Ειναι ολα τοσο δυσκολα
Το πρωί ξύπνησα με πολύ καλή διάθεση. Δεν ξέρω άμα είναι γιατί βγήκα έξω μετά από τόσο καιρό ή γιατί γνώρισα εκείνο το αγόρι τον Αντρέα, αλλά ένα είναι σίγουρο. Θέλω όσο τίποτε άλλο να μου τηλεφωνήσει. Δεν ξέρω γιατί απλά το θέλω. Τώρα βλέπω την Άννα που ξύπνησε και ετοιμάζεται να πάει στο μπάνιο.
"Καλημέρα!" Της είπα τραγουδιστά αλλά μιας και μόλις είχε ξυπνήσει δεν το πήρε και πολύ καλά.
"Να κλάνεις όλη μέρα." Μου είπε με την βραχνή φωνή της και μπήκε μέσα στο μπάνιο, ενώ εγώ άρχισα να γελάω.
Όταν βγήκε η Άννα από το μπάνιο πήγα να την ρωτήσω τι θα κάνουμε σήμερα, αλλά με πρόλαβε το τηλέφωνο. Το πήρα στα χέρια μου και κοίταξα την οθόνη 'άγνωστο' έγραφε. Αγχωθηκα και δεν ήξερα τι να κάνω οπότε κοίταζα μία το κινητό που χτυπούσε μία την Άννα.
"ΣΗΚΩΣΈ ΤΟ!" Μου φώναξε και πάτησα 'αποδοχή' ενώ έβαλα το κινητό στο αυτί μου.
"Παρακαλώ." Είπα.
"Γειά σου Βάλερι, ο Αντρέας είμαι. Με θυμάσαι;"
"Φυσικά. Τι κάνεις;"
"Μια χαρά, σε πήρα να σε ρωτήσω άμα θες να βγούμε για κανά καφέ σήμερα."
"Ναι, γιατί όχι."
"Ωραία να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου;"
"Ναι, μένω στην οδό *******."
"Οκ, κατά τις 15:00 είναι καλά;"
"Μια χαρά. Σε περιμένω. Φιλάκια."
"Γεια." Μου απάντησε και κλείσαμε το τηλέφωνο.
Έκανα ένα μπάνιο στα γρήγορα και βγήκα έξω όπου με περίμενε η Άννα και είχε βγάλει όλα τα ρούχα μου και τα είχε ακουμπήσει πάνω στο κρεβάτι. Θα την σκοτώσω! Ξέρετε πόση ώρα μου παίρνει να φτιάξω την ντουλάπα μου; Πολύ! Είχε βγάλει ένα σωρό ρούχα και με έβαζε να τα δοκιμάζω, να της κάνω πασαρέλα και μετά να αλλάζω και πάλι από την αρχή. Στο τέλος αποφάσισα ότι θα φορέσω το μαύρο μου τζιν σωλήνα και από πάνω την λευκή στενή μου μπλούζα με μία ροζ αεράτη από πάνω και τα ροζ τακούνια μου.
Πήγε 15:00 και περίμενα να έρθει ο Αντρέας. Μετά από μερικά λεπτά χτύπησε το κουδούνι. Κατέβηκα κάτω και είδα τον Αντρέα να στέκεται μπροστά από ένα μαύρο κάμπριο. Και ήταν κούκλος!
"Ουαου, είσαι πολύ όμορφη!" Είπε και κατέβασε το κεφάλι του,ενώ εγώ κοκκίνισα με αυτό του το σχόλιο.
"Και εσύ επίσης." Του είπα και άνοιξε την πόρτα από το κάμπριο. Μπήκα μέσα και μετά από λίγο μπήκε και αυτός.
"Πού θα πάμε;" Τον ρώτησα.
"Για καφέ." Παίζεις με τα νεύρα μου.
"Ναι, αλλά σε ποιό μέρος;"
"Θα δεις." Καλά. Θα το φας το κεφάλι σου σήμερα αγοράκι. Σημειώστε οτι γίνομαι σκύλα εδώ.
Φτάσαμε σε μια καφετέρια απέναντι από την παραλία. Η θέα ήταν μαγευτική. Κάτσαμε σε ένα τραπέζι και παραγγείλαμε τους καφέδες μας. Μιλήσαμε για διάφορα θέματα. Του είπα τα πάντα για εμένα, φυσικά και παρέλειψα το σημείο ότι είμαι μισή μάγισσα μισή άγγελος, μην τρελαθούμε κιόλας. Μου είπε και εκείνος αρκετά πράγματα για τον εαυτό του.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στο θέμα αγόρια όπου με ρώταγε άμα τα έχω με κανέναν και για την προηγούμενη σχέση μου. Ξύνει πληγές, πολύ βαθιές. Αλλά εγώ δεν τα είχα και ποτέ με τον Τόμας. Να πάρει. Σημειώστε πολλά νεύρα εδώ. Μετά από πολλά λόγια πέρασε η ώρα. Πλήρωσε ο Αντρέας μετά από πόλεμο και πήγαμε στο αμάξι του.
Όσο οδηγούσε μέχρι το σπίτι μου περάσαμε πολύ ωραία μιας και του είχαν φύγει οι ντροπές. Είχαμε βάλει δυνατά μουσική και τραγουδάγαμε, γελάγαμε αν και υπήρχαν και οι άβολες ματιές πότε-πότε. Κάποια στιγμή μπήκε το Bring me to life και κοιταχτήκαμε με ενθουσιασμό.
"Το ξέρεις;" Με ρώτησε μες την χαρά.
"Φυσικά!" Του απάντησα.
"Είσαι;"
"Είμαι!" Είπα και τραγουδάγαμε το τραγούδι υπερβολικά τέλεια.
Για δίσκο πηγαίναμε. Όταν τελείωσε το τραγούδι χειροκροτήσαμε και οι δύο με ενθουσιασμό. Βγήκαμε έξω και πήγαμε μέχρι την πόρτα μου.
"Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Πέρασα υπέροχα." του είπα ενθουσιασμένη.
"Χαίρομαι που πέρασες καλά." Είπε και δεν κρατήθηκα τον αγκάλιασα. Μπορεί να μην το περίμενε αλλά ανταπέδωσε κατευθείαν. Έκανα λίγο πίσω το κεφάλι μου ενώ είχα ακόμα τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του και τον κοίταξα. Δεν άργησε πολύ να έρθει το κακό. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ όρμηξε πάνω στα χείλια μου και εγώ δεν έκανα πίσω. Μετά από λίγο τύλιξα τα πόδια μου γύρω του και του έδωσα πρόσβαση στη γλώσσα μου όπου τώρα έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι.
Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξα χωρίς να σταματήσουμε λεπτό. Ένας Θεός ξέρει πως έγινε αυτό. Μπήκαμε μέσα στο σπίτι και με το πόδι του έκλεισε την πόρτα. Πήγαμε στο σαλόνι, όπου κάθησε στον καναπέ και εγώ πάνω του πάλι χωρίς να κόψουμε το φιλί μας για δευτερόλεπτο. Κάποια στιγμή ένιωσα μια ξένη παρουσία οπότε άνοιξα τα μάτια μου. Δεν το πιστεύω! Μπροστά μου στεκόταν ο Τόμας.
Έκλεισα τα μάτια μου με την ελπίδα να φύγει και όταν τα άνοιξα ήταν ακόμα εκεί, κοίταξα τον Αντρέα και σταμάτησα το φιλί μας. Μετά ξανακοίταξα από πίσω και πλέον είχε φύγει. Κατέβηκα από τον Αντρέα και έκατσα δίπλα του στον καναπέ. Πήρα αγκαλιά τα πόδια μου και κοίταξα το ταβάνι βγάζοντας έναν αναστεναγμό γιατί ένιωθα τύψεις για ότι είχα κάνει μόλις τώρα.
"Μάλλον πρέπει να φύγω." Είπε και σηκώθηκε. Έβαλα την περιοχή του χεριού μου πάνω από τον καρπό στο στόμα μου και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.
"Θα σε πάρω." Μου είπε και κούνησα πάλι το κεφάλι μου ενώ προσπαθούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου. Όταν βγήκε έξω άφησα τα δάκρυα να κυλίσουν στα μάγουλά μου.
Ξάπλωσα μπρούμυτα στον καναπέ και έβαλα ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό μου ενώ έκλαιγα. Ένιωσα ένα χέρι να με χαϊδεύει στην πλάτη.
"Φύγε!" Του φώναξα μιας και ήξερα ποιός ήταν γι' αυτό δεν έκαναν καν τον κόπο να τον κοιτάξω.
"Σε παρακαλώ." Του είπα πιο σιγά αυτή τη φορά ενώ εξακολουθούσα να κλαίω και πλέον δεν ένιωθα το χέρι στην πλάτη μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top