Κεφάλαιο 8: Θέλω να συνεισφέρω στο χάος σου (μέρος 1)


Είναι λίγο μετά τις εννιά όταν επιστρέφω επιτέλους στον κοιτώνα με τον αριθμό σαράντα ένα. Κοντοστέκομαι στο κατώφλι του για μια στιγμή, ύστερα τοποθετώ το κλειδί μου στη μικρή, στραβή σχισμή της πόρτας, το στρίβω δυο φορές, με το άλλο μου χέρι στο σκουριασμένο πόμολο πιέζω προς τα κάτω και κάνω την πόρτα να υποχωρήσει, να με αφήσει να χωθώ στο μικρό καταφύγιο του προσωπικού μου κελιού.

Ναι, από τη μια ο κοιτώνας είναι ένα πολυπόθητο ησυχαστήριο, απ' την άλλη όμως δεν παύει να αποπνέει μια ασφυκτική αίσθηση φυλακής. Το γεγονός δε ότι όλα τα φώτα απ' άκρη σ' άκρη του ιδρύματος παραμένουν κλειστά λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας τη νύχτα ενδυναμώνει αυτή την καταπιεστική αίσθηση.

Προχωράω στο σκοτεινό εσωτερικό του κοιτώνα μου και τρέπομαι σε αναζήτηση κάποιων λιγοστών κεριών που φωλιάζουν στραβούτσικα και μισολιωμένα στο κομοδίνο, το γραφείο, τις σκονισμένες γωνίες του πατώματος και κατά μήκος του περβαζιού του μοναδικού παραθύρου μου. Αρχίζω να τ' ανάβω σιγά σιγά μ' έναν αναπτήρα που βρήκα στο δωμάτιο του Κάι τις περασμένες ημέρες. Δημιουργώ μικρά, κιτρινωπά φωτοστέφανα που αχνοφέγγουν στον χώρο. Μικρά πύρινα λουλούδια ανθίζουν επάνω στα φυτίλια χαρίζοντας μια αχνή, τρεμουλιαστή λάμψη και μια αίσθηση θαλπωρής και ασφάλειας. Χαζεύω την φλόγα που χορεύει και λικνίζεται πιο κοντά σε εμένα, είναι όμορφη και η πύρινη όψη της με ηρεμεί με έναν ανεξήγητο τρόπο, με ζεσταίνει εσωτερικά σαν ελπίδα. Ειλικρινά, υπάρχει κάτι πολύ ελπιδοφόρο στον χορό της φωτιάς, αφού αυτή όπως και κάθε τι στη ζωή μπορεί να είναι όμορφη ή άσχημη ανάλογα με την οπτική που επιλέγει ο καθένας μας. Αποφασίζω ότι για εμένα η φωτιά είναι σύμβολο ελπίδας και όχι απελπισίας, είναι πηγή ζωής και όχι ολέθρου. Σηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω ολόγυρα, τις υπόλοιπες μικρές πορτοκαλοκόκκινες ελπίδες και το θέαμα μου χαρίζει μια αίσθηση κατάνυξης και πνευματικής ανάτασης, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε έναν τόπο ιερό, στους δρόμους του Μεξικό για παράδειγμα κατά την Ημέρα των Νεκρών, εκεί όπου εκατομμύρια αναμμένα κεράκια και φανάρια οδηγούν τις ψυχές των νεκρών πίσω στο σπίτι των αγαπημένων τους, τον τόπο όπου ανήκουν πραγματικά. Και όντως, σαν να γιορτάζω κι εγώ μια τέτοια επιστροφή, βλέπω τον δικό μου νεκροζώντανο να εμφανίζεται σιγά σιγά.

Ο Ζίρο είναι ξαπλωμένος ανάσκελα στο κέντρο του κρεβατιού, με μια κενή έκφραση στο σημαδεμένο του πρόσωπο ατενίζει το από καιρό μουχλιασμένο ταβάνι, τα χέρια του είναι πλεγμένα πίσω απ' το κεφάλι του, οι μυς του δείχνουν χαλαροί, τα πόδια του είναι σταυρωμένα το ένα πάνω απ' το άλλο και από κάπου στ' αριστερά του ξεπροβάλει ο μόνιμα στραπατσαρισμένος Μάικ Μπαζόβσκι. Τα χλωμά σεντόνια που περιβάλλουν τον Ζεέρνεμποχ είναι τσαλακωμένα γύρω του σαν να πασχίζουν ν' απομνημονεύσουν το περίγραμμα του, να φυλάξουν την αίσθηση και το μονάκριβο σχήμα του κορμιού του. Μοιάζει χαλαρός, βολεμένος λες και βρισκόταν εκεί για πολύ ώρα, πολύ πριν ανάψω το πρώτο μου κερί ή μπω στο δωμάτιο μου. Τι έκανε εδώ;

Προχωράω ως το κρεβάτι και κοντοστέκομαι στο κάτω μέρος του, έπειτα βάζω τα χέρια μου δεξιά και αριστερά της σιδερένιας κουπαστής, την βαστάω και γέρνω από πάνω της για να θαυμάσω, θαρρείς, τη θέα. Εκείνος είναι αυτή.

«Το ήξερα», λέω θριαμβευτικά και ένα μικρό μειδίαμα σχηματίζεται στα χείλη μου.

«Ποιο;», ρωτάει χωρίς ν' απομακρύνει το μελαγχολικό του βλέμμα από το ταβάνι. Σε τι οφείλεται αυτή του η μελαγχολία; αναρωτιέμαι σιωπηλά. Δεν έχω ιδέα, ξέρω μόνο ότι την έχω διακρίνει και θέλω να την διώξω, συνεχίζω, λοιπόν, επιδιώκοντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.

«Ότι με θες τόσο παράφορα», του πετάω πειραχτικά. «Που όταν λείπω φοράς τα ρούχα μου για να με νιώθεις επάνω σου, ξαπλώνεις στο κρεβάτι μου, παίρνεις από κοντά τον Μονόφθαλμο ως αντικατάστατο της πολυπόθητης συντροφιάς μου και με περιμένεις καρτερικά να γυρίσω για να μου κάνεις παιδιά».

«Α, αυτό κάνω; Διότι βάσει των γονεϊκών προτύπων που είχα ως παιδί στοιχηματίζω ότι θα ήμουν φρικτός πατέρας».

Αυτό δεν είναι αλήθεια, σκέφτομαι άθελα μου. Δεν μοιάζεις στον πατέρα σου, δεν είσαι αυτός. Γνωρίζεις πολύ καλά τα ελαττώματα του, τα έχεις δει, έχεις έρθει αντιμέτωπός με αυτά και για αυτό τον λόγο γνωρίζεις πώς να αποφύγεις να τα έχεις κι εσύ. Δεν θα έκανες επ' ουδενί τα ίδια...

«Αυτό με έκανε να μην θέλω να αποκτήσω καθόλου μούλικα», συνεχίζει να λέει άκεφα. «Άσε που δεν μπορώ κιόλας».

«Γιατί;», τον τσιγκλάω επίτηδες. «Δεν σου κάνει κούκου;»

Και τα καταφέρνω, παρατηρώ θριαμβευτικά, τον ερεθίζω κάνοντας την πρότερη μελαγχολία του ν' αντικατασταθεί από ένα πείσμα, πείσμα να μου αποδείξει το αντίθετο. «Υπό διαφορετικές συνθήκες», με προειδοποιεί. «Θα σου έδειχνα πολύ καλά εάν μου κάνει κούκου ή όχι. Είσαι τυχερή, λοιπόν, που οι παρούσες συνθήκες δεν μου το επιτρέπουν».

Α, ναι! Εμένα μου λες για τύχη; Τύχη βουνό έχω!

«Τέλος πάντων», αντιπαρέρχεται όλα τα προηγούμενα. «Ήρθα εδώ ώστε να συζητήσουμε για κάτι».

«Εντάξει», λέω. «Για τι;»

«Για το πόσο αυτοκτονικά ηλίθιο ήταν αυτό που μόλις έκανες, Αντριάννα. Να για τι!», εκρήγνυται ξαφνικά, από το πουθενά. Άρα δεν ήταν μελαγχολία αυτό που διέκρινα μέσα του απόψε, ήταν συγκαλυμμένος θυμός που κόχλαζε κάτω από την επιφάνεια. «Πήγες και είπες στον Τρελογιατρό ότι σκοπεύεις να γίνεις η Κάρι του Στίβεν Κινγκ και ν' αρχίσεις να σκοτώνεις κόσμο στον σχολικό χορό! Πώς λες να το πήρε;»

«Ποσώς με ενδιαφέρει πώς το πήρε», αποκρίνομαι πιο ήρεμα, θέλοντας να ρίξω λίγο τους τόνους. «Η σιωπή και η αδράνεια του τον έχουν καταστήσει εξίσου ένοχο με την Κονστάνς και τον Ίστμαν. Βλέπει να συντελούνται εγκλήματα και κατάφορες αδικίες κάθε μέρα και τα αγνοεί συστηματικά. Ο κόσμος, όμως, καθίσταται ένα επικίνδυνο μέρος εξαιτίας όσων βλέπουν το κακό να γίνεται και δεν κάνουν τίποτε για να το σταματήσουν, θυμάσαι; Εσύ μου το είπες αυτό».

«Ο Αϊνστάιν το είπε», λογοφέρνει μαζί μου για χάρη της στιχομυθίας, αν και αυτή η παρατήρηση δεν προσθέτει τίποτε ουσιαστικό στον ευρύτερο διάλογο.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, την φυλακίζω μέσα στους πνεύμονες μου για λίγο και έπειτα την απελευθερώνω αργά ξεφυσώντας. Δεν έχει νόημα να αρχίσουμε να ωρυόμαστε και οι δύο. «Ήθελα να πω στον Αρτέμη τι θα κάνω», δοκιμάζω για μια ακόμη φορά να του εξηγήσω. «Επειδή φέρει μερίδιο ευθύνης. Εάν είχε κάνει τη δουλειά του όπως έπρεπε, τότε όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί, προτίμησε όμως να σιωπήσει, να μην εκθέσει τον Γκρίφιν και την Κονστάνς και το ίδρυμα. Το κρίμα είναι στο λαιμό του, όχι στον δικό μου. Εγώ είμαι ένα θύμα των καταστάσεων και αυτός είναι μέρος της κατάστασης».

Ο Ζίρο έχει πια ανακαθίσει και με κοιτάζει επιτιμητικά από το κέντρο του στρώματος του κρεβατιού μου. Το ίδιο, βέβαια κάνει και ο Μάικ Μπαζόβσκι, το άχαρο λούτρινο της Μια, που έχει καρφώσει το μεγάλο μοναχικό του μάτι επάνω μου και με επικρίνει.

«Είναι σκάρτος», εξακολουθώ να λέω νιώθοντας την ανάγκη να τους κάνω να καταλάβουν τι με ώθησε στην φαινομενικά παράλογη αντίδραση μου στο γραφείο ψυχανάλυσης. «Αλλά και καλός άνθρωπος ταυτόχρονα, έτσι νομίζω τουλάχιστον, και αυτό με προβληματίζει. Θέλω να δω ποια από τις δυο πλευρές του θα υπερισχύσει. Εάν με αφήσει να διαπράξω τους φόνους θα έχει έναν κώδικα τιμής μέσα του, θα είναι σαν να ξέρει ότι τα πράγματα είναι άσχημα, αλλά φοβάται να τα αλλάξει μόνος. Θα αφήσει εμένα να το κάνω και για τους δυο μας. Εάν όμως με σταματήσει μετά από όλα όσα έχει επιτρέψει στους άλλους να κάνουν, θα είναι υποκριτής».

Δεν έχει σημασία, μοιάζει να λέει η άκρως ενοχλημένη έκφραση του Ζεέρνεμποχ. Δεν έχει σημασία εάν ο Αρτέμης Οκένζουα είναι καλός ή σκάρτος, σημασία έχει ότι έκανες κάτι χωρίς να με προειδοποιήσεις πρώτα, έγινες αυταρχική και ενδεχομένως καταστροφική. Για εσένα και για εμένα, για την εξιλέωση της ψυχής μου. Για το σχέδιο μας. Για εμάς. Και όλα αυτά γιατί; Για τον Οκένζουα;

Τα κατασκότεινα μάτια του Ζίρο σμίγουν μεταξύ τους καθώς με κοιτάζει, μισοκλείνουν σε δυο μικρές σχισμές από όνυχα. «Σε ένα μέρος σαν και τούτο», μου συρίζει. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από έναν έντιμο άνθρωπο. Εάν ο Τρελογιατρός είναι έντιμος τότε θα μπορούσε να τα τινάξει όλα στον αέρα».

«Έλα τώρα... ο Αρτέμης δεν είναι και τόσο έντιμος». Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, είτε έχει καλή ψυχή είτε κακή, είναι σίγουρα διεφθαρμένη ως έναν βαθμό. Όχι απλά επειδή συγκαλύπτει τα εγκλήματα του Ντέιβις Πλέις, αλλά γιατί πολύ πριν από αυτό, έκανε κάτι. Κάτι για το οποίο δεν γνωρίζει κανείς. Κάτι που τον οδήγησε ως εδώ. Πώς... πώς κατέληξε να εργάζεται σε αυτόν τον βούρκο; Δεν είναι τόσο καθαρός, όσο δείχνει, έτσι; Κάτι κρύβει... αυτές ήταν μερικές από τις πρώτες σκέψεις που είχα κάνει όταν τον αντίκρισα κατά την πρώτη συνεδρία μας και τώρα επανέρχονται στο προσκήνιο του νου μου. «Ο Αρτέμης περιβάλλεται αδιαλείπτως από εγκληματίες και κακούργους, βιαστές, τραμπούκους και δολοφόνους. Δεν μπορεί να είναι τόσο διαφορετικός από αυτούς. Έχει έρθει εδώ μέσα για κάποιο λόγο και εξ αιτίας του λόγου αυτού ανήκει εδώ εξίσου με όλους τους άλλους. Ηρέμησε. Μια χαρά θα είμαστε».

Και σε γενικές γραμμές είμαστε όντως μια χαρά. Με μια μικρή, μικρούτσικη εξαίρεση. Κατά την διάρκεια της αποψινής εκπαίδευσης καταφέρνω να κάνω μια άψογη, τέλεια καταστροφική επίθεση, θανάσιμη υπό ρεαλιστικές συνθήκες. Τεντώνω το χέρι μου και μπήγω την λεπίδα του μαχαιριού μου στον λαιμό του Ζεέρνεμποχ. Σε ένα ξέφρενο στιγμιότυπο μάχης η παγωμένη ατσάλινη αιχμή πιέζεται στο χλωμό δέρμα στην βάση του λαιμού του, το τρυπάει και εισχωρεί κάπου βαθύτερα, του κόβει τις φωνητικές χορδές, σουβλίζει τον λάρυγγα του και φτάνει μέχρι το ύψος του φάρυγγα. Αυτό είναι το κατά σειρά τέταρτο θανάσιμο πλήγμα που του έχω καταφέρει, έπειτα από μια μαχαιριά στο αριστερό του νεφρό, το ήπαρ του και την βραχιόνια αρτηρία του. Οι μαχαιριές είναι φρικτές, βίαιες, δύσκολες, ωστόσο καταφέρνω να τις εκτελέσω σωστά, έγκαιρα, αποτελεσματικά. Αυτό αρκεί για να φανερώσει, θαρρώ, την πρόοδο που έχω κάνει και αυτή η πρόοδος είναι θεαματική. Απόψε δεν υπάρχουν αναστολές και δισταγμοί από μεριάς μου, το στομάχι μου δεν γυρίζει σαν τρελό, τα χέρια και τα πόδια μου δεν τρέμουν σαν να 'χω Πάρκινσον. Είμαι εντάξει. Είμαι εδώ. Δοσμένη στον σκοπό. Ολοκληρωτικά.

Μ' ένα μουγκρητό δυσαρέσκειας ο Ζεέρνεμποχ πιάνει την λαβή του μαχαιριού που εξέχει με τρόπο γκροτέσκο από τον λαιμό του και την αφαιρεί όπως ακριβώς θα ξεφορτωνόταν ο καθένας από εμάς μια απλή παρωνυχίδα απ' το δάχτυλο του. Στο σημείο πάνω από τα κόκαλα της κλείδας του απομένει μια οριζόντια οπή, βαθιά και ερεβώδης απ' όπου ξεκινάει να ρέει πλούσιο και σκοτεινό του αίμα του. Είναι λες και κόπηκε. Στο ξύρισμα. Με ένα αλυσοπρίονο. Το αφύσικα σκούρο και παχύρρευστο υγρό απλώνεται στο στέρνο, στον γιακά και στο ύφασμα της μπλούζας του δημιουργώντας μια μαύρη, αιμάτινη γραβάτα. Το θέαμα με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπη μοιάζει για μια ακόμη φορά σουρεαλιστικό, σαν κάτι σκαρφισμένο απ' το νου του Τιμ Μπάρτον, παρά σαν κάτι αληθινό. Όμως είναι αληθινό. Και είναι δικό μου δημιούργημα.

«Λοιπόν;», ξεκινάω να λέω σαν να επαίρομαι. «Πώς σου φάνηκε αυτό;»

«Μπορώ να πω», συρίζει με μια φωνή ασυνήθιστα υπόκωφη και βραχνιασμένη λόγω του τραυματισμού του, που τον κάνει ν' ακούγεται σαν τον Μάρλον Μπράντο στο Νονό. «Πως έχω μείνει... άφωνος». Ναι, σκέφτομαι, κυριολεκτικά και μεταφορικά επίσης. «Και αδημονώ να ανακαλύψω εάν θα εκτελέσεις με την ίδια δεξιοτεχνία και το επόμενο σκέλος της εκπαίδευσης. Ή μάλλον το προηγούμενο».

«Ε;», κάνω. «Τι πάει να πει αυτό;»

«Πάει να πει», πιάνει να μου εξηγεί και η κανονική του φωνή αρχίζει σιγά σιγά να επανέρχεται απαλή και μεταξένια, καθώς η πληγή του ξαφνικά επουλώνεται. «Ότι έχεις μάθει πια πώς και πού να χτυπήσεις τον αντίπαλό σου, προκειμένου να τον εξουδετερώσεις. Όταν έρχεσαι αρκετά κοντά στον στόχο σου τον πετυχαίνεις. Είναι, όμως, βέβαιο ότι ο Σέιγουορθ και τα πρωτοπαλίκαρα του δεν θα σε αφήσουν να τους πλησιάσεις έτσι απλά, δεν θα σου επιτρέψουν να τους λαβώσεις. Θα σε κρατήσουν σε απόσταση, θα σε αντικρούσουν, θα σε αφοπλίσουν. Για αυτό θα πρέπει να τους αιφνιδιάσεις, να κρατήσεις τις προθέσεις σου κρυφές μέχρι να σου δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Θα χρειαστείς ένα τέχνασμα για να τους προσεγγίσεις, για να φτάσεις αρκετά κοντά, εκεί όπου θέλεις. Πρέπει να προβάρουμε αυτό το τέχνασμα, Αντριάννα, και να τελειοποιήσουμε όσα θα πράξεις πριν τους φανερώσεις τις πραγματικές σου προθέσεις».

«Και τι ακριβώς είναι αυτό που θέλεις να πράξω;»

Κάποτε μου είχε πει ότι προκειμένου να επιτύχω πρέπει να μάθω να προσποιούμαι, να παραπλανώ, να αποπλανώ και να χειρίζεσαι ανθρώπους. Αυτές του οι λέξεις επιστρέφουν στο νου μου σαν στοιχειωτική ηχώ του παρελθόντος. Φοβάμαι πως έχω μόλις αρχίσει να κατανοώ το ουσιαστικό της νόημα.

Ο Ζίρο αρχίζει να περπατάει προς το μέρος μου, σαν να θέλει να μου δείξει ότι κατά τη διάρκεια όλης αυτής της υπεράνθρωπης δοκιμασίας δεν στέκεται εναντίον μου, αλλά στο πλάι μου. Έστω πνευματικά. «Άκου-»

«Όχι, εσύ άκου», τον κόβω απότομα. «Πρόσεχε καλά τι ετοιμάζεσαι να μου πεις. Πρόσεχε», επαναλαμβάνω. «Μην με κάνεις να ευχηθώ να σε είχα αφήσει στ' αλήθεια μουγκό».

«Θα σου πω ότι έχω να πω. Και είμαι σίγουρος ότι θα με μισήσεις για αυτό που θα ακολουθήσει. Και τότε δεν θα εύχεσαι να μου είχες κόψει απλά τις φωνητικές χορδές, θα εύχεσαι να μου είχες κόψει κι άλλα. Πολλά περισσότερα. Πρέπει, όμως, να εξακολουθήσεις να είσαι συγκεντρωμένη, αποφασισμένη και άκρως συνεργάσιμη. Επειδή το επόμενο σκέλος της εκπαίδευσης θα είναι το δυσκολότερο απ' όλα. Και το πιο σημαντικό».

Συνειδητοποιώ, αίφνης, ότι εδώ και κάμποσες στιγμές έχω υιοθετήσει μια αμυντική στάση, ότι έχω αγκαλιάσει τον εαυτό μου με τα χέρια μου σαν να θέλω να προστατευτώ, να προφυλαχτώ. Τα αφήνω αμέσως να πέσουν. Δεν θέλω να φαίνομαι αδύναμη. Ό,τι κι αν μου επιφυλάσσει ο Βάλχοφ.

Αλλά τι είναι αυτό που μου ετοιμάζει γαμώτο; 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top