Κεφάλαιο 9: Το εκρού του νεκρού (μέρος 4)


Έχοντας τελειώσει το μεσημεριανό μου και αφού ολοκληρώνω τον διάλογο της ανωμαλίας με την Νιβ και την Εχάντι, αφήνω το τραπέζι μου και αρχίζω να κατευθύνομαι προς τον πλησιέστερο κάδο της καφετέριας, προκειμένου να αδειάσω τον δίσκο του φαγητού μου και να τον επιστρέψω. Εντούτοις, κάποιος –ή μάλλον κάποιοι- αποφασίζουν ότι αυτό δεν είναι επιτρεπτό. Το ίδιο και η παρουσία μου μες στον συνωστισμένο χώρο εστίασης.

Είναι τέσσερις τρόφιμοι που μοιάζουν πιο πολύ σαν ασθενείς σε άσυλο παραφρόνων παρά σαν ανήλικοι φυλακόβιοι. Δείχνουν στρυφνοί, απροκάλυπτα εχθρικοί και κατάχλομοι μέσα στα καρό τους πουκάμισα, τα γιγαντιαία, πλεχτά πουλόβερ με τις ξηλωμένες ραφές και τα μπαλώματα, τα τσαλακωμένα παντελόνια τους και τις πολύ μακριές, πλισέ μαύρες φούστες τους. Οι Μετανοημένοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζω απευθείας ένα σκελεθρωμένο κορίτσι με σκούρα μάτια που πετάγονται ημίτρελα από τις κόγχες τους και με κοιτάζουν μοχθηρά πίσω από ένα ζευγάρι μυωπικών γυαλιών με χοντρούς, βρώμικους φακούς. Κινείται μεταξύ των ομοίων της με σταθερότητα και πυγμή, με περισσή αυτοπεποίθηση που μαρτυρά πως είναι η αρχηγός του γκρουπ των Χριστιανοταλιμπάν.

Η Αυγουστίνα Μπένετ.

«Βάλενταϊν», συρίζει με απροσποίητη αποστροφή, ενώ κρατάει το μπολ του μεσημεριανού της στα πελιδνά της χέρια. Είναι γεμάτο μέχρι πάνω με γλοιώδη τσίτερλινγκς και κάτι μου λέει ότι θα το φάω κατακέφαλα. Ελπίζω να έχω άδικο. Αλλά αμφιβάλλω. «Μίασμα...», μου λέει. «Επέστρεψες».

Το τι ακριβώς εννοεί με αυτό, είναι μάλλον ανοιχτό σε ερμηνεία. Ίσως να θέλει να πει ότι είχε καιρό να με δει, ότι επιβίωσα από μια ακόμα επίθεση που με έστειλε στο αναρρωτήριο ή ότι πετάχτηκα το Σαββατοκύριακο να δω τους δικούς μου στην Γη των Καταραμένων και το reunion της σατανό-οικογένειας μου τελείωσε. Δεν ξέρω ποιο απ' όλα είναι, ούτε όμως με απασχολεί και τόσο. Πια έχω καταλάβει ότι πιο πιθανό είναι να βρεις μια χιονονιφάδα στην κόλαση, παρά κοινή λογική στον εγκέφαλο της Μπένετ.

«Βρε, βρε, βρε...», ανταπαντώ σαρκαστικά και τους κοιτάζω έναν-έναν. «Καλώς την χιτλερική νεολαία του Ντέιβις Πλέις. Πώς τα πάτε; Όλα καλά με την προετοιμασία του τέταρτου Ράιχ;»

«Βούλωσε το, νεγρόφιλη», γαβγίζει ένας απ' τους ένθερμους ακολούθους της Τρελό-Μπένετ. Αν δεν απατώμαι τον λένε Πωλ και η προσφώνηση που μου 'δωσε πρέπει να οφείλετε στα ακόλουθα:

α) Είδε την Νιβ και την Εχάντι να κάθονται μαζί μου στο τραπέζι του μεσημεριανού.

β) Δεν έχει μάθει ακόμα για το διάταγμα υπέρ της χειραφετήσεως των Αφροαμερικανών δούλων που υπέγραψε ο Αβραάμ Λίνκολν κατά το πολύ πρόσφατο έτος 1863. Κάποιος οφείλει να ενημερώσει τον Πωλ για τις ιστορικές εξελίξεις. Άμεσα.

«Μην υποκρίνεσαι ότι γνωρίζεις τον σκοπό της ύπαρξης μας και μην πας να υποβιβάσεις το έργο με το οποίο μας τίμησε ο Ουράνιος Πατέρας», γρυλίζει στην συνέχεια.

«Ω», αναφωνώ προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και να ακουστώ ανέμελη. Είμαι σίγουρη ότι ένας χαλαρός κι ανάλαφρος τόνος από μέρους μου θα τους εκνευρίσει περισσότερο. «Μα δεν υποκρίνομαι ότι γνωρίζω τον σκοπό της ύπαρξης σας», λέω πεταρίζοντας αθώα τα βλέφαρά μου. «Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, συνήθως δεν καταλαβαίνω καθόλου γιατί αναπνέετε καν. Το θεωρώ σπατάλη πολύτιμου οξυγόνου. Τελικά ο σκοπός της ζωής σας είναι να μου τα πρήζετε;»

«Ποια;», βρίσκει την αφορμή να πεταχτεί το δεύτερο κορίτσι της τετράδας, μια στρουμπουλή ξανθιά. «Ποια να σου πρήζουμε, ερμαφρόδιτο σίχαμα, κλώνε του Μπαφομέτ*

«Πολύ σωστά, Προύντενς», επιδοκιμάζει ο Πωλ.

«Όχι», δηλώνω ορθά κοφτά. «Καθόλου σωστά. Λάθος, εντελώς λάθος. Δεν εννοούσα... εγώ... εσείς... μου πρήζετε τα νεύρα, τον έρωτα, τα σκώτια, πάρε και διάλεξε», λέω στην Προύντενς που με κοιτάζει αηδιασμένη με το στρογγυλό κεφάλι της να στηρίζεται στο διπλοσάγονό της. «Οτιδήποτε εκτός από αυτό που φαντάστηκες. Λογικό, όμως, να θες να διαστρέψεις έτσι κάθε μου λέξη». Το βλέμμα μου την αφήνει και περιφέρεται ξανά σε όλους τους. «Με μισείτε, έτσι; Γιατί; Όχι, ρωτάω στα αλήθεια», εξηγώ προτού με διακόψουν. «Τι ζόρι τραβάτε; Τι κόλλημα έχετε φάει μαζί μου; Ελάτε να μιλήσουμε εν τάχει σχετικά με την εμπάθεια που τρέφετε για μένα...»

Από πού πηγάζει ακριβώς αυτό το απαίσιο συναίσθημα, αυτό το δηλητήριο που κυλάει στις φλέβες τους μολύνοντας πρώτα τους ίδιους και ύστερα κι εμένα; Σε τι οφείλεται αυτός ο φανατισμός και η τρομοκρατία;

«Δεν έχουμε να σου πούμε τίποτα, διαβολόσπορε», μου πετάει ο Πωλ υποτιμητικά.

«Ξέρεις τι έχεις κάνει», λέει η Αυγουστίνα με την λάμψη της φρενοβλάβειας να λάμπει άσβεστη στο βλέμμα της. «Έχεις έρθει στον κόσμο μας, σε αυτόν τον μικρό, ταραγμένο και απροστάτευτο κόσμο και τον μολύνεις με το σκοτάδι σου!»

«Εντάξει», μουρμουρίζω με την φωνή μου να πνίγεται σ' έναν καγχασμό πικρίας. «Αυτό είναι γελοίο. Τι άλλο θα μου προσάψεις, Αυγουστίνα;», απαιτώ να μάθω. «Τι άλλο έχω κάνει; Βύθισα τον Τιτανικό; Έφτιαξα την πίτσα με ανανά; Άνοιξα την τρύπα του Όζοντος; Τι; Εε; Τιιιι;»

Δεν απαντάει, μονάχα απομένει εκεί, να με αγριοκοιτάζει τόσο έντονα, σαν να εύχεται να μπορούσε να μ' εξαφανίσει με το πεισμωμένο βλέμμα της ή να με μετατρέψει σε πέτρα.

«Γιατί σας μιλάω ακόμα; Είναι μάταιο...», αποφασίζω εν τέλει. «Απλά αφήστε με να φύγω». Στέφομαι προς τα αριστερά, προς την κατεύθυνση του τέταρτου Μετανοημένου, ενός μελαχρινού τύπου με αραιά μαλλιά και αρχές φαλάκρας και του κάνω νόημα να παραμερίσει και να με αφήσει να περάσω. Δεν το κουνάει ρούπι.

«Παράτα με, Φρόλο**», του λέω παίρνοντας ανάποδες. «Στεναχωριέμαι και νευριάζω αδίκως μαζί σας».

«Μην την ακούς, Τζάσπερ», επεμβαίνει και πάλι η Αυγουστίνα. «Οι δαίμονες δεν έχουν συναισθήματα...» Η Προύντενς στο πλάι της ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά για να υπογραμμίσει, θαρρείς, τα λόγια της.

Υποχωρώ απ' το σημείο που στέκομαι και απομακρύνομαι απ' τον Τζάσπερ για να φτάσω την αρχηγό του. «Κι όμως», της λέω με την φωνή μου να χαμηλώνει επικίνδυνα, ν' ακούγεται σαν μικρός βρυχηθμός. Πρωτάκουστος. «Γίνομαι πολύ συναισθηματική όταν δεν είσαι κοντά μου».

«Ναι, ε;», αποκρίνεται χλευαστικά, σαν να μην μετράει διόλου τα λόγια και τους ισχυρισμούς μου. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ανυπόφορος νταής, μια ταραχοποιός που δεν έχει την παραμικρή διάθεση για εκεχειρία. Είναι ξεκάθαρο πια ότι όσο κι αν προσπαθώ να μην την προκαλώ, να την αποφεύγω, η Μπένετ θα συνεχίσει να με κυκλώνει περιμένοντας ν' ακούσει τα χαμπέρια της.

«Ναι», απαντώ. «Αυτό το συναίσθημα λέγεται ευτυχία. Νομίζω πως είναι αμοιβαίο. Συνεπώς, κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και μείνε μακριά απ' τον δικό μου».

Αυτή την φορά δεν ζητάω την άδεια κανενός ώστε να αφήσω τον κύκλο των τρελών, απλά κινούμαι αποφασιστικά δίνοντας μια δυνατή σκουντιά στην Αυγουστίνα με τον ώμο μου κι αναγκάζοντας την να παραπατήσει και να κάνει άθελά της στην άκρη. Εκμεταλλεύομαι την ανισορροπία της και τρέπομαι σε φυγή. Όσο απομακρύνομαι την ακούω να συνέρχεται, να πατάει ξανά στα πόδια της και να αρχίζει να ψέλνει ξανά, ν' απαγγείλει από καρδιάς βιβλικά εδάφια λες και είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο Ακρωτήρι Φόβος. Δεν με νοιάζει, ότι κι αν λέει, ότι κι αν κάνει δεν με νοιάζει καθόλου.

Δεν μπορώ να πέσω στο επίπεδο της. Απλά δεν μπορώ να το κάνω. Αρκετά.

Ξαφνικά, όμως, κάτι με χτυπάει από πίσω, κάτι μικρό και αηδιαστικό, γκρίζο και γλοιώδες που προσγειώνεται με φόρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου μ' έναν σιχαμερό ήχο, μ' ένα σπλατς.

«Τι στο...;», ξεκινάω να λέω, μα σταματάω απευθείας όταν βλέπω βρασμένα έντερα χοιρινού να προσγειώνονται στο πάτωμα γύρω μου. Τσίτερλινγκς. Το μεσημεριανό της Αυγουστίνα.

Ω, σκέφτομαι. Όχι, όχι, όχι... Δεν το έκανες... Δεν μπορεί να το ξαναέκανες...

Αλλά το έκανε. Εδώ και τώρα. Μπροστά σε όλους. Για μια ακόμη φορά. Με ατίμασε και με εξευτέλισε και με έκανε να φανώ μικρή και αβοήθητη, ανίσχυρη και υποτακτική. Όμως δεν είμαι πια έτσι. Έχω πάψει να υποτάσσομαι σε τρελές καριόλες. Από καιρό.

Ωστόσο, τι πάει να πει αυτό στην προκειμένη περίπτωση; Τι πρέπει να κάνω τώρα; Πώς οφείλω να αντιδράσω; Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρέπει να πέσω στο επίπεδό της, σε αυτό το ελεεινό και τρισάθλιο επίπεδο, σε εκείνο τον πάτο της ντροπής. Από την άλλη όμως, πόσο υπεράνω να σταθώ; Μου το καθιστά η ίδια αδύνατον. Εάν υποχωρήσω τώρα, θα της δώσω ακριβώς αυτό που θέλει, την ευχαρίστηση του να υπερισχύσει. Δεν γίνεται να με κατατροπώσει, όχι εμένα, όχι την Αντριάννα του Μετά.

Αμφιταλαντεύομαι για ελάχιστες στιγμές, βλέποντας τον περίγυρο να μαζεύεται σαν τσούρμο από θεατές σε μια κινηματογραφική αίθουσα ταινίας που έχει σπάσει τα ταμεία. Ψοφάνε για θέαμα. Πίσω μου ακούω τους Μετανοημένους να χασκογελούν, να βρίζουν, να προσεύχονται, να κάνουν ένα σωρό παλαβά πράγματα.

«Ηρέμισε», προσπαθώ να με νουθετήσω, βλέπω όμως ότι αρχίζω σιγά σιγά να χάνω την μάχη μου με τον αυτοέλεγχο. «Λογικέψου, Άντρι, σε παρακαλώ, λογικέψου...»

Ειλικρινά το προσπαθώ, το προσπαθώ με μια προσπάθεια υπεράνθρωπη, ηράκλεια. Μέχρις ότου νιώθω την δεύτερη μπάλα από τσίτερλινγκς να σκάει στην βάση του αυχένα μου. Το ξανάκανε!

Τα χείλη μου πιέζονται μεταξύ τους σε μια βλοσυρή γραμμή και τα δάχτυλά μου γραπώνουν σφιχτά τον μισό-άδειο δίσκο του φαγητού μου και κρατιόνται από πάνω του λες και είναι σανίδα σωτηρίας. Ή ρόπαλο του μπέιζμπολ.

Εντάξει. Τελικά μπορώ να το κάνω. Μπορώ να πέσω στο επίπεδο της, μπορώ να πέσω πολύ, πολύ χαμηλά για χάρη της Αυγουστίνα Μπένετ. Εξαιτίας της.

Κάνω μεταβολή και γυρίζω προς εκείνη. Στέκεται κάμποσα μέτρα μακριά μου, όμως αρχίζω να τα διανύω με βήμα αργό, μ' ένα περίτεχνα αδιάφορο στιλ. Οι κινήσεις μου είναι μικρές, νωχελικά αυθάδεις, λες και δεν πηγαίνω να της δώσω το βρωμόξυλο που της αξίζει, αλλά μια ανέμελη βόλτα στο πάρκο. Νομίζω ότι σε αυτό το σημείο, το μοναδικό πράγμα που μαρτυράει την οργή που κοχλάζει εντός μου είναι η πίεση των χεριών μου γύρω από τον σιδερένιο δίσκο του φαγητού.

Κι έτσι συνεχίζει να έχει η κατάσταση, έως ότου την φτάνω.

Και της ορμάω. Και της αλλάζω τα φώτα.

Της δίνω ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι, τόσο δυνατό που την κάνω να χάσει ξανά την ισορροπία της, να τρεκλίσει και να σωριαστεί κατάχαμα. Ο δίσκος στο χέρι μου αποκτάει ένα μικρό βαθούλωμα στο κέντρο του, το οποίο το διαδέχονται και άλλα πιο μεγάλα, πιο βαθιά βαθουλώματα. Και έπειτα και άλλα, και άλλα, και άλλα.

Η Αυγουστίνα κουλουριάζεται πάνω στο βρωμερό πάτωμα της καφετέριας, σκούζοντας και βογκώντας, πασχίζοντας να καλύψει το σώμα και το κεφάλι της. Αποτυγχάνει οικτρά. Ότι κι αν κάνει, όπως κι εάν διπλωθεί, πάντοτε βρίσκω ένα τρωτό σημείο για να επιθέτω. Και δεν σταματάω. Μονάχα την χτυπάω, την χτυπάω με όλο τον θυμό μου, και με όλη την οργή και την αγανάκτηση των τελευταίων μηνών.

Και δεν σταματάω, παρά μονάχα όταν όλα βάφονται κόκκινα. Ώσπου να ξεθυμάνει η οργή μου, το πρόσωπό της είναι μια πρησμένη μάσκα από κρέας και αίμα και φρικτή, φρικτή παραμόρφωση. Με κοιτάζει με τα τεράστια μάτια της απελπισμένα, σαστισμένα, πανικόβλητα, σαν να αδυνατεί να καταλάβει τι έγινε ή γιατί της συνέβη ότι της συνέβη. Ή πώς. Πώς της έκανα κάτι τέτοιο...

Ούτε κι εγώ ξέρω. Ξέρω μόνο ότι το στήθος μου έχει φουσκώσει από ένα άγριο κύμα ευχαρίστησης, από μια θανάσιμη, σκοτεινή αδρεναλίνη που με κατακλύζει ολόκληρη, με συνεπαίρνει.

Της ανταποδίδω το βλέμμα από ψηλά, γέρνοντας ακόμα από πάνω της. Ασθμαίνω, μα έχω την θέση ισχύος, την θέση υπεροχής. Κι εκείνη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τρεμάμενο κουβάρι από σάρκα και κόκαλα και φόβο και αίμα στα πόδια μου. Αίμα. Μου άρεσε το κόκκινο χρώμα που αντικρίζω πάνω της. Δεν θα 'πρεπε. Ανοίγω την γροθιά μου και πετάω τον διαστρεβλωμένο δίσκο από μέσα της, μετά πιέζω τον εαυτό μου να αποστρέψει το βλέμμα. Προσπαθώ να επικεντρωθώ σε κάτι άλλο, οτιδήποτε, όπως για παράδειγμα τους τρεις πανίβλακες με τα πλεκτά πουλόβερ που έχουν μείνει στήλη άλατος, ή το ευρύτερο κοινό που έχει απομείνει να χάσκει σιωπηλό, σαστισμένο, χαμένο. Αυτή είναι η πρώτη φορά στα χρονικά του Ντέιβις Πλέις που οι αιμοδιψείς τρόφιμοι του δεν αποτελούν μια ζούγκλα από φωνές, αλλά μια έκπληκτη μάζα, αποχαυνωμένη. Τους έχω αιφνιδιάσει. Όλους.

Ανάμεσα στο φιλοθεάμον πλήθος διακρίνω ένα ζευγάρι όμορφα κεχριμπαρένια μάτια. Ανήκουν σε έναν νεαρό με χρυσοκάστανα μαλλιά, σταρένια επιδερμίδα και μια στραβή μύτη, πρόσφατα σπασμένη από μια δυνατή, οργισμένη γροθιά. Ο Γκρίφιν με κοιτάζει κατάματα, με παρατηρεί προσεκτικά από την κορυφή ως τα νύχια και στο βλέμμα του υπάρχει κάτι περισσότερο από αντικειμενική εκτίμηση. Συνειδητοποιώ ότι τον έχω συνεπάρει, τον έχω κάνει να με προσέξει ξανά, να ενδιαφερθεί εκ νέου. Είναι λες και είναι ένα μικρό, άτακτο αγόρι κι εγώ το παλιό, παραμερισμένο παιχνίδι του, με το οποίο μόλις ανακάλυψε ότι έπαιζε λάθος όλον αυτό τον καιρό, ότι μπορεί να το χρησιμοποιήσει διαφορετικά, με έναν εντελώς νέο κι απρόσμενο τρόπο, ακαταμάχητα δελεαστικό.

Από την άλλη άκρη της αίθουσας, ο Γκρίφιν Σέιγουορθ μου χαρίζει ένα σκληρό, άσπλαχνο χαμόγελο.


*Μπαφομέτ, δαίμονας ή γνωστή απεικόνιση του Διαβόλου ως ανδρόγυνο ον.

**Φρόλο, ο κακός στην ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, η Παναγία των Παρισίων. Ως Αρχιδιάκονος της εκκλησίας, ο Φρόλο καταφέρνει να κρύβει τον απαίσιο χαρακτήρα και τα εγκλήματα του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top