Κεφάλαιο 5: Άλλη μια μέρα που τους σιχαίνομαι όλους (μέρος 5)
Και όντως, πίνει σ' αυτό! Ή σε κάτι, τέλος πάντων...
Σε μια μεριά της κουζίνας υπάρχουν δύο μεγάλες γυάλινες πόρτες που αποτελούν τις εισόδους σε δύο επιπρόσθετα δωμάτια τα οποία λειτουργούν προφανώς ως ψυγείο και κατάψυξη. Στα παγωμένα τοιχώματα του ψυγείο υπάρχουν ράφια γεμάτα με τρόφιμα στη συντήρηση, ερμητικά κλειστά τάπερ με απροσδιόριστα περιεχόμενα, πολύχρωμα σκεύη με μαγειρευτά, σακούλες με σφιχτοδεμένους κόμπους στις κορυφές τους και κάμποσα μπουκάλια σε διαφορετικά μεγέθη και σχήματα.
Η Γκουέν προχωράει με θράσος και δίχως να στραφεί για να συμβουλευτεί την Έντνα ή να ζητήσει την άδειά της, τραβάει την πόρτα του ψυγείου, την ανοίγει διάπλατα, μπαίνει μέσα και με συνοπτικές διαδικασίες αρπάζει ένα βαθυκόκκινο μπουκάλι κρασιού και βγαίνει πάλι έξω. Δαγκώνει τον φελλό από το σφραγισμένο πώμα και αφού τον αφαιρεί με τα δόντια της τον φτύνει μέσα στον βρώμικο νεροχύτη. Ανενόχλητη φέρνει το στόμιο του μπουκαλιού στα χείλη της και αφού γέρνει το κεφάλι της προς τα πίσω πίνει μια γερή γουλιά σαν να θέλει να ξεδιψάσει. Αν και ο σκοπός σίγουρα δεν είναι να κατευνάσει την δίψα της...
«Αααχ», αναστενάζει ικανοποιημένη και αρχίζει να έρχεται και πάλι προς την κατεύθυνση μου. Κάπου στα μισά της διαδρομής εντοπίζει μια μισάνοιχτη συσκευασία με κρουτόν, χώνει το χέρι της μέσα από το άνοιγμα και κάνοντας τα δάχτυλά της δαγκάνα βουτάει όσο περισσότερο από αυτό μπορεί. Πότε πίνει και πότε περιδρομιάζει. Έχει φτιάξει την δική της εκδοχή της Θείας Κοινωνίας και την τιμάει δεόντως, ενώ κανείς δεν της λέει το παραμικρό, έως ότου...
«*Ahora es ώρα γκια ντουλειά», αντιδρά η Καμίλλα. «**No para beber!»
«Εδώ», απαντάει ανέμελη η Γκουέν. «Γιατί στην Ιρλανδία έχουν happy hour».
«Νόμιζα ότι ντεν είχατε happy hour εκεί. Το απαγκόρεψαν επειντή είστε όλοι alcohólicos!»
«Μην πιστεύεις ότι ακούς», καγχάζει.
«Πιστεύω αυτό που μπλέπω», αντιμιλάει η Καμίλλα με αποστροφή. «Είσαι μια μπεκρού και είναι γκεγκονός».
«Θες να σου πω εγώ άλλο ένα γεγονός;», προτείνει η Γκουέν και ο ανέμελος τόνος στην φωνή της αλλοιώνεται από έναν εκνευρισμό που παλεύει να κρύψει. «Είσαι ηλίθια. Να, ορίστε, πάρ' το. Και δεν είναι ένα απλό γεγονός, είναι και εδραιωμένη άποψη μαζί. Τώρα σταμάτα να προσβάλλεις την φάρα μου, γιατί όση ώρα λες αυτές τις μαλακίες, σκέφτομαι πως θα ήταν εάν σου κοπάναγα το κεφάλι στις γωνίες του πάγκου. Πλέον κρατιέμαι με τα χίλια ζόρια, οπότε θα σου δώσω μια πολύ δυνατή συμβουλή: Άλλαξε θέμα ή άλλαξε τοποθεσία, Χουανίτα».
«***Gorda!», τσιρίζει η Καμίλλα και στρέφεται για βοήθεια στην Έντνα. «Ντεν ακούς τι λέει; Ντεν μπλέπεις τι κάνει; Πες της ότι ντεν είναι ώρα γκια vino!»
Η Έντνα αναστενάζει, κλείνει τον χοντρό, δερματόδετο τσελεμεντέ της και σηκώνεται από την καρέκλα της. Είναι ένας βαθύς, κουρασμένος αναστεναγμός παραίτησης που δραπετεύει από το κέντρο του στέρνου της και σε κάνει να πιστεύεις –στιγμιαία- ότι η Έντνα έχει καταναλώσει όλες της τις δυνάμεις προσπαθώντας υπεράνθρωπα να κατευνάσει τα πνεύματα. Πράγμα που δεν ισχύει, αφού κάθε φορά που οι τόνοι ανεβαίνουν, εκείνη απλά πατάει μια φωνή που λέει: Σκάστε ή βουλώστε το ή ουαί κι αλίμονο σας, θα σας στείλω διακοπές άνευ επιστροφής στο εξωτικό νησί της απομόνωσης.
«Βασικά...», μουγκρίζει και ρίχνει μια ματιά στο ρολόι χειρός της θέλοντας μάλλον να κάνει κάποιο σχόλιο αναφορικά με την καταλληλότητα της ώρας. Αντ' αυτού τα ψηφιακά νούμερα που αντικρίζει στο καντράν την κάνουν να πανικοβληθεί. Είναι πιο αργά από ότι νόμιζε. «Βασικά είναι ώρα να την κοπανήσω από 'δω!», αποφαίνεται ξαφνικά. «Αρκετά σας ανέχτηκα για σήμερα. Τώρα θα πάω στο σπιτάκι μου, θ' αράξω στον καναπέ μου και θα δω την σαπουνόπερά μου. Ξεχάστηκα με τις αηδίες σας και έχω ήδη χάσει το τραγούδι της αρχής! Δεν θα χάσω όμως και το επεισόδιο μου! Η πλοκή βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σημείο και η οικογένεια του Λουίς Χοσέ περνάει μεγάλες αντιξοότητες!»
«A, si!», τιτιβίζει η Ισαβέλ. «Si, si. Το Μαρία Λουίζα απέντρασε από το φυλακή και...»
«...και τώρα επιστρέφει για εκντικηθεί τους Καστίγιο!», συμπληρώνει την φράση της η Ραφαέλα που πρέπει να είναι εξίσου ένθερμη λάτρης του σόου.
«Θα τους ξεγκελάσει!», αναστενάζει η Σύλβια. «Μετά απόντραση το Μαρία Λουίζα άλλαξε πρόσωπο με πλαστικό χειρούργκειο και είναι αγκνώριστη!»
«Πωπω», αναφωνεί η Έντνα. «Ώστε έτσι, ε; Μεγάλη ανατροπή! Πάω να δω τι γίνεται παρακάτω!»
«Μα δεν μπορείς να φύγεις πάλι!», εξεγείρομαι ξαφνικά.
«Α, μπα;»
«Συμφωνώ με την Βάλενταϊν», η Γκουέν κοπανάει τον πάτο του μπουκαλιού της στον πάγκο που βρίσκεται εμπρός της, θαρρείς για να δώσει έμφαση στην ένσταση της. «Έχεις μια δουλειά να κάνεις! Πρέπει να μείνεις και να βεβαιωθείς, ας πούμε, ότι δεν θα ρίξει κανείς τους βιτριόλι στο φαγητό».
«Δεν ανησυχώ για την πιθανότητα δηλητηρίασης, Μαρς», απαντάει η Έντνα απροβλημάτιστα. «Εάν δεν έχετε δηλητηριαστεί τόσο καιρό με τα σκατά που σας ταΐζει η Μαντλέν, τότε δεν θα σας πειράξει ούτε λίγο βιτριόλι».
«Έστω», λέει η Γκουέν και περνάει ευθύς αμέσως στο επόμενο επιχείρημά της. «Και εάν προκαλέσουν καμιά ζημιά;»
«Τι είδους;»
«Ξέρω 'γω...», ρίχνει μια ματιά στον περιβάλλοντα χώρο αναζητώντας κάποια τρομακτικά καταστροφική ιδέα. «Να», λέει αφού εντοπίζει τα σιδερένια δοχεία που την είχαν κάνει να σκοντάψει νωρίτερα. «Αν είχαν λίγη κηροζίνη, οι τρόφιμοι σου, θα μπορούσαν να φτιάξουν κοκτέιλ μολότοφ με αυτές τις παλιές φιάλες γκαζιού».
«Τι είναι τα κοκτέιλ μολότοφ;», ρωτάμε όλοι μαζί με μια φωνή, αποδεικνύοντας αυτοστιγμεί ότι κανείς μας δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο.
«Μικρές βόμβες», γρυλίζει η Γκουέν απογοητευμένη, λες και ζει για την ημέρα που θα συναντήσει κάποιον εξίσου ταλαντούχο στον εμπρησμό με την ίδια. «Ήμαρτον πια».
«Μικρή μου, Μαρς, δεν νομίζω ότι η Άντριαν και η Πλέμπα διαθέτουν την τεχνογνωσία ή την όρεξη για κάτι τέτοιο», την διέψευσε η υπάλληλος. «Οπότε αντί να γελάσω στα μούτρα σου για τους εξωφρενικούς κινδύνους που διακρίνεις παντού, θα χαχανίσω καθώς φεύγω».
«Μα αν φύγεις θα γίνει της τρελής!», παρεμβαίνω για μια ακόμη φορά. Εάν μείνουμε μόνοι μας, θα είναι ζήτημα χρόνου μέχρι να μας προκαλέσουν μπελάδες οι Λατίνες.
Τα πυκνά φρύδια της Έντνα με τις διάσπαρτες άσπρες τρίχες επάνω τους ανασηκώνονται ερωτηματικά. «Κανένας λόγος;», απαιτεί να μάθει.
«Ο ίδιος λόγος που δεν βάζεις γάτες και σκύλους, ή στην περίπτωσή μας σκύλες», αποκρίνομαι και στέλνω μια υποτιμητική και όλο νόημα ματιά στις Λατίνες. «Μαζί στο ίδιο κλουβί. Δεν τα πάνε καλά. Εκ φύσεως».
«Αυτή η παρατήρηση μπορεί και να στέκει περισσότερο απ' τις άλλες», τ' ομολογεί. «Για αυτόν τον λόγο θα θέσω κάποιον ως υπεύθυνο να επιτηρεί όλους τους άλλους και να τους επαναφέρει στην τάξη και την ευπρέπεια».
«Εγώ θα είμαι το υπεύθυνο», προθυμοποιείται υπερβολικά γρήγορα η Μαρισόλ, η αυταρχική και υπερβολικά σίγουρη αρχηγός των Λατίνων.
«Δεν σφάξανε», παίρνει τον λόγο η Γκουέν. «Εάν είναι να αναλάβει κάποιος την ευθύνη, θα την αναλάβω εγώ. Η Έντνα με έχει εμπιστευτεί και παλιότερα με διάφορες αγγαρείες και ξέρει ότι είμαι σπαθί». Στρέφεται προς την αντίζηλο της και της ρίχνει μια ματιά πράσινη και κοφτερή σαν βροχή από πευκοβελόνες. «Εσύ, Φλορεσιέντα», λέει επιτιμητικά. «Να βάλεις το κεφάλι σου μέσα στο συρτάρι με τους μπαλτάδες και να το κλείσεις με φόρα».
«Σύμφωνοι», λέει η Έντνα δίχως να πολύ-σκοτίζεται. «Επιφορτισμένη με την ευθύνη σας θα είναι η Γκουέντολιν Μαρς. Αρκεί να σταματήσει να τα τσούζει, να έχει το νου της στην Βάλενταϊν, να βεβαιωθεί ότι η Νίκολς δεν θα συλλάβει τα παιδιά του Ρις για σήμερα και να μην είναι αδικαιολόγητα εχθρική και εκδικητική με τις Μετανάστριες».
Νεύω αποδεχόμενη τον συμβιβασμό αυτόν, την ίδια στιγμή που οι Λατίνες διαμαρτύρονται εντόνως. Η Νιβ από την μεριά της χαμογελάει στην Έντνα με ένα γλυκό και συγκαταβατικό ύφος που μοιάζει να λέει: Θα μου κλάσετε, και εμένα και του Νέιτ.
«Θα προσπαθήσω να συνυπάρξω ειρηνικά μαζί τους», της υπόσχεται η Γκουέν. Φιλάει σταυρό και σχηματίζει ένα φανταστικό φωτοστέφανο στην πορφυροκόκκινη κορυφή του κεφαλιού της. Θα είναι φρόνιμη. Μάλλον. «Έχω εξάλλου αρχίσει να τις συνηθίζω πια, σχεδόν να τις συμπαθώ κάπως».
«Σοβαρά;», ρωτάμε μαζικά για άλλη μια φορά σαν μέλη μιας άψογα συγχρονισμένης ορχήστρας.
«Τις Ελ Τσούλος μωρέ;», σαρκάζει η Γκουέν. «Όχι βέβαια! Μόνο που τις ακούω να μιλάνε θέλω καθαρισμό αυτιών. Ενδόμυχα, όμως, μου αρέσει να συναναστρέφομαι μαζί τους. Επειδή είναι καριόλες. Με κάνει να νιώθω ηθικά ανώτερη».
✖
*Ahora = Τώρα
** Para beber = Για ποτό
*** Gorda = Χοντρή, παχουλή
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top