Αυτό δεν είναι χάρισμα, αυτό είναι κατάρα
Ξύπνησα και ήμουν στο κρεβάτι μου. Με πόναγε το κεφάλι μου οπότε σήκωσα το χέρι μου και έπιασα το μέτωπό μου. Σηκώθηκα και είδα δίπλα μου τον Τόμας να κοιμάται.
"Τόμας. Τόμας ξύπνα!" Είπα και τον σκούντηξα απαλά στον ώμο. Αυτός άνοιξε αργά τα μάτια του.
"Τί έγινε; Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ;" Ρώτησε ενώ έτριβε το μάτι του για να ξυπνήσει.
"Είσαι στο σπίτι μου, στο δωμάτιό μου." Του είπα και ένα στραβό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
"Αλήθεια;"
"Ήρθες στο σπίτι μου μεθυσμένος και μου έλεγες ότι έπινες όλο το βράδυ γιατί είσαι ερωτευμένος μαζί μου και δεν μπορείς να με έχεις και όταν σε έβαλα μέσα." Του είπα τι έγινε.
"Τί άκουγες να σου λέει αυτή η φωνή;"
"Μου έλεγε συνέχεια 'δεν έχει θέση εδώ διωξτον'."
"Και εγώ άκουγα μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Μου έλεγε 'Θα την καταστρέψω θα πεθάνει ,πρέπει να πεθάνει'." Απ' ότι φαίνεται μίλαγε για εμένα και τον είδα να σφίγγει τις γροθιές του.
"Τόμας, όταν σε είδα να φωνάζεις και να πονάς τόσο πολύ δεν ήξερα τι να κάνω, φοβήθηκα ότι θα έχεις πάθει κάτι." Είπα και στις τελευταίες λέξεις η φωνή μου έσπασε και έβαλα τα κλάματα.
Ο Τόμας με πήρε αγκαλιά και μου είπε να μην ανησυχώ και ότι άμα είμαι εγώ καλά θα είναι και αυτός. Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα η μαμά μου.
"Δεν ήθελα να διακόψω." Είπε και πήγε να φύγει.
"Όχι μαμά περίμενε." της είπα και γύρισε.
"Το ξέρετε ότι θα έπρεπε να ξεκουράζεστε εσείς οι δύο σωστά;"
"Ναι μαμά το ξέρω."
"Λοιπόν, θέλετε να μου πείτε τί έγινε χθες;"
"Τί εννοείτε χθες; Πόσες μέρες είμαστε έτσι;" Ρώτησε ο Τόμας.
"Μια μέρα, τώρα θα μου πείτε τί έγινε;"
"Πολλά αλλά για να μην πολυλογώ προσπάθησα να καλέσω το πνεύμα μου για να το ρωτήσω πώς να κάνω ένα ξόρκι μετακίνησης και ο Τόμας άρχισε να φωνάζει από τον πόνο και να ιδρώνει,τ ο ίδιο έπαθα και εγω μετά και άκουγα κάποιον να φωνάζει μέσα στο κεφάλι μου να τον διώξω."
"Μισό. Έχεις και εσύ πνεύμα μέσα σου;"
"Ναι έναν λευκό δράκο. Γιατί έχεις και εσύ;"
"Ναι έναν κόκκινο δράκο." Μου είπε ο Τόμας φανερά μπερδεμένος γιατί κανονικά τα πνεύματα πρέπει να μας προστατεύουν και μόνο αυτό δεν έκαναν πριν.
"Δεν ξερω τι γίνεται με τα πνεύματα αλλά έχω να σου πω ότι βρήκα λύση για το πρόβλημα με το σχολείο." του είπα μες την καλή χαρά.
"Σε ακούω."
"Κοίταξα ένα βιβλίο με ξόρκια της μαμάς μου." Είπα και η μαμά μου με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. "Και είδα ότι υπάρχει ένα ξόρκι που μπορείς να διαγράψεις την μνήμη."
"Αυτό είναι τέλειο." Είπε και μου έπιασε το δεξί μου χέρι όπου από αυτό βγαίνει το πνεύμα μου και πεταχτήκαμε και οι δύο μακριά με αποτέλεσμα ο Τόμας να χτυπήσει πάνω στον τοίχο και εγώ πάνω σε ένα ράφι όπου έσπασε και τρυπησε την πλάτη μου.
"ΒΓΆΛΕ ΤΟ ΒΓΑΛΕ ΤΟ ΤΩΡΑ." Φώναζε ο Τόμας και το χέρι του που το έχει ακουμπήσει στην πλάτη του ήταν γεμάτο αίμα. Προσπαθούσα να το βγάλω από την πλάτη μου αλλά δεν μπορούσα.
"Δεν το φτάνω." Του είπα απελπιστικά
"Βαλ, το ξύλο είναι αρκετά κοντά στην καρδιά μου οπότε άμα δεν το βγάλεις τώρα θα πεθάνω."
"ΜΑΜΑ!" Φώναξα και μπήκε μέσα η μαμά μου.
"Θεέ μου! Τί έγινε;"
"Μην ρωτάς και βγάλε το ξύλο από την πλάτη μου." Της είπα και όταν το έβγαλε μας κοίταξε.
"Δεν μου αρέσει αυτό που θα πω αλλά πρέπει να μείνετε μακριά εσείς οι δύο για λίγο. Όσο είσαστε κοντά συμβαίνουν φρικτά πράγματα." Δεν πιστεύω στα αυτιά μου. Μου ζητάει να μείνω μακριά από τον Τόμας; Αυτό είναι αδύνατον.
"Αυτό δεν γίνεται."
"Είναι για το καλό σας, μόνο για λίγο."
"Εγώ φεύγω, αντίο Βαλ."
"Τόμας όχι. Μην φεύγεις. Σε παρακαλώ. Σε χρειάζομαι." του είπα και σταμάτησε να προχωράει ήρθε κοντά μου και με πήρε αγκαλιά.
Μια τελευταία αγκαλιά και έφυγε. Tον είδα να περνάει την πόρτα και δεν άντεξα, έβαλα τα κλάματα, δεν ξέρω γιατί. Απλώς δεν άντεξα. Μάλλον δεν θα άντεξα στην σκέψη ότι δεν θα είναι πια κοντά μου.
......................
Έχουν περάσει δύο βδομάδες απ' όταν έφυγε ο Τόμας. Δεν ξέρω που είναι, τί κάνει, πώς είναι. Πάντως εγώ είμαι χάλια. Αυτές τις δύο βδομάδες δεν έχω σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι μου. Δεν τρώω, δεν μιλάω, δεν γελάω. Νιώθω ότι η ζωή μου δεν έχει κανένα νόημα. Η μαμά μου λέει οτι ότι αυτό που κάνω στον εαυτό μου δεν είναι καλό και ότι πρέπει να βγω έξω. Η Άννα έρχεται συνέχεια να με βλέπει. Δεν με αφήνει σχεδόν ποτέ μόνη μου.
"Βάλερι σήκω από το κρεβάτι σε παρακαλώ." Μου είπε η μαμα μου αλλά την αγνόησα "Βάλερι άμα δεν σηκωθείς να πας έξω μια βόλτα με την Άννα θα γίνει χαμός." Είπε και εγώ εκνευρίστηκα πολύ.
"Ξέρεις κάτι μαμά; Εσύ φταις που είμαι έτσι. Εσύ έδιωξες τον Τόμας. Εσύ και μόνο εσύ."
"Δηλαδή εγώ φταίω που είσαι χαρισματική;" Τα νεύρα μου! Έβαλα τα χέρια μου στα αυτιά μου και της φώναξα.
"Σταμάτα να το λες αυτό! Δεν είμαι χαρισματική! Αυτό δεν είναι χάρισμα, αυτό είναι κατάρα!" Της είπα και κοίταξε το πάτωμα. "Και θα βγω έξω! Τώρα φύγε να ντυθώ!" Της είπα και έφυγε. Θέλει να βγω; Οκ θα βγω, θα πάρω τηλέφωνο και την Άννα. Μετά από 3 ντριν το σήκωσε.
"Βρε βρε βρε κοίτα ποιά ξύπνησε από τον λίθαργό της!" Είπε ειρωνικά.
"XA-XA-XA πολύ αστείο. Θες να βγούμε το βράδυ;"
"Το συνηθισμένο;" Πώς με ξέρει.
"Πάντα" Της είπα και το κλείσαμε.
Έκανα μπάνιο, βγήκα και φόρεσα ένα μακρύ φόρεμα με σκίσιμο μπροστά που ξεκινάει από το μπούτι ψηλά μέχρι κάτω στο πόδι μπροστά. Έβαλα μάσκαρα, eyeliner, μολύβι και ένα σκούρο μωβ κραγιόν και όταν τελείωσα ίσιωσα τα μαλλιά μου. Όταν τελείωσα και με τα μαλλιά μου άκουσα το κουδούνι και μετά την πόρτα του δωματίου μου.
"Μπες." Είπα και μπήκε μέσα μια Άννα κούκλα.
Φόραγε ένα στενό μακρύ φόρεμα μέχρι τον αστράγαλο και μαύρες γόβες.
"Καλά είσαι θεά!" Μου είπε και είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
"Γιατί εσύ πας πίσω;" της απάντησα.
"Είσαι έτοιμη να φύγουμε;" Με ρώτησε και έπιασα τις κόκκινες γόβες μου που σχηματίζει το λουράκι τους ενα 'Χ' και δένουν στον αστράγαλο. Τις φόρεσα έπιασα το τσαντάκι μου και σηκώθηκα.
"Έτοιμη!" Είπα και κατεβήκαμε και μπήκαμε στο αμάξι της.
Πήγαμε στο αγαπημένο μας μπαράκι που λέγεται Κάρμα και μπήκαμε μέσα.
Έπαιζε δυνατά μουσική όλη την ώρα. Εγώ χόρευα με όποιον έβρισκα μπροστά μου και ήπια ότι υπήρχε στο μπαρ. Κατά τις 5:00 ήρθε η Άννα.
"Πρέπει να φύγουμε Βάλερι."
"Πήγαινε στο αμάξι και έρχομαι." Της είπα και είπα στον άντρα που χόρευα μαζί του "Πρέπει να φύγω."
"Θα σε πάω μέχρι έξω." Μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. Ήταν γλυκούλης οπότε συμφώνησα.
Προχωρήσαμε προς τα έξω και μόλις περάσαμε την πόρτα με κοιτάει και μου άπλωσε το χέρι του ενώ είπε. "Αντρέας."
"Βάλερι." Είπα και του έδωσα το δικό μου χέρι και το φίλησε.
"Θες να μου δωσεις το τηλέφωνο σου άμα είναι να σε πάρω να βρεθούμε καμιά φορά;" Είπε ενώ κοίταζε το πάτωμα και είχε κοκκινίσει. Ο θεέ μου ήταν τόσο γλύκας που ήθελα να τον φιλήσω.
"Φυσικά, έχεις στυλό;" του είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και έβγαλε ένα στυλό α απόπο την τσέπη του και μου τον έδωσε.
Πήρα το στυλό και έγραψα το κινητό μου στο χέρι του.
"Πάρε με." Του είπα και εφυγα. Όταν έφτασα στο αμάξι ήμουν πολύ χαρούμενη.
"Πού ήσουν τόση ώρα; Λίγο ακόμα και θα ερχόμουν να σε ψάξω!" μου είπε και μετά από λίγο με κοίταξε καλύτερα και συνέχισε "Όπα όπα τί έγινε Βαλ; Έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά! Πώς και ετσι;"
"Θυμάσαι τον τύπο που χορεύαμε μαζί στο τέλος;"
"Ναι" Μου απάντησε και της είπα ότι συνέβη. Όταν τελείωσα ξεκίνησε το αμάξι και πήγαμε στο σπίτι μου. Φυσικά και η Άννα κοιμήθηκε στο σπίτι μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top