Κεφάλαιο 6: Κάτι ανθίζει
Αυτό είναι ένα κεφάλαιο 10.000+ λέξεων που σας το παρουσιάζω με μεγάλη χαρά.
Ας πούμε ότι σκοπός του συγκεκριμένου κεφαλαίου είναι να εγκαινιάσουμε το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, όπως επίσης και το γεγονός ότι πλέον έχει αναρριχηθεί στην θέση #1 στην κατηγορία Horror! *yaaay*
Ελπίζω να σας αρέσει. Πιστεύω ότι θα σας αρέσει. Στους περισσότερους έστω.
Ίσως λίγο λιγότερο στην Adrianna1604, χεχε.
Έλα, 'νταξ, μη το πάρεις βαριά!
Κάπως θα τα βρούμε στην πορεία...
Trust me ;)
Πάλι εδώ; Όταν καταφέρνω ν' ξανανοίξω τα μάτια μου αντικρίζω την περίτεχνη, τρουλωτή οροφή του αναρρωτηρίου του Ντέιβις Πλέις. Ναι, πάλι εδώ έχω καταλήξει. Να πάρει. Τελευταία μου φαίνεται ότι έρχομαι όλο και συχνότερα σε αυτό το μισητό μέρος. Τι έγινε ετούτη την φορά;
Ανακαλώ τα γεγονότα αλλά εκείνα εμφανίζονται στο μυαλό μου θολά, συγκεχυμένα και ασαφή, περισσότερο σαν αναλαμπές από ένα όνειρο παρά σαν αληθινές αναμνήσεις πραγμάτων που συνέβησαν. Δεν γελιέμαι, όμως, ξέρω τι έγινε. Κλειδώθηκα –ή μάλλον με κλείδωσαν- μέσα σε ένα κελί από ατσάλι και πάγο, σε ένα αδιαπέραστο μπουντρούμι στους -26 βαθμούς κελσίου. Και παρόλα αυτά δραπέτευσα. Επιβίωσα.
Τα βλέφαρα μου ακόμη αργοκίνητα πεταρίζουν και τα μάτια μου αφήνουν τον τρούλο της οροφής και χαμηλώνουν στον χώρο που με περιβάλλει. Γύρω μου υπάρχει ένα τραβηγμένο λευκό παραβάν, κάτω από το σαγόνι μου προσέχω ένα παλιό πάπλωμα με τριμμένες άκρες σε μια ξεπλυμένη γαλάζια απόχρωση, συνοδεύεται από κάτι γαριασμένα κλινοσκεπάσματα. Το κρεβάτι στο οποίο ξυπνάω είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα πολλά νοσοκομειακά ράντζα του αναρρωτηρίου. Πώς ακριβώς κατέληξα ως εδώ όμως; Θυμάμαι την μεταλλική πόρτα του δωματίου-καταψύκτη να κλείνει και πίσω από το θολωμένο της τζάμι να κινείται μια σκοτεινή φιγούρα, ν' απομακρύνεται. Δεν θέλει και πολύ σκέψη για να συμπεραθεί ότι μια εκ των Λατίνων, ενδεχομένως κάποια από τις τρεις που γλίτωσαν αλώβητες από την σφοδρότητα της Γκουέν, επέστρεψε για εμένα. Η Καμίλλα, η Ισαβέλ ή η Ραφαέλα, μια από αυτές αποφάσισε να μου χαρίσει έναν παγωμένο τάφο. Και απέτυχε.
Θυμάμαι τον τρόμο που με κατέκλισε μόλις συνειδητοποίησα τι μου είχαν κάτι, θυμάμαι πώς όρμησα επάνω στην πόρτα της φυλακής μου και άρχισα να κοπανάω με δύναμη το παχύ τζάμι που με χώριζε από την ελευθερία, την θέρμη, τη ζωή. Άρχισα να φωνάζω υστερικά, να εκλιπαρώ κάποιον, οποιονδήποτε, να έρθει και να με βγάλει από 'κει μέσα. Και οι φωνές μου έγιναν ακόμα πιο υστερικές όταν συνειδητοποίησα ότι δεν θα ερχόταν κανείς τους. Είχα επιλέξει να μείνω μόνη μου στην κουζίνα.
Και μετά; Μετά δεν μπορώ ν' ανακαλέσω τι ακριβώς συνέβη. Τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα. Όταν οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν κουλουριάστηκα σε μια γωνίτσα και πάσχισα να κρατήσω τον εαυτό μου ζεστό. Απέτυχα. Η θερμότητα έδωσε τη θέση της στο πολικό ψύχος, το τρεμούλιασμά μου αντικαταστάθηκε από ένα φρικιαστικό μούδιασμα που αγκύλωσε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Άρχισα να νιώθω κουρασμένη, απολύτως εξασθενημένη, τα βλέφαρά μου βάρυναν και τα μάτια μου έκλεισαν ερμητικά. Το κρύο έδωσε την θέση του στο σκοτάδι.
✖
Όταν συνέρχομαι στο αναρρωτήριο εξακολουθώ να αισθάνομαι εξουθενωμένη, καταβεβλημένη όσο ποτέ πριν. Το κεφάλι μου είναι ζαλισμένο και βαρύ και καταβάλει υπερπροσπάθεια για να κρατήσει την ημικρανία απ' έξω, οι μυς μου είναι άκαμπτοι σαν να έχω να τους χρησιμοποιήσω ολόκληρες δεκαετίες. Η αίσθηση είναι τρομακτική, καθηλωτική. Το μυαλό μου γεμίζει με κινηματογραφικές σκηνές στρατιωτών στα χαρακώματα που αναγκάστηκαν ν' ακρωτηριάσουν τα μέλη τους μετά από κάποια άσχημα κρυοπαγήματα στα χιόνια. Ας μην μου έχει συμβεί το ίδιο, ας μην μου έχει συμβεί το ίδιο, ας μην μου έχει συμβεί το ίδιο! Στηρίζω απρόθυμα το βάρος μου στους αγκώνες μου και ανακάθομαι επάνω στο σκληρό, νοσοκομειακό στρώμα του ράντζου. Ρίχνω μια διστακτική ματιά στο περίγραμμα του κορμιού μου που διαγράφεται κάτω από τα φθαρμένα καλύμματα και διακρίνω με ανακούφιση το γνώριμο σχήμα από ένα ζευγάρι μηρούς, δύο ελαφρώς λυγισμένα γόνατα, δύο μακρόστενες κνήμες, δυο αστραγάλους, δυο πατούσες. Ξεφυσάω με ανακούφιση και τραβάω τα σκεπάσματα από πάνω μου, τα πετάω στην μια άκρη του ράντζου και γίνομαι μια μικρή, ανθρώπινη μπαλίτσα επάνω στο στρώμα, ελαφρώς λιγότερη ανήσυχη, αλλά σίγουρα εξίσου περίεργη. Αφαιρώ τις κάλτσες μου και εξετάζω προσεκτικά τα δάχτυλα των ποδιών μου. Ναι, σίγουρα έχω αποκτήσει τρεις μικρές κατακόκκινες χιονίστρες στα πέλματα μου, δυο στο ένα, μια στο άλλο. Πέραν αυτών, όμως, δεν μπορώ να βρω τίποτε άλλο.
«Πάλι καλά...», ψιθυρίζω μ' έναν φιμωμένο αναστεναγμό.
✖
Όταν η εξονυχιστική μου έρευνα φτάνει στο τέλος της και βεβαιώνομαι ότι παραμένω αρτιμελής, παίρνω την απόφαση ν' αφήσω το αναρρωτήριο πίσω μου και να επιστρέψω στον κοιτώνα μου, στο μικρό μου καταφύγιο. Μ΄ ένα σάλτο πηδάω από το ράντζο, φοράω τις κάλτσες μου, στρώνω τις ισοθερμικές πιτζάμες που μου έχουν βάλει και ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στον μικρό, ραγισμένο καθρέφτη που υπάρχει βιδωμένος πάνω από το κομοδίνο μου. Δείχνω χάλια, τόσο χάλια όσο είναι αναμενόμενο να δείχνεις μετά από μια σχεδόν επιθανάτια εμπειρία. Τα μαλλιά μου είναι ανάστατα και μπερδεμένα με φριζαρισμένες άκρες και ταλαιπωρημένες ρίζες. Το πρόσωπό μου είναι απωθητικά ωχρό, χλωμό από άκρη σ' άκρη σαν να 'χει στραγγίξει κάθε χρώμα από πάνω του, μ' εξαίρεση δύο σημεία: Τα μάτια μου έχουν δυο σκούρα, μαβιά μισοφέγγαρα από κάτω τους και ανάμεσα τους υπάρχει μια ανεπαίσθητη κοκκινίλα στην άκρη της μύτης μου. Είμαι αυτό που θα ήταν ο Ρούντολφ το Ελαφάκι εάν ήταν ένας αλκοολικός μπαρόβιος σε κρίση μέσης ηλικίας. Και ναι, εντάξει, κανένα από τα σημάδια κόπωσης μου δεν δημιουργήθηκε επειδή ήπια ή ξενύχτισα. Σίγουρα, όμως, δείχνω τόσο κουρέλι όσο θα ήμουν εάν το έκανα στον μέγιστο βαθμό.
«Χριστέ μου», λέω και άθελά μου προσπαθώ να σκεφτώ τι θα σκεφτόταν η μητέρα μου εάν με έβλεπε τώρα. «Δες κάτι χάλια!»
✖
Υπάρχει μια τελευταία λεπτομέρεια που παρατηρώ πριν φύγω από εκεί μέσα. Στο κομοδίνο μου υπάρχει ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί διπλωμένο στα δύο. Πάνω πάνω γράφει:
Σου το είπα ότι έχει μετατραπεί σε εκρηκτικό μηχανισμό, δεν σου το είπα; Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ... Ο χρόνος μετράει αντίστροφα ως την έκρηξη.
Γκουέν
Υπάρχει μια ακόμη σημείωση χαραγμένη επάνω στο χαρτί με έναν διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, πιο απλό και άκαμπτο, μάλλον ανδρικό.
Είσαι λίγο αδρεναλινομανής ή μου φαίνεται; Έχεις αρχίσει να ζεις κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία σου και η αλήθεια είναι ότι αυτή εδώ παραλίγο να γίνει όντως η τελευταία. Τουλάχιστον σε βρήκα εγκαίρως. Ευτυχώς.
Νέιτ
Στάσου! Ο Νέιθαν ήταν; Ο Νέιθαν ήταν που με βρήκε! Μέσα στην παραζάλη μου αρχίζω να θυμάμαι ένα πρόσωπο οικείο, χλωμό και απόκοσμα όμορφο, ένα σκοτεινό φωτοστέφανο από εβένινες μπούκλες, ένα ζευγάρι μπλε ματιών στο χρώμα του ανταριασμένου ωκεανού. Θυμάμαι δυο δυνατά χέρια να τυλίγονται γύρω από τα μπράτσα μου, στο σημείο όπου αυτά ενώνονταν με τον ώμο. Να με τραβάνε από τον πάγο πάνω σε κάτι ζεστό και στιβαρό, το στήθος του, θυμάμαι να με κλείνει στην αγκαλιά του, και να περνάει το χέρι του κάτω από τα γόνατά μου σηκώνοντάς με στον αέρα.
Εκείνος ήταν!
Και τέλος, ακολουθεί το αποτύπωμα από ένα ζευγάρι σαρκώδη χείλη βαμμένα με βυσσινί κραγιόν. Περαστικά τσουλίτσα! Ελπίζω να γίνεις γρήγορα καλά.
Αυτό είναι προφανώς από την Νιβ παρότι έχει ξεχάσει να βάλει την υπογραφή της. Ή, έχει υποθέσει ότι το πορφυρό φιλί στο κάτω μέρος της σελίδας αρκούσε για να ταυτοποιηθεί.
Διπλώνω ξανά το χαρτί και το βάζω στην τσέπη του παντελονιού μου.
✖
Έχω αποφασίσει να κάνω μια μικρή στάση προτού αφήσω το αναρρωτήριο πίσω μου.
Περπατάω σιγά σιγά κατά μήκος του διαδρόμου που σχηματίζουν τα λευκά παραβάν, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω απ' το καθένα και παρότι ολόκληρο το σώμα μου πονάει, έχω αποφασίσει να μην σταματήσω πριν βρω τον Κάι Γκρίνγουντ. Ξέρω ότι τον κρατάνε κάπου εδώ γύρω, αλλά πού ακριβώς; Τι έχει γίνει, τέλος πάντων, με τον Κάι; Γιατί δεν έχει υπάρξει η παραμικρή εξέλιξη ύστερα από τόσες ημέρες; Δεν ξέρω εάν αυτή η απουσία προόδου είναι κάτι καλό ή κακό, ξέρω μόνο ότι πρέπει να βρω τον φίλο μου. Δεν προφταίνω, όμως.
Ένας απόμακρος, κοφτός και επαναλαμβανόμενος ήχος αρχίζει να ακούγεται από κάπου στο βάθος. Είναι το δυσάρεστα γνώριμο φλαπ, φλαπ, φλαπ που κάνουν οι φελλοί τον παπουτσιών της Πιλάρσκι όταν βεντουζάρουν στο πάτωμα του αναρρωτηρίου. Πλησιάζει.
«Δεσποινίς Βάλενταϊν», με προσφωνεί με χλιαρό ενθουσιασμό. «Ξυπνήσατε».
«Ω!», αναφωνώ με την σειρά μου σαν να παίζω σε κάποιο θεατρικό δρώμενο. «Κυρία Ψευτράσκι, μα τι παρατηρητικότις! Πράγματι ξύπνησα. Υποθέτω ότι έχω πια συνηθίσει να πέφτω από σκάλες και να μένω αναίσθητη».
«Δεν έπεσες από σκάλες», διαφωνεί και έπειτα προσθέτει στρυφνά: «Αυτή την φορά».
«Σοβαρά, ε;», λέω σαν να ξαφνιάζομαι με τον εαυτό μου. «Τι περίεργο! Τα συνηθίζω κάτι τέτοια... Κατά τα φαινόμενα τα περισσότερα θύματα των τραμπούκων του μικρού μας ιδρύματος έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία στο πέσιμο από σκάλες. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να κάνουμε τίποτα ειδικά σεμινάρια για αποφυγή στραβοπατημάτ-».
«Μην λες ανοησίες», με κόβει ολοφάνερα ενοχλημένη η αρχινοσοκόμα.
«Γιατί;», αντιμιλώ απευθείας. «Έχεις τα δικαιώματα του franchise;»
«Θα σου πω τι δεν έχω», μου ανακοινώνει ορθά κοφτά.
Τσίπα; μαντεύω νοερά.
«Δεν έχω χρόνο να σπαταλήσω, έχω έναν αυξημένο φόρτο εργασίας. Όπως πάντοτε. Θα ήθελα, λοιπόν, να μου πεις γιατί τριγυρνάς άσκοπα στο αναρρωτήριο μου, θα έπρεπε να βρίσκεσαι στην κουκέτα σου».
Και εσύ θα έπρεπε να βρίσκεσαι στην Κόλαση. Υποθέτω ότι είμαστε και οι δυο στο λάθος μέρος.
«Αποφάσισα να...» Ξάφνου σταματώ και η πρόταση μου μένει μετέωρη κάπου στον αέρα ανάμεσα μας. Δεν μπορώ να της πω πού πήγαινα στα αλήθεια, δεν πρόκειται να με αφήσει να πλησιάσω τον Κάι, ούτε και κανέναν άλλο ασθενή της. Της αρέσει να τους κρατάει όλους απομονωμένους, ήσυχους, ακίνδυνους, μακριά από τα ψεύδη και τις πλεκτάνες της. Αυτό είχε κάνει και όταν ο ίδιος ο Κάι είχε προσπαθήσει να επισκεφτεί εμένα κατά την διαμονή μου σε ετούτο εδώ το Κολαστήριο. Ελπίζω να έχεις μια καλή δικαιολογία που δεν με επισκέφτηκες στο αναρρωτήριο, του είχα πει βγαίνοντας. Οι μέρες που πέρασα εκεί μέσα ήταν σωστό μαρτύριο.
Έχω, μου είχε απαντήσει θλιμμένα. Η κυρία στο αναρρωτήριο, αυτή η πενηντάρα με την ελαφριά, σλάβικη προφορά και τα καστανά μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν... ξέρεις ποιαν λέω, μου απαγόρευσε άρρηκτα να σε δω. Συνολικά ήρθα τρεις φορές στο αναρρωτήριο αλλά έφαγα πόρτα.
Τι; Η Πιλάρσκι σου απαγόρευσε ρητά να με δεις; Από πού κι ως πού; Με... με ποιο δικαίωμα;
Είπε ότι χρειαζόσουν ηρεμία και ξεκούραση και να αποφεύγεις τις συγκινήσεις και ότι άπαξ και της ζητούσα να με αφήσει να σε δω για τέταρτη φορά θα με έκανε πάσα στον Ίστμαν και εκείνος θα με έχωνε στην απομόνωση για αντίσταση κατά της αρχής.
«Αποφάσισα να πάω προς νερού μου», λέω ψέματα. Νομίζω ότι έχω καλύτερες πιθανότητες να πλησιάσω τον Κάι όταν η Πιλάρσκι απομακρυνθεί ξανά και όχι νωρίτερα. Έτσι, αποφασίζω να κρατήσω κρυφές τις προθέσεις μου. Εάν μάθει τι σκαρώνω στα αλήθεια, δεν πρόκειται να με αφήσει από τα μάτια της. «Μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε που είναι η πλησιέστερη τουαλέτα;»
«Η τουαλέτα του αναρρωτηρίου δεν λειτουργεί».
«Από πότε;»
«Από τον Ιούνιο».
«Μα έχουμε ήδη Νοέμβριο», παραπονιέμαι χωρίς να το πολύ-σκεφτώ. «Τι μου λέτε; Ότι η τουαλέτα χρειάζεται επισκευή εδώ και πέντε μήνες;»
Η Πιλάρσκι αναστενάζει σαν να σκέφτεται ότι στ' αλήθεια δεν είναι δική της δουλειά ν' ασχολείται με τα προβλήματα της αποχέτευσης. «Από τον Νοέμβριο του 2016», μου διευκρινίζει. «Ναι, αυτό σου λέω».
«Άρα πού κάνουν κακάκια οι ασθενείς εδώ και δυόμιση χρόνια;»
Το καστανό φρύδι της Πιλάρσκι υψώνεται σε μια καμπύλη δυσπιστίας. «Κακάκια θέλετε, δεσποινίς;»
Νεύω. «Τόσο περίεργο είναι; Θέλω να ενεργηθώ. Συνεπώς, ξαναρωτάω, πού βρίσκεται η πλησιέστερη τουαλέτα;»
Η Πιλάρσκι δεν απαντάει. Το άλλο της φρύδι συναντάει το πρώτο στην ανιούσα.
Ξεφυσάω με προσποίητη αγανάκτηση. «Μπορείτε να έρθετε μαζί μου εάν δεν με πιστεύετε, να κάτσετε έξω από την πόρτα ή ακόμα να μπείτε μέσα και να παρακολουθήσετε την διαδικασία. Δεν θα πάρει πολύ, το υπόσχομαι. Και εάν είστε καλή μαζί μου μπορεί να σας αφήσω να μου τραβήξετε το καζανάκι. Ή να με σκουπίσετε».
«Όσο δελεαστικό και εάν ακούγεται, δεσποινίς Βάλενταϊν, θα πρέπει να απορρίψω την πρόταση και να σας διατάξω να επιστρέψετε στην κουκέτα σας. Υπάρχουν πλαστικές σκοραμίδες κάτω από κάθε κουκέτα και οι ασθενείς βολεύονται συνήθως με αυτές».
✖
Σαν να με θεωρεί παντελώς ανίκανη να βρω τον δρόμο της επιστροφής ως το δωματιάκι ανάρρωσης μου, η Πιλάρσκι με συνοδεύει αυτοπροσώπως ως εκεί και μου λέει για μια ακόμη φορά πως εάν θέλω να αφοδεύσω τότε μπορώ να το κάνω στην πλαστική πάπια που έχει τοποθετήσει κάτω από το κρεβάτι μου.
«Έστω», μουρμουρίζω άκεφα και ύστερα σκύβω και ψάχνω την πάπια που είναι μπλε και πλαστική σύμφωνα με τις περιγραφές της. Και ανύπαρκτη, σύμφωνα με τις δικές μου.
«ΔΕΣΠΟΙΝΊΣ ΠΙΛΆΡΣΚΙ!», μπήγω τις φωνές, δίχως να με νοιάζει πια για τους κανόνες ησυχίας του αναρρωτηρίου. Το μόνο που θέλω είναι να γίνω βάρος στην απαίσια γυναίκα που έχει ήδη εξαφανιστεί προτού λυθεί το μυστήριο της εξαφάνισης της πάπιας μου. «Ήξερα ότι είστε πηγή ανακριβών και αναξιόπιστων πληροφοριών, αλλά όχι και έτσι!», ουρλιάζω.
«Μα τι σαματάς είναι όλος αυτός τέλος πάντων;», μου γαβγίζει αφότου επιστρέφει. «Και τι είναι αυτές οι ασυναρτησίες που τσαμπουνάς; Κατά την πρώτη σου εισαγωγή εδώ είχες κρανιοεγκεφαλικά τραύματα που επηρέαζαν την κρίση και την μνήμη σου, αλλά τώρα; Η υποθερμία και οι χιονίστρες δεν φημίζονται για εγκεφαλικές βλάβες. Μήπως είσαι έτσι εκ γενετής; Θρασύτατη, αγενής και φωνακλού;»
«Τι να σας πω;», αναστενάζω. «Μπορεί, είναι ένα ενδεχόμενο και αυτό. Θέλετε να αφήσουμε, όμως, τα ενδεχόμενα στην άκρη και να μιλήσουμε με γεγονότα;»
Γεγονός: Είσαι ηλίθια. Αυτή την ατάκα είχε χρησιμοποιήσει η Γκουέν ενάντια στην Μαρισόλ, και αυτήν ακριβώς μπαίνω στον πειρασμό να επιστρατεύσω και εγώ τώρα.
Την κατανικώ και αντ' αυτού, λέω: «Η σκοραμίδα που μου τάξατε δεν είναι εδώ. Κοίταξα και απλώς δεν είναι».
«Να κοιτάξεις καλύτερα τότε», μου προτείνει δείχνοντας ακόμα φουρκισμένη.
«Κοίταξα», επαναλαμβάνω.
«Ξανακοίτα», επιμένει. «Σου έχω πει πολλάκις ότι δεν υπάρχουν αντικείμενα που χάνονται ως δια μαγείας στο αναρρωτήριο μου».
«Μα σας είπα ήδη ότι κοίταξ-»
Έως ότου... ξαφνικά μου έρχεται η έκλαμψη.
Α, μα πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Είναι προφανές ότι δεν ευθύνεται η ξερακιανή μεσήλικάς με την πράσινη νοσοκομειακή ποδιά και το ενοχλημένο ύφος για την μυστηριώδη εξαφάνιση του δοχείου νυκτός μου. Κάποιος άλλος είναι ο ιθύνον νους πίσω από τον χαμό της πάπιας. Κάποιος που λατρεύει να μου στήνει παγίδες, να μηχανορραφεί και να σκηνοθετεί καταστάσεις, έτσι ώστε να με κάνει να δείχνω ζουρλή. Ένα αναθεματισμένο πόλτεργκάιστ.
«Τέλος πάντων», ξεφυσάω με φανερή αγανάκτηση. «Το πολύ πολύ να πιτσιλίσω λίγο τα ωραία κλινοσκεπάσματα του ράντζου μου και να παραμερίσω στη συνέχεια για να δω τα δόλια μέλη του προσωπικού να τα αλλάζουν».
Η Πιλάρσκι με κατακεραυνώνει με ένα βλέμμα που μοιάζει να λέει: Ούτε να το διανοήσε, κωλόπαιδο...
Σε απάντηση της χαμογελάω με ένα ψυχρό, παραμορφωμένα πλατύ χαμόγελο όλο δόντια, ένα χαμόγελο που βάζω στοίχημα πως με κάνει να δείχνω αποτρόπαιη, σαν προϊστορικό ψάρι τέρας. Η έκφρασή μου επιδρά με τον επιθυμητό τρόπο, αφού κάνει την νοσοκόμα να τραπεί σε άτακτη φυγή. Απομακρύνεται κλείνοντας πίσω της τις κουρτίνες, θαρρείς και προσπαθεί να υψώσει κάποιου είδους τοίχο ανάμεσα μας.
«Εάν μυρίσετε τίποτα ασυνήθιστο», της φωνάζω με χαιρεκακία. «Μην ντραπείτε, κοπιάστε. Εγώ θα είμαι και η έκρηξη του εντέρου μου!»
✖
Το βλέμμα μου σκανάρει το μικρό, αποστειρωμένο δωμάτιο, όσο το κεφάλι μου γυρίζει γύρω γύρω σαν περισκόπιο υποβρυχίου. «Ζίρο;», μαντεύω αν και δεν τον βλέπω πουθενά.
«Ναι», απαντάει μια φωνή γνώριμη, που ακούγεται χλευαστική. «Ουάου, το βρήκες με την μια, εντυπωσιάστηκα!» Εμφανίζεται στο κάτω μέρος του ράντζου, σιγά σιγά σαν τοπίο που ξεπροβάλει πίσω από την ομίχλη. Φοράει το γνωστό μαύρο τζιν του και ένα σκούρο μπλουζάκι με σκισμένο γιακά, ενώ ως συνήθως είναι ξυπόλητος. Τι παίζει με τους ζωντανούς νεκρούς και γιατί αποστρέφονται τόσο τα υποδήματα; αναρωτιέμαι στιγμιαία, ύστερά όμως νέες απορίες εκτοπίζουν αυτή την σκέψη. Στάσου. Τι γυρεύει εδώ;
Φοβάμαι πως έχει έρθει για να συνεχίσει ότι άφησε στην μέση την περασμένη φορά: Την χειραγώγηση, την άσκηση ελέγχου, την αφόρητη πίεση, τον ψυχολογικό πόλεμο. Μοιάζει να είναι η πιθανότερη εξήγηση, αφού ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ έχει ταχτεί ολοκληρωτικά στον σκοπό αυτό. Συνεχώς προσπαθεί να με πατρονάρει, να επηρεάσει την συμπεριφορά μου, να μου υπαγορεύσει πώς να φέρομαι, πώς να αντιδρώ.
«Γιατί είσαι πάλι εδώ εσύ;», απαιτώ να μάθω, άμεσα, χωρίς περιστροφές. Θέλω να δει ότι δεν είμαι πια το ευκολόπιστο, καλόπιστο κορίτσι που είναι τόσο εύκολο να το ξεγελάσουν, η μικρή, άμυαλη αγαθιάρα που πρέπει να προστατεύσει πάση θυσία. Θέλω να του δείξω ότι δεν μου είναι πια απαραίτητος, ότι δεν τον χρειάζομαι και ότι δεν τον θέλω κοντά μου. Κι ας μην είναι αλήθεια.
«Την πρώτη φορά που περνούσα από 'δω μ' άρεσε το μέρος και είπα να κατασκηνώσω», κάνει εξυπνακίστικα.
«Σοβαρολογώ», λέω εχθρικά κι ανυποχώρητα. «Δεν έχω καμία όρεξη για κηρύγματα και καβγάδες. Ούτε για το ανεξάντλητο ρεπερτόριο πικρίας, οργής και κυνικότητας σου».
«Δεν ήρθα για να μαλώσουμε», λέει σε μια προσπάθεια του να κατευνάσει τα πνεύματα.
«Αλλά...;» Τον κοιτάζω, προσπαθώντας να δω εάν το εννοεί. Δεν φημίζεται για τις ειρηνικές του προθέσεις. Συνήθως είναι αυθάδης, επιθετικός, αλαζόνας και προκλητικός όσο δεν πάει, την δεδομένη στιγμή, όμως, μοιάζει ασυνήθιστα εγκρατής, σχεδόν επιφυλακτικός. Στέκεται σκυφτός, οι ώμοι του έχουν γείρει προς τα μέσα από το βάρος της απογοήτευσης και τα χέρια του κρέμονται τόσο άτονα στα πλευρά του, που μοιάζουν άψυχα. Το μέτωπό του, ενώ μου ανταποδίδει το παρατεταμένο βλέμμα είναι αυλακωμένο από την έγνοια. Ξέρει ότι έχει σφάλει, ξέρει ότι το σφάλμα του είναι ικανό να του στοιχήσει τα πάντα, να του στοιχήσει εμένα. Μπορώ να διακρίνω ξεκάθαρα πως ύστερα από όλα αυτά, νιώθει χαμένος, άδειος ξανά τώρα που έχει χάσει τον σκοπό του.
Τι περισσότερες φορές καταφέρνει να κρύβει πώς νιώθει πραγματικά πίσω από μια μάσκα επιθετικού σαρκασμού, όχι όμως κι αυτή την φορά. Τώρα αφήνει την μάσκα του να πέσει. Ο κόπανος με τα συναισθήματα ξεπροβάλει από κάτω της.
«Παραφέρθηκα», ομολογεί. «Κι έχω έρθει για να απολογηθώ».
«Όσα είπες με πλήγωσαν», του ανακοινώνω μεριμνώντας έτσι ώστε να κρατώ την ίδια αποστασιοποιημένη έκφραση, όσο του απευθύνομαι. Αν και θέλω να βάλω μια δόση επίπληξης στο αυστηρό μου βλέμμα, το μόνο που καταφέρνω στο τέλος είναι να προσθέσω μια ανεξήγητη επιφυλακή. «Πολύ».
«Ναι», ο Ζίρο βογκάει περίλυπα, σαν να αναγνωρίζει όσα του προσάπτω. «Είμαι πικρόχολος και περίπλοκος». Οι τετράγωνοι ώμοι του που καλύπτονται από το τριμμένο σκούρο ύφασμα του t-shirt του ανασηκώνονται εν είδει απολογίας. «Είναι ένα από τα χαρίσματά μου».
«Χαρίσματα;», καγχάζω. Από πότε θεωρούνται οι παραξενιές χαρίσματα; «Δεν νομίζω ότι ξέρεις τι σημαίνει αυτή η λέξη», λέω και δανείζομαι λίγο από τον χλευασμό που είχε όταν πρωτοήρθε. «Ή πώς να μετράς».
Δεν διέφυγε της προσοχής μου ότι αναφέρθηκε στα δύο του χαρακτηριστικά σαν να ήταν ένα. Ο Ζίρο δεν κάνει ποτέ τέτοια λάθη, οι λέξεις του εκφέρονται πάντα σαν να τις έχει προβάρει εκατομμύρια φορές μπροστά απ' τον καθρέφτη. Έχουν ευφράδεια, ακρίβεια και σαφήνεια, είναι επιλεγμένες στην εντέλεια, όπως οι κινήσεις σε μια παρτίδα σκάκι. Υποπτεύομαι πως τώρα ο ειρμός του έχει χαθεί εν μέρει, επειδή νιώθει νευρικός.
«Λυπάμαι», μου ανακοινώνει απαλά. Μ' ένα νεύμα του κεφαλιού του μου δείχνει κάτι στα δεξιά. Ακολουθώ την ματιά του και βλέπω τι.
Στο κομοδίνο στο πλάι του ράντζου μου έχει εμφανιστεί ένα μικρό αντικείμενο, μια σκοραμίδα από μπλε πλαστικό με μια μικρή χειρολαβή στο πλάι κι ένα ανοιχτό καπάκι στο επάνω μέρος της. Από μέσα της ξεφυτρώνει ένα μπουκέτο με λουλούδια. Θα μπορούσε να είναι κάποιος υπερρεαλιστικός πίνακας, όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι κάτι εντελώς ρεαλιστικό. Μέσα στο ουροδοχείο ο Ζίρο έχει τοποθετήσει κάτι σπάνιους, κατάμαυρους υάκινθους στηριγμένους επάνω σε χοντρούς, πράσινους μίσχους. Μου έχει φέρει λουλούδια μέσα σε μια νοσοκομειακή πάπια! Γι' αυτό την σούφρωσε πριν; Για να την μετατρέψει σε αυτοσχέδιο ανθοδοχείο; Είναι προφανώς μια χειρονομία συμφιλίωσης, ένας βουβός τρόπος να εκφράσει την καταφανή του ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη και παράλληλα ένας τρόπος να σαμποτάρει σκόπιμα τον ιπποτισμό του.
Μου έρχεται να ξεσπάσω σε γέλια, αλλά συγκρατούμε την τελευταία στιγμή, όταν θυμάμαι ότι είμαι ακόμα έξαλλη μαζί του. Δαγκώνω πεισματικά την γλώσσα μου και καταπίνω τα χαχανητά μου. Δεν μπορώ να αποφασίσω εάν αποτελεί βελτίωση συγκριτικά με την ανθοδέσμη από τσουκνίδες και τσαλακωμένη λαδόκολλα που μου χάρισε ο Κάι ή όχι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τα αγόρια της ζωής μου δεν το 'χουν καθόλου με τις γλυκές χειρονομίες. Είναι σκέτη καταστροφή!
«Ωραία», λέω κοφτά. «Θα έπρεπε».
Η παρατεταμένη ματιά που μοιραζόμαστε διακόπτεται, όταν εκείνος αποστρέφει το βλέμμα του, το κατεβάζει και το καρφώνει στο πάτωμα. Δεν το έχει ξανακάνει αυτό, δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά ο πρώτος που αποστρέφει το βλέμμα του. Αυτή η μικρή, διακριτική του υποχώρηση επιβεβαιώνει ότι δεν αισθάνεται άνετα. Καθόλου μα καθόλου.
«Τους τελευταίους μήνες Μ.Θ. έγινα πολύ καλός στην αυτοσυγκράτηση και την αυτοσυντήρηση, στον έλεγχο, την πειθαρχία», αρχίζει να μου εξηγεί. «Και νομίζω ότι το επίτευγμα αυτό οφείλεται στο ότι έμαθα να αποστασιοποιούμαι, να κρατώ αποστάσεις από τους ανθρώπους, τα τεκταινόμενα, τα συναισθήματα. Απ' όλα. Έμαθα να υπάρχω στην πιο μοναχική και αυτόνομη μορφή μου. Έτσι είχε η κατάσταση για εμένα μέχρι που...» Η φωνή του χαμηλώνει και μου φαίνεται πως μέσα της διακρίνω ένα ελαφρύ, ανεπαίσθητο τρέμουλο. Άγχος; «Μέχρι που ήρθες εσύ», συμπληρώνει.
Πριν το Ντέιβις Πλέις είχα τόση θέληση, τόσο πάθος, τόσα όνειρα, είχα αγάπη να δώσω, αλλά έπειτα από όλα αυτά η αγάπη πήγε περίπατο. Τώρα έχω στραγγίξει από δαύτην, δεν έχω ούτε στάλα. Δεν είμαι πια ο συμπονετικός, στοργικός, ανεκτικός εαυτός μου, δεν ανέχομαι αδικαιολόγητες μαλακίες. Δεν ανέχομαι τίποτα. Είναι λες και η καρδιά μου έχει γίνει μια πέτρα που κάθε μέρα βαραίνει πιο πολύ, καθώς βυθίζεται...
«Και τι έγινε τότε;», τον πιέζω.
«Στην αρχή τίποτα», αποκρίνεται. «Με τον καιρό, όμως, έκανα κάτι μαζί σου, κάτι που είχα σχεδόν ξεχάσει πώς γίνεται». Τα σκοτεινά του μάτια βρίσκουν και πάλι τα δικά μου, καθώς λέει: «Συνδέθηκα».
Στ' αλήθεια το έκανε αυτό; Μαζί μου; Ο νεκρός, αναρχικός λούμπεν με την πέτρινη καρδιά; Μα πώς; Θυμάμαι να τον κατηγορώ σε μια από τις άπειρες διαμάχες μας ότι ήταν ανίκανος για κάτι τέτοιο: Όπως εγώ, έτσι κι εσύ έχεις καταχωνιάσει την εμπιστοσύνη σου στο συρτάρι των αχρήστων και την αφήνεις εκεί να σκουριάζει σαν παλιό τιμαλφές. Είσαι το ίδιο νευρωτικός, ανασφαλής και φιλύποπτος με εμένα. Δεν δένεσαι, δεν δίνεσαι και δεν εμπιστεύεσαι πια. Είναι λες και έχεις δημιουργήσει ένα δικό σου παιχνίδι, έναν ακήρυχτο διαγωνισμό, όπου κερδίζει όποιος δεν αφήνει να τον διαπεράσουν. Να τον διαπέρασα εγώ; Να γκρέμισα τα τείχη που τόσο προσεκτικά είχε χτίσει γύρω του, τα τείχη εκείνα που ήθελε να κρατήσει αδιαπέραστα;
Προσεγγίζω την ιδέα επιφυλακτικά και όσο πιο κοντά της πηγαίνω τόσο πιο μετέωρη αισθάνομαι, λες και βηματίζω σε ένα μονοπάτι νέο και άγνωστο, αχαρτογράφητο όπου σε κάθε βήμα μου το χώμα του υποχωρεί λίγο κάτω απ' τα πέλματά μου. Σύντομα θα ίπταμαι. Ή θα γκρεμιστώ.
Φοβάμαι να πιστέψω αυτό που ακούω. Φοβάμαι επειδή το θέλω και επειδή το θέλω η κρίση μου είναι αδύναμη, αναξιόπιστη. Σκέφτομαι άθελά μου ότι ο Ζίρο έχει καταλάβει ότι ακόμα περιμένω μια συναισθηματική ανταπόδοση και ότι η εξομολόγηση του εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν το σκοπό. Ότι η στάση, ο τόνος, η αμηχανία στις κινήσεις του και οι ωραίοι, μελανοί υάκινθοι που μου έφερε δεν είναι τίποτα περισσότερο από εργαλεία διανοητικής χειραγώγησης, από συγκαλυμμένα μέσα που χρησιμοποιεί, τεχνάσματα κι αόρατα νήματα με τα οποία με παγιδεύει σιγά σιγά και μόλις τα τραβήξει, αυτά θα δεθούν γύρω μου και θα με κάνουν μια υπάκουη μαριονέτα.
Δεν θέλω να γίνω η μαριονέτα κανενός.
Από την άλλη, όμως, ο Ζίρο μόνο πιστός μου ήταν μέχρι τώρα, γιατί δεν τον δέχομαι; Γιατί δοκιμάζεται συνεχώς; Ξέρω γιατί. Επειδή έχω και εγώ θέματα εμπιστοσύνης, επειδή προδόθηκα από κάποιους και έκτοτε όλοι θα μου την έχουν στημένη. Είναι τόσο δύσκολο να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να νοιάζεται για εμένα, που πλέον είμαι σίγουρη ότι έχω εντρυφήσει σε κάτι πολύ πιο ψυχοφθόρο απ' το άγχος.
Κι ο Ζίρο; Θέλω να τον εμπιστευτώ! Πολλές φορές νομίζω ότι μπορώ, ότι εκείνος είναι η εξαίρεση, υπάρχουν όμως και άλλες στιγμές που δεν ξέρω τι να κάνω μαζί του. Τα συναισθήματά μου μου υποδεικνύουν ότι είναι καλός, καλός για εμένα, όμως τα έχω ακολουθήσει στο παρελθόν και είναι αποδεδειγμένα καταστροφικοί συμβουλάτορες.
Τον κοιτάζω που στέκεται ακόμη στο κάτω μέρος του ράντζου μου, σιωπηλός, αβέβαιος, και προσπαθώ να τον δω για αυτό που πραγματικά είναι, όμως αδυνατώ. Ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ είναι πολυδιάστατος και διαφορετικός, ανόμοιος με κάθε άλλον που ξέρω. Κουβαλά μέσα του τα εκ διαμέτρου αντίθετα κομμάτια ενός παζλ που όσες φορές κι εάν τα βάλω σε σωστή σειρά, ποτέ δε μου δίνουν τη τέλεια εικόνα. Μου φαίνεται ότι όσο πιο πολύ τον γνωρίζω, όσες περισσότερες πτυχές κι εκφάνσεις του μου αποκαλύπτει, τόσο λιγότερο τον ξέρω. Θα τον μάθω ποτέ επαρκώς; Αμφιβάλλω. Είναι αχανής, χαοτικός. Άπειρος.
Κι όμως, ξαφνικά μου φαίνεται νέος και ευάλωτος. Αυτό τον καθιστά αυτομάτως λίγο πιο... γνώριμο και προσιτό. Στο φως αυτού του πρωινού δείχνει πιο όμορφος και πιο ανθρώπινος από ποτέ πριν. Το δέρμα του κάτω από τα τατουάζ έχει μια απειροελάχιστα πιο ζεστή απόχρωση, όχι ψυχρά λευκή σαν το χαρτί, αλλά χλωμά μπεζ, όπως είναι συνήθως η επιδερμίδα. Παρατηρώ το πρόσωπό του και προσπαθώ να φανταστώ πώς μοιάζει κάτω από τα σημάδια του. Οι γραμμές του είναι αιχμηρές και μυτερές, γοητευτικές με έναν οξύ τρόπο, ταυτόχρονα είναι συμμετρικές και τέλειες. Έχει ένα λείο τετράγωνο μέτωπο επάνω στο οποίο δεν φυτρώνουν μαλλιά. Πώς να ήταν, άραγε, προτού τα ξυρίσει; Μαύρα και πυκνά; Ξανθά και σγουρά σαν αγγελικά φωτοστέφανα; Στιλπνά καστανά; Κόκκινα και ατίθασα σαν φλόγες; Είναι τόσο άχρωμος που δεν μπορώ να μαντέψω που κυμαινόταν χρωματικά. Την ίδια παντελή έλλειψη τριχών συναντώ και λίγο πιο χαμηλά, στα φρύδια του. Πώς θα ήταν με ένα ζευγάρι φρυδιών επάνω του και τι σχήμα θα είχαν; Τοξωτά, καμαρωτά, ίσια; Μπορώ να φανταστώ ότι τα τριγωνικά φρύδια θα του ταίριαζαν καλύτερα, επειδή οι γωνίες τους θα μπορούσαν ν' ανασηκωθούν με ακόμη περισσότερη ειρωνεία απ' ότι τα άλλα. Χάνομαι προσηλωμένη στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του, στις λεπτές καμπύλες των ζυγωματικών του, στο σχήμα της μύτης του που είναι φτιαγμένο με έναν πολύ ενδιαφέρον τρόπο, και στην καλοκαμωμένη γραμμή του στόματός του. Πότε χαμογέλασε τελευταία αυτό το στόμα; Τι το έκανε να χαμογελάσει;
Αχ, Ζίρο, βογκάω νοερά. Μακάρι να ήταν πιο απλά τα πράγματα... Μακάρι να ήταν διαφορετικά. Θα ήθελα να σε είχα γνωρίσει πριν φτάσεις στο ίδρυμα, πριν γίνεις σκληρός. Θα ήθελα να σε είχα δει να χαμογελάς και να φωτίζονται τα μάτια σου. Ένα πραγματικό χαμόγελο, όχι αυτά τα ειρωνικά μειδιάματα.
Ωστόσο, η κατάσταση είναι αυτή που είναι κι εμείς δεν ζούμε σε έναν ιδεατό κόσμο. Πρέπει, λοιπόν, να πάψω να τρέφω αυταπάτες, δεν με παίρνει να ονειροβατώ.
«Πάνω που κατάφερα να αποχωριστώ τους πάντες και τα πάντα», μου λέει σιγανά. «Ήρθες εσύ και σιγά σιγά μου θύμισες ότι υπάρχουν πράγματα στον κόσμο αυτό για τα οποία αξίζει να παλέψεις, όχι για να τα καταστρέψεις, αλλά για να τα κρατήσεις ασφαλή. Θέλω να είσαι ασφαλής, Αντριάννα. Και όμως, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, δεν μπορώ να σε προστατεύσω επειδή έχω κολλήσει σε αυτήν εδώ την καταραμένη εξωκοσμική διάσταση, σε αυτό το ηλίθιο φάσμα ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Δεν μπορώ να σε σώσω και όσο για όλους τους άλλους είναι ήδη πολύ απασχολημένοι σώζοντας τους εαυτούς τους. Κανείς δεν μπορεί να σε σώσει και για αυτό μόνη πρέπει να σώσεις τον εαυτό σου. Αυτό προσπαθώ να σου πω τόσον καιρό, και κάθε φορά, πάνω που πείθομαι πως το έχεις εμπεδώσει κάνεις κάτι και μου διαλύεις κάθε πεποίθηση. Την τελευταία φορά σου ζήτησα να πολεμήσεις και το μόνο που έκανες ήταν να αδρανοποιηθείς. Δεν αντέχω να σε βλέπω να στέκεσαι άπραγη, να ξαπλώνεις κάτω και να περιμένεις να πεθάνεις».
«Δ-δεν ήθελα να γίνω αδρανής», η φωνή μου ηχεί πνιχτή, φημωμένη και αναγκάζομαι να κάνω μια παύση για να καθαρίσω τον λαιμό μου. «Δεν ήθελα να κάνω πίσω. Καταπολέμησα κάθε μου αμφιβολία, και αυτό λειτούργησε ικανοποιητικά μέχρι την στιγμή που... που κοίταξα κάτω και είδα ότι είχα το αίμα σου στα χέρια μου. Το θέαμα με... με συντάραξε. Σκέφτηκα τους γονείς μου και την νύχτα που πέθανε η αδερφή μου, σκέφτηκα όλους τους φίλους που έχασα από τότε που ήρθα στο ίδρυμα και... και σκέφτηκα όλα όσα έχω διδαχτεί από μικρή. Ου φονεύσεις. Προσπάθησα να θυμηθώ εάν είχαμε μελετήσει στο μάθημα των Θρησκευτικών ή στην Κυριακάτικη συνάθροιση γι' αυτήν την εντολή και αν υπάρχουν εξαιρέσεις στη Βίβλο. Δεν μπόρεσα να θυμηθώ καμία. Μου φάνηκε λάθος όλο αυτό, το ένιωσα λάθος... Το αίμα κάθε ανθρώπου είναι ιερό και εγώ μόλεψα το δικό σου με μια βρωμερή λεπίδα. Δεν ήθελα να σε πληγώσω, δεν ήθελα να στραγγίξω όση ζωή είχε απομείνει μέσα σου».
Τα χλωμά χείλη του Ζίρο σουφρώνουν, ενώ ξεφυσάει με αδιόρατη αγανάκτηση. «Πάντα καταφεύγεις στη θρησκεία, ε;»
Οι ώμοι μου ανασηκώνονται αυτομάτως εν είδει απολογίας. Πότε αντιστράφηκαν οι ρόλοι; Πότε έγινα εγώ αυτή που έχει ανάγκη να δώσει εξηγήσεις; Ούτε που το κατάλαβα. «Γαλουχήθηκα με τους κανόνες της», προσπαθώ να του εξηγήσω ήπια. «Ο μόνος τρόπος που ξέρω πώς να ζω τη ζωή μου είναι να στηρίζομαι επάνω της».
«Όχι», διαφωνεί. «Όχι, δεν ξέρεις μόνο αυτό. Απλά αυτό θυμάσαι. Επειδή το πρότυπο που προβαλλόταν ανέκαθεν μπροστά στα μάτια σου ήταν εκείνο που περιλάμβανε γαλάζιους ουρανούς και τροφαντά ανθρωπάκια με λευκά φτερά στην πλάτη και χρυσούς κύκλους πάνω απ' τα κεφάλια τους. Πάντα σου έλεγαν ότι οφείλεις να τους μοιάσεις, να αποκτήσεις κι εσύ το δικό σου φωτοστέφανο κι ας ήξεραν ότι δεν μπορείς. Είναι μάταιο, βλέπεις. Η αλήθεια –όσο θλιβερή κι εάν ακούγεται- είναι ότι δεν προοριζόμαστε για αγιοσύνη, ποτέ δεν θα γίνουμε άγιοι. Δεν είναι στο αίμα μας».
«Και τι είναι τότε;»
«Η επιβίωση», απαντά. «Στο αίμα μας υπάρχουν φυλαγμένα ένστικτα πολλών χιλιετιών, ένστικτα παλαιότερα από κάθε εντολή, θρησκεία ή Θεό που επινοήθηκε. Εδώ και αιώνες φοράμε ρούχα και εφευρίσκουμε διαλέκτους και δημιουργούμε πολιτισμούς και πιστεύουμε ότι αυτά αρκούν, ότι είμαστε κάτι περισσότερο από λύκοι, αλλά μέσα μας υπάρχει ένας κόσμος πρωτόγονος και άγριος, τον οποίο δεν μπορούμε να αποκηρύξουμε. Με κανέναν τρόπο. Αυτός ο κόσμος είναι αυτό που είμαστε πραγματικά».
Έτσι είναι, αργά ή γρήγορα η ανθρώπινη πλευρά σου χάνει. Πρέπει να χάσει. Αυτό είναι το μόνο αναμενόμενο...
Είμαι καταπονημένη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Οι λεκτικοί διαξιφισμοί φαντάζουν στ' αλήθεια εξουθενωτικοί τώρα. Δεν μπορώ να μπω σε μια τέτοια διαδικασία. Αναστενάζω με έναν ήχο παραίτησης.
Τέλος πάντων. Ας είναι.
Ανακάθομαι, στρώνω τις πιτζάμες μου επάνω στο σώμα μου, περνώ βιαστικά τα δάχτυλά μου μέσα από τα ανακατωμένα μου μαλλιά και προσπαθώ να δείχνω όσο το δυνατόν λιγότερο χλωμή κι ασθενική. Παρότι δεν με βλέπω, μπορώ να μαντέψω ότι αποτυγχάνω. Το πρόσωπό μου σήμερα το πρωί παρά ήταν βλογιοκομμένο. Θυμίζοντας στον εαυτό μου ότι πλέον δεν με νοιάζει να κάνω καλή εντύπωση σε κανέναν, κάνω λίγο χώρο επάνω στο στρώμα και γνέφω στον Ζίρο να πλησιάσει, εάν το θέλει.
Σαν σκάρτος σύζυγος που ανακτά επιτέλους το δικαίωμα να κοιμάται στο κρεβάτι, έπειτα από κάμποσες, άβολες νύχτες ύπνου στον καναπέ, ο Ζίρο ζυγώνει αργά αργά. Φτάνει στην κενή πλευρά του ράντζου και κοντοστέκεται για μια τελευταία φορά, σαν να με αφήνει να το ξανασκεφτώ.
«Έλα», μουρμουρίζω. «Εντάξει είμαστε».
Ξαπλώνει δίπλα μου με προσοχή, επιτρέποντας στο σώμα του να γεμίσει την κενή μεριά του στενού, νοσοκομειακού στρώματος. Μένει εκεί άκαμπτος και νευρικός και παρά το ύψος και τον όγκο του φροντίζει να μην απλώνεται ούτε εκατοστό παραπάνω. Είναι σαν να υπάρχει μια νοητή γραμμή που οριοθετεί την μεριά μου και την μεριά του. Είναι λες και ανάμεσά μας υπάρχει ένα αόρατο τζάμι όπως αυτά που χωρίζουν τους εγκληματίες από τους αγαπημένους τους που τους επισκέπτονται στη φυλακή. Δεν αγγιζόμαστε, απλά καθόμαστε εκεί, ανάσκελα, δύο βλάκες που κοιτάνε αμήχανοι το ταβάνι.
«Ήταν απαράδεκτο εκ μέρους μου να χάσω τον έλεγχο κατά την προπόνηση μας. Δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι, να σε αγγίξω έτσι... Πάντα πράτω ενσυνείδητα... Δεν ξέρω τι μ' έπιασε. Παρασύρθηκα».
«Σου 'στρίψε θες να πεις», του προσάπτω. «Σου 'στρίψε αλά Μπένετ. Σου ΄στριψε αλά Τζακ Τόρενς από τη Λάμψη».
«Α!» Ο τεντωμένος δείκτης του Ζίρο τινάζεται στον αέρα σαν να ενίσταται στην κατηγορία. «Όχι κι έτσι. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ πραγματικά τρελός, εκτός από τις φορές εκείνες όταν...»
«...Όταν αγγίζαν την καρδιά μου», συμπληρώνω την πρότασή του. Είναι ένα από τα απόφθεγμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε που είχαμε αναφέρει στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
«Δεν περίμενα ότι θα πρόσεχες στις διαλέξεις της Άρτερτον», παρατηρώ εντυπωσιασμένη. Παρότι εξακολουθώ να θέλω να διατηρήσω μια αυστηρή στάση απέναντι του, δεν μπορώ ν' αντισταθώ στο χαμόγελο που ανασηκώνει ανεπαίσθητα τις άκρες των χειλιών μου. Νιώθω ένα τοσοδούλι σκίρτημα υπερηφάνειας, επειδή καθώς φαίνεται του έχω μάθει κι εγώ κάτι. Όταν δήλωνε παρόν στην διδακτική αίθουσα του Ντέιβις Πλέις έκανε οτιδήποτε άλλο απ' το να κάθεται φρόνιμος, έπινε ηχηρά τσάι και κροτάλιζε τα γιαγιαδίστικα, πορσελάνινα σερβίτσια του, βούταγε κομματάκια σπασμένης κιμωλίας και ζωγράφιζε απρεπή σχέδια στον πίνακα ή χοροπηδούσε επάνω στην έδρα της καθηγήτριας και χτυπιόταν δίχως έλεος προσποιούμενος ότι ήταν ο Στίβεν Τάιλερ των Aerosmith σε συναυλία και το αποχαυνωμένο πλήθος των εφήβων από κάτω οι συνεπαρμένοι φανς.
«Δεν περίμενα ότι περίμενες να υπάρχουν πράγματα που διαφεύγουν της προσοχής μου», μου αντιμιλά με πνεύμα.
Ο προσωπικός εφιάλτης του Ζίρο είναι η προδοσία. Ανησυχεί φρικτά ότι θα αδικηθεί, θυμάμαι, ότι θα πέσει θύμα δυνάμεων πέραν του ελέγχου του, τρέμει στην ιδέα ότι θα βρεθεί στο επίκεντρο κάποιας υποχθόνιας ενέδρας, μιας πλεκτάνης στημένης εναντίον του. Στο παρελθόν τον πρόδωσαν, τον έβλαψαν και τον εγκατέλειψαν. Τον έκαναν να χάσει την πίστη του. Εγώ κατάφερα ανέλπιστα να την αποκαταστήσω ως έναν βαθμό, και μόλις το έκανα, μόλις τον είδα να εναποθέτει τις ελπίδες του πάνω μου... φέρθηκα σαν βλάκας και τον έκανα να με αμφισβητήσει. Αυτό ήταν που τον ώθησε να κάνει ότι έκανε. Αυτό προσπαθεί να μου πει με το απόφθεγμα.
Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Περιμένω υπομονετικά για την συνέχεια.
«Όταν-», κάνει να πει, αλλά σταματάει απευθείας. Είναι λες και κάτι δεν του κολλάει, λες και κάτι τον ενοχλεί και θέλει να το αλλάξει. Ο Ζίρο στριφογυρίζει επάνω στο στρώμα για να βολευτεί καλύτερα, αφήνει την ανάσκελη στάση του και ξαπλώνει στο πλευρό του, θηλυκώνει τις παλάμες κάτω απ' το μάγουλό του σαν μικρό αγοράκι και αφού βολεύεται μένει εκεί και με κοιτάζει κατάματα. Νομίζω ότι έχει προσπεράσει λίγο την νοητή γραμμή που κόβει το κρεβάτι στα δυο, αλλά δεν του το λέω. Θέλω να περάσει τα σύνορα, θέλω να βρεθεί στην μεριά μου. «Όταν σε πρωτογνώρισα είδα κάτι σε σένα, Αντριάννα», αποκρίνεται χαμηλόφωνα. «Ακόμα το έχεις».
«Τι είδες;»
Γλιστράει λίγο πιο κοντά μου, ενώ τα μάτια του μισοκλείνουν και σμίγουν στις άκρες τους σαν να προσπαθεί να διακρίνει αυτό το κάτι καλύτερα. «Ένα ζευγάρι κιτρινοπράσινες τσίμπλες», λέει. «Μαύρους κύκλους που θα ζήλευε κάθε ρακούν που σέβεται τον εαυτό του και στοματική κακοσμία».
Πιστεύω πως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι ο Ζίρο έχει κερδίσει επάξια την κλωτσιά που του χώνω στο καλάμι. Βογκάει και διπλώνεται στα δυο χουφτώνοντας το πόδι του και γελώντας. Θορυβημένη και ψυχαγωγημένη ταυτόχρονα τον αφήνω να χαχανίσει για λίγα λεπτά. Όταν αυτά περνούν, ο Ζίρο σοβαρεύει κι επιστρέφει στην θέση του.
«Ακόμα περιμένω», του ανακοινώνω, αφού πρώτα κάνω ένα χα, που απελευθερώνει την αναπνοή μου κατά πάνω του, όπως θα έκανα εάν βρισκόμουν μπροστά από το νοτισμένο τζάμι στο παράθυρο ενός αυτοκινήτου το καταχείμωνο. Δεν μου φαίνεται να ενοχλείται, συνεπώς η ανάσα μου μυρίζει μια χαρά!
«Αυτό που είδα σε εσένα», δοκιμάζει ξανά να πει. «Ήταν μια σφοδρή επιθυμία για δικαιοσύνη. Αυτή η έννοια ενυπάρχει πολύ έντονα μέσα σου και όταν δεν την βρίσκεις γύρω σου, θεριεύεις. Όταν αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο σου ως δίκαιο είσαι ευγενής, υπάκουη, πειθήνια. Όταν τον κρίνεις ως άδικο η ευγένεια σου εξαφανίζεται. Σε καταλαμβάνει κάτι τότε, ένα ξαφνικό θάρρος που σε σπρώχνει να επιφέρεις την αλλαγή που θες να δεις. Διαμαρτύρεσαι, φωνάζεις, επαναστατείς. Αρνείσαι να υποταχτείς στην σαθρή τάξη των πραγμάτων». Μιλάει γρήγορα σαν να φοβάται ότι θα ξεχάσει αυτά που θέλει να πει ή ότι θα χάσει το θάρρος να τα ξεστομίσει. «Αυτή σου η διττότητα είναι που σε έκανε να ξεχωρίσεις για εμένα, σε έκανε ακαταμάχητη. Δεν νομίζω πως έχω γνωρίσει ποτέ καμία σαν εσένα. Τρομαγμένη την μία, προκλητικά ατίθαση την επόμενη. Θες να είσαι τύπος και υπογραμμός, ένα άριστα με σάρκα και οστά, φέρεσαι μονίμως λες και έχεις καταπιεί το Σύνταγμα και ζεις βάσει των νόμων του, όμως όλα αυτά παραμερίζονται μόλις δεις κάποιον να υποσκάψει την δικαιοσύνη σου. Τότε τα ξεχνάς όλα αυτά. Γίνεσαι και πάλι θηρίο. Από τότε που ξεκινήσαμε τα Μαθήματα Φόνων η μαχητικότητά σου γίνεται όλο και πιο εμφανής. Σε βλέπω να εξελίσσεσαι, να βελτιώνεσαι και να ανακαλύπτεις πια είσαι. Εξερευνάς μια απρόβλεπτη και μυστηριώδη πλευρά σου που δεν ήξερες ότι είχες και είναι... όμορφη». Το ένα του χέρι δραπετεύει κάτω απ' το μάγουλό του, το απομακρύνει και το αφήνει να βρεθεί στα στρωσίδια ανάμεσά μας. Τα μακριά, χλωμά του δάχτυλα αρχίζουν να περιπλανούνται επάνω στα δροσερά σεντόνια, να ιχνιλατούν τα στριφώματά τους, να χαράζουν μικρά, πρωτοφανέρωτα μονοπάτια. Με αποσυντωνίζουν. Πού θα τον οδηγήσουν; Ελπίζω σε εμένα. «Γοητεύεσαι από το αναπάντεχο», εξακολουθεί να λέει μαλακά, σχεδόν μουρμουριστά. «Ανταπεξέρχεσαι στο δύσκολο και έχεις πάντοτε την ίδια σπίθα στο βλέμμα σου όταν σε προειδοποιώ ότι κάτι θα είναι επικίνδυνο. Είναι σαν να φωτίζεσαι ολόκληρη. Μου αρέσει πολύ να βλέπω αυτή την σπίθα», ομολογεί. «Κάτω από το λεπτεπίλεπτο, εύθραυστο περίβλημα, είσαι πιο δυνατή από όσο τολμάς να αναγνωρίσεις, Αντριάννα, πιο γενναία, πιο ανθεκτική. Είσαι ένας παράξενος συνδυασμός χάρης και βαναυσότητας. Είσαι σαν ένα σκληρό, ατσάλινο λουλούδι».
Τον ακούω σαν μαγεμένη, σαν το φίδι που υπνωτίζεται από τα θέλγητρα της μουσικής ενός φακίρη. Μ' έχει γητεύσει και χορεύω στον ρυθμό του.
«Όπως ένας υάκινθος;», ψελλίζω.
Τα μάτια του Ζίρο με αφήνουν στιγμιαία για να κοιτάξουν τα ερεβώδη άνθη. «Ο υάκινθος υποτίθεται ότι είμαι εγώ», μου εξηγεί.
«Κάτσε, και 'γω τι είμαι τότε;», απορώ με το κεφάλι μου να τινάζεται αιφνιδιασμένο από το μαξιλάρι. «Το μπολ για τα κακάκια;»
Ο Ζίρο μου υπομειδιά όλο ειρωνεία. «Εάν αυτό σε ευχαριστεί, τότε ποιος είμαι εγώ για να σε κρίνω; Μπορείς να είσαι και το μπολ και το περιεχόμενο του».
«Σε ευχαριστώ πολύ», λέω με μια γκριμάτσα. «Πάντα ήλπιζα ότι κάποιος θα πίστευε στο όνειρό μου να γίνω ένα ωραίο, μυρωδάτο κουράδ-»
Ο Ζίρο προσποιείται προς στιγμήν πως κάτι του έκατσε στο λαιμό και βήχει για να με διακόψει. Αφού βεβαιώνεται ότι η ταύτηση μου με τα περιτώματα έχει λήξει, επιστρέφει στην προηγούμενη κουβέντα μας. «Η επιλογή των υάκινθων ήταν συμβολική», προσθέτει.
«Και τι συμβολίζει ακριβώς;», ζητάω να μάθω.
«Ο θρύλος του Υάκινθου έχει αρχαιοελληνικές ρίζες. Ο μύθος λέει ότι ήταν ένας νέος που αγαπήθηκε από τον Θεό Απόλλωνα και σκοτώθηκε από τον Ζέφυρο, τον Θεό που αποτελεί την ενσάρκωση του δυτικού ανέμου. Ο Απόλλωνας αγάπησε τον Υάκινθο τόσο πολύ που επέλεξε να του χαρίσει την αθανασία για να τον συντροφεύει για πάντοτε στον Όλυμπο, μα δεν πρόλαβε να του την προσφέρει. Αναμενόμενο, θα μου πεις, οι δεσμοί ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς δεν καταλήγουν σχεδόν ποτέ σε κάτι πέρα από τραγωδία. Είναι σχέσεις απαγορευμένες, ασύμβατες κι έτσι καταδικασμένες εκ των προτέρων. Μια ημέρα ο Απόλλωνας έριχνε τον δίσκο του, καθώς προπονούνταν και ο Ζέφυρος, φθονώντας τους δύο εραστές, άλλαξε μ' ένα ρεύμα αέρα την κατεύθυνση του, ώστε να βρει τον Υάκινθο και να τον σκοτώσει. Ο Απόλλωνας έσκαψε ο ίδιος με τα χέρια του τον τάφο του Υακίνθου, αρνήθηκε όμως να αφήσει τον νέο να κατεβεί στον Άδη. Θέλησε, να κάνει έστω το όνομα του αγαπημένου φίλου αθάνατο, κι έτσι αφού τον έθαψε, μάγεψε το αίμα που έτρεξε από την πληγή του και από το σώμα του ανθήσαν πορφυρά λουλούδια. Υάκινθοι».
Η παραβολή είναι πλήρως κατανοητή. Στην ιστορία του εγώ είμαι ο Απόλλωνας κι εκείνος ο Υάκινθος και όσο και εάν επιθυμώ να τον κρατήσω στο πλάι μου, οι ίδιες μου οι πράξεις είναι που αναπόφευκτα θα τον κάνουν να εξαφανιστεί. Ο Ζίρο θα φύγει μετά τους φόνους και θα ευθύνομαι εγώ για αυτό. Ο Ζίρο δεν μπορεί να μείνει, διότι δεν είμαστε συμβατοί, για την ακρίβεια ήμασταν καταδικασμένοι από την αρχή, προορισμένοι να χωριστούμε.
Τι ακριβώς προσπαθεί να μου πει; Ότι είναι άσκοπο να το αναβάλλω περαιτέρω; Ότι η μοίρα είναι προκαθορισμένη και εγώ δεν μπορώ να την αλλάξω; Ότι πρέπει να προστατεύσω, τουλάχιστον, την υστεροφημία και την τιμή του, εφόσον το σώμα του έχει χαθεί από καιρό; Ότι δεν πρέπει να τιμωρώ τον εαυτό μου και να του καταλογίζω την ευθύνη του χωρισμού επειδή η τραγωδία μας είναι αναπόδραστη;
«Τι ακριβώς προσπαθείς να μου πεις με τον μύθο;», ζητώ να μάθω με ένα παράξενο μείγμα θυμού και ευαισθησίας στη φωνή.
Ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στο σκοτεινό μπουκέτο στο κομοδίνο. Τα άνθη του είναι μικρά και γωνιώδη με κάτι πέταλα σαν μαύρα εξάκτινα αστέρια με μακριές, μυτερές ακρούλες. Είναι πολλά μαζί, πλούσια και χαοτικά όπως μπλέκονται αναμεταξύ τους, πλουμιστά και πολυποίκιλτα, μοιάζουν να κρατούν κρυμμένα μυστικά στις σκιώδεις πτυχώσεις τους. Μου θυμίζουν εκείνον. Το αγόρι με το χλωμό δέρμα και τα μελανά στίγματα των τατουάζ, με τα μαύρα μάτια και τις φλέβες στις οποίες ρέει πηχτό και πλούσιο το σκοτάδι. Από όσο ξέρω δεν υπάρχουν μαύροι υάκινθοι, γεγονός που με κάνει ν' αναρωτιέμαι εάν έβαψε τα πέταλα με το αίμα του. Ή κάποια τέμπερα. Είναι ακραίο, αχρείαστο, τραβηγμένο, αλλά μιλάμε για τον Ζίρο. Είναι ικανός για όλα, έτοιμος για κάθε λογική ή παράλογη πράξη.
Για λίγο ο Ζεέρνεμποχ δεν αντιδρά καθόλου κάνοντας με να αναρωτηθώ μήπως έχω σκεφτεί αυτή την τελευταία πρόταση, χωρίς να τη διατυπώσω δυνατά. Μετά, σχεδόν απρόσμενα, βλέπω τα δάχτυλά του χεριού του να ακινητοποιούνται επάνω στα σκεπάσματα, η περιπλάνησή τους διακόπτεται κι εκείνος ανοίγει το στόμα του για να απαντήσει και έπειτα να το κλείνει ξανά μετανιωμένος. Οι μυς στο σαγόνι του σφίγγονται σαν να μασάει κάτι και τα μάτια του στενεύουν ξανά δείχνοντας κατασκότεινα. «Εγώ και εσύ ξέρουμε πώς θα καταλήξει όλο αυτό...», μου λέει. «Εγώ ο ίδιος σε είχα προειδοποιήσει εξ' αρχής πως δεν ανήκω εδώ, πως βρίσκομαι στο ίδρυμα με δανεικό χρόνο που εξαντλείται συνεχώς και ότι θα φύγω τελικά».
Δεν απαντώ, μονάχα τον κοιτάζω νιώθοντας τα σωθικά μου να σφίγγονται, να γυρίζουν με αυξανόμενη ταχύτητα σαν κάδος πλυντηρίου. Πού το πάει; Θα με σκάσει!
«Νόμιζα ότι εάν κάποιος από τους δυο μας έκανε το λάθος να παραβλέψει, έστω και για λίγο, αυτήν την κατάληξη και να αφεθεί, θα ήσουν εσύ, όμως δεν το έκανες. Το έκανα εγώ. Και αναγνωρίζω ότι είμαι απερίγραπτα ηλίθιος γι' αυτό! Αν και ξέρω τι έρχεται, συχνά πιάνω τον εαυτό μου να περιφέρεται άσκοπα γύρω σου, να ψάχνω αφορμές για να βρεθώ κοντά σου. Τον πρώτο καιρό εσύ ήσουν το μέσο μου για να εκδικηθώ, αλλά τώρα τελευταία οι ισορροπίες έχουν αλλάξει επικίνδυνα, τώρα μου φαίνεται λες και η εκδίκηση είναι η προσωπική μου δικαιολογία πίσω από την οποία κρύβομαι για να σε πλησιάζω». Μια μικρή κίνηση με κάνει να κοιτάξω προς τα κάτω και να δω ότι το χέρι του έχει πλησιάσει το δικό μου επάνω στο στρώμα. Οι παλάμες μας είναι σχεδόν κολλητά, όμως δεν εφάπτονται παρά μόνο στο σημείο όπου το μικρό του δάχτυλο ακουμπά την άκρη του δικού μου. Είναι ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα, οριακά υπαρκτό, μα και πολύ, πολύ γλυκό ταυτόχρονα. Μπορώ να νιώσω την ανάγκη του για εμένα και την ίδια στιγμή μπορώ να διακρίνω όλους τους λόγους που τον εμποδίζουν να με έχει. Κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο, επίπονο, απατηλό. Ανεύθυνο. «Πίστευα ότι είμαι κατεστραμμένος, ότι δεν θα νιώσω ποτέ ξανά τίποτα για κανέναν, ότι θα παρέμενα αξιολύπητος, οικτρός και άδειος μέχρι τέλους. Υποθέτω ότι είναι η συνηθισμένη αντίδραση να νομίζεις πως τίποτε δεν μπορεί να σε αγγίξει πια, όταν έχεις ήδη εκφυλιστεί τόσο απόλυτα. Εσύ, όμως, με έκανες να αρχίσω ν' αμφιβάλλω, ν' αναθεωρώ. Είναι σαν να ήρθες για να ανατρέψεις όλα τα προγνωστικά, να καταρρίψει όλους τους μύθους μου. Με γοητεύεις και με αναστατώνεις, Αντριάννα, με προκαλείς, με εκπλήσσεις και με συναρπάζεις. Δεν το περίμενα αυτό, δεν περίμενα τίποτα απ' όλα αυτά», μουρμουρίζει και η φωνή του είναι ένα μείγμα συναισθημάτων: θυμός, απόγνωση και ανησυχία. «Νιώθω εμμονικός, νιώθω σαν τοξικομανής που χρειάζεται την δόση του... Κάθε τόσο επιστρέφω σε σένα, φανερά ή κρυφά, και πιάνω τον εαυτό μου να σε κοιτάζει, να σε αναλύει, να προσπαθεί ν' απομνημονεύσει κάθε τι. Έχω δει πολλά... δηλαδή... όχι με τον ανώμαλο τρόπο... απλά... Έχω δει ότι κοιμάσαι πάντα στο κέντρο του κρεβατιού, κουλουριασμένη σαν τσουρέκι, κρατώντας σφιχτά εκείνο το πράσινο, μονόφθαλμο λούτρινο παιχνίδι στον κόρφο σου και ότι χωρίς αυτό δεν σε παίρνει ο ύπνος. Είναι κάτι που έχεις φέρει απ' το σπίτι σου, κάτι που σε κάνει να γυρίζεις εκεί με το νου, σε ένα τρόπον τινά καταφύγειο. Έχω δει ότι όταν νιώθεις άβολα αρχίζεις να κροταλίζεις τις αρθρώσεις των δακτύλων σου και δεν σταματάς παρά μόνο όταν αυτά δεν μπορούν να κάνουν άλλα κρακ. Και κάθε φορά που κοιτάζεις έξω από ένα παράθυρο χάνεσαι σαν να μην βλέπεις το τοπίο από πίσω, αλλά τον κόσμο με την ευρύτερη έννοια του, συνολικά, αόριστα, συμπαντικά και προσπαθείς να τον αποκωδικοποιήσεις, να τον καταλάβεις και να βρεις την θέση σου μέσα του. Και έχω δει...», κάνει μια μικρή παύση προσπαθώντας να διατυπώσει την επόεμνη του παρατήρηση με τα σωστότερα λόγια. «Έχω δει ότι όποτε περνάς μπροστά από έναν καθρέφτη κοντοστέκεσαι για μια στιγμή, για μια μόνο στιγμούλα τέλεια χρονομετρημένη και ακριβώς ίση με όλες τις προηγούμενες σαν να προέρχεται από κάποιον κρυφό ψυχαναγκασμό. Σταματάς και ατενίζεις το είδωλό σου, όχι με ωραιοπάθεια, αλλά με απόγνωση, με ένα απελπισμένο ύφος που ρωτά: Ποια είμαι; Ποια είμαι κατά βάθος; Εγώ έχω δει ποια είσαι, σε έχω γνωρίσει, σε έχω μάθει. Είσαι διαφορετική και η διαφορετικότητά σου σε κάνει όμορφη, Αντριάννα, σε κάνει μεγαλειώδη. Νόμιζα ότι η συναισθηματική μου εμβέλεια είχε γίνει μηδενική, αλλά εσύ με έκανες να αισθάνομαι ξανά», καταλήγει με φωνή σαν ατσάλι που λιώνει.
Μπορούσα να τα βγάλω εύκολα πέρα με τον αλαζόνα, τον υπερόπτη, τον αμετανόητο αναρχικό επαναστάση, αλλά δεν έχω ιδέα πως να αντιμετωπίσω αυτή τη νέα εκδοχή του. Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ μου έτσι. Είναι εκτεθειμένος, ευάλωτος, γλυκός. Έχει μια ευαισθησία σαν να μην μπορώ να τον αγγίξω γιατί θα τον πληγώσω.
«Τι αισθάνεσαι;», τον παρακινώ σαστισμένη, εκλιπαρώντας σχεδόν για την συνέχεια. Αυτή την φορά μου φαίνεται ότι τρέμει ελαφρά η δική μου φωνή.
«Όταν είμαι μαζί σου;»
Νεύω.
Ο Ζίρο με κοιτάζει με ένα ύφος τόσο περίπλοκο που δεν μπορώ να το περιγράψω λεκτικά, ούτε να το αποδώσω με κανέναν άλλο τρόπο. Είναι μπερδεμένο και δυσανάγνωστο και κρύβει μέσα του μια απαλότητα που δεν έχω ξαναδεί. Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει η παρατεταμένη ματιά που μου ρίχνει, ούτε και τι ακριβώς αισθάνεται πραγματικά. Θα μπορούσε να ραδιουργεί, να προσποιείται για να μ' έχει του χεριού του. Ή, θα μπορούσε να μιλάει ειλικρινά, αλλά να έχει παρερμηνεύσει τα ίδια του τα συναισθήματα, να βρίσκεται σε σύγχυση, να παλεύει να ζήσει μια τελευταία, έντονη κι αξιομνημόνευτη εμπειρία πριν παραδοθεί στην ανυπαρξία του. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θέλει εμένα συγκεκριμένα. Δεν έχω ιδέα τι ισχύει και τι όχι, δεν ξέρω εάν αισθάνεται και τι. Ξέρω μόνο τι είναι αυτό που κάνει εμένα να νιώθω. Νιώθω κάτι που μου λέει πως τα συναισθήματά μου για εκείνον είναι βαθύτερα απ' ότι παραδεχόμουν ως τώρα στον εαυτό μου πως είναι.
«Κάθε φορά που τα μάτια μας συναντιούνται με κάνεις να αισθάνομαι ότι έχω μικρούς σπόρους μέσα στα πνευμόνια μου», μου εκμυστηρεύεται. «Που γίνονται λουλούδια που ανθίζουν ξαφνικά».
Τι είναι αυτό; διερωτώμαι. Η δική του εκδοχή για αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι περιγράφουν ως φτεροκόπημα από πεταλούδες στο στομάχι; Μα τότε αυτό θα σήμαινε ότι...
«Δεν πιστεύω ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου», δηλώνω κατηγορηματικά. Όχι, δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι είμαι γοητευτική ή σπουδαία ή μεγαλειώδης. Είμαι απλά εγώ. Εγώ που είμαι γεμάτη ψεγάδια και ανασφάλειες και παλινωδίες και πράγματα που του σπάνε τα νεύρα. Τι έχει πάθει και δεν το βλέπει; Γιατί μιλάει λες και είναι ο Όμηρος και εγώ η μούσα του; Προσπαθώ να τον συνεφέρω, λέγοντας: «Εντάξει, είναι πασιφανές ότι είσαι λίγο κολλημένος μαζί μου, αλλά αυτό συμβαίνει απλά επειδή αποτελώ την μοναδική σου επιλογή. Είμαι η μόνη που συναναστρέφεσαι και...»
Ενώ μιλάω κάνω να τραβήξω το χέρι μου απ' το δικό του, θαρρείς για να βάλω τον καθένα μας πίσω στην θέση του, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, αλλά δεν με αφήνει. Το χέρι του Ζίρο που μόλις και μετά βίας με ακουμπούσε πριν, τώρα τινάζεται προς τα 'μένα και αρπάζει το χέρι μου, το ακινητοποιεί κάπου ανάμεσα στα κορμιά μας με την παλάμη του να σκεπάζει την δική μου. Δεν μπορώ ν' αποφασίσω εάν είναι μια χειρονομία κτητική ή στοργική.
«Λίγο κολλημένος», επαναλαμβάνει δύσθυμα, σχεδόν θιγμένα. Μια κάθετη ζάρα χαράζει το ζωγραφισμένο του μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια του. Είναι μια μικρή γραμμή που μαρτυρά ενόχληση. Συνοφρυώνεται λες και η δυσπιστία μου είναι μια προσωπική προσβολή. «Κολλημένος με τον ίδιο τρόπο που ο Μενέλαος ήταν λίγο κολλημένος με την Ελένη της Τροίας».
Και άλλη αναφορά σε αρχαιοελληνικό δράμα; Ζίρο, τον αποπαίρνω νοερά, σύνελθε!
«Δεν μπορεί...», το αρνούμαι.
«Κοίτα...», επιμένει. «Σου είπα ήδη ότι φέρομαι ενσυνείδητα. Εάν, λοιπόν, δεν ήμουν σίγουρος για όσα νιώθω δεν θα ερχόμουν εδώ απλά και μόνο για να σε απασχολήσω με ενδεχόμενα. Είμαι εδώ με ένα γεγονός. Μπορεί, Αντριάννα, μπορεί και συνέβη. Και είμαι εξίσου αιφνιδιασμένος με εσένα».
«Μα πώς... πώς συνέβη;»
«Νομίζω ότι η παρατεταμένη μοναξιά με έκανε να χαμηλώσω τα στάνταρντ μου. Κατά πολύ».
«Ρε!», σκούζω όλο παράπονο και τον ακούω να γελάει, να γελάει στ' αλήθεια σαν να το βρίσκει αστείο. Το γέλιο του έχει ένα αθώο, ανέμελο κουδούνισμα μέσα του που δεν θυμάμαι να έχω παρατηρήσει ποτέ πριν. Είναι μεταδοτικό. Γελάω μαζί του, υπερήφανη που είμαι η αιτία που ακούστηκε ο πολύτιμος αυτός ήχος.
«Δεν-», προσπαθεί να σοβαρευτεί στο τέλος. «Δεν ξέρω ακριβώς πώς έγινε... Όταν γνώρισα τον Τζον νόμιζα ότι η έλξη σήμαινε ότι είμαι ομοφυλόφιλος, αλλά ίσως απλά βιάστηκα να ενστερνιστώ τον όρο και να αυτοπροσδιορίζομαι ως τέτοιος για να ταράζω τον κύριο και την κυρία Βάλχοφ. Μπορεί να είμαι ετερόφυλος τελικά ή πανσέξουαλ από αυτούς που δεν τους νοιάζει το φύλο, αλλά η προσωπικότητα του συντρόφου τους. Δεν με νοιάζει να κολλήσω μια ετικέτα στην σεξουαλικότητά μου. Εξάλλου, το θέμα δεν είναι αυτό».
Αφήνει το χέρι μου ελεύθερο και περιμένει να δει εάν σκοπεύω να το απομακρύνω ή όχι. Δεν το κάνω. Αντίθετα απλώνω το χέρι μου προς το δικό του με την παλάμη μου ζεστή, απαλή και δεκτική. Παίρνει το χέρι μου και το ενώνει με το δικό του, οι παλάμες μας συναντιούνται σαν δυο εραστές που σμίγουν έπειτα από καιρό. Σπρώχνει τα δάχτυλά του έτσι ώστε να γεμίσουν τα κενά ανάμεσα στα δικά μου, εφάπτονται τέλεια, σαν να είναι φτιαγμένα για να ενώνονται κάθε τόσο.
«Αλλά;», κοντανασαίνω.
«Το θέμα», λέει ο Ζίρο με δυο κατάμαυρα μάτια που με κρατούν φυλακισμένη στο βλέμμα του. «Είναι ότι κάνεις λουλούδια ν' ανθίζουν μέσα στα πνευμόνια μου και παρόλο που είναι όμορφα, δεν μπορώ ν' ανασάνω».
Μου 'ρχεται να του πω ότι δεν χρειάζεται να ανασαίνει όντας νεκρός, αλλά ξέρω ότι δεν εννοεί αυτό. Τον πνίγω με τον τρόπο μου και ας μην του χρειάζεται ο αέρας.
Χάνομαι στην αίσθηση του δέρματος του επάνω στο δικό μου. Είναι αποπροσανατολιστική και δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ στις λέξεις που ειπώνονται. Δεν πειράζει. Αισθάνομαι ότι τα χέρια μας που έχουν ενωθεί αρκούν για να εκφράσουν τα πάντα. Αυτή η σκέψη με γεμίζει με ανάρμοστη χαρά, που κατανοώ ότι οφείλω να αποβάλλω. Δεν πρέπει να χαίρομαι που ο Ζίρο υπομένει αυτό το συναισθηματικό μαρτύριο μαζί μου. Η αμοιβαιότητα κάνει τα πάντα πιο ολέθρια. Δεν υπάρχει χώρος για λάθη εδώ, δεν μπορούν να υπάρξουν απενοχοποιημένες απολαύσεις εάν είναι ικανές να μας κάνουν να παρεκτραπούμε. Πρέπει να παραμείνουμε αφοσειωμένοι στον στόχο: Να τελειώσουμε τον ατέρμονο κύκλο της βίας, να σώσουμε αθώες ζωές, να επιφέρουμε δικαιοσύνη.
Και έπειτα ο καθένας μας θα επιστρέψει εκεί όπου ανήκει. Σε δυο κόσμους διαφορετικούς που συνυπάρχουν σαν παράλληλες γραμμές, που πορεύονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, μα ποτέ δεν εφάπτονται.
«Ζίρο...», ψιθυρίζω αδύναμα.
Μου αρέσεις, μπαίνω στον πειρασμό να παραδεχτώ και εάν το κάνω θα ακουστεί σαν να είμαι πάλι έντεκα χρονών. Θα μου λείψεις όταν φύγεις, είναι η εναλλακτική, αδιανόητα πολύ, πράγμα που με οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο: Δεν θέλω να σε χάσω. Τα απορρίπτω όλα και μέσα από την μέθοδο του αποκλεισμού καταλήγω στο: Κι εσύ κάνεις λουλούδια ν' ανθίσουν μέσα μου. Τολμώ, άραγε να ξεστομίσω κάτι τέτοιο; Δεν έχω ιδέα ποια επιλογή θα ηχήσει καταλληλότερα ή ποια απάντηση να δώσω. Νομίζω ότι θέλω να του πω κάτι απ' όλες τους. «Εγώ...», αρχίζω να λέω αβέβαιη για όσα θα ακολουθήσουν.
Αλλά με κόβει. «Μη», μου ψιθυρίζει απαλά. Και ύστερα μου χαμογελάει με ένα όμορφο, θλιμμένο χαμόγελο που, όμως, κρύβει μέσα του κάτι που δεν έχω ξαναδεί –κάποιου είδους χαρμολύπη-. Το χαμόγελό του κάνει τα μαύρα μάτια του που με κοιτάζουν να λάμπουν σαν υγρός όνυχας. Το βλέμμα του κάνει τα σωθικά μου να λιώσουν λίγο, λες και κάτι βαθιά μέσα μας επικοινωνεί χωρίς να το συνειδητοποιούμε πλήρως. Ξέρω πως ξέρει, ξέρω πως καταλαβαίνει απόλυτα κι αυτό με κάνει να σιωπήσω. Δεν χρειάζεται να του εξηγήσω το παραμικρό.
Όταν άρχισα να υποπτεύομαι ότι μέσα μου υπήρχε κάτι περισσότερο για τον Ζίρο, περίμενα ότι θα ήταν παροδική αυτή η διφορούμενη αίσθηση, τα αντικρουόμενα συναισθήματά μου, όμως, γίνονταν ακόμα πιο έντονα κάθε φορά που τον έβλεπα και κατά συνέπεια ακόμα πιο κρυφά.
Τώρα έχουμε καταφέρει να φτάσουμε ως εδώ, ως την στιγμή ετούτη όπου εκμυστηρευόμαστε ο ένας στον άλλον τι μας συμβαίνει. Εκείνος μου λέει, όταν όμως πηγαίνω να του πω κι εγώ με σταμάτα. Ξέρω γιατί το κάνει αυτό και μπορώ να εκτιμήσω ότι είναι μια σοφή κίνηση. Εδώ που βρισκόμαστε είναι λες και στεκόμαστε στο χείλος ενός γκρεμού, μπορούμε ανά πάσα στιγμή να διολισθήσουμε προς την λάθος κατεύθυνση και εάν το κάνουμε αυτό μας περιμένει αποτυχία. Και συντριβή.
Δεν χωράνε ειδύλλια και συναισθηματισμοί στην σχέση μας και για αυτό δεν πρέπει να του ανταποδώσω την εξομολόγηση, δεν πρέπει να του ομολογήσω ότι η έλξη είναι αμοιβαία. Το ξέρει ήδη. Αυτό που έχουμε πρέπει να μείνει ανεκπλήρωτο, λοιπόν.
Κι ανείπωτο.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
✖
Ο προϊστορικός μαύρος κύβος που εκτελεί χρέη τηλεόρασης στο αναρρωτήριο του ιδρύματος είναι ακόμα αναμμένος και στην οθόνη του προβάλλεται μια σειρά διαφημιστικών. Δυναμώνω λίγο την ένταση και προσποιούμαι ότι παρακολουθώ τα βαρετά πλάνα που διαδέχονται το ένα το άλλο.
Βρίσκομαι ξαπλωμένη στη μέση του άβολου νοσοκομειακού στρώματος που όμως δεν μου φαίνεται τόσο άβολο πια. Είτε το συνήθισα, είτε το έχω ωραιοποιήσει ασυναίσθητα επειδή τώρα πια το μοιράζομαι με εκείνον. Ο Ζίρο έχει ξαπλώσει πίσω μου και με κρατάει κλεισμένη σε μια ανάποδη αγκαλιά. Τα χέρια του είναι τυλιγμένα γύρω μου, το σαγόνι του ακουμπάει στην κορυφή των μαλλιών μου, η πλάτη μου κουρνιάζει στο στήθος του και το μπροστινό μέρος των μηρών του έχει κολλήσει στο πίσω των δικών μου.
Είμαστε ενωμένοι σε όλα τα μέτωπα, σαν δύο τουβλάκια τέτρις.
Αυτό θα έπρεπε να μου αρκεί, είναι εξάλλου κάτι πολύ περισσότερο από κάθε τι που θα μπορούσε να προσμένω από μέρους του. Δεν μου φτάνει όμως. Επειδή μετά από όλα όσα μου ομολόγησε ο Ζίρο πως νιώθει, με έκανε άπληστη, με έκανε να θέλω πιο πολλά.
Τα πάντα.
Θα ήθελα, για παράδειγμα να μπορούσα να νιώσω την ανάσα του να είναι ζεστή και γλυκιά, να κάνει κάθε τριχοθυλάκιο του κεφαλιού μου ν' ανατριχιάζει με κάθε εκπνοή του. Θα ήθελα να μπορώ να νιώσω τον παλμό του αίματός του να σφυροκοπάει στις φλέβες του, ακμαίο και δυνατό και τον χτύπο της καρδιάς του ν' αντηχεί επάνω στην πλάτη μου, να συγχρονίζεται με τον δικό μου, να γίνονται ένας.
Ωστόσο, οι ζωτικές του λειτουργίες δεν λειτουργούν. Ο αέρας στους πνεύμονές του δεν ανανεώνεται, ο παλμός του έχει σιγήσει και η καρδιά του είναι νεκρή.
Με πληγώνει που ξέρω ότι δεν θα καταφέρω ποτέ να την κάνω να χτυπάει ανεξέλεγκτα.
Χωρίς να το θέλω αντικαθιστώ την πραγματικότητα με ένα εκατομμύριο «εάν...»
Εάν είχαμε γνωριστεί πριν έρθουμε στο ίδρυμα... Εάν εγώ είχα έρθει πιο νωρίς... Εάν προλάβαινα... Εάν η καρδιά του χτυπούσε ακόμα... Εάν...
Κάθε φορά είμαστε ένα εάν μακριά από το μαζί.
Εάν έστω και μια μικρή λεπτομέρεια ήταν αλλιώτικη εκείνος κι εγώ θα ήμασταν μια πιθανότητα. Σε ένα εναλλακτικό σύμπαν ο Ζίρο και η Αντριάννα δεν χαζεύουν ανιαρό και άνευ ουσίας τηλεμάρκετινγκ, αλλά έχουν ήδη υποκύψει στα συναισθήματα, τις ορμές και την έλξη τους και κάνουν τρυφερό, ψιθυριστό σεξ γεμάτο χάδια και φιλιά και βλέμματα που βυθίζονται το ένα στο άλλο.
Πόσο θα ήθελα να ζούσα εκεί, σκέφτομαι με το παράπονο να ξεχειλίζει από μέσα μου σαν παλιρροϊκό κύμα που στο πέρασμά του τα σαρώνει όλα, την υπομονή, τον συμβιβασμό μου με την λογική, την φαινομενική μου ηρεμία.
Χοντρά δάκρυα συσωρρεύονται στις κόγχες των ματιών μου, όπως βουρκώνω. Προσπαθώ να καταπολεμήσω την θλίψη, μα πάνω που νομίζω ότι τα καταφέρνω, τον ακούω να λέει:
«Κλαις;»
Γαμώτο. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ζίρο δεν με άκουσε να κλαίω, έβαλα εξάλλου τα δυνατά μου ώστε να το κάνω αθόρυβα, αλλά με ένιωσε. Ένιωσε τα δάχτυλα του να δονούνται, όπως είχε τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τα πλευρά μου. Ένιωσε το σώμα μου να τραντάζεται και κατάλαβε αμέσως.
«Όχι!», τον διαψεύδω βιαστικά. «Απλώς εκδηλώνω μια αλλεργική αντίδραση στο διαφημιστικό με την Τζένιφερ Γκάρνερ και τον μπαμπά της που βλέπουμε. Το μάρκετινγκ τυριού με χαμηλά λιπαρά πραγματικά επικαλείται το συναίσθημα στις μέρες μας. Σε εκβιαστικό βαθμό».
«Έι», ψιθυρίζει απαλά στο αυτί μου. Νιώθω τα χέρια του να μετακινούνται επάνω μου, να προσπαθούν να με γυρίσουν προς το μέρος του και αντιστέκομαι.
«Τι;», λέω. Ξέρω πως εάν έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο θα 'δει ότι έκλαιγα.
«Έλα 'δω», επιμένει και στο τέλος καταφέρνει να με στρέψει προς το μέρος του, παρά τις αντιστάσεις μου. «Δεν έχω φύγει ακόμη», μου ψιθυρίζει. «Είμαι εδώ. Μαζί σου».
Χουφτώνει το πρόσωπό μου με τα χέρια του και αφήνει τα δάχτυλά του να σκουπίσουν τα δάκρυά μου.
«Το ξέρω. Δεν κλαίω γι' αυτό».
«Σωστά», λέει. «Κλαις γιατί το σύγχρονο τυρένιο μάρκετινγκ πονάει τους δακρυϊκούς αδένες σου».
Η δικαιολογία μου ήταν παιδιάστικη, αφού δεν προσπάθησα και τόσο να την κάνω πιστευτή, απλά του πέταξα την πρώτη χαζομάρα που μου πέρασε απ' το μυαλό. Οτιδήποτε προκειμένου να μην παραδεχτώ την αλήθεια. Αφού ξεσκεπάζει το αθώο μου ψέμα, αποφασίζω να του προσφέρω ένα νέο, απλά και μόνο για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα που εγώ η ίδια έκανα να βαρύνει.
«Όχι...»
«Τότε;», με πιέζει.
«Θέλω πιπίίίί», λέω θρηνητικά
Ο Ζίρο γελάει και με κάνει να γελάσω και εγώ, αν και το γέλιο μου ηχεί πνιχτό και άκομψο σαν λόξιγκας. Γέρνει από πάνω μου και εναποθέτει ένα φιλί στο κέντρο του μετώπου μου, απαλό, στοργικό και προστατευτικό. Μετά αφήνει το πρόσωπό μου και τα χέρια του τυλίγονται ξανά γύρω απ' το σώμα μου, με τραβάει κοντά του μέσα από τα ανακατωμένα λευκά σεντόνια.
Αυτή είναι η χαριστική βολή. Όλη αυτή την ώρα φρόντιζα να κρατώ τα προσχήματα, τώρα όμως δεν κρατιέμαι άλλο. Του ανταποδίδω την αγκαλιά με όλη μου την θέρμη. Τον πιάνω και προσπαθώ να γαντζωθώ επάνω του, να τυλίξω τα χέρια μου γύρω απ' την πλάτη του και να κλείσω τα πόδια μου γύρω απ' την μέση του, όπως θα έκανε ένα πολύ, πολύ κτητικό κοάλα με ψυχολογικά τραύματα, μικρό-ψυχώσεις, εμμονές και σύνδρομο εγκατάλειψης στο κλαδί του. Καταβάλω υπερπροσπάθεια ώστε να τον κρατήσω σφιχτά, όσο πιο σφιχτά μπορώ από τον φόβο πως είναι αερικό, πως εάν οι αχτίδες της αυγής δυναμώσουν λίγο θα μου τον κλέψουν, ακριβώς όπως ένα όνειρο που εξαϋλώνεται στο πρωινό φως.
Όμως ο Ζίρο δεν φεύγει. Παραμένει στην αγκαλιά μου και με κρατάει το ίδιο σφιχτά όπως και εγώ. Αντλώ μια μικρή ευχαρίστηση από το γεγονός ότι χρειαζόμαστε εξίσου ο ένας τον άλλο, από την αμοιβαιότητα αυτού του περίπλοκου συναισθήματος, το βάθος και την ειλικρίνεια ετούτης της αμφίδρομης ανάγκης, όμως η ευχαρίστηση αυτή είναι πρόσκαιρη και δεν αργεί να μετατραπεί σε πόνο. Πόνο επειδή κάπου μέσα μου ξέρω ότι κάθε στιγμή που περνάει οδηγεί τον Ζίρο λίγο πιο μακριά μου. Σύντομα δεν θα είναι εδώ...
Τον σφίγγω ακόμα πιο πολύ, με όλη μου την δύναμη, με όλη την αντοχή μου σαν να προσπαθώ μέσα από την χειρονομία αυτή, μέσα από αυτή την αγκαλιά να του δώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου για να το πάρει, να το κάνει δικό του και να το έχει μαζί του όταν θα φύγει. Φαντάζομαι ήδη αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που τα μπράτσα μου θα αδειάσουν και τα χέρια μου θα πέσουν στα πλευρά μου, κρύα και κενά. Είμαι σίγουρη ότι τότε θα νιώσω τόσο έντονα την απουσία του, σαν να έχω ακρωτηριαστεί, σαν να λείπει πράγματι κάτι από μέσα μου.
Το ξέρω πως έτσι θα γίνει. Επειδή αυτός εδώ είναι ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, που φορά την μυρωδιά του αίματος και του θανάτου σαν άρωμα. Επειδή στα μαύρα του μάτια σπιθίζουν άσβεστες φλόγες και τα λόγια του κόβουν, διαπερνούν και σημαδεύουν σαν αιχμηρές λεπίδες. Επειδή συχνά γίνεται ακραίος, εκδικητικός, πολεμοχαρής, ολέθριος, αλλά καταφέρνει πάντα να μ' έχει στο πλευρό του.
Κι εγώ δεν μπορώ να αποδέχομαι μόνο ορισμένα κομμάτια του. Τον αποδέχομαι όλο, λοιπόν, τον θέλω, τον καλό του εαυτό και τον κακό συνάμα. Επειδή εκείνος είναι η μόνη σταθερά σε έναν ωκεανό μεταβλητών που όλο αλλάζουν. Είναι σαν ένας δικός μου, ολόδικος μου αστερισμός, που λαμπυρίζει από ψηλά, για να μου δείξει τον δρόμο, να μου θυμίσει ποια είμαι και πού ανήκω, που καίει στον ουρανό της νύχτας με το φως από χίλιους ήλιους.
Και ο κόσμος μου θα είναι σκοτεινός χωρίς εκείνον.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top