Κεφάλαιο 7: Σε κάποιους αξίζει ο θάνατος


Οι εμπειρίες μας μας διαμορφώνουν. Πώς σε επηρέασε αυτή η εμπειρία;

Φέρνω την κούπα με το καυτό περιεχόμενο στα μισάνοιχτα χείλη μου και αφήνοντας μια μικρή γουλιά να κυλήσει στο στόμα μου, γεύομαι το γλυκό της περιεχόμενο. Μμμ, τι ωραίο που είναι αυτό, σκέφτομαι και στέλνω στον Αρτέμη μια ματιά γεμάτη ευγνωμοσύνη. Στην σημερινή μας συνεδρία εξέχοντα ρόλο έχει μια ολοκαίνουρια πολύκαφετιέρα που έχει μόλις αφιχθεί καθώς και η συγκαλυμμένη ανησυχία του ψυχοθεραπευτή ότι ίσως προσπαθώ να δώσω τέλος στη ζωή μου. Πώς; Κλειδώνοντας με σε μια κατάψυξη, ας πούμε.

Αφού έφτασα στο γραφείο ψυχανάλυσης ετούτο το απόγευμα και πήρα την συνηθισμένη μου θέση στον καταπράσινο καναπέ τον Κλαυθμών, των Οδυρμών και των Σπαραξικάρδιων Εξομολογήσεων, ο Αρτέμης Οκένζουα μου προσέφερε μια λευκή κούπα και με ρώτησε ποιο είναι το δηλητήριο που προτιμώ. Τι έχεις; ρώτησα σαν αλκοολική σε κάβα. Έριξα μια παραξενευμένη ματιά προς το μικρό βοηθητικό τραπεζάκι που είχε προστεθεί σε μια άκρη του καλαίσθητου γραφείου, πάνω του σαν θησαυρός σε βάθρο, υπήρχε ένα αστραφτερό μηχάνημα παρασκευής ροφημάτων, μεγάλο, κομψό, ντελικάτο και ακριβό, έδειχνε να είναι τελευταίας τεχνολογίας. Τι ήταν αυτό; απόρησα νοερά. Μια απόπειρα δωροδοκίας και εξαγοράς της σιωπής του ψυχαναλυτή από την Κονστάνς, για να βεβαιωθεί ότι θα κρατούσε την σιωπή του για τον εγκληματικό τρόπο με τον οποίο διεύθυνε το ίδρυμα της;

Από ότι αποδείχτηκε στην πορεία, όχι. Η αγορά του μηχανήματος ήταν απόφαση του ίδιου του Αρτέμη, ο οποίος είχε απλά αγανακτήσει με το χλιαρό λασπόνερο που του σέρβιραν εδώ ως αντικατάστατο του αγαπημένου του εσπρέσο. Έτσι ξόδεψε κάποια από τα χρήματα του για να απαλλαγεί από την καταδίκη του κακού καφέ και αναβάθμισε τόσο το γραφείο του, όσο και τις συνεδρίες που συντελούνταν σε αυτό, προσφέροντας στους προβληματικούς του ασθενείς ζεστά, λαχταριστά ροφήματα για να τους χαλαρώσει, να τους βοηθήσει να ανοιχτούν. Δεν ξέρω εάν αυτή η χειρονομία καλής θέλησης βρήκε αντίκρισμα με τους υπόλοιπους τρελούς, μ' εμένα πάντως πιάνει, επειδή ξαφνικά αισθάνομαι ότι κάποιος με περιποιείται, ότι κάποιος νοιάζεται να με ακούσει, να μου αφιερώσει τον χρόνο του.

Αυτός ο κάποιος είναι ο Αρτέμης. Ο Αρτέμης που παρότι είναι ένας ακόμη υπάλληλος του ιδρύματος δεν μοιάζει με αυτούς, που παρότι είναι κομμάτι του σαθρού συστήματος του Ντέιβις Πλέις δεν θέλει να το υπηρετεί. Είναι ο Αρτέμης που δεν με αντιμετωπίζει σαν αδιάφορος και στυγνός επαγγελματίας, αλλά σχεδόν σαν φίλος, που με αποκαλεί μόνο με το όνομα μου και ποτέ με το επίθετο των Βάλενταϊν ή με κάποιο εξευτελιστικό παρατσούκλι. Ο Αρτέμης που σκόρπισε τον πενιχρό μισθό του για να αγοράσει ένα ακριβότερο μηχάνημα που δεν θα έφτιαχνε μόνο τον δικό του καφέ, αλλά κάτι για τον καθένα. Τον κοιτάζω και νιώθω ότι η παρουσία αυτού του άντρα εδώ μου προκαλεί ένα ξεχασμένο σχεδόν αίσθημα οικειότητας και εμπιστοσύνης. Πιέζω την καυτή κούπα ανάμεσα στις παλάμες μου και νιώθω να απορροφώ την θέρμη της, η οποία κυλάει μέσα από τα ακροδάχτυλά μου στις μαγκωμένες μου φλέβες και ταξιδεύει ως την καρδιά μου για να φωλιάσει εκεί, να φτιάξει ένα καταφύγιο από ζεστή θαλπωρή. Είναι όμορφο αυτό το συναίσθημα, καταπραϋντικό. Και ξαφνικά, συνειδητοποιώ ότι σήμερα νιώθω ευγνωμοσύνη, όχι μόνο για την κούπα με την αχνιστή σοκολάτα και το πασπάλισμα κανέλας, αλλά και για τον ίδιο τον άνθρωπο που μου την προσέφερε. Η καλοσύνη εδώ μέσα είναι πολύ σπάνια. Για αυτό κάθε ψήγμα της είναι σημαντικό. Ο Αρτέμης είναι σημαντικός.

Πράγμα που με κάνει βγω από τον μικρό μου λήθαργο γαλήνης μου και να θυμηθώ ότι με έχει ρωτήσει κάτι, με έχει ρωτήσει πώς ακριβώς με επηρέασε η σχεδόν επιθανάτια εμπειρία μου μέσα στο ψυχρό κελί του καταψύκτη. Τι γυρεύει; Να εντοπίσει κάποιο επιθανάτιο σοκ; Μια πολύ ταιριαστή στην περίπτωση μου μετατραυματική διαταραχή; Κάποια φοβία που εκδηλώθηκε; Κάποιον κίνδυνο για την ζωή και την ευμάρεια μου; Το μέγεθος της απειλής που αποτελούν οι Λατίνες για εμένα; Το καταλληλότερο είδος αντιψυχωτικής φαρμακευτικής αγωγής για να μου γράψει; Τι;

«Δεν...», κάνω μια μικρή παύση και πιέζω τα χείλη μου μεταξύ τους. «Δεν νομίζω ότι με επηρέασε κάπως σαν εμπειρία».

«Το κάθε τι μας επηρεάζει», αντιλέγει ο Αρτέμης με δυο σκούρα μάτια που με παρακολουθούν με ασίγαστο ενδιαφέρον. «Σύμφωνα με τους επιστήμονες αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα. Τα πάντα είναι αλληλεξαρτόμενα και συνυφασμένα το ένα με το άλλο, έτσι μας διδάσκει η θεωρία του χάους. Η επίθεση που δέχτηκες στην κουζίνα πρέπει να σε επηρέασε κάπως». Καθισμένος στην καρέκλα του με την ψηλή ράχη, αποτραβά το βλέμμα του από εμένα και για λίγο ρίχνει μια ματιά στην δερματόδετη ατζέντα του, συμβουλεύεται τις σημειώσεις του και βρίσκεται σε ετοιμότητα προκειμένου να κρατήσει και άλλες, νέες. «Πώς;»

«Δεν ξέρω...», παραδέχομαι. «Η αλήθεια είναι ότι δεν άλλαξε τα δεδομένα για εμένα, επειδή τώρα πια έχω μάθει τι να περιμένω από τους άλλους τρόφιμους. Ξέρω ότι είναι εχθρικοί και απρόβλεπτοι και ότι πιο συχνά συμπεριφέρονται σαν απολίτιστοι γορίλες παρά σαν άνθρωποι με κοινή λογική. Οι Λατίνες, όπως οι Αθληταράδες, όπως ακριβώς και οι Μετανοημένοι είναι ομάδες ατόμων που προσπαθώ να αποφύγω, να τις κρατήσω σε απόσταση. Βλέπεις, η Μαρισόλ και οι ξαδέρφες της μου έχουν επιτεθεί ξανά στο παρελθόν, έτσι η πιο πρόσφατη επίθεση δεν αποτελεί τίποτα το ιδιαίτερο ή το πρωτοφανές. Σχεδόν το περίμενα». Τα χείλη μου εξακολουθούν να πιέζονται επίμονα μεταξύ τους. «Σχεδόν», επαναλαμβάνω.

«Γιατί αυτό;», με ρωτάει ο Αρτέμης απαλά. «Με τι νομίζεις ότι ισοδυναμεί αυτή η προσμονή για το εκάστοτε κακό να ξεσπάσει; Αν με ρωτάς ακούγεται σαν δήλωση παραίτησης, ηχεί σαν να έχεις προσπαθήσει για κάτι καλύτερο, μια ειρηνική συμβίωση με τους γύρω σου, λόγου χάρης, και σαν να έχεις δει την προσπάθεια να αποτυγχάνει. Περί αυτού πρόκειται; Νιώθεις ότι θέλεις να σταματήσεις να προσπαθείς;»

Φέρνω την κούπα στα χείλη μου που χωρίζονται επιτέλους και χαλαρώνουν ελαφρά. Το υπέροχο ρόφημα κυλάει, μεστό και ζεστό, στο πίσω μέρους του λαιμού μου, όπως γυροφέρνω την ερώτηση του στο μυαλό μου. «Κάθε άλλο», ομολογώ με πραότητα. «Στην πραγματικότητα όταν συνειδητοποίησα ότι κάποιος είχε αφαιρέσει το στόππερ που είχα χρησιμοποιήσει για να κρατήσω την πόρτα ανοιχτή... αφήνιασα. Έπεσα πάνω στο κλειστό πορτόφυλλο και άρχισα να το κοπανάω με όλη μου τη δύναμη, να προσπαθώ να το ανοίξω, να το σπάσω εάν μπορούσα, να το βγάλω ολόκληρο από το κούφωμα στον τοίχο. Άρχισα να χτυπιέμαι και να ουρλιάζω, να κάνω ότι μπορώ ώστε να καταστήσω φανερή την παρουσία μου σε κάποιον, να του πω ότι βρισκόμουν κλεισμένη εκεί και ότι ήθελα να βγω, ότι ήθελα να βγω όσο τίποτα. Ήθελα να ζήσω. Ακόμα θέλω. Και θα το κάνω. Για να απαντήσω, λοιπόν, στην ερώτηση σου ναι, ίσως να με επηρέασε κάπως σαν εμπειρία, όχι, όμως, αρνητικά, αλλά θετικά». Ένα μικρό γελάκι δραπετεύει από τα χείλη μου καθώς εκφέρω αυτές τις τελευταίες λέξεις και αναλογίζομαι πόσο απίθανες ακούγονται. «Ακούγεται τρελό...», συνεχίζω αναθαρρώντας και βλέπω τον Αρτέμη μου να ρίχνει μια κάπως πιο επιτακτική ματιά σαν να θέλει να μου πει ότι δεν λέμε αυτή την λέξη εδώ πέρα, δεν την αναγνωρίζουμε ως επιστημονικό όρο. Καλά, καλά, ότι πεις τρελογιατρέ... «Ξέρω πώς ακούγεται, αλλά έτσι είναι, επειδή μου θύμισε τι είναι πραγματικά σημαντικό».

«Μμμ...», κάνει και γέρνει προς την κιτρινισμένη σελίδα της ατζέντας του αφήνοντας επάνω της λοξές γραμμές από όμορφα καμωμένα καλλιτεχνικά γράμματα. «Και τι θα έλεγες ότι είναι αυτό;»

«Για εμένα;», διστάζω για μια στιγμή επειδή όλα όσα νιώθω τα νιώθω πολύ σωστά, έντονα, διακριτά, όσα σκέφτομαι όμως δεν είναι παρά κάποιες συγκεχυμένες έννοιες και ιδέες. Αφιερώνω ένα λεπτό για να βρω τα κατάλληλα λόγια. «Η ζωή είναι σημαντική», αποφαίνομαι. «Πολύ».

Και δεν κρατάει για πάντα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στιγμή μες στην αιωνιότητα. Έχω δει τι συμβαίνει όταν η στιγμή αυτή παρέλθει, όταν η ανάσα σου στερέψει, όταν οι κτύποι της καρδιάς σου σωπάσουν, όταν το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου ακινητοποιηθεί, όταν χάσει την ζωογόνο πορφύρα του και μετατραπεί σε ένα σαπισμένο υγρό από κατάμαυρη πίσσα και θρομβώσεις. Ξέρω τι γίνεται όταν περάσεις το κατώφλι του θανάτου, χωρίς να έχεις αποδώσει στη ζωή σου έναν απώτερο σκοπό, χωρίς να τον έχεις επιτύχει. Ξέρω ακριβώς με τι ισοδυναμούν τα απωθημένα. Ο Ζίρο μου έχει εξηγήσει άψογα τι του συνέβαινε πριν συμμαχήσουμε. Μου έχει πει πως βρισκόταν παγιδευμένος κάπου ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, πώς οι μόνοι του σύντροφοι ήταν οι τύψεις, η οργή του και το μένος, οι σκέψεις του όρνια που επιτίθονταν στη λογική του. Πολλές φορές νόμιζε ότι έχανε το μυαλό του, άλλες άγγιζε την γυμνή άκρη ενός καλωδίου ή κατέβαζε σφηνάκια με υγρό μπαταρίας, απλά και μόνο για να δει εάν θα νιώσει κάτι.

Δεν μπορώ να κάνω και εγώ το ίδιο, δεν μπορώ να το αφήσω να συμβεί ξανά. Όχι σε εμένα. «Αγαπώ τη ζωή, ακόμη και στα χειρότερά της και σκοπεύω να αποδώσω στην δική μου έναν σκοπό, ένα ανώτερο νόημα. Θέλω η ύπαρξη μου να σημαίνει κάτι, θέλω να επιτελέσω ένα έργο, ν' αφιερωθώ σε κάτι μεγαλύτερο, σπουδαιότερο από εμένα την ίδια. Θέλω, όπως είπε και ο Γκάντι, να κάνω τη διαφορά που επιθυμώ να δω στον κόσμο. Κανείς άλλος δεν μοιάζει πρόθυμος για αυτό. Ας είμαι εγώ η πρώτη...»

Η πρώτη τι; Υπερασπίστρια των αθώων, προστάτιδα των αμάχων, υπέρμαχος κάθε τι καλού και δίκαιου. Ναι, αυτή! Ας γίνω αυτή που με προορίζει ο Ζεέρνεμποχ να γίνω, ακόμα και εάν χρειαστεί να καταστρατηγήσω κάθε μου κανόνα, να ρισκάρω όσα έχω, να αφήσω πίσω μου το άτομο που είμαι για να μετουσιωθώ σε όλα όσα μου επιτάσσει ο νέος μου ρόλος. Ας είναι.

«Θεωρώ, λοιπόν, την αρχική μου εκτίμηση εσφαλμένη. Όλο αυτό...», ο Αρτέμης στρέφει την μυτερή γραφίδα της πένας του προς το μέρος μου και με δείχνει με μια χαρακτηριστική, κυκλική κίνηση. «Σίγουρα δεν είναι παραίτηση. Είναι ένα είδος πνευματικής αφύπνισης, έτσι; Σε τι οφείλεται;»

Σε μια σειρά ατυχών συγκυριών και σ' έναν υπέροχο, νεκρό κοινωνιοπαθή που με έχει στοιχειώσει τώρα τελευταία. «Εε...», τσαμπουνάω ξαφνικά αβέβαιη. «Σε... διάφορα».

Συγκατανεύει βλέποντας ότι το έρεισμα μου δεν είναι κάτι που θέλω να αναλύσω τη δεδομένη στιγμή. Ίσως αργότερα. «Είπες ότι θέλεις να βρεις ένα απώτερο νόημα, να επιφέρεις μια αλλαγή. Θες να μου το αναλύσεις αυτό;», ρωτάει με την συνηθισμένη, επιτηδευμένη του ευγένεια.

«Δεν πιστεύω ότι θα μπορέσεις να με καταλάβεις πάνω σε αυτό και ακόμη και εάν το κάνεις, όσα έχω να πω δεν θα σου αρέσουν».

Αυτό τον κάνει να αναδευτεί και ν' ανακαθίσει στην θέση του με ένα ανανεωμένο και αναντίρρητα ανυπόκριτο ενδιαφέρον. Ψοφάει να μάθει τι έχω κατά νου. Το βλέπω. Ωχ.

«Τώρα είμαι απλά πιο περίεργος...», παραδέχεται εκείνος. «Το εννοώ, Αντριάννα. Ανάλυσε το μου, για αυτό, άλλωστε, δεν είμαστε εδώ;»

Εδώ είμαστε επειδή η Έντνα Ρέζνικοφ, κατόπιν εντολής της Άσα Πιλάρσκι, με φόρτωσε επάνω σε μια καρέκλα με ρόδες και με τσούλησε ως το κατώφλι σου. Αλλά ας προσποιηθούμε αμφότεροι πως δεν το θυμόμαστε πια,, τι λες;

«Δεν... δεν ξέρω...», λέω ξανά και αισθάνομαι να αμφιταλαντεύομαι. «Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να το συζητήσουμε μαζί».

Με αυτό ο Αρτέμης αναστενάζει, είναι ένας ηχηρός, μακρόσυρτος ήχος που σκαρφαλώνει απ' τα βάθη του στέρνου του και ακούγεται τόσο δραματικός που καταλήγει ως μια κωμική νότα. Εγκαταλείπει τα σύνεργα καταγραφής του ανάστατου ψυχισμού μου, σπρώχνει την καρέκλα του προς τα πίσω και αφού κάνει τον γύρω του γραφείου του, κάθεται στην άκρη του επίπλου και με κοιτάζει με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του. Οι μυς των χεριών του τεντώνονται με την κίνηση και το ίδιο συμβαίνει με το χακί ύφασμα των μανικιών του που τσιτώνουν ελαφρώς στο ύψος των μπράτσων. «Μίλησε μου», με παρακινεί.

Είναι βλακώδες, επικίνδυνο, κανονικό αυτό-σαμποτάζ και φυσικά το κάνω, του μιλάω.

«Υπό τρεις όρους: Δεν θα ανεχτώ καμία πίεση, εάν αποφασίσω να διακόψω ξαφνικά την κουβέντα θα το δεχτείς χωρίς περεταίρω ερωτήσεις. Επιπλέον θέλω να αντιμετωπίσεις όσα θα ειπωθούν στη συνέχεια ως ένα υποθετικό σενάριο και όχι ως κάποιο ρεαλιστικό σχέδιο έτοιμο για εκτέλεση στον πραγματικό κόσμο», απαιτώ.

Αυτός είναι μάλλον ο σημαντικότερος από τους όρους μου. Βάσει του συμφωνητικού που έχουμε υπογράψει εκείνος κι εγώ, κάθε τι που συζητάμε μέσα στο γραφείο ψυχανάλυσης θα παραμένει εμπιστευτικό, πλήρως προστατευμένο από το ιατρικό απόρρητο. Ο Αρτέμης δεν μπορεί να μιλήσει σε κανέναν για εμένα, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις σκέψεις μου, σε κανέναν εκτός αν έχω αυτοκαταστροφικές τάσεις ή κάνω κάτι παράνομο. Ισχύουν και τα δύο, καθώς αυτό που ετοιμάζομαι να κάνω είναι ότι πιο διεστραμμένο και ψυχοφθόρο μπορώ να φανταστώ, την ίδια στιγμή που αποτελεί παραβίαση κάθε ενός θεμελιωδώς κατοχυρωμένου ανθρώπινου δικαιώματος, δικού μου και ξένου. Εάν σκοπεύουμε, λοιπόν, να συνομιλήσουμε για το σχέδιο Στέλνουμε-τους-Αθληταράδες-στον-Αγύριστο, τότε πρέπει να το κάνουμε off the record, πρέπει να το θέσω στα πλαίσια κάποιου φιλοσοφικού στοχασμού και όχι μιας αληθινής επερχόμενης έξαρσης βίας.

Θα πετύχει κάτι τέτοιο με τον Αρτέμη; Ή απλά θα σε αμπαλάρει σε συσκευασία δώρου και θα σε δώσει απλόχερα στην Κονστάνς Ντέιβις; Δεν ξέρω, και το γεγονός ότι δεν ξέρω με κάνει να θέλω να διαπιστώσω την πραγματική φύση του ψυχοθεραπευτή, του άντρα που έχω απέναντι μου. Και ο μοναδικός τρόπος που μπορώ να σκεφτώ για να το επιτύχω αυτό είναι να του δώσω μια επιλογή: Να με σταματήσει ή να με αφήσει ελεύθερη να επιφέρω την αλλαγή αυτή που ο κόσμος μας χρειάζεται απελπισμένα, την αλλαγή που ο ίδιος δειλιάζει να συντελέσει.

Θυμάμαι τον τρόπου που αντέδρασε όταν τον κατηγόρησα ότι υποθάλπει κακούργους, βιαστές, παιδεραστές, εγκληματίες, θυμάμαι πώς οι τετράγωνοι ώμοι του καμπούριασαν, πώς το καστανό του βλέμμα καρφώθηκε στο πάτωμα όλο ντροπή, πώς τα φρύδια του έσμιξαν μεταξύ τους σε μια γραμμή αφόρητης ενοχής. Να ήταν ειλικρινής αυτή η αντίδραση; Το εύχομαι. Δεν το γνωρίζω όμως. Στην πραγματικότητα ξέρω απειροελάχιστα πράγματα για τον Αρτέμη Οκένζουα, ξέρω ότι είναι μάλλον κοντά στα σαράντα του, ότι προέρχεται από ένα πολύ καλό υπόβαθρο, πράγμα που μαρτυρούν οι άψογοι τρόποι του, ο επιτηδευμένος του τόνος, το ακριβό του γούστο στο ντύσιμο, τη διακόσμηση, τον καφέ, και η προσκόλληση του σε αυτό ακόμη και τώρα που τα οικονομικά του δεν είναι καθόλου καλά. Ξέρω ότι κάπου στην πορεία τα πράγματα πήγαν πολύ στραβά για αυτόν, ότι αναγκάστηκε να αφήσει την πολυτελή ζωή του πίσω για να γίνει δέσμιος αυτού του απαίσιου μέρους. Ξέρω ότι ακριβώς όπως και εγώ, ο Αρτέμης δεν ανήκει εδώ. Όμως, την ίδια στιγμή, δεν ανήκει και πουθενά αλλού. Και για αυτό τον λόγο η μόνη επιλογή που του έχει απομείνει είναι να προσπαθήσει να βελτιώσει λίγο την αφόρητη καθημερινότητα του, επειδή είναι η μόνη που έχει πια. Η μόνη που έχουμε όλοι μας. Το προσπαθεί, λοιπόν, με κάθε μικρή, καλόβολη κίνηση, με κάθε υποστηρικτική κουβέντα, με προσεκτικά επιλεγμένες συμβουλές και κούπες με αχνιστά ροφήματα και πρέζες κανέλας. Δεν αρκούν όμως. Και το ξέρει καλά. Τι θα κάνει για αυτό; Θα λάβει επιτέλους θέση; Θα επιλέξει μέτωπο; Η αλήθεια είναι ότι θα τον ήθελα στο δικό μου, επειδή μου εμπνέει μια αίσθηση ακεραιότητας και τιμής, αξιοπρέπειας. Θέλω να συνδέσω αυτές τις έννοιες, αυτά τα ιδανικά με το έργο που ετοιμάζομαι να επιτελέσω. Θέλω μέσα στο μεγαλείο τους οι πράξεις μου να διακρίνονται από όλα αυτά τα σπουδαία χαρακτηριστικά. Θέλω να ενστερνιστώ αυτές τις ιδιότητες κι εγώ η ίδια, να τις πάρω και να τις κάνω δικές μου.

Θα μου είναι πιο εύκολο εάν τον δω να μου δίνει –έστω και σιωπηλά- την έγκριση του, την υποστήριξη του.

Τον κοιτάζω και σκέφτομαι: Εάν δεν είσαι μέρος της λύσης, καλέ μου Αρτέμη, τότε είσαι και εσύ μέρος του προβλήματος. Κι εσύ, κι η Έντνα, και η Πιλάρσκι, όλοι σας! Οι Αθληταράδες και οι Μετανοημένοι και κάθε ένας που προκαλεί την αδικία ή την βλέπει να συμβαίνει δίχως να κάνει το παραμικρό για να την σταματήσει! Ήρθε η ώρα να αποφασίσεις εάν θα είσαι το πρόβλημα ή η λύση του.

«Πολύ καλά, λοιπόν», συμφωνεί. «Οι δυο από τις τρεις προυποθέσεις σου έχουν ήδη γίνει δεκτές και άκρως σεβαστές. Και; Η τρίτη;»

Απομακρύνω την κούπα από τα χείλη μου και του την επιστρέφω με ένα τεντωμένο χέρι. «Σοκολάτα», τον διατάζω απαλά. «Και άλλη. Παρακαλώ».

«Ακούω», μου ανακοινώνει ο Αρτέμης και επιστρέφοντας στο μπροστινό μέρος του γραφείου του, ακουμπά τους γοφούς του εκεί και απομένει να στηρίζεται μισό-καθισμένος και μισό-όρθιος ταυτόχρονα.

«Εε...», αρχίζω να λέω δειλά δειλά και τα χείλη μου να βεντουζάρουν ασυναίσθητα σχεδόν πάνω στο στόμιο της κούπας. Ναι, απολαμβάνω το δεύτερο μου ρόφημά και ναι, αυτό ποσώς έχει σημασία, αφού είναι απλά μια δικαιολογία για να καθυστερήσω την κουβέντα. Νιώθω νευρική με αυτό που ετοιμάζομαι να ξεστομίσω, πρέπει όμως να το κάνω. «Εντάξει...», μουρμουρίζω. «Εντάξει... Λοιπόν... εε... Απλά σκεφτόμουν... σε ένα υποθετικό πάντοτε επίπεδο... Τι κι εάν, εε, έκανα κάτι πολύ, πολύ κακό, αλλά τελικά έβγαινε κάτι καλό από αυτή μου την πράξη;»

Τα σκούρα, γεμάτα χείλη του ψυχοθεραπευτή τραβιούνται στο πλάι και σχηματίζουν ένα αδιόρατο σχεδόν, στραβό μειδίαμα. Κουνάει το κεφάλι του. «Ήδη αναρωτιέσαι εάν πρέπει να σκοτώσεις το μωρό Χίτλερ», παρατηρεί.

«Τι;», πετάγομαι αιφνιδιασμένη και η σοκολάτα σχεδόν μου χύνεται. Πράγματι, κάποιον θέλω να ξεπαστρέψω, αλλά αυτός δεν είναι ο Χίτλερ! Όχι ότι θα με χάλαγε δηλαδή, αλλά δεν αποτελεί επιλογή πλέον. «Τ-τι εννοείς;», ρωτάω θορυβημένη.

«Είναι ένα από αυτά τα πείραμα σκέψης που γίνονται όλο και πιο δημοφιλή τελευταία», μου εξηγεί εκείνος ήρεμος, αν και φανερά ψυχαγωγημένος. Τόσο η παρτσακλή μου αντίδραση, όσο και το θέμα της συζήτησης του φαίνονται ενδιαφέροντα. «Σαν το ερώτημα με τις ράγες του τρένου ή την βάρκα που θα μπατάρει εάν δεν απωλέσει βάρος. Στην ουσία μπαίνεις στην διαδικασία να αναρωτηθείς για το πόσο ηθικός είσαι μπροστά σε μια κατάσταση. Συνήθως σε τέτοιου είδους μοραλιστικά διλλήματα υπάρχουν δύο αντιτιθέμενες φιλοσοφικές προσεγγίσεις: Η πρώτη προτείνει να προβείς σε μια άσχημη πράξη, να σκοτώσεις για παράδειγμα έναν άνθρωπο για να σώσεις άλλους πέντε. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να κάνεις κάποια ενέργεια που θα βλάψει κάποιον συνάνθρωπο σου, αλλά πρέπει να αφήσεις τον Θεό ή την μοίρα να αποφασίσουν».

«Μάλιστα».

«Λοιπόν...;», με ρωτάει. «Θα το έκανες;»

«Να πήγαινα πίσω στον χρόνο και να σκότωνα τον Χίτλερ ενώ ακόμα μπουσούλαγε; Εν ολίγοις, πριν αρχίσει να μακελεύει ολάκερη Υφήλιο; Φυσικά», απαντώ.

«Θα σκότωνες ένα μωρό;», τσιρίζει δήθεν εμβρόντητος. «Τέρας! Δεν ξέρεις καν εάν γεννήθηκε κακό». Τώρα τα χείλη του πλαταγίζουν με υποκριτική δυσαρέσκεια παράγοντας ένα επικριτικότατο τς τς τς, και ο Αρτέμης μοιάζει πραγματικά αναζωογονημένος και παιχνιδιάρης. Τα μάτια του λάμπουν και οι εκφράσεις του διαδέχονται η μια την άλλη μέσα σε δευτερόλεπτα. Λατρεύει τα ηθικά διλήμματα. Για δες τον! σκέφτομαι, αυτός θα έπρεπε να έχει γίνει κολλητάρι με τον Βάλχοφ και όχι εγώ. Ίσως να πρέπει όντως να ρωτήσω τον ψυχαναλυτή εάν κουράρει νεκροζώντανους...

«Δηλαδή δεν θα προσπαθήσεις να το σώσεις;», δοκιμάζει να με μεταπείσει.

«Καλά», λέω υποχωρώντας απευθείας. «Δεν θα το έκανα». Θέλω να πω, ένας βρέφος θα 'ταν όλο και όλο, σωστά; Αθώο, αβοήθητο, απροστάτευτο. Όλοι μας έτσι δεν ξεκινάμε; Είναι στην πορεία της ζωής μας που ανακαλύπτουμε όλες τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας και επιλέγουμε ποια δυνατότητα θα γίνει η πραγματικότητα του καθενός.

«Δεν θα το σκότωνες;», αλλάζει απότομα τροπάρι. Τα χέρια του ξετυλίγονται και αφήνουν το στέρνο του μόνο και μόνο για να αρχίσουν να κινούνται έξαλλα στον αέρα. «Μα είναι ο Χίτλερ, διάβολε!», μου φωνάζει.

«Καλά τότε! Θα το σκότωνα το μούλικο! Τι; Όχι, ε; Το παρατράβηξα; Ααα!», σκούζω και ανακάθομαι με την σειρά μου επάνω στο κυπαρισσένιο μαξιλάρι του καναπέ. «Εντάξει, δεν το σκότωνα!» Μέσα στη σύγχυση μου βγαίνω λίγο πιο μπροστά και ακουμπώ την κούπα στο βοηθητικό τραπεζάκι που βρίσκεται κοντά. Με τα χέρια μου ελεύθερα τώρα, ρίχνω το ζαλισμένο μου κεφάλι στις παλάμες μου και προσπαθώ να σκεφτώ. Τα μηλίγγια μου κοπανάνε δαιμονισμένα. «Θα το άφηνα να μεγαλώσει και να εξαπολύσει το χάος παντού... Μα τι λέω; Αχ, δεν ξέρω. Είναι δύσκολο!» Αποτραβώ το μέτωπό μου από τις κυρτωμένες μου παλάμες και όταν σηκώνω τα μάτια μου ψηλά, στρέφομαι προς τον σοφό ψυχοθεραπευτή για καθοδήγηση. «Τι ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω;»

«Τίποτα», αποκρίνεται εκείνος, τα χέρια του πέφτουν μαλακά στα πλευρά του, η έκφραση του ηρεμεί. Επιστρέφει στα φυσιολογικά του. «Αυτό είναι το νόημα. Μια πιθανότητα δεν δικαιολογεί μια βεβαιότητα. Δεν μπορείς να βασίσεις την απόφαση σου σε υποθέσεις ή στην αβάσιμη και ενδεχομένως μεροληπτική πεποίθηση ότι το αποτέλεσμα σου θα ήταν εν τέλει το επιθυμητό. Βάσισε την απόφασή σου στην πράξη αυτή καθαυτή. Είναι θεμελιωδώς καλή ή κακή;»

Την ξέρω αυτή την απάντηση. Και δεν μου αρέσει. «Μα θα προκύψει κάτι καλό από την πράξη μου», προσπαθώ να του υπενθυμίσω. Θα σταματήσω τον ατέρμονο κύκλο της βίας, θα επαναφέρω την δικαιοσύνη στο ίδρυμα!

«Ναι», αναστενάζει εκείνος με μια μικρή νότα παραίτησης. «Εντάξει. Κατάλαβα. Μου φαίνεται ότι έχεις ήδη πάρει την απόφασή σου, Αντριάννα. Αν ψάχνεις κάποιον να δικαιολογήσει τις πράξεις σου, δεν είμαι ο άνθρωπός σου. Και δεν έχει καν ουσία κάτι τέτοιο. Βλέπεις ότι κι αν διαλέξεις, εσύ είσαι η μόνη που θα πρέπει να ζήσει με την επίγνωση του τι έχεις κάνει».

Τι σημαίνει αυτό; Απομένω να τον κοιτάζω χάσκοντας για λίγο. Σημαίνει ότι ο Αρτέμης έχει καταλάβει τι ετοιμάζομαι να κάνω και αυτό τον φέρνει αντιμέτωπο με το δικό του ηθικό δίλλημα: Είναι ένας σύμβουλος ψυχικής υγείας που ξέρει ότι κάποιος από τους ασθενείς του ετοιμάζεται να βρει την ψυχική γαλήνη, να την χαρίσει και σε άλλους, στους υπόλοιπους ασθενείς που δεν έχει μπορέσει ο ίδιος να προστατεύσει, κάνοντας κάτι παράνομο, επικίνδυνο, αδιανόητο. Να επέμβει; Ή να αφήσει τους ασθενείς του να λύσουν μόνοι τις διαφορές τους;

Εξακολουθώ να τον κοιτάζω και μπορώ να διακρίνω ότι μέσα στα σκούρα, καστανά του μάτια υπάρχουν κάτι ακόμη πιο σκοτεινές ανταύγειες μελαγχολίας. Δεν του αρέσει αυτό που γίνεται, όταν ο ίδιος μετατρέπεται στο υποκείμενο του πειράματος, το πείραμα παύει να τον διασκεδάζει. Τι μπορεί να κάνει, όμως, γι' αυτό; Υπό κανονικές συνθήκες το ώριμο εκ μέρους του, το υπεύθυνο και έντιμο θα ήταν να με σταματήσει πριν κάνω κακό στον εαυτό μου ή σε οποιονδήποτε άλλο. Είναι όμως αργά πια για αυτό. Δεν σταμάτησε τον Γκρίφιν όταν μου έκανε κακό. Ούτε κι έπειτα απ' αυτό. Τώρα είναι η σειρά μου να βλάψω τον Γκρίφιν. Και ο Αρτέμης, εάν θέλει να είναι δίκαιος, δεν μπορεί παρά να κάνει τα στραβά μάτια για μια ακόμη φορά.

Είναι στο χέρι μου λοιπόν να αποφασίσω πώς θα εξελιχθεί αυτό εδώ το ηθικό δίλλημα. Και έχω ήδη κατασταλάξει. Τώρα πια ξέρω την απάντηση.

Και βέβαια θα τον σκότωνα τον γαμιόλη τον Χίτλερ.

Και μετά θα τον σκότωνα ξανά.

Και θα κατουρούσα το άψυχο κουφάρι του.

«Έχεις δίκιο», του απαντώ. «Το τίμημα αυτής της γενναιότητας είναι η μνήμη. Κι όσο στοιχειωτική κι εάν αποδειχτεί, είμαι έτοιμη να την αποκτήσω». Σηκώνομαι από τον καναπέ των Κλαυθμών, των Οδυρμών και των Σπαραξικάρδιων Εξομολογήσεων και αρχίζω να κινούμαι προς την πόρτα. «Ξέρω ότι μέσα από την πράξη μου θα μπορέσω να επιφέρω μια πραγματικά θετική αλλαγή. Και ναι, σε περίπτωση που έχεις την παραμικρή αμφιβολία, σκοπεύω να σκοτώσω τους Αθληταράδες, αυτούς τους μπάσταρδους».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top