Κεφάλαιο 9: Το εκρού του νεκρού (μέρος 5)


«Ο-ορκίζομαι ότι δεν κατάλαβα πώς έγινε... ε-ε-εγώ δε-δεν... Δεν είμαι έτσι εγώ, σωστά;», μουρμουρίζω περνώντας τα κυρτωμένα μου δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά μου, σπρώχνοντάς τα πίσω, απομακρύνοντάς τα από το συνοφρυωμένο μου πρόσωπο. «Δεν ξέρω τι με έπιασε, ειλικρινά. Την μια στιγμή έκανα να φύγω και την επόμενη... την επόμενη απλώς γύρισα και άρχισα να την χτυπάω. Και δεν σταμάτησα μετά τα πρώτα χτυπήματα. Ή-ήμουν σε αμόκ. Κανονικότατα», παραδέχομαι αναστατωμένη.

Μέσα από την φρενίτιδα της ημέρας μου, έχω καταφέρει να βρω ένα μικρό κι απρόσμενο καταφύγιο στο αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις. Αυτή η ψυχρή αίθουσα με το αψιδωτό ταβάνι και τα μεγάλα γοτθικά παράθυρα ήταν μέχρι πρόσφατα ένα στοιχειωτικό μέρος στη συνείδηση μου, ένας τόπος οργής και πόνου και κατάφορης αδικίας. Είναι, όμως, και το μέρος όπου βρίσκεται ο μοναδικός μου φίλος, ο Κάι Γκρίνγουντ. Εδώ μπορώ να είμαι μαζί του κι αυτό αλλάζει κάπως τα πράγματα.

Στέκομαι μπροστά από το κομοδίνο που υπάρχει στο πλάι του νοσοκομειακού ράντζου του Κάι και πασπατεύω ένα ραγισμένο βάζο, το οποίο έχω γεμίσει με ένα μάτσο μαργαρίτες από το προαύλιο του ιδρύματος. Τις έκοψα όπως ερχόμουν κατά 'δω. Του χρωστούσα ένα μπουκέτο με λουλούδια του Κάι, ακόμα και εάν αυτό ήταν λειψό, χωρίς να αποτελείται από ολάνθιστες τσουκνίδες και εντυπωσιακό περιτύλιγμα λιγδιασμένης λαδόκολλάς από την κουζίνα. Το δικό μου αρκείται σε λίγες λευκές μαργαρίτες. Αυτό είναι όλο.

«Έπρεπε να με δεις, Γκρίνγουντ», συνεχίζω να λέω με ένα άκεφο γέλιο, πνιχτό και πικρό σαν βήχα. «Έπεσα στην μάχη σε όλο μου το μεγαλείο. Και δεν ήταν ένας γυναικείος διαπληκτισμός, τύπου γατοκαβγάς, αυτός στον οποίο αναμείχτηκα. Όχι, το σημερινό δεν αποτελούνταν από μαλλιοτραβήγματα και φτηνά χαστούκια, γρατζουνίσματα και στριγκλιές υστερίας. Το σημερινό ήταν κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο άγριο και ξέφρενο και βίαιο και βάρβαρο και... κτηνώδες. Ήμουν ασταμάτητη, και παρόλο που περίμενα ότι θα σταματούσα ξαφνικά, ότι θα με μπλόκαρε κάποιος φόβος ή κάποιος ηθικός φραγμός ή κάτι... δεν συνέβη». Τα χέρια μου χώνονται ανάμεσα στα λευκά ανθοπέταλα, τα τραβάνε ελαφρώς, μαδάνε και κόβουν μερικά. Οι μικρές νευρικές κινήσεις μου δεν έχουν νόημα, δεν έχουν λογική, είμαι απλά απορροφημένη απ' όσα έγιναν. «Τίποτα δεν με σταμάτησε», του μαρτυράω. «Υ-υποσυνείδητα ήξερα και η ίδια ότι έπρεπε να σταματήσω, ότι αυτό που έκανα δεν ήταν σωστό, ότι το μίσος μέσα μου αντιδιαστελλόταν με τη διδασκαλία της εκκλησίας, με το αγαπάτε αλλήλους και τα σχετικά, μα δεν μπορούσα να χαλιναγωγήσω τα συναισθήματά μου. Ή-ήταν αδύνατο. Παρόλο που καταλάβαινα ότι έκανα κάτι κακό, ότι έπρεπε να σταματήσω, δεν ένιωσα κακιά κάνοντάς το. Ένιωσα δυνατή. Και ένιωσα καλά με αυτή την απρόσμενη δύναμη. Σαν να μου ταίριαζε απολύτως, σαν να ήταν πάντοτε δική μου και να 'πρεπε ν' απλώσω το χέρι μου και να την αδράξω. Παρεμπιπτόντως», προσθέτω με μια ελαφρώς πιο εύθυμη νότα στην φωνή μου. «Αδράττω σημαίνει παίρνω, ΟΚ; Οπότε μην αρχίσεις να με ρωτάς».

Αλλά όπως είναι αναμενόμενο, δεν ρωτάει, δεν αντιμιλάει, δεν βγάζει κιχ. Ο Κάι εξακολουθεί να είναι αναίσθητος, ξαπλωμένος στο λευκό νοσοκομειακό ράντζο του, που έχει αρχίσει να μοιάζει πιο πολύ με ανοιχτό μαυσωλείο παρά με κρεβάτι. Το ίδιο του το πρόσωπο δείχνει πελιδνό και παγωμένο σαν να έχει εξατμιστεί κάθε ικμάδα ζωής και ζεστασιάς από μέσα του. Έχει το χρώμα του Ζίρο, το εκρού του νεκρού. Είναι παράξενο. Από την μια δείχνει αδύναμος και από την άλλη μοιάζει να βελτιώνεται, κάπως, όχι επαρκώς. Αν και οι άκαμπτοι, γύψινοι σωλήνες που τύλιγαν τα σπασμένα του άκρα παλιότερα έχουν πια αφαιρεθεί, το κορμί του παραμένει τρομακτικά δύσκαμπτο, νεκρικά ακίνητο. Γιατί; Γιατί δεν έχει συνέλθει ακόμα; Γιατί δεν έχω ακούσει κάτι ενθαρρυντικό για την κατάστασή του; Γιατί δεν έχει επιστρέψει σε 'μένα; Τον θέλω πίσω, μα δεν μπορώ να τον έχω. Παρότι τα περισσότερα από τα εξαρτήματα και τα καλώδια που τον στήριζαν έχουν φύγει, παρότι οι ζωτικές του λειτουργίες μοιάζουν να επανέρχονται αργά μα σταθερά στο φυσιολογικό τους, ο Κάι δεν ξυπνάει. Τα μάτια του είναι κλειστά, σφαλισμένα πίσω από ακίνητα βλέφαρα, το στέρνο του ανεβοκατεβαίνει απειροελάχιστα και μια πεταλούδα τσιμπάει τη φλέβα στο εσωτερικό του καρπού του και δεν λέει να τον αφήσει.

Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν.

Όπως κάτι δεν πάει καλά και με 'μένα.

Τον πλησιάζω ακόμα περισσότερο και παίρνω το χέρι του στο δικό μου με κινήσεις που ξεχειλίζουν από ευαισθησία και απαλότητα και τρυφερότητα και προσοχή. Τον κρατάω και εύχομαι ολόψυχα να μπορέσει να με κρατήσει και αυτός, να μπορέσει να κινηθεί έστω και απειροελάχιστα, να μου ασκήσει μια μικρή πίεση με τ' ακροδάχτυλά του, να μου δώσει ένα σημάδι ότι είναι ακόμα εδώ. Αλλά δεν το κάνει, δεν μπορεί να το κάνει. Λέω στον εαυτό μου ότι δεν πειράζει, μια από αυτές τις μέρες θα βρει την δύναμη να κάνει αυτό που αδυνατεί για την ώρα. Και όταν αυτό συμβεί εγώ θα είμαι εδώ, στο πλευρό του. Ως τότε, μπορώ μονάχα να συνεχίσω να τον κρατάω, να του μιλάω και να ελπίζω.

«Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, Κάι...», αναστενάζω. «Δεν μπορώ να αποφασίσω εάν χάνω τον εαυτό μου ή εάν τον βρίσκω. Εάν βρίσκω έναν εαυτό που δεν ήξερα πως έχω. Ταλανίζομαι. Από την μια σκέφτομαι ότι έκανα κάτι φρικτό, κάτι ασυγχώρητο. Χτύπησα έναν συνάνθρωπο μου, ναι, σύμφωνοι, χτύπησα έναν συνάνθρωπο που είναι ουσιαστικά μια μύξα σε δυο πόδια, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την πράξη μου. Δεν αναιρεί το μένος μου που με οδήγησε να της επιτεθώ με ένα κομμάτι σίδερο, να την πληγώσω, να διαλύσω το πρόσωπό της και να λερώσω το πάτωμα με το αίμα της...»

Θυμάμαι στιγμιαία το βαθυκόκκινο ψηφιδωτό από πορφυρές αιμάτινες σταγόνες που δημιούργησα με την οργή μου, με την μανία μου. Θυμάμαι την αρρωστημένη γοητεία που μου προκάλεσε ως θέαμα. Θυμάμαι ότι έπρεπε να πιέσω τον εαυτό μου να απομακρύνει το βλέμμα... Από πού είχε προέλθει αυτό; Αυτή η αιμοδιψής πτυχή, αυτή η πολεμοχαρής έκφανση μου; Δεν ξέρω... Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα...

«Από την άλλη πλευρά», λέω, ενώ νιώθω να διχάζομαι. «Σκέφτομαι ότι έκανα αυτό που ήταν αναγκαίο, απαραίτητο, έκανα κάτι ζωτικής σημασίας. Ο Ζίρο θα είναι περήφανος... Α, ναι, σωστά. Δεν έχεις γνωρίσει τον Ζεέρνεμποχ. Θ' αναρωτιέσαι, λοιπόν, ποιος είναι. Είναι...» Σε αυτό το σημείο κάνω ασυναίσθητα μια μικρή παύση, καθώς αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολο είναι να εκφράσω με δυο λόγια ποιος είναι ο Ζίρο. «Είναι το φάντασμα ενός αγοριού που δολοφονήθηκε εδώ μέσα. Ξέρω τι θα σκέφτεσαι τώρα: Δεν είναι αναμορφωτήριο αυτό, η ζώνη του λυκόφωτος είναι... Στοιχειά, δαίμονες, φαντάσματα, πολέμιοι του υπερφυσικού, ο Νόα Ίστμαν που φέρνει πιότερο σε ζόμπι ή μούμια παρά σε έμβιο ον. Τι έχει σειρά; Ένας στρατός από Γκρέμλινς; Διόλου απίθανο... Τέλος πάντων, πίσω στο θέμα μας. Ο Ζεέρνεμποχ δολοφονήθηκε από τον Γκρίφιν και τους Αθληταράδες και έκτοτε περιφέρεται στο ίδρυμα γυρεύοντας εκδίκηση, σαν την αλλοπρόσαλλη, ροκ, σέξι και άκρως μοχθηρή δίμετρη εκδοχή του Stewie από το Family Guy. Έχεις δει ποτέ Family Guy;», ρωτάω, όσο σκέφτομαι την εικόνα που έχω μόλις αποτυπώσει λεκτικά. Είναι ακριβής; Είναι ο Ζίρο; Προσπαθώ να επιλέξω τις κατάλληλες λέξεις, τις πιο αντιπροσωπευτικές, μα δεν τα καταφέρνω, έως ότου παύω να υπεραναλύω νοερά τον κάθε πιθανό χαρακτηρισμό. Όταν αφήνομαι στις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, οι λέξεις βρίσκουν έναν τρόπο να ειπωθούν, να ακουστούν όπως οφείλουν.

Μιλάω στον Κάι, και παρόλο που δεν πιστεύω ότι μπορεί να με ακούσει, η παρουσία του και μόνο κι η αίσθηση του χεριού του ανάμεσα στα δικά μου μου χαρίζει μια πολυπόθητη παρηγοριά. Με κάνει να νιώθω ανάλαφρη, σαν να μοιράζομαι κατά κάποιον τρόπο το βαρύ φορτίο που με συνθλίβει, σαν να παύω να κρατώ ενοχικά μυστικά και αυτοκατηγορίες. Του εξηγώ τα πάντα για τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, για την ιστορία του, τη ζωή του και την επιρροή που αυτή έχει πλέον πάνω στην δική μου ζωή. Του ανοίγομαι για τα Μαθήματα Φόνων, την εξουθενωτική εκπαίδευση και όλες τις θυσίες που έχω κληθεί και καλούμαι ως τώρα να κάνω, για το πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα για εμένα, για την σχέση μου με τον νεκροζώντανο μου μέντορα και τον στόχο μας που δεν είναι άλλος από τον πόλεμο μέχρι τελικής πτώσης ενάντια στους δυνάστες, τους τυράννους, τους κακούργους. Του λέω ότι θα τελειώσουμε ολοκληρωτικά τον ατέρμονο κύκλο της βίας. Ότι θα επιφέρουμε την αλλαγή που επιθυμούμε να δούμε στον κόσμο, ότι θα γίνουμε εμείς οι ίδιοι αυτή η αλλαγή. Εγώ θα γίνω. Έχει φτάσει ο καιρός.

«Και όταν αυτό συμβεί, όταν η αποστολή επιτευχθεί, αν», προσθέτω βιαστικά. «Αν επιτευχθεί, τότε όλοι οι δεσμοί του Ζεέρνεμποχ με αυτόν τον κόσμο, με εμένα, θα αποκοπούν μεμιάς. Και θα τον χάσω. Για πάντοτε. Και τι θα μου απομείνει εμένα τότε, εκτός από ένα αμαυρωμένο ποινικό μητρώο και μια καρδούλα σμπαράλια; Τίποτα. Για αυτό πρέπει να ξυπνήσεις εσύ, Γκρίνγουντ. Επέστρεψε και θα δεις πώς θα φτιάξουν όλα και πάλι, θα αράζεις μαζί μου, θα κάνεις τα τσιγαράκια σου, τις ντάγλες σου, θα πετάς τις κοτσάνες σου και θα είσαι αναντικατάστατος, όπως πάντα, η μικρή μου ελαφρόπετρα. Γύρνα! Διαφορετικά δεν ξέρω και 'γω τι θα κάνω... Θα αφήσω τους Μετανοημένους να με προσηλυτίσουν και να μου φορέσουν κάποιο από τα απαίσια πουλόβερ τους ή θα πιάσω κολλητηλίκια με τις Λατίνες και θα αντικαταστήσω το πουλοβεράκι με παγέτες και σαχλές πούλιες και πούπουλα, ή εναλλακτικά, θα κάνω καμιά παρτούζα με την Νιβ και τον Νέιθαν ή... ή... Βασικά αυτά είναι αρκετά τραγικά, νομίζω φτάνουν για να σε κάνουν να καταλάβεις πόσα διακυβεύονται εδώ πέρα. Απλά σκέψου το. Σκέψου τι θ' απογίνω χωρίς εσένα. Θεέ μου, τι ξεπεσμός!», καταλήγω χαχανίζοντας με το ίδιο βραχνό γέλιο που ηχεί παράταιρο κι επώδυνο σαν επιθανάτιος ρόγχος. Όταν ο ήχος κοπάζει και σοβαρεύομαι ξανά, στρέφομαι και πάλι στον Κάι Γκρίνγουντ. «Το εννοώ, ξέρεις... Σε χρειάζομαι. Έλα πίσω σε μένα. Σε παρακαλώ...»

Προτού αφήσω το Αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις πίσω μου, χωρίς να ξέρω πότε και εάν θα μπορέσω να επιστρέψω, αποφασίζω να πραγματοποιήσω μια ακόμη σύντομη επίσκεψη σε μια από τους ενοίκους του. Την Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν.

Το κοριτσάκι κείτεται πάνω στο ψυχρό, νοσοκομειακό ράντζο του σαν μια μικροσκοπική, σπαραξικάρδια εκδοχή της Ωραίας Κοιμωμένης για ένα ανυπολόγιστα μεγάλο χρονικό διάστημα. Μοιάζει να κοιμάται, όμως δεν είναι έτσι. Δεν μπορεί να ξυπνήσει, βρίσκεται παγιδευμένη στον λήθαργο. Να 'ναι άραγε προτιμότερο κάτι τέτοιο; Να 'ναι καλύτερα έτσι; Το κώμα την κρατάει μακριά από την πραγματικότητα, είναι, όμως, μια πραγματικότητα που περιλαμβάνει τον χειρότερο της εφιάλτη, τον Γκρίφιν Σέιγουορθ. Ίσως να είναι καλύτερα σε καταστολή, εκεί ο Γκρίφιν δεν μπορεί να την φτάσει, δεν μπορεί να την βλάψει ξανά. Είναι... ασφαλής.

Μην την καρδιά μου να σφίγγεται απ' την θλίψη, την πλησιάζω και στέκομαι πάνω απ' το προσκέφαλό της. Την κοιτάζω. Το δέρμα της είναι νεκρικά ωχρό και τόσο λεπτό κι εύθραυστο που από κάτω του αχνοφαίνονται γκριζογάλανα τα φλεβικά της μονοπάτια. Η διάφανη επιδερμίδα της δεν στιγματίζεται μονάχα από δαύτα, αλλά και από κάμποσες καφετιές φακίδες, οι οποίες υπερισχύουν στην μια πλευρά του προσώπου της, την δεξιά, αυτήν που χτυπάει ο ήλιος κάθε πρωί. Μερικές από τις φακίδες της περικυκλώνουν το δεξί της μάτι και το φρύδι της δημιουργώντας ένα όμορφο μισοφέγγαρο, ένα ξεχωριστό σημάδι σαν να έχει φιληθεί από την σελήνη, σαν να την έχει επιλέξει η νύχτα για να την κάνει ένα απ' τα αερικά της.

Η Ρόμπιν είναι μια σταλίτσα, ένα μικροσκοπικό, καχεκτικό πραγματάκι, εύθραυστο κι αβοήθητο. Απροστάτευτο απέναντι στην ζούγκλα του ιδρύματος και όλα τα θηρία που την κυβερνούν. Η επιβίωση εδώ μέσα είναι δύσκολη για όλους μας, συχνά ακατόρθωτη. Το ξέρω αυτό, το έχω βιώσει στο πετσί μου. Και πάλι όμως, δεν μπορώ να διανοηθώ πόσο σκληρή μπορεί να είναι η ζωή εδώ για ένα παιδί, ένα πλάσμα τόσο μικρό, τόσο νέο. Μέσα στα μηδαμινά οκτώ χρόνια της ζωής της η Ρόμπιν δεν έχει προλάβει να σκληραγωγηθεί, να ανεξαρτητοποιηθεί, να μάθει να στηρίζεται στον εαυτό της, να μπορέσει να υψώνει τοίχοι και να κρύβεται από πίσω τους για να προστατευτεί. Είναι βορά όρνεων, αβρός στη νύχτα την καλή. Αυτό μόνο. Και δεν επαρκεί.

Απλώνω τα χέρια μου και επιτρέπω στα δάχτυλά μου να περιπλανηθούν μαλακά στο θαμπό, ανακατεμένο κουβάρι των μαλλιών της, που είναι σκούρα καφέ όπως η πικρή σοκολάτα. Χαϊδεύω απαλά, προσεκτικά τις ταλαιπωρημένες τούφες και προσπαθώ να ξεμπλέξω τους κόμπους που τις βαραίνουν, ν' απλώσω τα μαλλιά της στο μαξιλάρι, να σχηματίσω ένα στιλπνό, μαύρο φωτοστέφανο γύρω απ' το μικρό της πρόσωπο. Όταν ικανοποιούμαι με το αποτέλεσμα, πιάνω το δεύτερο μπουκέτο με τα άνθη που έφερα μαζί μου στο αναρρωτήριο, αυτό το έχω μαζέψει για εκείνη. Το σηκώνω από την άκρη του στρώματος του ράντζου, όπου το είχα ακουμπήσει πριν, και αρχίζω να επιλέγω κάποια λευκά μπουμπούκια, να τραβάω τους μίσχους τους και να τα απελευθερώνω από τ' άλλα. Όποια λουλούδια ξεχωρίζω τα τοποθετώ στο μαξιλάρι της μικρής, στολίζω με αυτά τα μαλλιά της, τα λούζω σε ένα όμορφο, ολάνθιστο άρωμα από μαργαρίτες και εύχομαι να μπορέσει να το αισθανθεί, να το μυρίσει πίσω απ' τον αναπνευστήρα της και το πέπλο του ύπνου. Θέλω να μάθει ότι την προσέχουν, την φροντίζουν και την νοιάζονται. Ακόμα και τώρα. Ακόμα κι εδώ, μέσα σε ετούτη την έρημο νεκρών ιδανικών, απανθρωπιάς και εκμετάλλευσης. Υπάρχουν κι άλλοι επιζώντες. Δεν είναι μόνη της, δεν χρειάζεται να είναι.

Σκύβω από πάνω της κι εναποθέτω ένα απαλό, στοργικό φιλί στο κέντρο του μετώπου της. Έπειτα ψιθυρίζω: «Βάλε τα δυνατά σου για να ξυπνήσεις, μικρή μαχήτρια, και όταν το κάνεις, ποιος ξέρει; Μπορεί να βρεις έναν κόσμο καλύτερο απ' ότι τον άφησες».


Και αυτός είναι ο πολυλατρεμένος μου Stewie από το Family Guy, για όποιον έχει παραλείψει να το δει. XD

https://youtu.be/Veblpk0YwE4

Όνομα αμέσως επόμενου κεφαλαίου: Η δικαιοσύνη της Αντριάννα. 

(Ναι, αυτό που φαντάζεστε περιλαμβάνει από άποψη πλοκής ;) Hallelujah, I know).

And now, in the words of a very beloved friend of mine...

Happy Halloween, φρικιά!

LUV U

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top