Κεφάλαιο 6
Το τραγούδι είναι το I hate you I love you, για όσους δεν το ξέρουν!!! 😘 😘 😘
Αυτή η απότομη αλλαγή του Σήφη με έχει ξαφνιάσει πολύ.
Η αλλαγή βέβαια είναι προς το καλύτερο, αλλά πάλι ξαφνιάζει!!! Βασικά δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει ένα αγόρι να νοιάζεται για μένα, αλλά όχι αυτός.
Μετά από λίγο φύγαμε από την καφετέρια και πήγαμε μια βόλτα στο κέντρο. Εκεί που περπατούσαμε βλέπω να έρχεται από μακριά ο κολλητός του Σήφη. Αυτόματα λέω στην Μάρθα:
Εγώ: Για δες. Καλός τα παιδιά., της το είπα ψιθυριστά και έτσι δεν με άκουσε.
Άλεξ: Γειά σας όμορφες, λέει αγκαλιάζοντας την Μάρθα και συνέχισε, θέλετε να έρθετε εκεί που είμαστε με τα παιδιά;
Εγώ: Που είστε δηλαδή;
Άλεξ: Εκεί πιο πέρα στα μπιλιάρδα. Θα έρθετε;
Μάρθα: Ας πάμε αφού δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε.
Εγώ: Καλά αλλά θα φύγουμε νωρίς.
Μάρθα: Οκ.
Έτσι ακολουθήσαμε τον Άλεξ και μας πήγε εκεί που ήταν οι υπόλοιποι. Όμως όπως μπήκαμε μέσα είδα στην άλλη γωνία, τον Σήφη να μιλάει με μια κοπέλα και τα πήρα στο κρανίο χωρίς λόγο. Γιατί γαμώτο, τι μου συμβαίνει; Τέλος πάντων αφού μπήκαμε μέσα και μας είδε, άφησε την άλλη και ήρθε στην παρέα. Κάποια στιγμή με πλησιάζει και μου λέει:
Σήφης: Εσύ μωρό μου με θες; Εγώ: Βρε δεν πας στο διάλο λέω εγώ;, λέω και του δίνω ένα δυνατό χαστούκι. Δεν ξέρω τι είχε γίνει και με ρωτούσε αλλά μου έσπασε τα νεύρα. Μετά από αυτό απομακρύνθηκε, ευτυχώς. Είχε πιει πολύ και δεν ήθελα να είναι κοντά μου. Μετά από λίγο πήγα και έκατσα σε ένα σκαμπό στο μπαρ και παράγγειλα κάτι να πιω τότε ήρθε ο Σήφης δίπλα μου και έκατσε παράγγειλε έναν καφέ μπας και ξεμεθύσει.... αλλά που.
Σήφης: Γιατί κάθεσαι μόνη σου;
Εγώ: Γιατί προσπαθώ να ηρεμήσω τα νεύρα μου αλλά δεν μπορώ.
Σήφης: Γιατί;
Εγώ: Γιατί είσαι εδώ και όσο πας, μου σπας πιο πολύ τα νεύρα και δεν μπορώ να ηρεμήσω. Αλλά μου αρέσει να έχω παρέα οπότε κάτσε.
Τότε ήρθε το ποτό μου και πίνοντας μια γουλιά συνέχισα:
Εγώ: Για πες τα νέα σου.
Σήφης: Τίποτα το φοβερό και τρομερό.
Εγώ: Και εγώ μια από τα ίδια. Σήφης: Είμαι κι εγώ αλλά είσαι και εσύ.
Εγώ: Τι είμαι εγώ;
Σήφης: Τίποτα!!!, είπε με λίγο φόβο μην καταλάβω. Αλλά έλα που εγώ καταλάβαινα καλά τους μορφασμούς που έκανε, απλά δεν ήθελα να το συνεχίσω.
Εγώ: Οκ. Ότι πεις.
Άλεξ: Οπ. Τι κάνετε εδώ πουλάκια μου;
Σήφης+Εγώ: Τι;;; Ούτε καν. Όχι.
Εγώ: Συγνώμη, λίγη σου πέφτω;
Σήφης: Φυσικά. Τα έχω φτιάξει και με πιο κουκλάρες από σένα..., λέει και φεύγει με τον κολλητό του. Μετά από λίγο έρχεται η Μάρθα προς το μέρος μου και με ρωτάει τι έγινε. Εγώ απορροφημένη από τις σκέψεις μου δεν την άκουγα. Τότε με σκούντησε προκειμένου να μου τραβήξει την προσοχή. Εγώ τινάγομαι αμέσως και τη ρωτάω τι συμβαίνει. Εκείνη μου είπε ότι δεν την άκουγα και με σκούντησε.
Εγώ: Καλά πας καλά; Κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή. Με τρόμαξες.
Μάρθα: Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Συγνώμη.
Εγώ: Οκ. Αλλά μην το ξανακάνεις.
Μάρθα: Οκ. Τώρα θα μου πεις τι σκεφτόσουνα και ήσουν τόσο απορροφημένη;
Εγώ: Που να σου εξηγώ φιλενάδα. Αν σου πω δεν θα με πιστεύεις.
Μάρθα: Δοκίμασε με!!!!
Εγώ: Τον Σήφη.
Μάρθα: Όπα φιλενάδα. Αυτό είναι σοβαρό.
Εγώ: Καλά, χαλάρωσε. Δεν τον σκέφτομαι όπως το λες. Όχι με τίποτα. Απλά σκεφτόμουν την αλλαγή, προς το καλύτερο βέβαια, αλλά...
Μάρθα: Τι άλλα...
Εγώ: Δεν ξέρω. Είναι συμπαθητικός έτσι.
Μάρθα: Όχι φιλενάδα. Όχι τον Σήφη. Όχι αυτόν., είπε η κολλητή μου με ένα θλιμμένο ύφος.
Εγώ: Μα δεν είπα καν ότι μου αρέσει.
Μάρθα: Τότε;
Εγώ: Απλά την αλλαγή σκέφτομαι χαλάρωσε.
Μάρθα: Οκ. Θα τα πούμε σε λίγο γιατί έχω κλείσει ραντεβού με τον Άλεξ στο μπάνιο.
Εγώ: Οκ. Προσοχή.
Μάρθα: Ξέρω.
Μόλις έφυγε η κολλητή μου με τον Άλεξ, ήρθε ένας βλάκας και έκατσε δίπλα μου χωρίς να τον ξέρω και με ρωτούσε διαφορά:
Ξένος: Πως σε λένε;
Εγώ: Κάπως.
Ξένος: Γιατί μου το παίζεις δύσκολη;
Εγώ: Γιατί έτσι γουστάρω. Υπάρχει πρόβλημα;
Ξένος: Μεγάλο. Θες να το λύσουμε μαζί;
Εγώ: Όχι να μου λείπει.
Ξένος: Γιατί δεν περνάς καλά μαζί μου;, με ρώτησε και ήρθε πιο κοντά μου εγώ αϊδίασα και πήγα να απομακρυνθώ, λέγοντας του καληνύχτα, αλλά με τράβηξε. Είχε πιο πολύ δύναμη από μένα με αποτέλεσμα να με πονέσει και να βγάλω μία κραυγή.
Εγώ: Αου. Με πονάς.
Ξένος: Δεν σε ρώτησα.
Με τραβούσε και με έβγαλε έξω. Όσπου με άφησε και τότε τον νοιώθω να μου χαηδεύει την πλάτη με αποτέλεσμα να ανατριχιάσω. Με πλησιάζει και πάει να με φιλίσει αλλά εγώ το αποφεύγω. Μα αυτός συνεχίζει ακάθεκτος, τις προσπάθειες να με φιλίσει, χωρίς αυτές να αποβούν κερδοφόρες. Τότε βλέπω κάποιον μέσα στο σκοτάδι και στην συνέχεια εμφανίζονται άλλοι δύο, αριστερά και δεξιά από εκείνον και έρχονται προς το μέρος μας. Μόλις κατάλαβα ότι αυτοί οι τρεις ήταν ο Σήφης και οι δύο σωματοφύλακες, ο Άλεξ και ο Γιάννης, άρχισα να χτυπάω όσο μπορώ τον βλάκα που με έφερε έξω, με όση δύναμη μπορούσα προκειμένου να καταλάβουν ότι με ενοχλεί. Τότε οι τρεις σωματοφύλακες επιτάχυναν το βήμα τους και βρέθηκαν σε λίγα δευτερόλεπτα κοντά μας. Άρχισαν να τον χτυπάνε και τον έριξαν στο πάτωμα.
Εγώ: Σήφη αφήστε τον. Εντάξει τώρα. Σε παρακαλώ.
Σήφης: Μόνο επειδή μου το ζητάει εκείνη ρεμάλι., του είπε στο αυτί θεωρώντας ότι δεν θα το άκουσω. Όμως το άκουσα χωρίς να πω τίποτα για να το συνεχίσω. Μετά ήρθε κοντά μου, που καθόμουν σε ένα παγκάκι πιο πέρα, και αφού έφυγαν οι άλλοι δύο, μου έπιασε το χέρι, με κοίταξε τρυφερά στα μάτια και μου είπε για να με ηρεμήσει:
Σήφης: Εντάξει τώρα ηρέμησε.
Εγώ: Ε, ήρεμη είμαι?!, είπα κοιτάζοντας το χέρι μου που το είχε σφίξει μέσα στο δικό του.
Σήφης: Συγνώμη τότε., είπε και τράβηξε απότομα το χέρι του από το δικό μου.
Εγώ: Όχι δεν με πειράζει., του είπα και πήρα το χέρι του και το έβαλα πάνω στο δικό μου. Νομίζω ότι ένιωσε μια αμηχανία γιατί δεν το είχα ξανακάνει. Αλλά ούτε εγώ πήγαινα πίσω. Ένιωθα ότι θα έσπαγε η καρδιά μου από την ταχυπαλμία και το άγχος, αλλά μετά από λίγο ηρέμησα. Τότε συνηδητοποίησα ότι είχαμε έρθει πολύ κοντά και κάποια στιγμή με κοιτούσε στα μάτια και με πλησίαζε. Όταν πλέον ήμασταν σε απόσταση αναπνοής, κοιτούσε μία τα χίλια μου και μία τα μάτια μου. Με πλησίασε και με φίλισε. Το φιλί του μου άρεσε πολύ. Ήταν σαν να το περίμενα καιρό. Αλλά μόλις κατάλαβε τι συναίβεναι απομακρύνθηκε και μου είπε πολύ σιγά, σχεδόν δεν το άκουσα:
Σήφης: Συγνώμη. Δεν το ήθελα. Έγινε απλά. Συγνώμη.
Εγώ: Οκ. Αλλά πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε., του λέω και χωρίς να τον άφησα να μιλήσει, παίρνω την τσάντα μου και φεύγω. Μπαίνοντας στο μαγαζί, βλέπω την κολλητή μου να σαλιαρίζει με τον Άλεξ. Για να μην της το χαλάσω την άφησα εκεί και έφυγα για το σπίτι. Καθώς περπατούσα σκεφτόμουν το φιλί μου με τον Σήφη. Όπως ήμουν λοιπόν αφηριμένη και περπατούσα, άκουσα έναν ήχο μα δεν έδωσα σημασία. Μετά από λίγο ο ίδιος ήχος. Μόνο που ήταν σαν να με παρακολουθούν. Συνέχισα να μη δίνω σημασία όσπου μπήκα στο σπίτι. Πήγα στο δωμάτιό μου και άλλαξα. Μετά που έφαγα έκανα ένα μπάνιο και πήγα στο δωμάτιό μου και έβαλα καθαρά ρούχα. Μόλις βγήκα έξω, χτύπησε το κουδούνι.
Εγώ: Ποιός είναι;, ρωτάω
Μάρθα: Εγώ ρε άνοιξε.
Εγώ: Ποιός εγώ;
Μάρθα: Θυμάσαι κάποτε που είχες μια κολλητή που την άφησες και έφυγες;
Εγώ: Α εσύ είσαι; , είπα με ανακούφιση.
Μάρθα: Γιατί; Περίμενες κάποιον;, μου είπε και πέρασε μέσα.
Έκατσε και είδαμε ταινία και τις είπα όλα με αποτέλεσμα να ενημερώσει τους γονείς της ότι θα μείνει στο σπίτι μου απόψε. Της τα είπα όλα και μου είπε να κάνω ότι θέλει η καρδιά μου. Το βράδυ που ξαπλώσαμε σκεφτόμουν συνέχεια αυτόν. Απορώ τι με έχει πιάσει και δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου. Που θα πάει όμως θα τα καταφέρω.
Γειά σας κορίτσια. Εδώ είμαι πάλι ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο αυτό γιατί εγώ το λάτρεψα. Αν θέλετε πατήστε το αστεράκι κάτω αριστερά και σχολιάστε μου αν δεν σας αρέσει κάτι στην ιστορία μου. Τι νομίζετε ότι θα γίνει ανάμεσα στην Κωνσταντίνα και στον Σήφη; Θα τα φτιάξουν; Τι λέτε;
Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο!!! Πολλά φιλιά 😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top