Καινούργιος μαθητής
Ξύπνησα από μία δυνατή αστραπή. Τώρα θα μου πείτε Σεπτέμβρη και να βρέχει; Αλλά έτσι είναι εδώ στο Λονδίνο.
Η μέρα μου ξεκινήσε όπως όλες οι άλλες.
Σηκώθηκα, έκανα μπάνιο, ντύθηκα, ετοιμάστηκα και έφυγα για το σχολείο. Όταν έφτασα πήγα και πήρα έναν καφέ απο το κυλικείο, η κ. Γεωργία είναι πολύ καλή γυναίκα! Μπορώ να πω πώς είναι η μόνη φίλη που έχω φέτος γιατί από όταν έφυγε η κολλητή μου έχω μείνει μόνη μου.
Χτύπησε το κουδούνι και αρχίσαμε να μαζευόμαστε στις τάξης μας. Ξεκινήσαμε το μάθημα και μετά από λίγο χτύπησε η πόρτα και μπήκε μέσα ο διευθυντής και μας ανακοίνωσε ότι θα έχουμε καινούριο μαθητή στη τάξη μας και βγήκε έξω "τέλεια" σκέφτηκα.
Μετά από λίγο άνοιξε πάλι η πόρτα και μπήκε μέσα ο διευθυντής ενώ από πίσω του ακολουθούσε ένα αγόρι. Είναι ψηλός, φοράει σκούρο τζίν και από πάνω μία μαύρη κοντομάνικη μπλούζα. Πάει καλά; Έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα, μάλλον γι' αυτό είναι τόσο χλωμός. Τέλος πάντων είναι ξανθός με καταγάλανα μάτια και τον λένε Τόμασον Παπασταύρου.
Αφού τελείωσε ο διευθυντής του είπε να βολευτεί και έφυγε .
Αφού επεξεργάστηκε την τάξη πήγε και κάθησε στο μόνο θρανίο που δεν ήθελα, από πίσω μου. Όταν χτύπησε επιτέλους το κουδούνι για να φύγουμε σηκώθηκα να μαζέψω τα βιβλία μου αλλά μίας και είμαι τόσο αδέξια καταλάθος χτύπησα με τον αγκώνα μου τον καφέ μου και έπεσε κάτω.
Περίμενα την καταστροφή που πότε δεν ήρθε οπότε γύρισα και είδα ότι ο καινούργιος είχε προλάβει να τον πιάσει πρωτού πέσει κάτω.
"Αυτό είναι δικό σου πιστεύω" είπε και με κοίταγε με ένα βλέμμα που δεν έλεγε και πολλά.
"Ναι, ευχαριστώ " του απάντησα ξερά.
"Τόμασον Παπασταύρου, αλλά μπορείς να με λες Τόμας" είπε και χαμογέλασε εμφανίζοντας μου την λευκή οδοντοστοιχία του.
"Βάλερι Γεωργοπούλου, μπορείς να με λες Βαλ" του απάντησα και αφού πήρα τον καφέ μου βγήκα από την τάξη και πήγα στο προαύλιο να βρώ την αδερφή μου για να πάμε στο σπίτι, αλλά μου είχε στείλει μήνυμα ότι είχε φύγει με κάτι φίλους της και είναι σπίτι οπότε ξεκίνησα με τα πόδια μιάς και έχασα και το λεωφορείο. Πόσο πιο ωραία είναι η ζωή; Το σπίτι μου είναι σχετικά μακρυά οπότε στα μισά της διαδρομής ειχα κουραστεί έτσι κάθισα σε ένα παγκάκι για να ξεκουραστώ.
Μετά από λίγο ένα αμάξι σταμάτησε μπροστά μου. Στην αρχή τα είχα λίγο χαμένα αλλά μετά κατέβηκε το παράθυρο και είδα τον Τόμας μέσα στο μαύρο αμάξι μερσεντές με μαύρα γυαλιά ηλίου.
"Να σε πάω κάπου;"
"Όχι εντάξει είμαι"
"Έλα δεν είναι κόπος, πες μου που πάς!"
"Σπίτι μου πάω, είναι κοντά, είναι λίγο μετά το πάρκο"
"Και εσύ αυτό το λες κοντά; Έλα μπες μέσα θα σε πάω εγώ." είπε με σιγουριά
"Δεν χρειάζετε σου είπα" του απάντησα θυμωμένα.
"Βαλ άμα δεν μπεις μέσα θα βγω έξω και θα σε βάλω με το ζόρι μέσα" είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Εντάξει, είχα νευριάσει πολύ εκείνη τη στιγμή, οπότε σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω προς το σπίτι μου. Ξαφνικά ένιωσα ένα κρύο χέρι να με γυρίζει και να με σηκώνει στον ώμο του Τόμας με μεγάλη ευκολία ενώ με μια άνεση με έβαλε μέσα στο αμάξι του αγνοώντας με που του φώναζα να με αφήσει κάτω. Μπήκε και εκείνος στο αμάξι και έβαλε μπροστά.
"Λοιπόν που μένεις;"
Επίτηδες δεν του απάντησα οπότε καθάρισε τον λαιμό του και με ξανά ρώτησε.
"Βαλ που μένεις;"
"Δεν σου μιλάω"
"Άμα δεν μου πεις θα πάμε σπίτι μου"
Αποκλείεται να με πήγενε σπίτι του οπότε τον αγνόησα.
"Όποτε πάμε σπίτι μου" είπε και ξεκίνησε το αμάξι.
"Περίμενε, μένω σε μια μεγάλη πολυκατοικία απεναντί από το πάρκο"
"Είδες δεν ήταν τόσο δύσκολο" είπε με περηφάνια.
Μετά από λίγο φτάσαμε κάτω από το σπίτι μου και τον ρώτησα κάτι που το σκεφτόμουν εδώ και πολύ ωρα.
"Να σε ρωτήσω κάτι;"
"Για ρώτα"
"Τα γυαλιά γιατί τα φοράς;"
"Συνήθειά"
"Τι συνήθεια;"
"Φτάσαμε"
"Τόμας τι συνήθειά;"
"Τι σε νοιάζει εσένα μωρέ;"
"Με ανάγκασες να μπω στο αμάξι σου οπότε και εγώ θέλω να μάθω ποιά είναι αυτή η συνήθειά που δεν μου λες"
Μάταια όμως δεν μου απάντησε δεν έκανε τον κόπο να με κοιτάξει καν. Ε δεν γίνεται αυτό τα εχω πάρει άσχημα. Τώρα θα δει.
"Ψιτ ε Τόμας;"
"Τι 'ναι;"
"Άντε μου στο διάολο"
Άμα δεν ήμουν τόσο αναστατωμένη εκείνη την στιγμή θα ορκιζόμουν οτι είπε «είμαι ήδη εκεί».
Ανέβηκα μέχρι το διαμέρισμα μου, με τις σκάλες Φυσικά γιατί έχω κλειστοφοβία. Όταν μπήκα μέσα είδα την Ασπασία να κοιμάτε μπροστά στην τηλεόραση οπότε της έριξα μια κουβέρτα πάνω της και την άφησα να κοιμηθεί στον καναπέ.
Έκανα τα μαθήματα μου και όταν τελείωσα η ώρα ήταν 10:30 και δεν μπορούσα να κοιμηθώ οπότε σκέφτηκα να πάω σε ένα club μιας και με είχε πάρει τηλέφωνο η Αννα η κολλητή μου για να μου πει ότι ήρθε Λονδίνο και έτσι αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο να βγούμε.
"Γειά σου Άννα"
"Βαλ τι κάνεις κοπελιά;''
"Μια χαρά είμαι εσύ;"
"Αρκετά καλά, πώς και πέρνεις τέτοια ώρα τηλέφωνο; ''
"Ήθελα να δω άμα θες να βγούμε για κάνα ποτάκι "
"Φυσικά. Στο γνωστό;"
"Όπως πάντα. Θα περάσεις να με πάρεις; "
"Όπως πάντα, θα περάσω σε μισή ώρα"
"Έγινε σε περιμένω"
Κλείσαμε το τηλέφωνο και άρχισα να ετοιμάζομαι. Έκανα ένα ντουζ στα γρήγορα και φόρεσα ένα μαύρο φόρεμα με μανίκια από δαντέλα που φτάνει μέχρι τον ώμο και είναι δύο παλάμες πάνω από το γόνατο και στο τελείωμα έχει δαντέλα.Ίσιωσα τα μαλλιά μου και βάφτικα ελαφρά. Όταν τελείωσα άκουσα το κινητό μου και είχα μήνυμα από την Άννα ότι είναι από κάτω έτσι φόρεσα της μαύρες γόβες μου και κατέβηκα.
"Είσαι πανέμορφη ''
"Ναι Άννα αλλά και εσύ δεν πας πίσω''
"Πώς και αποφάσισες να βγούμε; ''
"Είχα δύσκολη μέρα"
"Δηλαδή;"
"Πάμε και σου λέω στο δρόμο"
Μέχρι να φτάσουμε της είχα πει τα πάντα για τον Τόμας και το μόνο που μου είπε είναι ότι θέλει να τον γνωρίσει. Κλασσική Άννα δεν άλλαξε καθόλου.
Μπήκαμε μέσα στο club και αφού ήπιαμε μερικά ποτά και χορέψαμε πολύ αποφασίσαμε να φύγουμε.
Όταν βγήκαμε από το club περάσαμε από ένα στενάκι για να πάμε στο αμαξι της Άννας και εκεί είδα έναν άντρα κάτω.
"Βοήθεια"φώναζε
"Ο θεέ μου Άννα πρέπει να τον βοηθήσουμε" είπα και άρχισα να τρέχω ποιο βαθιά μέσα στο στενό. Όταν έφτασα κοντά στον άντρα είδα ότι ήταν ο....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top