Κεφάλαιο 10

Με ξαναφίλισε και μπήκαμε μέσα, συνεχίζοντας τον χορό μας. Όταν το τραγούδι τελείωσε, είπα του Σήφη να φύγουμε γιατί ήμουν λίγο κουρασμένη. Αυτός δέχθηκε με την πρώτη και φύγαμε φυσικά.

Μετά από λίγη ώρα, φτάσαμε στο σπίτι μου. Τον καληνύχτησα και μπήκα μέσα. Όμως καθώς άνοιξα το φως, αντίκρισα ένα άλλο σπίτι. Δεν είναι δικό μου αυτό το σπίτι, με τίποτα.

Ανοίγοντας τα φώτα, βλέπω ένα χάος. Πεταμένα τα πράγματά μου στο πάτωμα, τα μαξιλάρια από τους καναπέδες, πεταμένα παντού και γενικά όλο το σπίτι είναι άνω κάτω. Κάποια στιγμή ακούω κάτι θορύβους και σβήνω τα φώτα, παίρνω τα πράγματά μου και βγαίνω έξω. Βλέπω όμως ότι Σήφης έχει φύγει. Τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω να έρθει.

Σε λίγο ήταν μαζί μου. Εγώ είχα κάτσει στα σκαλιά και έκλαιγα. Ήρθε κοντά μου, με πήρε αγκαλιά και μου είπε να ηρεμήσω.
Εγώ: Τι να ηρεμήσω; Μπορώ; Δεν έχω ξαναπέσει θύμα κλοπής.
Σήφης: Βγήκε κάνεις από το σπίτι;
Εγώ: Όχι. Αν είχε βγει εδώ θα ήμουνα;
Σήφης: Σωστά. Περίμενε εδώ. Εγώ: Τι θα μπεις μέσα;
Σήφης: Εμ ναι.
Εγώ: Πρόσεχε
Σήφης: Προσέχω μωρό μου ηρέμησε.

Μπήκε μέσα σιγά σιγά και ανέβηκε πάνω. Όμως δεν ήταν κάνεις. Εγώ τον ακολουθούσα με ένα τηγάνι στο χέρι και χωρίς να κάνω θόρυβο. Βρήκαμε ένα σημείωμα που έγραφε:

<< Αν συνεχίσεις έτσι, θα γίνουν χειρότερα...
Ανώνυμος!!!>> Άρχισα να τσιρίζω τρομαγμένη. Ο Σήφης με πήρε αγκαλιά για να με καθησυχάσει και να ηρεμήσω. Η αλήθεια είναι ότι ηρέμησα αρκετά και μου είπε να κοιμηθώ στο σπίτι του για απόψε. Εγώ δέχτηκα αφού φοβόμουν να κοιμηθώ μόνη μόνη μου και μάλιστα στο σπίτι μου μετά από αυτό. Οπότε πήγαμε σπίτι του. Σε λίγο είχαμε φτάσει. Ήταν τέλειο. Το πιο όμορφο σπίτι που έχω δει.

Ήταν δυόροφο και μεγάλο. Είχε έναν μικρό κήπο και γκαράζ. Μέσα ήταν επίσης τέλειο.

Τέλος πάντων μπήκαμε μέσα και τον ρώτησα:
Εγώ: Κάτι άσχετο. Είχες διαβάσει για αύριο; 
Σήφης: Ωχ δεν πρόλαβα αλλά δεν πειράζει. Πάω να σου στρώσω.

Έτσι έφυγε και με άφησε μόνη μου. Εγώ κοιτούσα το σπίτι μέχρι που φώναξε να πάω. Κοιμηθήκαμε νωρίς γιατί το πρωί είχαμε σχολείο.

Ξύπνησα και δεν είδα το σπίτι μου. Θυμήθηκα σιγά σιγά τι έγινε και σηκώθηκα. Ο Σήφης είχε ήδη ξυπνήσει και έτρωγε. Του ζήτησα να με πάει στο σπίτι μου για να πάρω την τσάντα μου και συμφώνησε.

Σε λίγο είχαμε φτάσει. Το σπίτι δυστυχώς ήταν έτσι όπως το αφήσαμε. Πήρα την τσάντα μου και μπήκα στο αμάξι του.

Σε λίγα λεπτά είχαμε φτάσει στο σχολείο. Όταν μπήκαμε στην τάξη για να αφήσω την τσάντα μου είδα ένα κορίτσι να κάθεται δίπλα στην θέση μου και να κλαίει. Πήγα κοντά της και την ρώτησα:
Εγώ: Πως σε λένε; , την ρωτάω και γυρνάει και με κοιτάει.
?: Άννα.
Εγώ: Πολύ ωραίο όνομα και πολύ ωραία μάτια για να κλαίνε. Τι έγινε; 
Άννα: Τπτ απλά είναι κάτι πολύ προσωπικό μου και επειδή είμαι καινούργια θέλω να σας γνωρίσω λίγο καλύτερα.
Εγώ: Εντάξει!!! Το σέβομαι. Πάντως εγώ στο λέω, αν θέλεις έλα να κάνουμε παρέα ούτως ή άλλως είμαι εγώ και ένα κορίτσι.
Άννα: Οκ. Δεν έχω πρόβλημα. Εγώ: Τέλεια. Το διάλειμμα εδώ.
Άννα: Οκ!!!

Είμαι απαράδεκτη πραγματικά. Ότι και να πείτε έχετε δίκιο. Αλλά δεν προλαβαίνω δυστυχώς γιατί είχα διάβασμα. Δεν ξέρω πότε θα ανέβει το επόμενο. Οπότε μέχρι τότε φιλάκια!!! 😘

551 λέξεις ( μαζί με αυτά)...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top