόνατα δίπλα του.

  "Τόμας ξύπνα τί γίνεται; Τόμας με ακούς; Τόμας!" Φωναζα πανικοβλημένη δίπλα του γιατί έβγαζε κραυγές πόνου και είχε υδρώσει ολόκληρος ενώ είχα βάλει τα χέρια του στα αυτιά του.

  Μετά από λίγο μια φωνή ούριαζε μέσα μου: ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΘΕΣΗ ΕΔΩ. ΔΙΩΞΤΟΝ. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΘΕΣΗ ΕΔΩ. ΔΙΩΞΤΟΝ.

  Έπεσα δίπλα στον Τόμας και έβγαζα κραυγές πόνου ενώ είχα υδρώσει ολόκληρη ενώ έβαλα τα χέρια μου στα αυτιά μου προσπαθώντας να σταματήσω τις φωνές.  Μετά από λίγο είδα την πόρτα να ανοίγει μπροστά μου. Ήταν η μαμά μου. Μας είδε που πονάγαμε και έβαλε το ένα χέρι της στο μέτωπό μου και το άλλο χέρι της στο μέτωπο του Τόμας. Την είδα να κλείνει τα μάτια της και να λέει κάτι. Μετά από αυτό οι φωνές σταμάτησαν και λιποθύμησα. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top