Κεφάλαιο 5: Άλλη μια μέρα που τους σιχαίνομαι όλους (μέρος 6)
Πόσο χρόνο μας παίρνει ακριβώς ώστε να αθετήσουμε τις πέντε μας υποσχέσεις στην απούσα Έντνα Ρέζνικοφ; Ελάχιστο. Είκοσι δύο λεπτά μετά την αποχώρηση της υπαλλήλου η Νιβ προφασίζεται ότι έχει ξεμείνει από γογγύλια και πρέπει να επισκεφτεί το δωματιάκι της αποθήκης για ανεφοδιασμό. Φεύγει κατά 'κει συνάμενη λυγάμενη και ζητάει στον Νέιθαν να την βοηθήσει με το κουβάλημα των οπωρολαχανικών.
Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα οι δυο τους βρίσκονται κλειδωμένοι μέσα στην αποθήκη, πίσω από την πόρτα της οποίας ακούγονται κάτι μυστήριοι γδούποι που συνοδεύονται από άγρια μουγκρητά και πνιχτές, φιμωμένες βρισιές.
«Λες ν' αντεπιτίθενται τα ζαρζαβατικά;», με ρωτάει η Γκουέν, ενώ μου ανεβοκατεβάζει πειραχτικά τα φρύδια της με νόημα. «Λες τα γογγύλια να προβάλουν σθεναρή αντίσταση;»
Είκοσι έξι επτά λεπτά αργότερα καθίσταται σαφές ότι τα γογγύλια είναι απολύτως πειθήνια, νομοταγή και συνεργάσιμα, το πρόβλημα πηγάζει από αλλού. Η Νιβ ουρλιάζει λαχανιασμένη ότι λατρεύει τον τρόπο που η μπάμια του Νέιθαν χαϊδεύει το μπιζέλι της και λίγο αργότερα η μπάμια γίνεται μελιτζάνα που εισχωρεί ανελέητα στην αγκινάρα της. Είκοσι επτά λεπτά αργότερα ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι δεν θα ξανά φάω ποτέ μου λαχανικά ακόμη κι εάν αυτό μου προκαλέσει σοβαρότατα προβλήματα με την τουαλέτα, είναι ένα τίμημα που προτίθεμαι να πληρώσω. Ακούγοντάς με να αποχαιρετώ το αποχετευτικό σύστημα του ιδρύματος η Γκουέν συνειδητοποιεί ότι θέλει να πάει προς νερού της και έτσι τριάντα λεπτά αργότερα φεύγει και εγώ απομένω μόνη μου στην κουζίνα. Μόνη μου, περικυκλωμένη από μικρούς πολύχρωμους λοφίσκους από τεμαχισμένες κόκκινες ντομάτες, πράσινα κολοκυθάκια, πορτοκαλιά καρότα, σκελίδες σκόρδου και μωβ κρεμμύδια που σχηματίζουν πρόχειρες, ασύμμετρες πυραμίδες επάνω στους πάγκους. Γύρω από αυτούς κάτι αρχίζει να σαλεύει. Οι Λατίνες καταφέρονται ξανά εναντίον μου με την Μαρισόλ να ενορχηστρώνει την επίθεση γαβγίζοντάς τους σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω, ωστόσο, ότι τους μιλάει για εμένα, ενάντια σε εμένα.
Ας είναι.
Η Αντριάννα του Πριν έχει δώσει εξολοκλήρου την θέση της στην Αντριάννα του Μετά, στην Αντριάννα που γνωρίζει πού να χτυπήσει, πώς και πότε, σ' εκείνη την εκδοχή του εαυτού της που ξέρει πώς να εντοπίσει τα νευραλγικά σημεία σ' ένα σώμα, πώς να τους επιτεθεί εξουδετερώνοντας έτσι τον αντίπαλό της. Μια και καλή. Έτσι το να τα βάλω με ένα λεφούσι ηλιθίων δεν θα πρέπει να αποδειχτεί ιδιαίτερα δύσκολο. Τις βλέπω να πλησιάζουν συγχρονισμένα από κάθε κατεύθυνση όμοιες με την αγέλη από ύαινες στον Βασιλιά των Λιονταριών, εκείνες που στρίμωξαν τον μικρό Σίμπα στο Νεκροταφείο Ελεφάντων για να τον κατασπαράξουν.
Δεν θα τους επιτρέψω να μου κάνουν το ίδιο, δεν θα με στριμώξουν εμένα.
Δεν θα γίνω το εξιλαστήριο θύμα τους.
Τα μάτια μου καρφώνονται επάνω στην Μαρισόλ που παριστάνει τη δημαγωγό, μοιράζοντας εντολές και μίσος στις υπόλοιπες. «Πρόσεχε, αρχηγέ», η φωνή μου υψώνεται σε μια προειδοποίηση. «Το μαύρο δεν είναι στη μόδα αυτή τη σεζόν», της λέω.
«De verdad?», καγχάζει ανταποδίδοντάς μου την ματιά. Το τέλειο πρόσωπό της γεμίζει κακία και ψυχρότητα και δεν είναι πια ωραίο. Στενεύσει τα μαύρα της μάτια, η φωνή της γίνεται ψυχρή και μοχθηρή σαν το βλέμμα της. «Ποιο μαύμπρο γκια να 'χουμε καλό ερώτημα;»
«Το μαύρο στο μάτι σου αφού σου το μαυρίσω», εξηγώ δήθεν ατάραχα.
Είναι σαν να της έχω μόλις πει ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο, γιατί η στυγνή απειλή μου διασκεδάζει την Μαρισόλ στον βαθμό που εκείνη ρίχνει το κεφάλι της προς τα πίσω και επιτρέπει στο κορμί της να τρανταχτεί δυνατά, κατακλυσμένο από ένα ηχηρό, χλευαστικό γέλιο που πηγάζει από το κέντρο του στήθους της. «Κοίτα γύρω σου, tonta», με διατάζει ευθαρσώς. «Porque μάλλον δεν έχεις καταλάμπει πώς έχει το situación».
Όταν απομακρύνω το βλέμμα μου από πάνω της για να κοιτάξω ξανά τον περίγυρο μου συνειδητοποιώ αμέσως τι εννοεί. Αυτή η φορά είναι πολύ χειρότερη από εκείνη στο κοινόχρηστο μπάνιο του ιδρύματος, τότε που μου επιτέθηκαν με σαμπουάν και αποσμητικά σπρέι. Τώρα αυτά τα αντικείμενα έχουν αντικατασταθεί και μες στις παλάμες τους βρίσκονται άλλα, βαριά, αιχμηρά, επικίνδυνα. Κρατούν κουζινομάχαιρα και ψαλίδια, πιρούνες με μυτερές απολήξεις και κάτι τρίφτες με λεπίδες που αστράφτουν απειλητικά έτοιμοι να θερίσουν την σάρκα μου. Δεν αστειεύονται.
Ούτε και εγώ όμως. Μπορεί οι Λατίνες να θέλουν να τσαμπουκαλευτούν, αλλά εγώ μπορώ να το κάνω καλύτερα. Είμαι, στο κάτω κάτω, η μαθήτρια του Ζεέρνεμποχ. Αρπάζω το μαχαίρι μου από τον πάγκο μπροστά μου και το κρατώ σφιχτά στο ένα μου χέρι, χρησιμοποιώ το άλλο για να πιάσω το καπάκι της χύτρας που βρίσκεται εγκαταλελειμμένη στα αριστερά μου και το προτάσσω μπροστά από το σώμα μου για κάλυψη λες και είναι η ασπίδα του Περσέα. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω με τα μέσα που διαθέτω. Ρίχνω ένα τελευταίο σκληρό βλέμμα στις αντιπάλους μου και καθώς τις αγριοκοιτάζω, συνειδητοποιώ αργοπορημένα αυτό που θα έπρεπε να έχω δει εξαρχής. Αυτές είναι έξι κι εγώ μια, εκπαιδευμένη, προπονημένη, έτοιμη, αλλά μια.
Τα προγνωστικά δεν είναι με το μέρος μου. Σίγουρα όχι.
Σκατά.
✖
Ακριβώς τριάντα οκτώ λεπτά μετά από την αποχώρηση της Έντνα όλες οι υποσχέσεις που της δώσαμε έχουν αθετηθεί. Η τελευταία αθέτηση έρχεται όταν η Γκουέν επιστρέφει στην κουζίνα και την βρίσκει μετετρεμμένη σε εμπόλεμη ζώνη. Δεν αργεί να διαλέξει το στρατόπεδό της. «Πάλι τα ίδια διάβολε;», αγανακτεί βγαίνοντας μπροστά με τα χέρια της στη μέση της. «Πάλι ψάχνετε αφορμή για καβγά;»
Βλέποντάς την η Μαρισόλ ξινίζει τα μούτρα της και η έκφραση της εξαπλώνεται σε άλλα πέντε πρόσωπα. «Ντεν κοιτάς το ντουλειά σου καλύτερα, baja?», συρίζει.
«Μα την δουλειά μου κοιτάζω», αποκρίνεται η Γκουέν παίρνοντας θέση κάπου στον κενό χώρο ανάμεσα σε εμένα και τις Λατίνες. «Σύμφωνα με την Ρέζνικοφ εσείς είστε η δουλειά μου και εγώ είμαι εδώ για να σας επιβλέπω και να σας επαναφέρω στην τάξη. Θα το κάνω λοιπόν πάραυτα».
Η Μαρισόλ καγχάζει δυνατά σαν να αμφισβητεί την εξουσία της Γκουέν. Στα δεξιά της βρίσκεται η Γκλόρια που ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά για να υποστηρίξει, θαρρείς, την ανταρσία της φίλης της. «Σιγά...»
Η Γκουέν κάνει ένα βήμα προς το μέρος τους, μια μεγάλη δρασκελιά που μοιάζει σχεδόν συμβολική και μηδενίζει κάθε απόσταση. «Ξέρεις τι έλεγε πάντα η μητέρα μου;»
«Γκιατί έκοψα τα αντισυλλήπτικος;», μαντεύει η Μαρισόλ. Οι υπόλοιπες ύαινες στην αγέλη της γελάνε με το αστείο που σκοπό έχει να θίξει.
«Μερικές φορές ο εχθρός δεν υπάρχει, μέχρι ν' αρχίσεις να τον ψάχνεις. Μην πας γυρεύοντας, Εσμεράλντα. Κάποιες φορές δεν μπορείς να νικήσεις. Επέλεξε τις μάχες σου».
«Αλλιώς;»
«Αλλιώς», εξηγεί η Γκουέν με απόλυτη, αδιακύμαντη ηρεμία, σαν να τις προσκαλεί για τσάι και όχι να τις προκαλεί για ξύλο. «Θα σου ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Σαν φιστίκι». Όσο μιλάει πιάνει να γυρίζει τα μανίκια του πράσινου τζάκετ της προς τα πάνω λες και είναι το καλό της ένδυμα, εκείνο που φοράει στην εκκλησία τις Κυριακές και δεν θέλει να το λερώσει. Το ύφασμα διπλώνεται ανεβαίνοντας αποκαλύπτοντας τους λεπτοκαμωμένους αν και μυώδεις πήχεις των χεριών της.
«¿Chicas?», δίχως ν' αποτραβήξει το βλέμμα της από την οπτική αναμέτρηση με την Γκουέν, η Μαρισόλ απευθύνεται αποπεμπτικά σχεδόν στα τσιράκια της. «¿Escuchas lo que dice?»
Σε απάντηση εκείνες γελούν χλευαστικά και το γέλιο τους είναι σαν να δίνει δύναμη στην Μαρισόλ, σαν να την ωθεί, να την σπρώχνει να κάνει την πρώτη κίνηση σε ετούτη την διαμάχη. Και την κάνει. Και την πληρώνει. Ακριβά.
Όταν σηκώνει το χέρι της εναντίον της Γκουέν, εκείνη το πιάνει στον αέρα με μια κοφτή, εξασκημένη κίνηση, σαν να έχει αποκρούσει χιλιάδες χτυπήματα σαν κι αυτό στο παρελθόν. Αφοπλίζει την παλάμη της Μαρισόλ από το μαχαίρι που κρατούσε και έπειτα κάνει μια απότομη στροφή που την φέρνει πίσω από το σώμα της αντιπάλου της. Από εκεί στρίβει το χέρι της Μαρισόλ πίσω από την πλάτη της και την κάνει να σκούξει.
«Τώρα...», της υποδεικνύει. «Πες συγγνώμη στην καλή μας Βάλενταϊν που τον έχει χεσμένο τον αγαπητικό σου, τον βιαστή, και ποτέ της δεν τον θέλησε, πες συγγνώμη που φέρθηκες σαν μικρή σκρόφα. Άντε, λοιπόν, πες την μαγική λεξούλα και θα σε αφήσω».
«Ποτέ», φτύνει την λέξη εκείνη.
«Μμμμ», μουγγρίζει η Γκουέν. «Ήλπιζα ότι θα το έλεγες αυτό». Αντιδρά χώνοντας μια δυνατή κλωτσιά στο πίσω μέρος του γόνατου της Μαρισόλ και αυτό κάνει την ισορροπία της να κλονιστεί και να πέσει με κρότο στο λερό πάτωμα. Το κεφάλι της κοπανάει στα πλακάκια και τα κόκαλά της τρίζουν από την γερή σύγκρουση.
«Μήπως αυτό το πρώτο χάδι σου άλλαξε γνώμη;»
Η Μαρισόλ δεν απαντά, μονάχα κουλουριάζεται με κόπο μπροστά στα πόδια της Γκουέν και βογκάει κρύβοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα γόνατά της σαν να φοβάται ότι το κεφάλι της μπορεί πράγματι ν' ανοίξει στα δύο, σαν φιστίκι, και πρέπει να συγκρατήσει τα θραύσματα του κρανίου της ενωμένα.
Η Γκλόρια και η Σύλβια ανταλλάζουν ένα σύντομο βλέμμα σαν να συνεννοούνται μεταξύ τους και ύστερα επιτίθενται συγχρόνως στην Γκουέν. Ως φαίνεται, ούτε η διπλή επίθεση δεν είναι αρκετή για να αιφνιδιάσει ή να κατατροπώσει την μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα με την αιθέρια εμφάνιση και την κράση για ροντέο.
Η Γκουέν αποφεύγει και μετά ανταποδίδει τις επιθέσεις που δέχεται χωρίς να δείχνει να ζορίζεται, αντίθετα μοιάζει να είναι σε απόλυτη εγρήγορση και ετοιμότητα λες και έχει πιει δέκα κουτάκια red bull μονοκοπανιά. Όταν η Σύλβια τρέχει κατά πάνω της κραδαίνοντας ένα τηγάνι, η Γκουέν αρπάζει μια μακρόστενη, βρεγμένη σανίδα κοπής και την ανεμίζει σαν να είναι κάποιο είδος βαριάς, πολύ βαριάς ρακέτας με την οποία χτυπάει το σαγόνι της επιτιθέμενης. Το μελαμψό κεφάλι της Σύλβια τινάζεται προς τα πίσω και η μύτη της ανοίγει μεμιάς ψεκάζοντας τον αέρα με κόκκινες στάλες. Το τηγάνι της πέφτει από τα χέρια, τα οποία υψώνονται για να καλύψουν τα ματωμένα της ρουθούνια. Με την ευκαιρία, η Γκουέν πισωπατάει λίγο για να δημιουργήσει τον απαραίτητο χώρο ανάμεσα στην ίδια και τον στόχο της και αμέσως μετά χώνει μια πολύ δυνατή, στριφογυριστή κλωτσιά στην κοιλιά της χτυπημένης κοπέλας που την κάνει να εκτιναχτεί κάμποσα μέτρα πιο πέρα και να πέσει επάνω στους λιγδιασμένους σωρούς από κατσαρολικά που έχουν βουλιάξει μέσα στον ξέχειλο νεροχύτη. Η Γκλόρια από την άλλη καταλήγει ακόμη μακρύτερα, όταν η Γκουέν την βουτάει από το σβέρκο και την εκτοξεύει με φόρα πάνω σε έναν πάγκο, το σώμα της γλιστράει απότομα κατά μήκος της επιφάνειας παρασύροντας ότι βρίσκει στο διάβα του, σιδερένια σκεύη, εργαλεία μαγειρέματος και τον μωβ γυαλιστερό λόφο με τα κρεμμύδια, έως ότου φτάνει στην άκρη του, πέφτει και βρίσκει άτσαλα του έδαφος.
«Αυτά, λοιπόν, για σήμερα», η Γκουέν στρέφεται αργά, χαλαρά προς το μέρος ημών, των υπόλοιπων. Έχοντας πια τελειώσει το βίαιο έργο της, πιάνει να κατεβάζει ξανά τα μανίκια της, και με μια ανέμελη έκφραση, λέει: «Εκτός και εάν θα επιθυμούσε κάποια από εσάς να προσθέσει κάτι σε αυτό το έξοχο οπτικοακουστικό υπερθέαμα βιαιοπραγίας που μόλις παρακολουθήσατε...; Όχι; Κρίμα, δεν θα με πείραζε να ρίξω από δυο ξανάστροφες και σε σας».
Εντούτοις, δεν τις ρίχνει. Διότι η Καμίλλα, η Ισαβέλ και η Ραφαέλα υποχωρούν χωρίς δεύτερη σκέψη, άκρως σωφρονισμένες. Μαζεύουν τις ταλαιπωρημένες και ελεεινές συν-συμμορίτισσες τους και τρέπονται σε φυγή. Ωραία.
✖
Νιώθω σαν βλάκας και συνειδητοποιώ ότι αυτό το συναίσθημα μου πρέπει να ταιριάζει τέλεια με την βλακώδη εικόνα που παρουσιάζω αυτή την στιγμή. Έχω απομείνει να κρατάω το μαχαίρι και το βαρύ, μεταλλικό καπάκι της χύτρας μπροστά από το σώμα μου λες και ακόμη ετοιμάζομαι για κάποια μάχη. Πράγμα που δεν ισχύει αφού κάποιος άλλος πήρε την θέση μου σε αυτήν.
Κοιτάζω την Γκουέν μπερδεμένη, συγχυσμένη σαν να μην μπορώ ακόμα να κατανοήσω από πού ξεφύτρωσε ή γιατί έκανε όσα έκανε. Γιατί με υπερασπίστηκε έτσι.
«Συνειδητοποιείς, ασφαλώς, ότι μόλις έκανες αυτό που κατηγόρησες τον αδερφό σου ότι έκανε για χάρη μου, έτσι;».
«Εξουδετέρωσα μερικούς θνητούς σου εχθρούς, ναι», συγκατανεύει. «Το συνειδητοποίησα πλήρως όταν έφαγε η μούρη τους χώμα. Ή πλακάκι. Ή ξύλο. Ή ότι έφαγε τέλος πάντων».
Αισθάνομαι τα φρύδια μου να σμίγουν μεταξύ τους. «Νόμιζα ότι δεν ενέκρινες τέτοιες παρεμβάσεις».
«Σωστά νόμιζες, Βάλενταϊν», λέει κοφτά.
«Μα... μόλις...;»
Δεν με αφήνει να ολοκληρώσω. «Σσσς», λέει και φέρνοντας τον τεντωμένο της δείκτη στα χείλη της μου κάνει νόημα να σωπάσω. «Το Τάγμα δεν χρειάζεται να το μάθει κι εγώ δεν σκοπεύω να τους το πω εάν δεν τους το πεις κι εσύ. Τι λες; Κρατάς μυστικό;»
Την κοιτάζω αποχαυνωμένη. Η Γκουέντολιν Μαρς είναι ένα άτομο με νεύρο και με νεύρα, πάρα πολλά νεύρα. Το ίδιο και ο μεγάλος της αδερφός, βέβαια. Γιατί, λοιπόν, τον κατηγορούσε προηγουμένως εφόσον συμπεριφέρεται ακριβώς όπως εκείνος; Και γιατί μου είχε αρνηθεί τη βοήθεια της, εκείνη την πρώτη φορά στην τραπεζαρία, όταν μου ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο να γίνει η προστάτιδα ή ο μπράβος μου, ενώ τώρα το ξεχνάει και βαράει κόσμο για πάρτη μου; Αυτοαναιρείται. Ή μήπως όχι; Η εξήγηση έρχεται όταν η Γκουέν περνάει τα χέρια της μέσα απ' τα χάλκινα μαλλιά της και αφού τα σπρώχνει μακριά απ' το πρόσωπό της, λέει: «Έχω αρχίσει να ανησυχώ ότι βρίσκεσαι μόνιμα σε θανάσιμο κίνδυνο, και όποιος και εάν είναι αυτός ο κίνδυνος, εάν επιτύχει, θα έχω αποτύχει εγώ. Άσε που, έχω αρχίσει, επίσης, να καταλαβαίνω ότι δεν είσαι η κλασσική περίπτωση προστατευόμενου. Διαφέρεις. Είσαι κάτι σαν εκρηκτικός μηχανισμός, κορίτσι-που-δεν-ξέρει-να-φτιάχνει-μια-ναπάλμ-της-προκοπής. Άπαξ και σε αφήσουμε μόνη σου για λίγο, εσύ φέρνεις την καταστροφή, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως και να πρέπει να τεθείς υπό συνεχή επιτήρηση. Δεν νομίζω ότι μπορείς να προσέχεις τον εαυτό σου επαρκώς».
«Χα», καγχάζω. Δεν θα το έλεγες αυτό εάν ήξερες ότι τον τελευταίο καιρό εκπαιδεύομαι ασταμάτητα ώστε να αποδεκατίσω κόσμο. Δεν θα μου μιλούσες κατ' αυτόν τον τρόπο, εάν γνώριζες ότι έχω και εγώ μια ατίθαση και περιπετειώδη πλευρά, σκληροτράχηλη. Τις περασμένες εβδομάδες οι μόνες μου ασχολίες είναι να μελετάω τα νευραλγικά σημεία και την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, να οργανώνω ενέδρες, επιθέσεις, κινήσεις μάχης. Σκέφτομαι πώς να αιματοκυλήσω ολόκληρο το Ντέιβις Πλέις, πώς να τους κάνω όλους να πληρώσουν. Βλέπεις, είναι αλήθεια ότι μερικές φορές τα πιο ευαίσθητα άτομα είναι αυτά που αποδεικνύονται ικανότερα όλων. Επειδή η σκληρότητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό. Η σκληρότητα είναι μια συνήθεια.
Δεν είσαι η μόνη ικανή για το απρόβλεπτο, Γκουέν.
Είναι πιθανό να είχα καταφέρει και εγώ να εξουδετερώσω τις Λατίνες, εάν με άφηνες να προσπαθήσω. Τώρα, όμως, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Η Γκουέν κατευθύνεται προς την έξοδο της ανακατωμένης κουζίνας και όταν την φτάνει κοντοστέκεται, γυρίζει και μου ρίχνει μια τελευταία ματιά. «Είπες κάτι;», ρωτάει μόρτικα, σχεδόν σα να τσαμπουκαλεύεται πάλι. Σχεδόν. Υποθέτω ότι αστειεύεται, αλλά δεν θέλω να διαπιστώσω με τον άσχημο τρόπο, εάν είναι έτσι ή όχι. «Ό-όχι», τραυλίζω. «Τίποτα».
«Το φαντάστηκα», αποκρίνεται. Έπειτα γυρίζει ξανά προς την πόρτα που ορθώνεται μπροστά της και αφού της χώσει μια κλωτσιά την αναγκάζει ν' ανοίξει διάπλατα. Ακούω το στριφογύρισμα στους μεντεσέδες των θαλάμων.
«Έρχεσαι;»
«Φεύγεις;», είναι η δική μου ερώτηση. «Η... η κουζίνα είναι χάλια», κάνω μια αόριστη, κυκλική κίνηση για να της δείξω το χάλι που επικρατεί στους πάγκους και το πάτωμα ολόγυρα. «Κάποιος πρέπει να τη συμμαζέψει λίγο, πριν τη δει η Έντνα και γίνει έξω φρενών. Και το φαΐ; Το φαΐ δεν έχει γίνει ακόμα». Τοποθετώ τα χέρια μου στη μέση με δασκαλίστικο τρόπο και λέω: «Δεν σου έχουν μάθει να μην αφήνεις πράγματα στη μέση;»
Η Γκουέν αναστενάζει. «Είναι ένα από τα πολλά πράγματα που δεν μου έχουν μάθει», μουρμουρίζει βγαίνοντας.
✖
Εννοείται ότι δεν με ενδιαφέρει να συμμαζέψω το χάος που προκάλεσε η ξεροκεφαλιά των Λατίνων. Χρησιμοποίησα ως αφορμή την πρόταση μου για νοικοκύρεμα της κουζίνας, επειδή ήξερα πολύ καλά ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να την δεχτεί η Γκουέν Μαρς και να εκτελέσει χρέη καθαρίστριας. Έτσι την είδα να φεύγει, αφήνοντάς με ολωσδιόλου μόνη μες στο ανάστατο δωμάτιο. Είναι ακριβώς αυτό που ήθελα.
Όταν η Γκουέν εμφανίστηκε ως από μηχανή θεός και πολέμησε για χάρη μου, μου στέρησε την ευκαιρία να το κάνω εγώ για τον εαυτό μου. Με απέτρεψε απ' το να δοκιμάσω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να τεστάρω τις ικανότητες που έχω αναπτύξει, τις δολοφονικές μου δεξιότητες. Από την μια δεν μπορώ παρά να σκεφτώ μ΄ ευγνωμοσύνη την επέμβαση της, διότι δεν έχω ιδέα πώς να πολεμήσω πολλούς αντιπάλους ταυτόχρονα, επίσης, δεν έχω ιδέα πώς να λήξω μια συμπλοκή χωρίς πτώματα και μακελειό. Από την άλλη, η σημερινή επίθεση θα μπορούσε να αποδειχτεί άψογη ευκαιρία για προπόνηση, για διατήρηση της μαχητικότητάς μου, για περαιτέρω ανάπτυξη της αδυσώπητης πλευράς μου. Ήθελα να δω εάν θα δίσταζα, εάν θα πάγωνα ή εάν θα έδινα τα πάντα στην μάχη. Όμως δεν συμμετείχα σε καμία μάχη και οι πιθανότητες για το πώς θα μπορούσαν να έχουν κυλήσει τα πράγματα με βασανίζουν, ταλανίζουν το μυαλό μου. Πρέπει να μάθω ποια θα ήταν η κατάληξη! Πρέπει να μαχαιρώσω κάτι, θέλω να μαχαιρώσω κάτι. Το έχω ανάγκη. Αλλιώς ανησυχώ ότι θα γυρίσω πίσω στον μόνιμα νευρωτικό εαυτό μου, τον αδρανή εαυτό. Και όταν το κάνω θα απογοητεύσω τον Ζίρο. Και εμένα. Δεν γίνεται.
Για αυτό προφασίστηκα πριν ότι θα έμενα πίσω ώστε να συμμαζέψω. Επειδή ήθελα να μείνω μόνη μου στην κουζίνα, μόνη με τα αμέτρητα μαχαίρια της, μόνη και ελεύθερη να περπατήσω ως την κατάψυξη με την γυάλινη πόρτα και την παγωμένη οροφή απ' όπου ξεπροβάλουν γυρτοί γάντζοι στους οποίους κρέμονται διάφορα κρεατικά, κάποια είναι κομματιασμένα, ενώ άλλα είναι ολόκληρες σωροί από γδαρμένα ζώα. Το θέαμα είναι τουλάχιστον μακάβριο, εάν όμως καταφέρεις να το ξεπεράσεις, μπορείς να δεις κάτω και πέρα απ' αυτό: Οι μικρές σωροί μπορούν κάλλιστα να λειτουργήσουν σαν ομοιώματα εχθρών και ανδρείκελα για προπόνηση.
✖
Μ' ένα αποφασιστικό τράβηγμα αφαιρώ την λάμα του μαχαιριού μου από την δέκατη πέμπτη πληγή που έχω κάνει στο μικροκαμωμένο γουρουνάκι γάλακτος που κρέμεται ανάποδα από το ταβάνι. Κάνω ένα βήμα προς τα πίσω και απομένω να παρατηρώ το κοκαλωμένο κουφάρι που ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά στον παγωμένο αέρα της κατάψυξης.
«Μπρρρ...» Ο ήχος δραπετεύει από τα μισάνοιχτα χείλη μου, καθώς το κρύο με διαπερνά. Ο αχνός της ανάσας μου συναντά το ψύχος του αέρα, μπλέκεται μαζί του και σχηματίζει ένα γαλαζωπό, παγωμένο συννεφάκι μπροστά μου. Περπατώ ως την άκρη της κατάψυξης και αφήνω το μαχαίρι μου σ' ένα από τα ράφια που χρησιμεύουν ως αποθηκευτικοί χώροι στα πλαϊνά τοιχώματα. Μετά γυρίζω ξανά προς την κοκαλωμένη, μικρή σωρό που με βοήθησε να προπονηθώ, να εκτονώσω όλη μου την ένταση, την αγανάκτηση, την οργή.
Κάποτε διάβασα στο διαδίκτυο ότι ο χοίροι είναι στην πραγματικότητα τα ζώα με τα οποία ο άνθρωπος μοιράζεται τις περισσότερες γενετικές ομοιότητες, η καρδιά και το ήπαρ τους έχουν το ίδιο περίπου μέγεθος με τα δικά μας, το πετσί τους έχει τις πιο πολλές κοινές ιδιότητες με το ανθρώπινο από κάθε άλλο. Αυτό με οδήγησε ως εδώ. Όταν η Γκουέν μπήκε στο ψυγείο για να πάρει το μπουκάλι με το κρασί της, τα μάτια μου έπεσαν στην διπλανή πόρτα, εκείνη της κατάψυξης, πρόσεξαν το κουφάρι, θέλησαν να το επεξεργαστούν από κοντά, να διαπιστώσουν τις θεωρίες...
Τώρα η μικρή σωρός κρέμεται διάτρητη από το ταβάνι, με κοψιές και μαχαιριές ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο πλευρό της, το τρίτο και το τέταρτο, το έβδομο και το όγδοο. Ήθελα να δω εάν μπορούσα να βρω το ψαχνό κάτω από τα κόκαλα, να το διαπεράσω, και εάν μπορούσα τελικά, τότε πόσο γρήγορη θα ήμουν;
Αρκετά, από ότι αποδείχτηκε, διακρίνω όμως περιθώρια βελτίωσης, μπορώ να γίνω γρηγορότερη.
«Εντάξει, Άντρι, κορίτσι μου», μουρμουρίζω ασυναίσθητα σχεδόν. «Πάμε άλλη μια». Τοποθετώ τα χέρια μου στα μπράτσα μου και τα τρίβω βιαστικά για ν' αποτινάξω το κρύο που έχει αρχίσει να περονιάζει τα άκρα μου. Μόλις καταφέρνω να ζεσταθώ λίγο σταματάω, στρέφομαι προς τα ράφι και ανακτώ το όπλο μου. Και για άλλη μια φορά αρχίζω να μπήγω την ασημένια λεπίδα όπου βρω. Αρχίζω με μελετημένες κινήσεις, ακριβείς και στοχευμένες, μετράω, υπολογίζω, διαπερνώ. Σιγά σιγά όμως οι κινήσεις μου χάνουν την χειρουργικότητά τους, γίνονται πιο ενστικτώδεις, γρήγορες, απεγνωσμένες. Μαχαιρώνω, μαχαιρώνω, μαχαιρώνω και όσο τα κάνω φαντάζομαι ότι το σκηνικό μπροστά μου αλλάζει, ότι βρίσκομαι σε έναν από τους μουχλιασμένους κοιτώνες του ιδρύματος, ότι στέκομαι πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα, δίπλα σε ένα αγόρι με σταρένια επιδερμίδα, καστανά μαλλιά και μελένια μάτια, ότι τον κάνω να σκούζει, να ουρλιάζει, να ικετεύει... Και δεν σταματώ. Είναι ο Γκρίφιν που παίρνει τελικά αυτό που του αξίζει. Και δεν σταματώ, δεν πρόκειται να σταματήσω. Πέφτει στο πάτωμα του κοιτώνα και σπαρταράει ανεξέλεγκτα, καθώς ο αέρας της ατμόσφαιρας εισχωρεί στα εσωτερικά του όργανα, στις φλέβες και στο αίμα του. Και δεν σταματώ. Το σώμα του ακινητοποιείται τελικά, η θέρμη εγκαταλείπει τα άκρα του, το φως σβήνει από τα χρυσαφιά του μάτια που απομένουν ν' ατενίζουν κενά το τίποτα. Το σώμα του δεν είναι πια τίποτα περισσότερο από μια παγωμένη σωρός, ένα άψυχο πτώμα όπως αυτό που κρέμεται από τον σκουριασμένο γάντζο στην οροφή της κατάψυξης. Όπως αυτό που βρίσκεται θαμμένο στο νεκροταφείο του Σέιντ Θίοντορς και ανήκει σε ένα κορίτσι που μοιάζει πολύ σε μένα, πάρα πολύ. Στην Μία.
Σταματάω. Τινάζομαι πίσω ξαφνικά, τόσο σπασμωδικά που το μαχαίρι δραπετεύει από την κλειστή μου παλάμη και πέφτει μ' έναν ανατριχιαστικό κρότο λίγα μέτρα πιο 'κει.
«Τι διάολο...;», ψελλίζω. Από πού ξεφύτρωσε αυτή η σκέψη; Αυτή η γαμημένη σκέψη;
Αποφασίζω ότι δεν θα μείνω αρκετά για να ανακαλύψω την προέλευση της, είμαι υπερβολικά ταραγμένη για κάτι τέτοιο. Τι σκατά κάνω; Γιατί είμαι εδώ; Θέλω να φύγω! Πρέπει να φύγω! Τώρα, αμέσως τώρα!
Γυρίζω μεμιάς σ' αναζήτηση της εξόδου. Όταν εισήλθα στο δωματιάκι της κατάψυξης τοποθέτησα ένα τριγωνικό κομμάτι ξύλου μπροστά από την γυάλινη πόρτα, το σφήνωσα προσεκτικά στο κάτω μέρος της για να βεβαιωθώ ότι δεν θα την άκουγα να κλείνει πίσω από την πλάτη μου, φυλακίζοντάς με σε αυτό εδώ το παγωμένο κελί.
Ωστόσο δεν βρίσκω το ξύλινο φρένο στο κάτω μέρος μιας ορθάνοιχτης πόρτας. Κάποιος το έχει μόλις αφαιρέσει. Μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μου βλέπω μια μελαμψή φιγούρα να χάνεται πίσω από το παγωμένο τζάμι, το οποίο κουμπώνει την αμέσως επόμενη στιγμή στο μεταλλικό κούφωμα της πόρτας.
Το στόππερ που τοποθέτησα με τόση επιμέλεια δεν είναι πουθενά.
Κάποιος το έχει αφαιρέσει. Κάποιος μ' έχει παγιδεύσει στην κατάψυξη, ανάμεσα στα νεκρά κουφάρια των σφαγμένων ζώων, τις σακούλες με τον αρακά και τους εφιάλτες μου.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top