Κεφάλαιο 8: Θέλω να συνεισφέρω στο χάος σου (μέρος 3)
Δεν ξέρω τι περίμενα. Να με περιγελάσει; Να με επιπλήξει για τον τρόπο που έχω μισό-καλύψει τα πιο θηλυκά και θελκτικά σημεία του κορμιού μου με το μικροσκοπικό μου φόρεμα; Να επιμείνει να δοκιμάσω κάτι από αυτά που μου έφερε; Δεν ξέρω πραγματικά, ποτέ δεν μπορώ να είμαι σίγουρη μαζί του, για τίποτα. Υποθέτω, όμως, ότι περίμενα να αντιδράσει κάπως... μα δεν το κάνει.
Ο Ζίρο στέκεται εκεί, στην άκρη του κοιτώνα 41, σιωπηλός, αψυχολόγητος και πέρα για πέρα ανέκφραστος. Δεν κάνει το παραμικρό, μονάχα με κοιτάζει για κάμποσο. Τα μάτια του που είναι καρφωμένα επάνω μου είναι σταθερά, διαπεραστικά και θεοσκότεινα. Αμετακίνητα.
«Τι;», ψελλίζω. Τι είναι; Τι συνέβη; Τι σκέφτεσαι; Πες μου, πες κάτι, τον ικετεύω νοερά.
Και περιμένω, και μετά περιμένω λίγο περισσότερο, και έπειτα πιο πολύ έως ότου μιλάει. Αρχικά ένα μικρό, φιμωμένο επιφώνημα δραπετεύει από τον λαιμό του, ένας ανεπαίσθητα ηχηρός ήχος έκπληξης. Ασυναίσθητα σχεδόν τα μάτια του ανοιγοκλείνουν μια, δυο, τρεις φορές, σαν να προσπαθεί να δει καθαρότερα, σαν τον ναυτικό που πασχίζει να βρει την λάμψη ενός φάρου πίσω από την ομίχλη της νύχτας. Δείχνει ξαφνιασμένος, εμβρόντητος.
Γιατί; Επειδή για πρώτη φορά στα χρονικά τον έχω αιφνιδιάσει εγώ.
Τον ακούω να ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτο στον εαυτό του, μια πνιχτή λεξούλα που ηχεί σαν: «Γαμώτο».
«Ναι...», μουρμουρίζω μαγκωμένα. Οι ώμοι μου καμπουριάζουν προς τα μέσα και τα χέρια μου κολλάνε άκαμπτα και δυσκίνητα στα πλευρά μου. Χωρίς να το θέλω σφίγγω τις γροθιές μου και καταφεύγω στο να κάνω στράκες με τις κλειδώσεις των δαχτύλων μου. Αυτές είναι οι αυτόματες αντιδράσεις του κορμιού μου κάθε φορά που νιώθω άβολα. Αυτή είναι μια από ετούτες τις φορές. «Πιο ξεφτίλα πεθαίνεις», χαχανίζω νευρικά και αρχίζω να δαγκώνω και να μασουλάω το κάτω χείλος μου. «Σωστά;»
Και ορίστε, έχω γίνει ξανά αμήχανη, ντροπαλή, αβέβαιη. Νόμιζα ότι το είχα ξεπεράσει αυτό, αλλά έκανα λάθος. Δεν αισθάνομαι και τόσο καλά με το να εκτίθεμαι, να φανερώνω τον εαυτό μου, τα ψεγάδια και τις ατέλειες μου. Κάνοντας το είναι σαν να προσφέρω ένα κομμάτι μου σε όποιον με βλέπει, σαν να δίνω αλλού κάτι δικό μου που δεν θα το πάρω ποτέ πίσω. Μικρά θραύσματα του ποια είμαι... Κάποτε κάποιοι μου έκλεψαν μερικά από αυτά τα θραύσματα διά της βίας και έκτοτε είμαι πολύ, πολύ, πολύ προσεκτική με τα εναπομείναντα. Είναι ότι πολυτιμότερο έχω.
Επιπλέον, αν και η αντίδραση του Ζίρο μπορεί να ερμηνευτεί με τρόπο θετικό όσο και αρνητικό, εγώ τείνω να πιστέψω ότι ισχύει το δεύτερο. Κατεβάζω το κεφάλι μου, το βλέμμα μου αφήνει το δικό του και στρέφεται στο πάτωμα. Για λίγο απομένω απλά να κοιτάζω τα σχέδια που αποτυπώνονται στις σανίδες του δαπέδου από το αντιφέγγισμα του φωτός που καίει στις χρυσοκόκκινες φλόγες των κεριών ολόγυρα μας. Οι μικρές φλόγες μου χαρίζουν για μια ακόμη φορά λίγη παρηγοριά. Ίσως η ισχνή τους λάμψη να κρύβει το κοκκίνισμα στα μάγουλά μου και την υπερβολική υγρασία που έχει πιάσει να συσσωρεύεται στις κόγχες των ματιών μου. Ίσως να είναι αρκετά σκοτεινά τώρα...
Νιώθω δυσφορία, λες και κάποιος έχει καθίσει επάνω στο διάφραγμα μου και το εμποδίζει να λειτουργήσει, το στομάχι μου σφίγγεται, μια ψυχρή στάλα ιδρώτα γεννιέται στην βάση των μαλλιών μου και κυλάει στο σβέρκο μου, από εκεί αφήνεται στην κάθοδο που σχηματίζει το μονοπάτι της σπονδυλικής μου στήλης και κυλάει προς την ράχη μου, μέχρι που φτάνει το στρίφωμα του εσωρούχου μου, εκεί όπου έχω στερεώσει πρόχειρα το μαχαίρι μου. Η κόψη του γδέρνει το δέρμα των γοφών μου.
Θέλω να φύγω τρέχοντας από το δωμάτιο, έως ότου...
«Αντριάννα...», λέει ο Ζίρο σοβαρά μ' εκείνον τον απαλό, μα αμείλικτο τόνο του. «Δεν έχεις ιδέα πώς δείχνεις, έτσι;»
Με αυτό με κάνει ν' αποτολμήσω μια κλεφτή ματιά προς το μέρος του. Πώς δείχνω δηλαδή; αναρωτιέμαι σε επιφυλακή, όχι όμως για πολύ.
Μέσα στα μάτια του Ζίρο αστραποβολά μια μεσίστια λάμψη, ενώ τα χείλη του έχουν τραβηχτεί σε ένα μοιραίο χαμόγελο, ένα χαμόγελο μόνο για μένα. Αυτό είναι καλό, σωστά; Ασφαλώς και είναι! Εάν έκανα κάτι κακό δεν θα με κοιτούσε έτσι. Ολόκληρο το κορμί μου αντιδρά ξαφνικά στην τελευταία του έκφραση σαν να έχει δεχτεί μια ισχυρή ένεση αδρεναλίνης. Η πλάτη μου γίνεται ευθυτενής, το κρακ-κρακ των κλειδώσεων μου σιγάει, το σώμα μου που είχε γίνει ασήκωτο σαν βαρίδι προηγουμένως, καταλαμβάνεται από μια αίσθηση παντελούς έλλειψης βαρύτητας, σαν να αιωρούμαι μέσα στο βαγόνι ενός τρένου στο λούνα πάρκ, ν' ανεβαίνω ψηλά και να ετοιμάζομαι για μια ξέφρενη πτώση.
Το χαμόγελο του Ζεέρνεμποχ γίνεται λίγο πιο φαρδύ και λες κι έχει δική του, αυτόνομη βούληση το αριστερό μου χέρι τινάζεται ξαφνικά προς κέντρο του κόρφου μου και κολλάει εκεί. Καρδιά μου, πώς σπαρταράς έτσι;
Αλαφιασμένη όπως είμαι αργώ να δω ότι ο Ζίρο κρατάει κάτι στα χέρια του. Είναι μια μικρή, μακρόστενη, ηλεκτρονική συσκευή με λευκές και ασημένιες γυαλιστερές λεπτομέρειες. Το κινητό μου. Αυτό που ποτέ δεν πρόφτασα να χρησιμοποιήσω για να καλέσω βοήθεια απ' έξω. Στην αρχή θα 'δινα τα πάντα για να μπορέσω να το κρατήσω στα χέρια μου, να ειδοποιήσω κάποιον. Τώρα όμως, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, όλα όσα έχω περάσει εγώ, ο Ζίρο, ο Κάι, η μικρούλα Ντόνοβαν, όλοι εμείς, έχω αποφασίσει ότι θέλω να μείνω εδώ, να πολεμήσω στον πόλεμο μου. Δεν έχω να πάω πουθενά. Δεν σκοπεύω να κάνω κανένα τηλεφώνημα.
Ο Ζίρο πατάει ένα κουμπί και μουσική αρχίζει να ξεχύνεται από το ηχείο, να πλημμυρίζει το δωμάτιο σαν ένα κύμα από τα βάθη του ωκεανού έτοιμο να συμπαρασύρει καθέναν που στέκει στο διάβα του. Το κομμάτι που έχει επιλέξει είναι υπνωτιστικό, σκοτεινά σαγηνευτικό, ρομαντικά γκόθικ και δυσοίωνα αισθησιακό. Ανάμεσα σε εύθραυστους, στοιχειωτικούς ψιθύρους και σπηλαιώδη, σχεδόν πρωτόγονα κρεσέντο η φωνή μιας άγνωστης αοιδού μας αφηγείται την ιστορία δυο εραστών.
Νυχτώνει...
Σκοτεινιάζει...
Μην φοβάσαι...
Επειδή στο τέλος της νύχτας, όταν όλα όσα έχουμε έχουν χαθεί...
Στο τέλος της νύχτας θα μπορώ να είμαι μαζί σου...
Έλα κοντά, κοντά σε 'μένα...
Κι εγώ θα 'ρθω πιο κοντά σου...
Μ' ένα σιωπηλό σινιάλο ο Ζίρο μου νεύει να πλησιάσω προς το μέρος του. Υπακούω, το δέλεαρ είναι πολύ μεγάλο για ν' αντισταθώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μετακινούμαι προς τα μπρος, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω. Να περπατήσω ως το μέρος του; Να χορέψω; Να κάνω κουτσό; Τι στα κομμάτια να κάνω;
Σιγά σιγά δοκιμάζω ν' ακολουθήσω τον ρυθμό της μουσικής που έχει επιλέξει εκείνος. Προσπαθώ να συγχρονιστώ με το τέμπο, να μετατραπώ στην ηρωίδα της ιστορίας που ακούμε. Υψώνω τα χέρια μου και ρίχνω τα μαλλιά μου προς τα πίσω, τα αφήνω να χυθούν σε καστανές μπούκλες στους ώμους και την πλάτη μου. Λυγίζω τα γόνατά μου και λικνίζω τους γοφούς μου αργά. Η αραχνούφαντη δαντέλα ανεμίζει απαλά, νωχελικά ανάμεσα στους μηρούς μου. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Εντούτοις, αμφιβάλλω για το αποτέλεσμα που έχει. Είμαι ολωσδιόλου ασυνάρτητή, λιγάκι συγκεχυμένη, παραζαλισμένη, οι σκέψεις μου δεν έχουν την παραμικρή συνοχή μεταξύ τους.
Φαντάζομαι ότι δεν πρέπει να γίνω νευρωτικά σβέλτη, πρέπει να πάρω τον χρόνο μου, να παίξω τον ρόλο μου, να μην κάνω σαν σπαστική χαζοβιόλα. Αυτή μου η επιλογή, όμως, ενέχει τον κίνδυνο να γίνω βαρετά αργή.
Ποιο είναι το σωστό; Τι είναι προτιμότερο;
Έλεος, σκέφτομαι, δείξε μου έλεος. Δεν ξέρω πώς να κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μόνο που έχω καταφέρει ως τώρα να καταστείλω την παρόρμηση μου να το βάλω στα πόδια θα έπρεπε να θεωρείται άθλος. Ταλανίζομαι. Δεν ξέρω πώς να σταθώ, πώς να κουνηθώ, πώς να χρησιμοποιήσω το σώμα μου για έναν τέτοιο σκοπό.
Τα βήματά μου συνεχίζουν να με οδηγούν προς εκείνον, έχω διασχίσει την μισή περίπου απόσταση από αυτήν που μας χώριζε αρχικά. Και μ' όλο που θέλω να πάω κοντά του, αγχώνομαι κάνοντάς το. Ένα ρίγος με διαπερνά, με κάνει να τρέμω σύγκορμη. Και ναι, ούτε εγώ η ίδια δεν μπορώ να πιστέψω πόσο αδέξια και ηλίθια νιώθω. Είμαι υπερβολικά αθώα, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς να γίνω σαγηνευτική. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι ν' αρκεστώ στο να κοκκινίζω, να ψιλό-κουτσαίνω από τις χιονίστρες στα πέλματα μου, να σκοντάφτω και να ντρέπομαι.
Κάθε είδους αποπλάνηση απέχει έτη φωτός μακριά από τις δυνατότητες μου. Ξεκάθαρα.
«Είναι άσκοπο...», λέω απυηδισμένη και σταματάω. «Όλα αυτά είναι πάρα πολλά για εμένα για να τα διαχειριστώ. Μπορείς να το δεις και εσύ. Είμαι υπερβολικά φορτισμένη, γεμάτη ένταση και τρέμουλο λες και θα εκραγώ με την παραμικρή ανάσα. Δεν τα καταφέρνω και τόσο καλά στον ρόλο της Κιμ Μπέισινγκερ στις 9/5 εβδομάδες, εντάξει; Βασικά δεν τα καταφέρνω καθόλου. Ζορίζομαι. Μου φαίνεται σαν να βαδίζω επάνω σε δοκό ισορροπίας και με κάθε λάθος βήμα θα γκρεμιστώ».
«Πράγματι έτσι είναι», μου απαντά. «Αλλά έχει και αυτό την χάρη του».
«Την ποια του;», σαστίζω προς στιγμήν.
Κάτω από το πέτσινο τζάκετ, οι ώμοι του Ζίρο ανασηκώνονται αναπολογητικά. «Δεν ξέρω..», μουρμουρίζει γλυκά. «Απλά μου αρέσει να σε βλέπω να φρικάρεις..»
«Επειδή», του πετάω αυτομάτως. «Είσαι σαδιστής».
«Ναι», αποκρίνεται, σαν να μην τον κατηγορώ, αλλά να του έχω μόλις αναφέρει ένα πανθομολογούμενο γεγονός όπως το ότι έχει δύο μέτρα μπόι και καθόλου μαλλιά. «Για αυτό. Και επειδή είναι αξιολάτρευτο».
«Δεν...», πάω να διαφωνήσω, όμως το βουλώνω απότομα. Επειδή τον βλέπω ν' αφήνει το λευκό iPhone στην άκρη του γραφείου μου και να 'ρχεται κατά πάνω μου. «Όπα, για στάκα λίγο. Τ-τι κάνεις;»
«Κινούμαι προς το μέρος σου πολύ, πολύ αργά».
«Γιατί;», σκούζω με τη φωνή μου να καμπανίζει στον μικρό χώρο.
«Επειδή εάν το έκανα γρήγορα έχω μια υποψία ότι θα σε τρόμαζα», λέει και παρόλο που είναι αληθές, εξακολουθεί να μην απαντάει το ερώτημα μου.
Τι θέλει τώρα; Γιατί έρχεται εκείνος σε μένα; Υποτίθεται ότι θα κάναμε το αντίθετο. Γιατί μου τ' αλλάζει; Αφού βλέπει ότι δεν τα πιάνω γρήγορα, μόλις και μετά βίας έχω αρχίσει να προσαρμόζομαι στις ανάγκες του παλιού μας σεναρίου...
Στην αρχή ο Ζίρο δεν με ακουμπάει, μονάχα στέκεται μπροστά μου και συνεχίζει να με κοιτάζει στα μάτια. «Είσαι πολύ σφιγμένη», παρατηρεί. «Στρεσαρισμένη όσο δεν πάει. Τρέμεις και παραπατάς και είσαι έτοιμη να καταρρεύσεις. Και δεν πειράζει», συνεχίζει. «Αυτή η αίσθηση του ετοιμόρροπου είναι που λατρεύουν οι Αθληταράδες. Η υπόνοια της αστάθειας, της αβεβαιότητας. Προτιμούν τις ερωμένες τους σπασμένες, να μαζεύουν τα κομμάτια τους. Θα το έχεις προσέξει ως τώρα-»
«Ποιο;»
«Όταν ο Σέιγουορθ βλέπει κάτι εύθραυστο που δεν μπορεί να αντισταθεί, το πλησιάζει. Εάν σε έβλεπε, ας πούμε, τώρα θα του θύμιζες ένα μικρό, τραυματισμένο πουλί που δεν μπορεί να πετάξει μακριά. Θα σε υποτιμούσε, θεωρώντας σε εύκολη λεία. Και αυτό θα ήταν το τελευταίο του σφάλμα».
«Πρέπει να ξέρεις», του ψιθυρίζω. «Ότι αυτό είναι ότι πιο τρομακτικό κι ότι πιο συναρπαστικό έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου».
«Το ξέρω», λέει.
«Πώς;»
«Απόψε τα μάτια σου λάμπουν πιο πολύ από ποτέ πριν».
Έχεις πάντοτε την ίδια σπίθα στο βλέμμα σου όταν σε προειδοποιώ ότι κάτι θα είναι επικίνδυνο, η ανάμνηση του έρχεται στο νου μου. Είναι σαν να φωτίζεσαι ολόκληρη. Μου αρέσει να βλέπω αυτή την σπίθα. Πολύ.
«Αν κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια κάποιου, αν πραγματικά κοιτάξεις για λίγη ώρα και αφοσιωθείς στην αναζήτηση αυτή, τότε θα σου δείξει ποιος είναι εσωτερικά», μου εκμυστηρεύεται. «Έχουν κάτι αφοπλιστικό αυτές οι παρατεταμένες ματιές, δεν μπορείς να τους ξεφύγεις. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που οι άγνωστοι συνηθίζουν ν' αποστρέφουν τις ματιές τους στον δρόμο, στο μετρό παρά να τις διασταυρώνουν. Κρύβονται». Τον ακούω μαγεμένη, τον κοιτάζω σαν υπνοβάτης που δεν τολμά να βλεφαρίσει. Ο Ζίρο κάνει ένα βήμα προς τα μπροστά, φέρνει τα χέρια του στον λαιμό του και αρχίζει να ξετυλίγει τα μαργαριτάρια του, όταν αποδεσμεύεται από το κολιέ, το σηκώνει στον αέρα και το περνάει πάνω απ' το κεφάλι μου. Τυλίγει τον μακρύ, λεπτό σπάγκο μια, δυο, τρεις φορές γύρω απ' το λαιμό μου και μετά τον αφήνει. Τα αστραφτερά μαργαριτάρια πέφτουν σε αλλεπάλληλες στρώσεις, η πρώτη αγκαλιάζει τον λαιμό μου, η δεύτερη κατεβαίνει λίγο χαμηλότερα από το ύψος της κλείδας μου, η τρίτη γλιστράει ανάμεσα στα στήθη μου.
«Το ίδιο καλά μπορείς να διαβάσεις κάποιον, να τον περιεργαστείς, να τον αποκρυπτογραφήσεις, όταν τον βλέπεις γυμνό», λέει στη συνέχεια. «Η όψη ενός ανθρώπου, η φυσική του κατάσταση, ο τρόπος που συμπεριφέρεται στο σώμα του, τα σημάδια στο δέρμα του, οι ουλές του θα σου μαρτυρήσουν την ιστορία του. Θα σου πουν ποιος είναι».
Ο Ζίρο απλώνει επιφυλακτικά τα χέρια του και εγώ του επιτρέπω να κλείσει τα δικά μου μέσα τους, τα κρατάει για λίγες στιγμές και έπειτα τα δάχτυλά του αναρριχώνται στους καρπούς μου και ψηλαφούν τον πανικόβλητο σφυγμό μου, σιγά σιγά αποκτούν περισσότερο θάρρος και κυλάνε προς τα μπράτσα μου χαϊδεύοντας τα. Όποιο σημείο του δέρματός μου κι αν αγγίζει, ανατριχιάζω. Με κοιτάζει κατάματα και νιώθω να διαπερνά το κορμί μου ένα ρίγος πόθου. Τον θέλω. Και το ξέρει. Με νιώθει να τρέμω.
Τα χέρια του με αφήνουν και χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση μετακινούνται πάνω από τον μικρό, ασύμμετρο φιόγκο του φορέματός μου. Ο Ζίρο διστάζει για μια στιγμή, λες και βρίσκεται στο κατώφλι μιας σημαντικής απόφασης, μετά, όμως αυτή η στιγμή περνάει και εκείνος προχωράει παρακάτω. Λύνει τον μικρό κόμπο από μετάξι στη μέση μου. Η ζώνη του φορέματος πέφτει στο πάτωμα, γύρω από τα πόδια μας και το ρούχο μου ανοίγει στα δύο, φανερώνοντας όλα όσα κρύβονταν από κάτω.
Φανερώνοντας εμένα.
Έχω αναψοκοκκινίσει ολόκληρη, σαν να έχω πάθει καρδιακή προσβολή, ενώ η καρδιά μου αφηνιάζει, χτυπάει τόσο άγρια στο στήθος μου, που είμαι σίγουρη ότι μπορεί να την ακούσει.
Και παρόλο που ξέρω ότι δεν πρέπει, κάνω να σταυρώσω τα χέρια μου πάνω από το στήθος μου για να καλυφτώ όπως όπως. Είναι μια ενστικτώδης κίνηση.
Δεν με αφήνει να την ολοκληρώσω. «Μη», προστάζει απαλά. Τα χέρια του αρπάζουν τα δικά μου στον αέρα και τα συγκρατούν μακριά απ' τον κορμό μου. «Έχω δει ποια είσαι, θυμάσαι; Είναι πολύ αργά για να κρυφτείς από μένα. Οπότε μην το προσπαθήσεις καν». Όμως το προσπαθώ πάραυτα, επιστρατεύω όλη μου την δύναμη και επιδιώκω να σπρώξω τα χέρια του που με βαστάνε προς τα πίσω, να κάνω αντιδύναμη, να προβάλω μια μικρή, τοσοδούτσικη αντίσταση για να τον προκαλέσω, να τον ερεθίσω λίγο. Παιχνίδια και ακκίσματα που εκρέουν από ένα παρελθόν γεμάτο διαφωνίες και πείσματα, μάχες και κόντρες. Του υπομειδιώ. Υπομειδιά κι εκείνος συγκρατώντας τα χέρια μου στο πλάι.
«Είσαι δυνατή», λέει. «Αλλά αγχώδης και κάπως αδέξια, εύθραυστη και τρυφερή και ευαίσθητη. Όμως η κάθε σου πτυχή είναι όμορφη, Αντριάννα. Μην φοβάσαι πειραματιστείς με λίγη τρυφερότητα, λίγη ευαισθησία. Είναι πολύ πιο γοητευτικά απ' ότι μπορείς να φανταστείς».
Και έτσι απλά παύω ν' αντιστέκομαι. Τα χέρια μου σταματούν μεμιάς να σπρώχνουν τα δικά του. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να χαλαρώσουν οι λαβές του απ' τους καρπούς μου, οι παλάμες του επιστρέφουν στις δικές μου και ο Ζίρο απλά με κρατάει με μια ανείπωτη αβρότητα. Με κάνει μια στροφή και μετά με τραβάει πιο κοντά του, πάνω του και με κάνει να λικνιστώ μαζί του. Αργά, αβίαστα, αισθησιακά. Σκύβει και φέρνει τα χείλη του στο πλάι του κεφαλιού μου. Το στόμα του είναι τόσο κοντά μου που ολόκληρο το σώμα μου τσιτώνει κι επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο σε ετούτην την εγγύτητα, την αίσθηση της ανάσας του στη σάρκα μου. «Δεν υπάρχει σωστό και λάθος», ο ψίθυρός του χαϊδεύει το αυτί μου. «Μην φοβάσαι ότι μπορεί να σφάλεις. Ηρέμησε, χαλάρωσε. Αφέσου σε μένα...»
Το κάνω. Και μετά από αυτό ο χορός μας παύει να είναι ένα σύνολο κινήσεων και τεχνικών που πρέπει να εκτελεστούν με έναν συγκεκριμένο, αυστηρό και ακριβή τόπο. Αλλάζει. Μετατρέπεται σε πολλά περισσότερα, στα χέρια του που με τυλίγουν και με κρατούν όλο και πιο σφιχτά, τα δάχτυλά του που σκιαγραφούν απαλά τη γραμμή της ραχοκοκαλιάς μου, στις παλάμες μου που πιάνουν τους ώμους και το σβέρκο του, σε εκατομμύρια κύτταρα που ζωντανεύουν και κινούνται και πάλλονται αντιδρώντας στην κάθε επαφή. Ο χορός μετατρέπεται στην αχνή λάμψη των κεριών που κάνουν το δωμάτιο να τρεμοφέγγει ολάκερο, στον ηλεκτρισμένο αέρα ανάμεσα στα κορμιά μας, στον τρόπου που με κυριεύει η μυρωδιά του αρώματος του που είναι παντού γύρω μου, στα κλεμμένα μαργαριτάρια που λαμπυρίζουν στο λαιμό μου και τις σταγονίτσες ιδρώτα στο ντεκολτέ μου που οφείλονται στην έξαψη μου.
Τον κοιτάζω ασταμάτητα, πλημμυρισμένη από συναισθήματα. Ελπίδα. Πάθος. Δέος.
«Είδες;», μουρμουρίζει χαμηλόφωνα. «Δεν είναι καλύτερα έτσι;»
«Μμμ...», είναι το μόνο που μπορώ να πω. Δεν είναι καλύτερα, είναι μεθυστικά υπέροχα. Ο κόσμος έχει μικρύνει ξαφνικά, έχει συρρικνωθεί και έχει μπει σε αργή κίνηση. Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν πια είναι το τραγούδι των δυο εραστών που σμίγουν στο τέλος της νύχτας, ο χορός μας, οι ανάσες μας, ο χτύπος της καρδιάς μου...
Κάπου είχα διαβάσει ότι οι καρδιές είναι άγρια πλάσματα, γι' αυτό τα πλευρά μας τις περικλείουν σαν κλουβιά. Μου είχε φανεί υπερβολικά λυρικό τότε, τώρα, όμως το καταλαβαίνω καλύτερα... Η καρδιά μου είναι σωστό αγρίμι. Τα συναισθήματα που πηγάζουν από μέσα της δεν μπορώ να τα ελέγξω, αυτό τα καθιστά την πιο ισχυρή δύναμη στο σύμπαν μου. Και απ' τα συναισθήματα μου, αυτά που τρέφω για τον Ζεέρνεμποχ είναι τα πιο δυνατά, τα πιο καθηλωτικά και συνταρακτικά απ' όλα.
«Σειρά σου τώρα...», λέει.
«Ν-να κάνω τι;»
«Να με κάνεις να αφεθώ σε εσένα, να σου παραδοθώ», μου ζητάει. Τα δάχτυλά του κινούνται αργά πάνω-κάτω στην πλάτη μου. «Παραπλάνησε με, αποπλάνησε με, κάνε με να ρίξω τις άμυνές μου για σένα, να χάσω τα λογικά μου, να σε επιθυμήσω τόσο που να σου δώσω ως και τη ζωή μου, την τελευταία μου ανάσα. Προσποιήσου ότι είμαι ο Γκρίφιν και καν' το».
Ο... ο Γκρίφιν... σωστά... ο Γκρίφιν. Υπάρχει και αυτός. Ως εκείνη τη στιγμή, είναι σαν να έχω χάσει εντελώς την αντίληψη όσων συμβαίνουν, κάθε λογική σκέψη με ειρμό είχε εξατμιστεί από το μυαλό μου. Είναι σαν να έχω ξεχάσει εντελώς το λόγο που βρίσκομαι εδώ και να τον έχω μόλις θυμηθεί.
Ο Γκρίφιν... Ο Γκρίφιν Σέιγουορθ που κατά την παρουσία του μου διέλυσε την ζωή και εν τη απουσία του εξακολουθεί να μου κάνει χαλάστρες. Σωστά.
✖
«Τι γυρεύεις στον κοιτώνα μου, Βάλενταϊν; Μες στη νύχτα; Τι θέλει ένα κορίτσι σαν εσένα από έναν τύπο σαν εμένα;»
«Ακριβώς αυτό», ψελλίζω σχεδόν ασυνάρτητα. «Εσένα».
«Γιατί;» Ο Ζίρο στέκεται κάπου παραπέρα πλέον και παίζει εξαιρετικά τον ρόλο του, προσποιούμενος ότι είναι κάποιο από τα μέλη της λέσχης των Αθληταράδων, ότι έχω τρυπώσει στο δωμάτιο του μυστικά, ότι δεν το περίμενε.
«Ε-επειδή... σε θέλω».
Κάτι μέσα στα σκοτεινά του μάτια αλλάζει, μεταλλάσσεται, γίνεται πιο έντονο, πρωτόγονο, άγριο. Κτηνώδες. Τα μάτια του εγκαταλείπουν τα δικά μου και προχωράνε στα χείλη μου, από εκεί στον λαιμό μου και τα μαργαριτάρια που τον σφίγγουν σαν πολυτελής θηλιά. Χαμηλώνουν στους ώμους μου την στιγμή που το ένα δαντελένιο μανίκι του μισάνοιχτου φορέματος γλιστράει αποκαλύπτοντας περισσότερο από το πάνω μέρος του μπράτσου και του στήθους μου. Μπαίνω στον πειρασμό να το πιάσω και να το επαναφέρω στη θέση του, όμως συγκρατιέμαι. Επειδή βλέπω τον τρόπο που με κοιτάζει, τα μάτια του κατεβαίνουν στο σώμα ασελγώντας σχεδόν επάνω του. Σε ποιον ανήκει αυτό το βλέμμα; αναρωτιέμαι. Στον Ζίρο ή στον χαρακτήρα που μιμείται τόσο πιστά; Ποιος από τους δυο είναι;
«Και τι περιμένεις για να μου το δείξεις;», ρωτάει. Τα μάτια του επανέρχονται στα χείλη και έπειτα τα μάτια μου. Ο τόνος του είναι προσωπικός και ερωτικός, σαν να είναι το αγόρι μου κι εγώ να ντρέπομαι να του εξομολογηθώ πόσο πολύ μου αρέσει.
«Θέλω», λέω, προσπαθώντας να μην μπερδέψω τα λόγια μου. «Θέλω να με θέλεις κι εσύ». Περπατώ προς το μέρος του και η φωνή μου γίνεται πιο λεπτή, πιο απεγνωσμένη. «Όπως την άλλη φορά», προσθέτω. Και φυσικά εννοώ την φορά εκείνη, όταν ο Ζίρο κι εγώ πλαγιάσαμε ο ένας με τον άλλο στο αναρρωτήριο, όχι εκείνη που με οδήγησε ο Γκρίφιν στο υπόγειο.
Όταν τελικά τον φτάνω, προσπαθώ να τον δελεάσω με περισσότερα από την όψη μου. Με την αφή μου. Θυμάμαι τον τρόπο που αντιδρούσε το σώμα μου στα χάδια του. Να μπορώ άραγε να τον κάνω να αισθανθεί κάτι παρόμοιο; Αξίζει να προσπαθήσω. Με χέρια που τρέμουν ελαφρώς αγγίζω τα μπράτσα, τους ώμους και το στέρνο του, αφήνω μαλακά και ζεστά μονοπάτια από χάδια στο δέρμα του, το τζάκετ του, ωστόσο αποτελεί σημαντικό εμπόδιο. Αποφασίζω να του το βγάλω. Τα χέρια μου πιάνουν το παγωμένο φερμουάρ του και αρχίζουν να το κατεβάζουν λίγο-λίγο.
Και φυσικά, επειδή εγώ δεν είμαι η Κιμ Μπέισινγκερ, αλλά η Αντριάννα Γαμώ-την-Τύχη-μου Βάλενταϊν, το κάνω να κολλήσει, να φρακάρει κάπου στα μισά. Γαμώτο.
Προσπαθώ να το φτιάξω, αλλά μου φαίνεται ότι επιδεινώνω την κατάσταση. Χάνοντας την υπομονή μου, στρέφομαι με το βλέμμα μου προς εκείνον για βοήθεια.
Κάνε κάτι, ικετεύω. Γίνεται, όμως, πολύ γρήγορα σαφές ότι ο Ζίρο δεν σκοπεύει να με διευκολύνει έτσι. Του αρέσει που φρικάρω. Επίσης, του αρέσει που γίνεται το αντικείμενο του πόθου, το έπαθλο της βραδιάς. Θέλει να δει τι προτίθεμαι να κάνω για να τον κερδίσω και το να τα παρατήσω σίγουρα δεν είναι η συνταγή της επιτυχίας. Διατάζω τον εαυτό μου να ηρεμήσει, να επικεντρωθεί στο ξεκούμπωμα του καταραμένου του φερμουάρ, να το κάνει να περάσει μέσα από τα επόμενα μεταλλικά δόντια μέχρι να φτάσει στο τελείωμα του. Και τα καταφέρνω. Μου 'ρχεται να καγχάσω δυνατά, να πω ένα θριαμβευτικότατο: «Χα!», και να περιγελάσω τόσο το τζάκετ όσο και τον σνομπ ιδιοκτήτη του. Κάτι τέτοιο, όμως, θα χάλαγε απευθείας την ιδανική ατμόσφαιρα που έχει επικρατήσει επιτέλους. Έτσι, επιστρέφω απλά πίσω στον ρόλο μου. Περνώ τα χέρια μου μέσα από το πάνω μέρος του τζάκετ και το κάνω να γλιστρήσει από πάνω του. Οι παλάμες μου χουφτώνουν τους μυς στο στέρνο και τους ώμους του ανεμπόδιστα. Μπορώ να νιώσω πόσο σφριγηλό είναι το δέρμα του, πόσο σφιχτοί οι μυς του. Είναι δυνατός.
«Εάν με θέλεις», του ψιθυρίζω. «Τότε είμαι δική σου...».
Τα χέρια μου κατεβαίνουν αργά, προσεκτικά ακολουθώντας τις αυλακώσεις των μυών στα πλευρά και την κοιλιά του. Πλησιάζουν προς το παντελόνι του, τα θυλάκια της ζώνης του, το κούμπωμα της. Τον καβάλο του.
«Σε θέλω», αποκρίνεται ο Ζίρο ειλικρινά. Μετά τα χείλη του κυρτώνουν με μια μικρή δόση ειρωνείας. «Αλλά, διάβολε», συνεχίζει. «Είσαι απαίσια ψεύτρα». Τα χέρια του βουτάνε τα δικά μου και τα σταματάνε πριν φτάσουν τον προορισμό τους. «Δεν ξέρω εάν ο Γκρίφιν θα πέσει με γενικές, βαρετές, ανόρεχτες ατάκες που αποτελούν must για κάθε ρομαντική κομεντί ή σαπουνόπερα. Πιθανώς. Εξίσου πιθανό, όμως, είναι να σε υποψιαστεί, επειδή έχετε προϊστορία, μια ανοιχτή βεντέτα μεταξύ σας. Εγώ, πάντως, δεν πέφτω. Εγώ πιστεύω ότι για να μηδενίσεις τις πιθανότητες αποτυχίας, θα πρέπει να ξέρεις καλά ποιον έχεις απέναντί σου κάθε φορά, να απευθυνθείς σε εκείνον και μόνο, στον πόθο και τις επιθυμίες του. Θα πρέπει να τον πείσεις ότι μπορείς να του χαρίσεις αυτό που λαχταράει περισσότερο στον κόσμο, ότι είσαι εδώ για να του το προσφέρεις. Δεν θέλουν όλοι το ίδιο».
«Κι εσύ; Τι θέλεις εσύ;»
Ο Ζίρο με κοιτάζει σαν να προσμένει κάτι. «Δώσε μου κάτι πιο βαθύ», μου ζητάει. «Πιο πηγαίο, πιο προσωπικό. Δώσε μου κάτι μόνο για μένα».
«Σαν τι;»
«Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι».
«Ο-ορίστε;»
«Πες μου τι σκέφτεσαι όταν με κοιτάς στα μάτια», λέει ξανά, πιο απαιτητικά, πιο αφοπλιστικά.
«Τ-τ-τίποτα», ψελλίζω ενώ καταριέμαι γι' ακόμη μια φορά το τραύλισμα της φωνής μου. «Δεν σκέφτομαι τίποτα».
«Αποκλείεται», το αρνείται. «Πάντοτε κάτι σκεφτόμαστε. Τι σκέφτεσαι όταν με κοιτάς στα μάτια;»
«Σκέφτομαι...» Για μια στιγμή, ολόκληρη η ύπαρξη μου επικεντρώνεται στο πρόσωπό του και τον τρόπο που το φωτίζει σιγά σιγά η σελήνη και οι φλόγες των κεριών. «Ότι δεν είσαι ελκυστικός. Κάποτε σε περιέγραψα έτσι και ήταν τουλάχιστον μετριοπαθές. Είσαι μοναδικός και απόκοσμος και μυστηριώδης. Θες να μάθεις τι είπε κάποτε ο Αϊνστάιν για το μυστήριο; Είπε ότι είναι το πιο γοητευτικό πράγμα που μπορούμε να βιώσουμε ποτέ».
«Το είπε αυτό;»
Του απαντώ μ' ένα καταφατικό νεύμα. «Είσαι απροσδιόριστα απειλητικός, Ζίρο».
«Σε απειλώ, δηλαδή;», μουρμουρίζει μ' ένα χαμόγελο. Μια ρυτίδα συλλογισμού σχηματίζεται στο μέτωπό του, καθώς επεξεργάζεται ετούτη την πληροφορία.
Κουνάω ξανά το κεφάλι μου. «Περισσότερο απ' τον καθένα», του ομολογώ. Επειδή ξέρω ότι πρέπει να προστατεύομαι, να φυλάγομαι, να μένω μακριά απ' όλους και απ' όλα, αλλά με 'σένα δεν μπορώ να το κάνω αυτό...
«Τι άλλο;», με προτρέπει βυθίζοντας το βλέμμα του στο δικό μου.
«Σκέφτομαι ότι... Ότι τα μάτια σου είναι πανέμορφα. Έχουν μέσα τους την αίσθηση του βάθους, της αφθονίας, της απεραντοσύνης και του συμπαντικού χάους. Θέλω να συνεισφέρω σε αυτό το χάος, να το κάνω δικό μου, να χαθώ μέσα του...»
Αυτό τον κάνει να βουβαθεί για λίγο. «Να πάρει!», μουρμουρίζει στο τέλος. «Αυτό ήταν καλό...» Ακούγεται ειλικρινά ξαφνιασμένος, εντυπωσιασμένος. Και παρόλο που τόση ώρα μου έκανε διάλεξη για τις παρατεταμένες ματιές και όλα όσα κρύβουν, αποστρέφει πρώτος το βλέμμα του. Ντρέπεται; Ναι, νομίζω ότι κατάφερα να τον κάνω να νιώσει το ίδιο νευρικός, ανασφαλής και έξω απ' τα νερά του όπως κι εγώ. Είναι κολακευμένος, συνεσταλμένος, ξαφνικά εσωστρεφής. Είναι ακαταμάχητος και βλέποντας τον έτσι, όλα τα άλλα –η αδεξιότητα μου, η αμηχανία μου, ο δισταγμός- παραμερίζονται.
Δεν μπορώ να του αντισταθώ άλλο. Απλά δεν αντέχω.
Στον χρόνο μεταξύ των επόμενων χτύπων της καρδιάς μου συμβαίνει κάτι μαγικό. Σαν να με κυριεύει το θέλημα της μοίρας ή κάποιο πολύ ισχυρό, αρχέγονο ένστικτο που δεν ήξερα πως διαθέτω, κολλάω το σώμα μου πάνω στο δικό του σβήνοντας τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα κορμιά μας, το στομάχι μου εφάπτεται στο δικό του, το στήθος μου πιέζεται στο στέρνο του, τα χέρια μου βρίσκουν το πρόσωπό του, το στρέφουν έτσι ώστε να κοιτάζει εμένα και μόνο εμένα, ύστερα αναπαύονται στις αιχμηρές γωνίες του σαγονιού του.
«Ζίρο...», ψιθυρίζω για μια ύστατη φορά. Η φωνή μου είναι μόλις η ανάσα που παίρνω.
Και τότε εκείνος σκύβει προς το μέρος μου σε αργή κίνηση, σαν να μου δίνει χρόνο να τραβηχτώ μακριά του, εάν το επιθυμώ. Δεν το επιθυμώ. Το λείο του μέτωπό πιέζεται στο δικό μου, το στόμα του πλησιάζει το στόμα μου. Τα βλέφαρά μου βαραίνουν, τα μάτια μου κλείνουν. Και τότε τα χείλη του χαϊδεύουν τα δικά μου. Απαλά, τρυφερά, σαν φύλλο που πέφτει στο νερό μιας λίμνης το φθινόπωρο.
Τα χέρια του που βρίσκονται παντού γύρω μου με κρατάνε με απέραντη προσοχή, σαν να φοβάται μη του σπάσω. Δεν πρόκειται. Θέλοντας να του το δείξω αυτό, πιέζω τα χείλη μου στα δικά του με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Τυλίγω το ένα μου χέρι γύρω από το σβέρκο του και πιέζω το άλλο ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Συνήθως το δέρμα του είναι ψυχρό, αυτή την φορά όμως μπορώ να νιώσω μια πυρετώδη, σχεδόν, θερμότητα να πηγάζει από μέσα του. Καθώς τον αγγίζω έτσι αισθάνομαι μια παράξενη ενέργεια να τριζοβολά ανάμεσά μας, μια επώδυνη λαχτάρα, σαν να μας χτυπά και τους δύο ηλεκτρικό ρεύμα. Καταλαβαίνω πως την νιώθει και εκείνος, πως δεν τον έχει αφήσει διόλου ανεπηρέαστο. Κάτι τον παρασύρει προς εμένα, κάτι που ξαφνικά τον κάνει να γίνεται ορμητικός, να παύει να συγκρατείται. Κάτι που μου δείχνει ότι ο Ζίρο με θέλει όσο τον θέλω κι εγώ.
Το ένα του χέρι κατηφορίζει προς τους γοφούς μου και τους αρπάζει δυνατά, το άλλο τραβάει το πρόσωπό μου στο δικό του με μια ξαφνική αγριότητα, ενώ ένα χαμηλόφωνο βογκητό ξεφεύγει από το λαιμό του. Ο ήχος ένα αφάνταστα σέξι και κάνει ένα ρίγος ενθουσιασμού να διαπεράσει το σώμα μου. Το φιλί μας ξαφνικά αλλάζει, βαθαίνει, γίνεται πιο παθιασμένο, άγριο και απελπισμένο, λες και θέλουμε να δούμε εάν τα χείλη μας και μόνο αρκούν για να σβήσουν κάθε τι που μας χωρίζει, να εκμηδενίσουν την κάθε οδυνηρή, πραγματική ή νοητή, απόσταση ανάμεσά μας.
Με τα δάχτυλά του πιάνει την ράντα του φορέματος που είχε παραμείνει στην θέση της και την σπρώχνει προς τα κάτω, κάνει το ρούχο που κρεμόταν στραβά απ' τον ώμο μου να γλιστρήσει. Το βαμβάκι, η δαντέλα και το μετάξι καταλήγουν μεμιάς στο πάτωμα. Είμαι με τα εσώρουχά. Και δεν με νοιάζει πια. Ωστόσο, ο Ζίρο δεν σταματάει εκεί. Αφήνω μια μικρή κραυγή έκπληξης πάνω στο στόμα του, όταν με αρπάζει απότομα, όταν βάζει τα χέρια του στον πισινό μου, τον γραπώνει σαν να βρίσκεται σε παροξυσμό και με τραβάει πάνω του. Με σηκώνει από το έδαφος και πηγαίνουμε προς το κρεβάτι. Πέφτουμε δυνατά στο στρώμα κάνοντας τα παλιά, σκουριασμένα του ελατήρια να ταλαντωθούν, τα στρεβλά σίδερα να σκούξουν τρίζοντας.
Η καρδιά μου να σκιρτάει σαν τρελή από πόθο, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει κάτι τέτοιο, αυτό το φούσκωμα στον κόρφο μου, αυτή την ανάγκη να αγγίξω, να κάνω κάτι –κάποιον- δικό μου, κατάδικό μου.
Μη σταματήσεις, μη σταματήσεις.
Τα χείλη του συνθλίβουν τα δικά μου, τα ανοίγουν, η απαλή του γλώσσα χορεύει στην άκρη της δικής μου έναν ανεπανάληπτο χορό αισθήσεων. Τα χέρια του με σφίγγουν, οι γοφοί του πιέζουν τους δικούς μου και μπορώ να νιώσω κάτι να συμβαίνει ανάμεσα στα σκέλια του.
Κούκου, σκέφτομαι και αμέσως τα χάνω. Τον κοιτάζω σαστισμένη.
Μου χαμογελάει πονηρά. Ω, ναι. Συμβαίνει...
Συμβαίνει. Και εμείς απλά συνεχίζουμε, και γινόμαστε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι από σώματα που ενώνονται, από άρρυθμες ανάσες και λαβές και χουφτώματα και ξέφρενα χτυποκάρδια και βογκητά και...
Σταμάτα, Άντρι, σταμάτα...
Όχι, όχι, μη σταματάς.
Ναι! Σταμάτα! Τι θες; Να τα κάνεις χειρότερα; Δεν μπορείς να τον αποκτήσεις, δεν είναι για 'σένα ο Ζίρο... Ο Ζίρο θα φύγει μακριά... Μια για πάντα... Και θα σε αφήσει πίσω με μια καρδιά σμπαράλια... Σταμάτα, διάβολε!
Τινάζομαι άθελά μου σαν να βγαίνω απότομα από έναν ακόμη εφιάλτη μου και να προσγειώνομαι ταραγμένη στην πραγματικότητα. Μαζεύομαι στην μια άκρη του κρεβατιού και τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ' το σώμα μου. Κουλουριάζομαι σαν αρμαντίλο που προσπαθεί να προστατεύει, να κλειστεί στο κέλυφός του.
Σταματάει και ο Ζίρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή. Τα μαύρα μάτια του, που ήταν μισόκλειστα από ηδονή, γούρλωσαν ξαφνικά από... τι; Κατάπληξη; Σαστιμάρα; Δέος;
Θαυμασμό. Νομίζω ότι βλέπω θαυμασμό.
Το έχει νιώσει προτού καλά καλά το δει.
Το μαχαίρι μου στο αριστερό του νεφρό.
«Το έκανες...», λέει άναυδος. Το χέρι του ψηλαφεί προσεκτικά την παγωμένη λαβή που εξέχει απ' το πλευρό του. «Το έκανες όλο και το έκανες άψογα. Άψογα», επαναλαμβάνει, σαν να μην μπορεί να πιστέψει ούτε και ο ίδιος την έκβαση της βραδιάς.
Οι κόποι του έχουν ευοδωθεί. Πλήρως.
Έχει διδάξει μια ικανότατη δολοφόνο.
«Ν-ναι...», κομπιάζω. «Το έκανα. Αυτός δεν ήταν και ο σκοπός, ά-άλλωστε;»
«Ναι, αυτός ήταν». Ο Ζίρο γέρνει προς το πλάι του και αφαιρεί με μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας το μαχαίρι σαν να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα μικρό, ενοχλητικό αγκάθι στα πλευρά του. Το πετάει κατάχαμα. «Άριστα με τόνο. Έτοιμη για φόνο», επιδοκιμάζει.
Και υποθέτω ότι κάπως έτσι ολοκληρώνεται και το αποψινό Μάθημα Φόνων μας, ότι αφού ο Ζίρο εκτέλεσε το χρέος του ως δάσκαλος, θα φύγει. Ότι θα με αφήσει πάλι μόνη για λίγο, μέχρι που κάποτε θα με αφήσει μόνη για πάντα.
Η απογοήτευση μου είναι υπέρμετρη και αρχίζω να τα βάζω με τον εαυτό μου, να θυμώνω και να οργίζομαι που τον πλήγωσα ξανά. Ναι, αυτός ήταν ο στόχος, η παραπλάνηση, η αποπλάνηση, η εκτέλεση της τέλειας, συγκαλυμμένης επίθεσης, τουλάχιστον αρχικά. Μετά, όμως, το ενδιαφέρον μας άρχισε να μετατοπίζεται σε κάτι άλλο, σε εμάς.
Και αυτό το «εμάς» εγώ το μαχαίρωσα πισώπλατα.
Ή, μάλλον, διαγωνίως με ανηφορική τροχιά (για να βρω το νεφρό)...
Τέλος πάντων, το χαράμισα.
Επειδή πανικοβλήθηκα υπερβολικά πολύ στην σκέψη ότι θα τον χάσω.
Και έτσι τον έχασα πριν να 'ρθει η ώρα του αποχωρισμού.
Ανόητη, με ψέγω.
O Ζίρο, όμως, δεν φαίνεται να μου αποδίδει τις ίδιες κατηγορίες. Βρίσκεται ακόμη εδώ και ξάφνου έρχεται όλο και πιο κοντά μου. Ζυγώνει κι άλλο κι άλλο κι άλλο, έως ότου με φτάνει και μου δίνει ένα ακόμη φιλί. Το στόμα του κολλάει επάνω στο δικό μου και εγώ αφήνω τα χείλη μου να μαλακώσουν, ν' ανοίξουν δεκτικά πάνω στα δικά του. Κι έπειτα από λίγο τ' ανοίγω ακόμη περισσότερο, απελπισμένη, μετανοημένη, τον αφήνω να μπει πιο βαθιά, να μονοπωλήσει το στόμα μου με ένα άγριο, λαίμαργο, χαοτικό φιλί.
Θέλω να του δείξω πόσο πολύ τον ποθώ, πόσο τον λαχταράω.
Θέλω να απαντήσω στη δύναμη των φιλιών του με τα δικά μου.
Μη σταματάς, μη διανοηθείς να σταματήσεις αυτή την φορά! Ζήσε το! Μαζί του. Για όσο μπορείς...
Ο Ζίρο με τραβάει πιο κοντά του, με ξαπλώνει στο στρώμα και μετατοπίζει το βάρος του από πάνω μου, παγιδεύοντας το σώμα μου κάτω από το δικό του με τέτοιον τρόπο που δεν μπορώ να κουνηθώ ή να αντισταθώ. Όχι πως θέλω. Θέλω να συνεχίσει να κάνει αυτό που μου κάνει, συνειδητοποιώ ότι με έχει φέρει στο μέρος που ήθελα να βρεθώ όλον αυτόν τον καιρό.
Και αυτή τη φορά δεν σκοπεύει να σταματήσει.
Και αυτή τη φορά δεν τον σταματάω ούτε κι εγώ.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top